Βιβλιο

Πού πάνε οι χαμένες μας λέξεις;

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πού πάνε οι χαμένες μας λέξεις;
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ

Σε ένα βιβλίο που έγραφα το καλοκαίρι, μιλούσα ανάμεσα στα άλλα για τα μυθοπλαστικά θέματα. Δεν είναι ανεξάντλητα, και δεν είναι καν πολλά. Είναι μια χούφτα όλα κι όλα· και πάνω εκεί, σε αυτές τις δεδομένες φόρμες, βάζει ο καθένας μας τους δικούς του ήρωες για να δει αν και πώς θα χωρέσουν. Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι και σπουδαίοι.

Στην πορεία, ανακαλύπτει κανείς πως κάτι που σκέφτηκε λίγο πριν κοιμηθεί, ή που του ήρθε στο μυαλό ανάμεσα από δυο στάσεις του μετρό, μια ιδέα που τέλος πάντων προς στιγμήν τού φάνηκε ωραία, έξυπνη και πρωτότυπη, στην πραγματικότητα την έχουν διαπραγματευτεί καμιά δεκαριά άλλοι στο παρελθόν, ίσως ακόμη και σε βιβλία που έκαναν μεγάλη επιτυχία στον καιρό τους. Δεν μπορείς να το αποφύγεις αυτό. Και δεν μπορείς να το αποφύγεις με οποιαδήποτε ιδέα κι αν σού κατέβει. Κάθε φορά, είναι σαν να θέλεις να γράψεις το πρώτο γουέστερν με το πιο γρήγορο πιστόλι του Τέξας. Έχουν γραφτεί χιλιάδες μυθιστορήματα των 40.000 λέξεων με το πιο γρήγορο πιστόλι του Τέξας.

Όπως έχει ειπωθεί:

Φαντάσου αυτό: Υπάρχει (κάπου, δεν έχει σημασία πού) μία μεγάλη δεξαμενή, κάτι σαν πισίνα, γεμάτη ιδέες. Ωραίες ιδέες, αν και όχι όλες «αρχετυπικές». Υπήρχε από τότε που ξεκίνησαν να λέγονται οι ιστορίες. Οι άνθρωποι, αυτοί που αρέσκονται στην κατασκευή ιστοριών τέλος πάντων, όσοι δεν αρκούνται στο να τις ακούν, να τις βλέπουν ή να τις διαβάζουν μόνο, ψαρεύουν από εκεί τις ιδέες τους, με μια απόχη ή ένα καλάμι. Όταν πιάνουν μία, και την ανασύρουν, με έναν περίεργο τρόπο ένα πιστό αντίγραφο αυτής της ιδέας παραμένει στην πισίνα: κάποια μέρα, θα την ψαρέψει ένας άλλος· και, κάποιαν άλλη, ένας τρίτος. Κάποια στιγμή, μπορεί να την ψαρέψεις εσύ.

Οι άνθρωποι, αυτοί που αρέσκονται στην κατασκευή ιστοριών τέλος πάντων, όσοι δεν αρκούνται στο να τις ακούν, να τις βλέπουν ή να τις διαβάζουν μόνο, ψαρεύουν από εκεί τις ιδέες τους, με μια απόχη ή ένα καλάμι

Πού πάνε οι χαμένες μας λέξεις;

Ο ΚΙΝΓΚ ΚΑΙ H ΜΝΗΜΗ

Ένα από τα άλλα θέματα που με απασχόλησαν στο βιβλίο που λέω ήταν και αυτό της μνήμης. Το έχω ξαναγράψει και εδώ, σ’ αυτή τη στήλη. Είναι υπερεκτιμημένη η μνήμη, και πλέον σχεδόν άχρηστη. Γιατί να πρέπει να θυμάσαι οτιδήποτε όταν κάθε όνομα, κάθε χρονολογία, κάθε τίτλος, κάθε υπόθεση, το κάθε τι, τα πάντα, βρίσκονται δυο κλικ μακριά σου όλο κι όλο; Δεν βλέπω τον λόγο. Έχω δώσει όσο χώρο καταλάμβανε η μνήμη στο μυαλό μου σε άλλες δουλειές. Όσο μπόρεσα να δώσω, τέλος πάντων. Έχω πολλά πράγματα να κάνω, και δεν προλαβαίνω διαφορετικά.

Τώρα, το θέμα αυτό, της μνήμης, η αλήθεια είναι πως με απασχολεί πάνω από μια δεκαετία τώρα —αφότου μπήκα στα πενήντα—, αλλά από την ανάποδη: σαν απώλεια, σαν αρρώστια. Σαν ένα αμετάκλητο σβήσιμο. Σαν το τέλος όλων των πραγμάτων. Όχι σαν κάτι που θέλεις να το ξεφορτωθείς, αλλά σαν κάτι που χάνεις, που τρέχει μέσα από τα μισάνοιχτα δάχτυλά σου. Η άνοια είναι ένα φάντασμα που το σκέφτομαι συχνά-πυκνά, ένα τέρας με κόκκινα μάτια, ένας μπαμπούλας που κρύβεται κάτω από το κρεβάτι σου και το βράδυ χώνει το τριχωτό του χέρι κάτω από τα σεντόνια. «Θα με βρει κι εμένα; Θα με αρπάξει; Και, αν ναι, πότε; Και πώς θα είναι; Θα το καταλάβω; Κι αν το καταλάβω πράγματι… πώς θα το χειριστώ;» Πριν μερικά χρόνια έκατσα κι έγραψα και ένα μικρό μυθιστόρημα πάνω στο θέμα, με πρωταγωνίστρια μία γυναίκα μεγάλης ηλικίας με Αλτσχάιμερ. Γράφοντάς το, διάβασα ταυτόχρονα τα πάντα για την αρρώστια, και για τη φροντίδα των ασθενών. Δεν έμαθα λίγα πράγματα· χρήσιμα μεν όλα τους αλλά στενάχωρα.

Η άνοια είναι ένα φάντασμα που το σκέφτομαι συχνά-πυκνά, ένα τέρας με κόκκινα μάτια, ένας μπαμπούλας που κρύβεται κάτω από το κρεβάτι σου και το βράδυ χώνει το τριχωτό του χέρι κάτω από τα σεντόνια

Και τις προάλλες, λοιπόν, διάβαζα μια συνέντευξη που έδωσε στους λονδρέζικους Τάιμς ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας, ο Στίβεν Κινγκ. Είπε πολλά, αλλά μίλησε επίσης και για την άνοια. Τη σκέφτεται, λέει, όποτε τυχαίνει να ξεχνάει μια λέξη — κάτι που συμβαίνει σε όλους τους συγγραφείς, και μάλιστα από πάντα, από τότε που ήταν νέοι, πολλές δεκαετίες δηλαδή πριν το κατώφλι μιας πιθανής άνοιας. Όμως είναι από μια ηλικία και μετά που κοιτά κανείς διαφορετικά ένα σύμπτωμα — ένα οποιοδήποτε σύμπτωμα· και συχνά… το κοιτά με τρόμο.

Ο Κινγκ λοιπόν έλεγε πως, μολονότι ακόμη και σήμερα, σχεδόν στα 78 του πια, γράφει έξι με εφτά ημέρες την εβδομάδα επί 1.200 λέξεις τη φορά —ένα πρόγραμμα εφικτό και εύκολο για οποιονδήποτε επαγγελματία συγγραφέα—, μολονότι ποτέ —αυτό δα έλειπε— δεν έχει writer’s block ή κάτι παρόμοιο, μολονότι είναι πάντα καλά οργανωμένος, παραγωγικός και σχολαστικά επικεντρωμένος στη δουλειά του, είναι φορές που τον πλημμυρίζει φόβος: μια συνηθισμένη, άνευ σημασίας στιγμή —μια χαμένη λέξη, συνήθως απλή, καθημερινή: αυτές είναι οι χειρότερες, οι πιο ύποπτες— τον φέρνει αντιμέτωπο με τη σκιά της άνοιας. «Αυτή είναι η αρχή», σκέφτεται όποτε το μυαλό του μοιάζει να χάνει εκείνη εκεί την καταραμένη λέξη, ακόμη και αν τη θυμηθεί αμέσως μετά.

Είναι ένας τρομερός φόβος αυτός, ένας φόβος θανάτου — και δη ενός θανάτου μέσα στη ζωή, διπλά τρομακτικός δηλαδή. Και μάλιστα, για τον Κινγκ δεν θα αφορούσε μόνο τον δικό του θάνατο, όπως λέει: αλλά, τρόπον τινά, και τον θάνατο του κόσμου που έχει χτίσει με τη φαντασία του, του δικού του κόσμου. Είναι ο δημιουργός αυτού του κόσμου, και ο πρώτος του κάτοικος. Και τώρα, σκέφτεται με ένα παγωμένο ρίγος στη σπονδυλική του στήλη, αυτός ο κόσμος πρόκειται να χαθεί. Ακόμη χειρότερα: θα χαθεί ο δημιουργός του, χωρίς μάλιστα να σταματήσει να αναπνέει. Μια παράδοξη κατάσταση που τον βάζει να σκέφτεται διάφορα ενδεχόμενα.

Και τώρα, σκέφτεται με ένα παγωμένο ρίγος στη σπονδυλική του στήλη, αυτός ο κόσμος πρόκειται να χαθεί

Παρ’ όλα αυτά, ο Κινγκ συνεχίζει να γράφει. Κάθε μέρα. Με 1.200 λέξεις κάθε φορά. Και πάντα με πάθος. Όχι μόνο για την επόμενη ιστορία που θα μας χαρίσει πλουταίνοντας τη ζωή μας. Αλλά και για να κρατηθεί ο ίδιος ζωντανός, ακμαίος, ικανός, όσα χρόνια τού μένουν ακόμα. Για να πολεμήσει όρθιος τον τρόμο της λήθης. Έτσι λέει, και έτσι είναι.

Πού πάνε οι χαμένες μας λέξεις;

Ο ΤΕΡΙ ΠΡΑΤΣΕΤ ΚΑΙ Ο DISCWORLD

Ο Κινγκ αγαπά τη δουλειά του, και αγαπά τους συναδέλφους του. Κι αυτό το ομολογεί με τις πράξεις του κάθε μα κάθε ημέρα της ζωής του: είναι τρομερά γενναιόδωρος. Και, αναφορικά με την άνοια, αμέσως ανέφερε στη συνέντευξή του αυτή, ποιον άλλον βέβαια — τον Τέρι Πράτσετ. Η διάνοια που γέννησε τον Discworld βυθίστηκε, έτσι ξαφνικά, αργά-αργά στην αρχή αλλά καταιγιστικά αργότερα, στη λήθη. Όχι για εμάς βέβαια, αλλά για τον ίδιο. Είναι μια κατάρα που σε κάνει να τρομάζεις στ’ αλήθεια.

Για όποιον δεν τα ξέρει ή δεν τα θυμάται:

Ο Τέρι Πράτσετ γεννήθηκε το 1948 στην Αγγλία και έδειξε από πολύ μικρός την αγάπη του για τις ιστορίες. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε όταν ήταν μόλις δεκατριών χρονών, για να ακολουθήσει μία μακρά, και θριαμβευτική, πορεία στο γράψιμο. Ο Δισκόσκοσμος, η μεγάλη, κεντρική του δημιουργία, ξεκίνησε το 1983 με το «Χρώμα της Μαγείας». Θα ακολουθούσαν άλλα 40 μυθιστορήματα στο ίδιο σύμπαν, που μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες και αγαπήθηκαν από πολλά, πολλά εκατομμύρια αναγνώστες όπου γης.

Το 2007, όταν ήταν μόλις 59 ετών, ανακοίνωσε δημόσια ότι είχε διαγνωστεί με μια σπάνια μορφή Αλτσχάιμερ, γνωστή ως «οπίσθια φλοιϊκή ατροφία». Με το γνωστό του χιούμορ χαρακτήρισε το γεγονός «μεγάλη γκαντεμιά», δηλώνοντας όμως επίσης πως δεν θα σταματούσε βέβαια το γράψιμο. Συνέχισε πράγματι να γράφει και να εκδίδει βιβλία, χρησιμοποιώντας συχνά τη βοήθεια φίλων, συναδέλφων και συνεργατών. Ταυτόχρονα, έγινε έντονος υπέρμαχος της ενημέρωσης του κοινού για την άνοια, καθώς και του ιερού δικαιώματος στην ευθανασία. Ο Πράτσετ δεν μιλούσε ποτέ με πικρία, αλλά με μια ήρεμη αποφασιστικότητα. Αναγνώριζε ότι η ασθένεια θα τον περιορίσει, αλλά επέλεξε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του και να υπερασπιστεί το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να έχουν λόγο για το πώς θα ζήσουν — και πώς θα φύγουν.

Με το γνωστό του χιούμορ χαρακτήρισε το γεγονός «μεγάλη γκαντεμιά», δηλώνοντας όμως επίσης πως δεν θα σταματούσε βέβαια το γράψιμο

Με τον ίδιο τρόπο που στα βιβλία του οι ήρωές του αντιμετώπιζαν το αναπόφευκτο με θάρρος και ειρωνεία, έτσι κι εκείνος κοίταξε κατάματα την άνοια, χωρίς να την αφήσει να του κλέψει το πνεύμα. Η στάση του, να σημειωθεί, υπήρξε για πάρα πολλούς πελώρια πηγή δύναμης.

Πέθανε το 2015, σε ηλικία 66 ετών, στο σπίτι του, έχοντας κοντά του την οικογένειά του. Ο θάνατός του, λένε, ήταν ήσυχος, και ανακοινώθηκε με έναν τρόπο που θύμιζε το ύφος των ίδιων του των βιβλίων: με σεβασμό, τρυφερότητα, και μια αίσθηση ότι ο ίδιος θα είχε βρει το γεγονός κατάλληλα δραματικό και ειρωνικό μαζί.

Όπως ομολογούν όλοι, η ζωή του Πράτσετ ποτίστηκε τα τελευταία του χρόνια με μια πικρή ειρωνεία· ένας συγγραφέας που χάρισε τόσες λέξεις στον κόσμο, αναγκάστηκε να παλέψει με μια ασθένεια που του τις αφαιρούσε. Κι όμως, δεν παραδόθηκε ποτέ. Και βέβαια οι ιστορίες του παραμένουν ζωντανές, και, μέσα από αυτές, ο ίδιος εξακολουθεί να είναι παρών. Στον Δισκόκοσμο, οι χαρακτήρες του γελούν, φιλοσοφούν, πέφτουν σε γκάφες, κάνουν λάθη — και ξανασηκώνονται· και μαζί τους ο αναγνώστης βρίσκει τον δικό του τρόπο να αντιμετωπίσει όσα δύσκολα φέρνει η ζωή. Ή, με άλλα λόγια, οι χαμένες λέξεις του Πράτσετ δεν χάθηκαν ποτέ στην πραγματικότητα. Όσο υπάρχουν αυτιά να τις ακούν, και καρδιές να τις αγκαλιάζουν, οι λέξεις μας —όλες οι χαμένες λέξεις— δεν γίνεται να χαθούν.

Όπως ομολογούν όλοι, η ζωή του Πράτσετ ποτίστηκε τα τελευταία του χρόνια με μια πικρή ειρωνεία· ένας συγγραφέας που χάρισε τόσες λέξεις στον κόσμο, αναγκάστηκε να παλέψει με μια ασθένεια που του τις αφαιρούσε

(Στα ελληνικά ατύχησε πάντως. Στον καιρό μου, το σπουδαίο Παρά Πέντε έβγαλε 5 τίτλους τού Discworld: «Το Χρώμα της Μαγείας», «Το Φως της Φαντασίας», «Νευρικές Μάγισσες», «Θανατηφόρος Βοηθός» και «Πιάστε το Μάγο», που μας ενθουσίασαν, και ο Ψυχογιός κατόπιν άλλους 4: «Οι στρίγκλες», «Πυραμίδες», «Ο εκπληκτικός Μορίς και τα σοφά τρωκτικά» και «Χιλιάδες νάνοι κι ένα τηγάνι». Τέλος, το 2010 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Δοκός (δεν έχω δει το βιβλίο) το «Φρουροί! Φρουροί!» Σήμερα τα βιβλία του είναι εξαντλημένα ή δυσεύρετα, και δεν τον ξέρουν παρά μονάχα οι ρέκτες του είδους, ήτοι οι νερντ).

Πού πάνε οι χαμένες μας λέξεις;

ΟΙ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΩΓΗΙΝΟΙ

Τώρα, συνέβη το εξής. Προχθές είδα μία ταινία επιστημονικής φαντασίας που ανέβηκε πρόσφατα στο Netflix, με τίτλο «Jules» (σενάριο Gavin Steckler, σκηνοθεσία Marc Turtletaub, 2023). Πρωταγωνιστούν ο Μπεν Κίνγκσλεϊ, και οι Χάριετ Σάνσομ Χάρις, Ζόι Γουίντερς, Τζέιν Κέρτιν, και Τζέιντ Κουόν. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Μίλτον Ρόμπινσον, που τον υποδύεται ο Κίνγκσλεϊ, είναι ένας άντρας 79 ετών που πάσχει από άνοια — στα πρώτα στάδια ακόμα. Μια μέρα, πέφτει στον κήπο του ένας ιπτάμενος δίσκος. Από μέσα, βγαίνει ένας τραυματισμένος εξωγήινος. Ο Μίλτον τον φροντίζει και τον βάζει στο σπίτι του. Όταν λέει στην κόρη του και σε άλλους πως έπεσε ένα UFO στην αυλή του και πως τώρα ο ίδιος φροντίζει τον εξωγήινο που το οδηγούσε, κανείς προφανώς δεν τον πιστεύει. Ίσα-ίσα, όλοι φοβούνται πως η άνοια επελαύνει και του λένε να πάει στο γηροκομείο.

Όταν λέει στην κόρη του και σε άλλους πως έπεσε ένα UFO στην αυλή του και πως τώρα ο ίδιος φροντίζει τον εξωγήινο που το οδηγούσε, κανείς προφανώς δεν τον πιστεύει

Δύο συνομήλικές του γειτόνισσες στη μικρή τους πόλη θα πληροφορηθούν, παρ’ όλα αυτά, το γεγονός, και οι τρεις τους μαζί θα φτιάξουν μία ζώνη άμυνας γύρω από τον εξωγήινο, που, αν και δεν μιλάει, θα τους δείξει από τι πράγματα έχει ανάγκη για να επιδιορθώσει το σκάφος του ώστε να τα καταφέρει επιτέλους να γυρίσει στον πλανήτη του. Δεν θα πω περισσότερα, και αυτά που είπα ας μη θεωρηθούν σπόιλερ. Θα τα δείτε και στο τρέιλερ, άλλωστε, τα περισσότερα. Να το χαζέψετε όμως το έργο, είναι μια μικρή, γλυκιά, συγκινητική, feelgood ταινία που σε αφήνει με ένα μεγάλο χαμόγελο.

JULES | Official Trailer | Bleecker Street

Για άλλο λόγο τα λέω όλα αυτά όμως. Όπως έχω αναφέρει ξανά σ’ αυτά εδώ τα σημειώματα, έχω ένα σωρό αρχεία εδώ κι εκεί, στον υπολογιστή μου και ονλάιν, με μερικές δεκάδες ιδέες, σημειώσεις και σκελετούς μελλοντικών βιβλίων, όλα τους καλά τακτοποιημένα. Νά μία από αυτές:

Πού πάνε οι χαμένες μας λέξεις;

Είπαμε: τα μυθοπλαστικά θέματα (δηλαδή τα θέματα στη λογοτεχνία και στο σινεμά) δεν είναι ανεξάντλητα, και δεν είναι καν πολλά. Είναι μια χούφτα όλα κι όλα· και πάνω εκεί, σε αυτές τις δεδομένες φόρμες, βάζει ο καθένας μας τους δικούς του ήρωες για να δει αν και πώς θα χωρέσουν. Όλοι μας, εμείς οι μικροί, και οι άλλοι οι μεγάλοι, και οι λίγοι σπουδαίοι.

* * *

Χρησιμοποιήθηκε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Οδηγός συγγραφής» (Ψυχογιός). Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY