- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Γενέθλια Στίβεν Κινγκ: Στον ίσκιο του Βασιλιά
Το Βιβλίο της Εβδομάδας, από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος
Τίτλοι που ξεχωρίζουν, προτάσεις που αξίζουν τον χρόνο σας, κείμενα για το βιβλίο και την ανάγνωση
Το 2017, που ο Στίβεν Κινγκ γινόταν 70 χρονών, ζήτησα από κάπου 15 Έλληνες συγγραφείς να μου γράψουν ένα διήγημα κοντά στο στιλ του. Η συλλογή, με τίτλο «Στον ίσκιο του Βασιλιά», κυκλοφόρησε ανήμερα των γενεθλίων του, σαν σήμερα (που πλέον γίνεται 78), από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, που βγάζουν στην Ελλάδα τα άπαντα του Κινγκ. Εκτός από τον πρόλογο, είχα κι εγώ ένα διήγημα μέσα. Όπως είχε και κάποιος Ντικ Μπάκμαν. Τώρα, ο Κινγκ είχε κυκλοφορήσει παλιά 5 μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μπάκμαν, για να δει αν τα βιβλία του θα είχαν απήχηση στο κοινό χωρίς το βάρος του ονόματός του: «Rage» (1977), «The Long Walk» (1979), «Roadwork» (1981), «The Running Man» (1982) και «Thinner» (1984). Το 1985 αποκαλύφθηκε η πραγματική του ταυτότητα, κι έτσι τα βιβλία επανεκδόθηκαν πια με το πραγματικό του όνομα. Μετά την αποκάλυψη, εκδόθηκαν ακόμη δύο βιβλία με το όνομα Ρίτσαρντ Μπάκμαν: «The Regulators» (1996) και «Blaze» (2007· γραμμένο στην πραγματικότητα στα τέλη της δεκαετίας του ’70). Έτσι, το Ντικ Μπάκμαν ήταν ένα ψευδώνυμο που προφανώς παρέπεμπε κατευθείαν σε εκείνα τα βιβλία και σε εκείνη την ταυτότητα. Ο θρασύτατος Ντικ Μπάκμαν ήμουν εγώ, και αυτό (συμπάθα με, κύριε Στιβ) είναι το διήγημά του:
* * *
ΝΤΙΚ ΜΠΑΚΜΑΝ, «ΘΕΛΗΜΑ ΘΕΟΥ»
ΙV
Η μεγάλη τραπεζαρία ήταν γεμάτη από νωρίς το απόγευμα της 24ης Δεκεμβρίου και δεν άδειασε παρά μόνο μετά τις 11 το βράδυ, όταν και οι τελευταίοι εθελοντές και τα μέλη της οργάνωσης, εξαντλημένοι αλλά χαρούμενοι, έκλεισαν τα φώτα και κλείδωσαν τις πόρτες, αφού πρώτα ήλεγξαν προσεκτικά το νέο σύστημα πυρόσβεσης, για να μην την ξαναπάθουν. Δούλευε ρολόι. Όλα δούλευαν ρολόι. Και όλα πήγαιναν καλά, συν Θεώ. Το 2018 θα ήταν μια υπέροχη χρονιά. Μια χρονιά αφιερωμένη στα έντεκα άρθρα της πίστης, στη διάδοση του μηνύματος της Αγάπης του Θεού και στην αμέριστη προσφορά στον άνθρωπο.
Όταν και ο τελευταίος εθελοντής έφυγε χαμογελαστός από τον οίκο, οι τρόφιμοι στους κοιτώνες μαζεύτηκαν σε μια γωνιά και άναψαν τσιγάρο μισανοίγοντας ένα παράθυρο και με κουβέρτες ριγμένες στους ώμους. Η συζήτηση στρεφόταν γύρω από τον καταψύκτη και τη νέα τηλεόραση που είχε εγκατασταθεί στο εντευκτήριο. Έπιανε, λέει, όλα τα κανάλια. Και τα χρώματά της ήταν σαν αληθινά.
«Αληθινά είναι τα χρώματα, τι θες να ’ναι;» είπε ένας ψηλός μαύρος που έμοιαζε σμιλεμένος πάνω σε έβενο. Η μύτη του ήταν σπασμένη σε δύο σημεία, και μια βαθιά χαρακιά από γυαλί χώριζε κάθετα το ένα του μάγουλο.
«Δεν πας στον διάολο, Τζεφ;» του είπε ένας αδύνατος γέρος με ένα σκούφο των Σέλτικς φορεμένο στραβά στο κεφάλι του.
«Έχω πάει, παππού», του είπε ο Τζεφ. «Έχω πάει κι έχω έρθει».
Στο κρεβάτι τής απέναντι γωνίας, ο νέος ένοικος του καταφυγίου είχε σκεπαστεί μέχρι τον λαιμό με την κουβέρτα του και τους άκουγε να λογομαχούν. Αισθανόταν όμορφα.
Α, όλα ήταν όμορφα. Αρκεί να χαμογελούσες σ’ αυτή τη ζωή. Αρκεί να είχες φίλους. Να μην ήσουν μόνος.
Το 2018 θα ήταν μια υπέροχη χρονιά.
ΙΙΙ
Στις 5 Οκτωβρίου, ο Τζέρι Χόλμπορν βγήκε χαμογελαστός από το σπίτι του, στη γωνία Χάμιλτον με Μπάρι της Βοστόνης, ακριβώς στις οχτώ το πρωί, όπως κάθε ημέρα απαρεγκλίτως τα τελευταία δέκα χρόνια: ο CRRS θα έκλεινε μία δεκαετία στον αέρα στις 12 το μεσημέρι ακριβώς, και το πάρτι στη Βίκτορι Ρόουντ δεν θα είχε προηγούμενο.
Αυτή, σκέφτηκε ο Τζέρι στρώνοντας το σακάκι του έξω από την πόρτα, δεν θα ήταν μία ημέρα όπως όλες οι άλλες. Η αποκάλυψη, η πιο μεγάλη αποκλειστικότητα του CRRS στη δεκάχρονη ιστορία του, θα γινόταν στις 6 το απόγευμα, σε μία έκτακτη εκπομπή που την είχε προετοιμάσει μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Είχε ήδη προειδοποιήσει τους ενδιαφερόμενους, και ήταν σίγουρος πως κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Το λιγότερο. Καλό αυτό. Πολλά θα άλλαζαν στην πόλη μετά από την εκπομπή του. Πάρα πολλά. Ήταν μία καλή ημέρα. Με ήλιο. Με μια αναζωογονητική δροσιά. Με αισιοδοξία.
Η αποκάλυψη, η πιο μεγάλη αποκλειστικότητα του CRRS στη δεκάχρονη ιστορία του, θα γινόταν στις 6 το απόγευμα, σε μία έκτακτη εκπομπή που την είχε προετοιμάσει μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια
Όλα θα πήγαιναν καλά. A, ναι.
Χαμογέλασε πάλι. Ο Άρθουρ και ο Χάουαρντ βγήκαν ξοπίσω του μαλώνοντας και γελώντας ταυτόχρονα. Ήταν όμορφα αγόρια. Τα πιο όμορφα δίδυμα της Βοστόνης. Αύριο θα γίνονταν πέντε χρονών. Πώς περνάει ο καιρός, Θεέ μου.
Η νταντά τους έτρεξε να μαζέψει τους δίδυμους, αλλά ο Τζέρι Χόλμπορν τούς είχε ήδη πιάσει μέσα στην αγκαλιά του και τους έσφιγγε.
«Είσαι μεγάλος μπαγάσας», είπε.
«Εγώ, μπαμπά;» ρώτησε ο Άρθουρ.
«Ναι», είπε ο Τζέρι.
«Εγώ, μπαμπά;» ρώτησε στη συνέχεια ο Χάουαρντ.
«Ναι», είπε πάλι ο Τζέρι.
Ποτέ δεν βαριόντουσαν οι τρεις τους αυτό το παιχνίδι.
«Μπαμπά», είπε τότε ο Χάουαρντ και έδειξε πίσω από την πλάτη του πατέρα του.
Ο Τζέρι Χόλμπορν γύρισε να κοιτάξει, αλλά το μόνο που είδε ήταν η μαύρη κάννη. Κάτι άστραψε μέσα της, και την ίδια στιγμή όλο το σύμπαν έγινε μια κηλίδα, κάτι που δεν είχε να πιαστεί από πουθενά. Ένα σημείο που δεν υπήρχε. Το κεφάλι του σκόρπισε πάνω στο φόρεμα της νταντάς των διδύμων, που είχε μείνει ανέκφραστη και ακίνητη σαν άγαλμα να κοιτάει. Η κάννη στράφηκε καταπάνω της. Την άλλη στιγμή, το στήθος της καιγόταν. Έπεσε πίσω, σαν να κόπηκαν οι κλωστές που την κρατούσαν όρθια. Πέθανε πολύ εύκολα.
Η κάννη στράφηκε καταπάνω της. Την άλλη στιγμή, το στήθος της καιγόταν
Τα αγόρια κοιτούσαν αμίλητα τον δολοφόνο του πατέρα τους και της Μαίρης. Κατάλαβαν μόνο πως κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε εκείνη την ώρα, κάτι που θα σημάδευε τη ζωή τους για πάντα. Κάτι τρομερά σοβαρό, κάτι χωρίς προηγούμενο. Και χωρίς επόμενο. Είχαν δίκιο.
Ο εκτελεστής έστρεψε το όπλο του στον Άρθουρ. Πάτησε τη σκανδάλη. Δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Την ξαναπάτησε. Τίποτε. Το πιστόλι είχε πάθει εμπλοκή. Το έπιασε από την κάννη και προχώρησε προς τα αγόρια, που έκλεισαν τα μάτια και περίμεναν να τελειώσει όλο αυτό. Τα χτύπησε εναλλάξ στο κεφάλι όσες φορές χρειάστηκε, και μετά έφυγε κατηφορίζοντας τη Χάμιλτον Στριτ, που εκείνη την ώρα ήταν άδεια.
Ο ήλιος πανηγύριζε μόνος στον ουρανό. Θα ήταν μια λαμπρή ημέρα.
ΙΙ
Ο Ρίκι Τσάμπερς, ή Ντροπαλός, δούλεψε ακριβώς τριάντα χρόνια στην Υπηρεσία Φύλαξης Χειραποσκευών και στο Τμήμα Απολεσθέντων του σιδηροδρομικού σταθμού Άπχαμς Κόρνερ της Βοστόνης. Το Άπχαμς εγκαινιάστηκε στις 5 Οκτωβρίου του 1987, και ο Ρίκι πήρε μετάθεση εκεί την ίδια ημέρα από τον χαώδη σταθμό μετρό τής Παρκ Στριτ, τον σύγχρονο Λαβύρινθο όπου ακόμη και παλιοί εργαζόμενοι μπέρδευαν συχνά τον δρόμο τους και χάνονταν. Ω καλέ Θεέ, μερικοί από δαύτους δεν βρέθηκαν ποτέ. Η Πράσινη και η Κόκκινη Γραμμή τής Παρκ Στριτ, μαζί με τα ασανσέρ (όποτε δούλευαν δηλαδή), τις κυλιόμενες σκάλες (όποτε τσουλούσαν) και τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, που έμοιαζαν με εκείνα του Πύργου της Βαβέλ όταν οι καθαρίστριες τα σφουγγάριζαν, ήταν ένας καλός και σίγουρος τρόπος για να σε τρελάνουν ακόμη και τις μέρες που έξω ο ήλιος έλεγε τα παραμύθια του και χασμουριόταν πάνω από την πόλη.
Όμως το Άπχαμς ήταν αλλιώς. Εκατό φορές αλλιώς. Δυο γραμμές μόνο, ησυχία, μια είσοδος που έμοιαζε με φρεσκοβαμμένο προσκοπικό σπιτάκι σε παιδική ζωγραφιά, δέντρα δεξιά και αριστερά από την πλατφόρμα —το φθινόπωρο έπαιρναν χίλιες αποχρώσεις, πριν σωριαστούν σε ένα πολύχρωμο κιλίμι στον αγρό—, και καναδυό κτίρια όλα κι όλα απέναντί τους, πριν το άνοιγμα του δρόμου κάτω από την πεζογέφυρα με τις δύο φαρδιές σκάλες για το κοινό, με πιο μεγάλο και πιο βαρύ εκείνο τού Στρατού Σωτηρίας, που μάζευε πολύ κόσμο τα απογεύματα, για τσάι, καυτό καφέ εκστρατείας με μπόλικη ζάχαρη και μπισκότα με τζίντζερ, και τα Σαββατόβραδα, που συνήθως είχε διπλή μερίδα σούπα, ψωμί, φρούτο και γλυκό, να ’ναι καλά οι άνθρωποι κι ας σε φόρτωναν με παραπάνω Βίβλους από όσες χωράνε στο σακούλι σου. Ας είναι. Για να μη μιλήσουμε για όλους εκείνους τους φουκαράδες που έβρισκαν στέγη εκεί. Τους άστεγους, τους αποσυνάγωγους, τους αλήτες που δεν τα ’χαν καταφέρει. Πόσο ζεστή, ειλικρινή χαρά είχαν όλοι τους όταν έμπαιναν το βράδυ στο κτίριο του Στρατού για να κοιμηθούν στις ζεστές κουκέτες… Πόσο όμορφη γινόταν η ζωή όταν είχες ένα γεμάτο σπίτι. Και φίλους. Πόσο όμορφα ήταν όλα.
Για να μη μιλήσουμε για όλους εκείνους τους φουκαράδες που έβρισκαν στέγη εκεί. Τους άστεγους, τους αποσυνάγωγους, τους αλήτες που δεν τα ’χαν καταφέρει
Αυτά όμως μέχρι να πιάσει εκείνη η διαολοφωτιά στα τέλη του Αυγούστου, που κατέκαψε όλη τη δυτική πλευρά του κτιρίου, μαζί και τα μαγειρεία, αφήνοντας ένα σωρό κόσμο χωρίς καφέ, τσάι και διπλή μερίδα σούπα το Σάββατο. Χωρίς άσυλο για τα βράδια. Χωρίς φίλους κάτω από μια στέγη. Κάηκαν και όλες οι Βίβλοι μαζί. Αμαρτία. Πενήντα χιλιάδες ζημιά, έλεγαν. Πολλά λεφτά, κι άντε να τα βρεις. Δεν θα τα ’βρισκες ποτέ…
Εν πάση περιπτώσει, ο Ρίκι Τσάμπερς, ή Ντροπαλός, έφυγε στις 5 Οκτωβρίου του 1987 από την Παρκ Στριτ και ήρθε στο Άπχαμς Κόρνερ, και έμεινε εκεί, σταθερός στο πόστο του, μέχρι τις 4 Οκτωβρίου του 2017, πράγμα που μας κάνει τριάντα στρογγυλά χρόνια — και πράγμα λίγο παλαβό αν το καλοσκεφτείς. Μεγάλη σύμπτωση. Αλλά έτσι ήταν.
Μετά τη λήξη της βάρδιας του, το απόγευμα της 4ης Οκτωβρίου, οι συνάδελφοί του του έκαναν μια μικρή γιορτή, με τούρτα, γιρλάντες και ένα παλιό κουδούνι σταθμάρχη για δώρο, που ο Ρίκι το πήρε στα χέρια του και άρχισε να το κουνάει για ώρα ξεκουφαίνοντάς τους όλους — ο Μπεν Χοκ, που έλεγε πως ήταν Ινδιάνος Τσερόκι, αν και πιο πολύ έμοιαζε με Πολωνό γκάνγκστερ με πονόδοντο, μουρμούρισε παραπάνω από δέκα μετρημένες φορές πως τους το ’χε πει αυτός ότι το κουδούνι ήταν πολύ κακιά ιδέα, αλλά κανείς δεν του είχε δώσει σημασία επειδή ήταν Ινδιάνος.
«Ποτέ σας δεν ακούσατε τον Ινδιάνο», έλεγε. «Ποτέ κανείς σας δεν άκουσε τον Ινδιάνο σ’ αυτή την κωλοχώρα». Μπορεί και να ’χε δίκιο. Μπορεί και όχι.
Έφαγαν όλοι τους πάντως την τούρτα με το μεγάλο καλλιγραφικό 30 επάνω της, ήπιαν και από το κρασί που είχε αγοράσει η Γκρέτα, το κορίτσι από τα εισιτήρια —τέλος πάντων, υπήρξε πράγματι κορίτσι μια φορά κι έναν καιρό—, έδωσαν συγχαρητήρια στον Ρίκι, που δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει όλη εκείνη την ώρα, του χτύπησαν ένας-ένας την πλάτη σκύβοντας προς το μέρος του και πήγαν στα σπίτια τους.
Ο ίδιος ο Ρίκι έμεινε στο Άπχαμς Κόρνερ, κρατώντας ένα χάρτινο πιατάκι με μισό κομμάτι τούρτα μέσα και έχοντας απιθωμένο δίπλα του το μεγάλο καινούργιο του κουδούνι. Χαμογελούσε ακόμη, γιατί είχε χαρεί πολύ με το πάρτι-έκπληξη, κακά τα ψέματα. Ήταν καλοί συνάδελφοι, και θα του έλειπαν.
Η αίθουσα των επιβατών, όπως την έλεγαν, ήταν εντελώς άδεια πια, γιατί δεν προβλεπόταν στάση για τις επόμενες τέσσερις ώρες, και ο Ρίκι αισθανόταν την ησυχία του χώρου να βουλιάζει και να αντηχεί υπόκωφα στα αυτιά του. Τα έχουν αυτά οι μεγάλοι άδειοι χώροι που κάποιες φορές γεμίζουν ασφυκτικά. Έτσι πάει. Κάποια στιγμή σηκώθηκε μονοκόμματα από τη θέση του —έναν από εκείνους τους πάγκους για τους ταξιδιώτες που περίμεναν το τρένο τους, τους άβολους ξύλινους πάγκους με το πράσινο χρώμα που όλο έλεγαν από τα κεντρικά ότι θα τους άλλαζαν, μα που όλο το κονδύλι για την αλλαγή και την αντικατάστασή τους κόλλαγε κάπου—, κοίταξε ένα γύρο, δεν βρήκε κάτι που να του κινεί το ενδιαφέρον, και βγήκε έξω, στην Πλατφόρμα Α — όχι ότι υπήρχε και Πλατφόρμα Β δηλαδή. Εξέτασε για ακόμη μία φορά το κτίριο του Στρατού Σωτηρίας απέναντι, που ενάμιση μήνα τώρα μύριζε καπνιά και καταστροφή. Είχε χάσει για πάντα το τσάι του και όλους εκείνους τους φίλους που είχε κάνει εκεί. Για έναν περίεργο λόγο, αυτοί οι απόκληροι ήταν πιο κοντά του από οποιονδήποτε άλλον. Δεν τον κορόιδευαν —ή όχι πολύ πάντως—, τον δέχονταν όπως ήταν —ή τέλος πάντων περίπου— και η παρέα του τους άρεσε. Και ο Ρίκι χαιρόταν να είναι μαζί τους. Ήταν μια μεγάλη, μεγάλη οικογένεια. Ήθελε να ζήσει για πάντα μαζί τους.
Αναστέναξε, άδειασε το πιάτο του σε έναν κάδο σκουπιδιών, έβγαλε έξω από τον κάδο τη σακούλα, την έδεσε καλά, την αντικατέστησε με μία καθαρή, και πήγε να πετάξει τη γεμάτη στα σκουπίδια, σέρνοντας τα βήματά του.
Ήταν εξήντα έξι χρονών και ακριβώς τα μισά κιλά· άλλη μία σύμπτωση στη ζωή του Ρίκι Τσάμπερς, που όλοι τον έλεγαν Ντροπαλό γιατί γενικά ήταν μαζεμένος άνθρωπος, και νάνος. Κάποιοι τον έλεγαν και Χαζούλη, αλλά ποτέ κανείς δεν τον είπε Γκρινιάρη ή Υπναρά. Όμως ούτε και Σοφό, εδώ που τα λέμε. Το Ντροπαλός ήταν μάλλον το πιο ανώδυνο από τα ονόματα των Εφτά Νάνων και του ταίριαζε γάντι, και ο Ρίκι δεν παραπονέθηκε ούτε μια φορά όλα αυτά τα τριάντα χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας στο Άπχαμς Κόρνερ όταν το άκουγε. Και το άκουγε κάθε μέρα. Η ζωή ήταν ωραία έτσι και το φιλοσοφούσες λιγάκι, και ο Ρίκι το φιλοσοφούσε διαρκώς. Ναι, η ζωή ήταν ωραία. Μπορούσες να χαμογελάς όποτε σου ερχόταν, και αμέσως τα πάντα γίνονταν τέλεια. Έτσι πίστευε ο Ρίκι, και έτσι ήταν. Και δεν πείραζε να σου έχουν κολλήσει ένα παρατσούκλι.
Αφού έκλεισε προσεκτικά τον κάδο, πήδηξε από την ανάποδα τοποθετημένη κασέλα που υπήρχε πάντα εκεί —αν και όχι για πολύ ακόμη, μιας και έφευγε πια για τα καλά και κάποιος θα την πετούσε κι αυτήν στον κάδο— και επέστρεψε στον σταθμό κάνοντας μόνο μία μικρή παράκαμψη για να κοιτάξει πάνω από το παραπέτο της πεζογέφυρας. Είχε ησυχία· δεν φαινόταν ψυχή πουθενά, ούτε στα αριστερά του δρόμου, ούτε στα δεξιά. Στράφηκε, μπήκε ξανά στην αίθουσα επιβατών, πήγε στα γκισέ των εισιτηρίων και ξαναβγήκε στην Πλατφόρμα Α. Κανείς κι εδώ. Λογικό βέβαια, αλλά από την άλλη έμοιαζε σάμπως να είχαν χαθεί οι πάντες από την πόλη και να είχε απομείνει μόνος του στη Γη, όπως στις ταινίες που έδειχναν το τέλος του κόσμου.
Είχε ησυχία· δεν φαινόταν ψυχή πουθενά, ούτε στα αριστερά του δρόμου, ούτε στα δεξιά. Στράφηκε, μπήκε ξανά στην αίθουσα επιβατών, πήγε στα γκισέ των εισιτηρίων και ξαναβγήκε στην Πλατφόρμα Α. Κανείς κι εδώ
Αλλά πάλι έπρεπε κι αυτός κάποια στιγμή να τα μαζέψει και να φύγει. Να πάει στο σπίτι του, να ετοιμάσει κάτι για βραδινό και να κάτσει να φάει μπροστά από την παλιά τηλεόρασή του. Και να βάλει καλά στον νου του ότι αυτό θα έκανε από εδώ και στο εξής. Θα καθόταν μπροστά από την τηλεόραση μέχρι να περάσουν οι μέρες του και να πάει κι αυτός στο καλό. Αυτό θα ήταν το δικό του τέλος του κόσμου.
Αναστέναξε ξανά, έσκυψε το κεφάλι και σκούπισε τη μύτη του με ένα παλιό μαντίλι. Λοιπόν, έπρεπε να πάρει μία καινούρια τηλεόραση. Αυτό θα ήταν το πρώτο που θα έκανε. Και έναν καταψύκτη που να χωράει πολλά έτοιμα γεύματα. Από αυτούς τους επαγγελματικούς, των τριών χιλιάδων. Ήξερε ποιο μοντέλο ακριβώς. Με έναν τέτοιον, μπορούσες να αγοράσεις μέχρι και πενήντα γεύματα όταν τα έβγαζαν σε προσφορά και να τα διατηρήσεις για πάνω από δύο μήνες. Μεγάλη οικονομία, και άνεση. Σε ένα εξάμηνο από σήμερα θα έπαιρνε, του είχαν πει, το εφάπαξ του. Θα έφτανε για να πάρει και την τηλεόραση και τον καταψύκτη. Χαμογέλασε πλατιά και σκέφτηκε πάλι πως, τελικά, ναι — η ζωή ήταν ωραία. Η ζωή ήταν μια χαρά έτσι και χαμογελούσες. Και οι περισσότεροι δεν χαμογελούσαν, αυτό ήταν γεγονός.
Κουνώντας φιλοσοφημένα το κεφάλι, πήγε στο γραφείο του περπατώντας μονοκόμματα και σέρνοντας τα πόδια για να πάρει το μπουφάν του. Σκεφτόταν πως εδώ που τα λέμε δεν ήθελε να πάρει στ’ αλήθεια εκείνη την τηλεόραση και τον καταψύκτη, πως δεν ήθελε να τα έχει αυτός, μόνος, αλλά να είναι με τους φίλους του απέναντι, στο μεγάλο, ζεστό κτίριο. Μα η ζωή —που ήταν ωραία, ναι, δεν χωρούσε αμφιβολία— γινόταν τρελή και αφόρητη πολλές φορές, και σκορπούσε αναίτιες φωτιές και χώριζε τον κόσμο. Για να μην πει ότι ποτέ δεν θα τον δέχονταν καν εκεί πέρα. Όχι τα βράδια. Πώς να πιάσει τον τόπο που προοριζόταν για έναν που δεν είχε τίποτα; Πώς να στερήσει την κουκέτα από ένα πουλί του Θεού με σπασμένες φτερούγες; Όχι, δεν ήταν σωστό. Δεν ήταν δίκαιο. Έπρεπε να το ξεχάσει. Να μείνει μόνος, και να πεθάνει μόνος.
Εκτός κι αν τους χαρίσω την τηλεόρασή μου και τον καταψύκτη μου, σκέφτηκε τότε. Έτσι, θα με έπαιρναν. Δεν θα είχα τίποτε άλλο. Και θα τους χάριζα και τη σύνταξή μου. Έτσι θα ήμουν απόκληρος κι εγώ. Ένα πουλί με σπασμένες φτερούγες. Αρκεί μόνο να…
Εκτός κι αν τους χαρίσω την τηλεόρασή μου και τον καταψύκτη μου, σκέφτηκε τότε. Έτσι, θα με έπαιρναν
Ω, τίποτε δεν αρκούσε. Τίποτα! Το μέρος είχε καεί πέρα για πέρα. Η ζωή ήταν τρελή, και ήταν άδικη. Και άγρια. Και σκορπούσε φωτιές.
Κούνησε το κεφάλι με απελπισία και κάνοντας ένα μορφασμό από εκείνους που έκρυβε όταν βρισκόταν κοντά σε κόσμο, και τότε είδε τον άντρα που ερχόταν από τη μεριά της πεζογέφυρας. Παραλίγο να ξεχαστεί και να σταθεί προσοχή χαιρετώντας στρατιωτικά — τον κορόιδευαν όποτε το έκανε, ή απλώς γελούσαν συγκαταβατικά, ή και αντιχαιρέτιζαν κάποιοι, αν και σίγουρα οι περισσότεροι τον κορόιδευαν, και μάλλον είχαν δίκιο. Δεν χαιρετάμε έτσι, ήταν ανοησία. Οι συνάδελφοί του είχαν κουραστεί να του το λένε. «Ντροπαλέ, κόφ’ το. Είσαι μεγάλος πια, δεν είσαι παιδί».
Ωστόσο ο άντρας που κατευθυνόταν προς το μέρος του είχε ούτως ή άλλως στρατιωτικό παράστημα. Ήταν πάνω από ένα και ογδόντα, με φαρδιές πλάτες, στητός, με κοντό κούρεμα και μικρά στρογγυλά γυαλιά. Φαινόταν γερός και ικανός για μεγάλα πράγματα, πράγματα από αυτά που δεν τα κάνει όλος ο κόσμος. Όλο του το παρουσιαστικό και ο τρόπος που βάδιζε είχαν μια ρευστή, φιδίσια χάρη. Κουβαλούσε έναν μαύρο χαρτοφύλακα και συνέχισε να βαδίζει αγέρωχος προς τις εγκαταστάσεις του σταθμού, όταν ξαφνικά έπιασε το δεξί του μπράτσο με το αριστερό χέρι. Το μέτωπό του ίσως και να γυάλισε απότομα από τον ιδρώτα. Αλλά μπορεί και να έφταιγε το παιχνίδισμα του ήλιου με τις τζαμαρίες του σταθμού. Ο Ρίκι, ο Ντροπαλός, δεν ήταν σίγουρος, δεν μπορούσε να πει. Έμεινε να κοιτάζει τον άντρα που έδειχνε να σφίγγει τα δόντια και να πηγαίνει προς τον τομέα ευθύνης του. Τον τομέα ευθύνης του Ντροπαλού. Τον χώρο Φύλαξης Χειραποσκευών και Απολεσθέντων του σιδηροδρομικού σταθμού Άπχαμς Κόρνερ.
Ο Ρίκι, ο Ντροπαλός, δεν ήταν σίγουρος, δεν μπορούσε να πει. Έμεινε να κοιτάζει τον άντρα που έδειχνε να σφίγγει τα δόντια και να πηγαίνει προς τον τομέα ευθύνης του. Τον τομέα ευθύνης του Ντροπαλού
Ο Ρίκι φούσκωσε από περηφάνια και από συγκίνηση. Δεν ήταν σίγουρος γιατί. Ίσως επειδή κάτι είχε χαθεί ήδη οριστικά. Ίσως επειδή επί τριάντα ακριβώς χρόνια τα είχε καταφέρει και ο τομέας του τα πήγαινε περίφημα. Τίποτε δεν χανόταν ποτέ σ’ αυτό τον σταθμό — όχι, κύριε. Τίποτε, και ποτέ. Όχι από τον δικό του σταθμό. Μόνο από τη ζωή του, αν το φιλοσοφούσες λιγάκι.
Ξεφύσησε και αποφάσισε να ακολουθήσει τον άντρα με το στρατιωτικό παράστημα. Και πράγματι τον ακολούθησε, σαν σκυλάκι, μετατοπίζοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Ήταν ο τρόπος του για να τρέχει χωρίς να ζορίζεται πολύ. Ο άντρας δεν γύρισε να τον κοιτάξει και μπήκε στη μικρή αίθουσα των φωριαμών αφήνοντας την πόρτα να μισοκλείσει πίσω του.
Οι θυρίδες φύλαξης χειραποσκευών ήταν δώδεκα, σε τέσσερις στήλες των τριών: η νούμερο 1, η νούμερο 2, η νούμερο 12. Η νούμερο 6 δεν δούλευε. Η κλειδαριά της είχε χαλάσει πριν αρκετά χρόνια, και δεν την έφτιαξαν γιατί το σκέφτηκαν λογικά και είδαν πως δεν χρειαζόταν. Οι υπόλοιπες έντεκα έφταναν και περίσσευαν για τη δουλειά. Τον περισσότερο καιρό, άλλωστε, όλες οι θυρίδες ήταν άδειες. Ποιος χρησιμοποιεί θυρίδες φύλαξης στον καιρό μας; Και ποιος χρειαζόταν να φυλάξει οτιδήποτε στο Άπχαμς Κόρνερ;
Ο Ντροπαλός αναστέναξε και έσφιξε τα δόντια. Είχε κάτι πονάκια τώρα τελευταία. Δεν τους έδινε πολλή σημασία, αλλά εκείνα τού έδιναν. Έκανε μια γκριμάτσα από εκείνες που έδιναν την ευκαιρία στους συναδέλφους του να του λένε ότι έμοιαζε με εξωγήινο, σκούπισε πάλι το στόμα του με το μαντίλι και συνέχισε. Έφτασε έξω από την αίθουσα των φωριαμών και κοίταξε προσεκτικά και διακριτικά μέσα από τη χαραμάδα. Ο άντρας έσκυβε. Ή μάλλον, είχε διπλωθεί στα δύο και κρατούσε σφιχτά το μπράτσο του, και ακόμη πιο σφιχτά και πιο δυνατά και τελεσίδικα όσο κυλούσαν τα δευτερόλεπτα σε εκείνο το μεγάλο, σκουριασμένο ρολόι που φυλούσε στο τσεπάκι του γιλέκου του ο Θεός. Σφιχτά, και με κάτι που ο Ντροπαλός εξέλαβε σαν απόγνωση.
Ο άντρας έσκυβε. Ή μάλλον, είχε διπλωθεί στα δύο και κρατούσε σφιχτά το μπράτσο του, και ακόμη πιο σφιχτά και πιο δυνατά και τελεσίδικα όσο κυλούσαν τα δευτερόλεπτα σε εκείνο το μεγάλο, σκουριασμένο ρολόι που φυλούσε στο τσεπάκι του γιλέκου του ο Θεός
Πέθαινε, σκέφτηκε. Είχε έρθει μέχρι εδώ για να πάρει κάτι από μία θυρίδα και έπαθε καρδιακή προσβολή. Στη βάρδια του. Ή, τέλος πάντων, μία ώρα μετά το τέλος της τελευταίας βάρδιας του στον σταθμό. Τι σύμπτωση κι αυτή. Πόσες συμπτώσεις μαζεμένες.
Άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς τη με τον ώμο και προχώρησε διστακτικά στο εσωτερικό της αίθουσας των φωριαμών.
«Κύριε;…» είπε. «Κύριε, είστε καλά;»
Ήξερε πως ο άντρας δεν ήταν καλά, αλλά το ρώτησε γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει.
Ο άντρας γύρισε και τον κοίταξε. Για κάτι λιγότερο από μια στιγμή, στα μάτια του καθρεφτίστηκε εκείνη η έκπληξη που γεννιόταν σε όποιον έβλεπε για πρώτη φορά τον Ρίκι. Όμως αμέσως έφυγε, για να αντικατασταθεί από την πολύ μεγαλύτερη έκπληξη μπροστά στην αδιαφιλονίκητη επέλαση του θανάτου.
«Η καρδιά μου», είπε μόνο, σαν να έλεγε, Καλησπέρα.
Κι έπειτα έπεσε κάτω, αφήνοντας πρώτα τον χαρτοφύλακά του στο πάτωμα. Έπεσε, διπλώθηκε φέρνοντας τα γόνατά του στο στήθος και άνοιξε διάπλατα το στόμα του σαν να ήθελε να το εξαρθρώσει.
Ο Ρίκι τον πλησίασε με το λοξό βήμα του. Ήξερε πως κάπως έτσι προχωρούσαν οι κάβουρες. Έτσι τού είχαν πει. Έδιωξε τη σκέψη, έσκυψε πάνω από τον άντρα και κοίταξε τα μάτια του. Θόλωναν. Έμοιαζαν σαν να κοιτούσαν κάτι που δεν μπορούσε να ιδωθεί.
«Κύριε», είπε ο Ρίκι, «πεθαίνετε».
Ο άντρας έκλεισε ελάχιστα το στόμα του και προσπάθησε να πει κάτι. Ο Ρίκι κόλλησε το αυτί του στα χείλη του άντρα.
«Θυρίδα», είπε εκείνος, και μετά δεν ήταν πια εκεί. Στη θέση του υπήρχε μόνο ένα πτώμα, ένα βαρύ κομμάτι ντυμένο κρέας, ένα κενό κέλυφος. Κάτι που εκτέλεσε το σχέδιό του και τώρα δεν μπορούσε ούτε γινόταν να κάνει τίποτε άλλο πια. Κάτι οριστικά νεκρό.
Ο Ρίκι σηκώθηκε και χαιρέτισε στρατιωτικά για να τιμήσει τον πεθαμένο άντρα. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Να πάρω τηλέφωνο, σκέφτηκε αμέσως μετά. Ναι, να τηλεφωνούσε στα κεντρικά. Έπρεπε να έρθουν για να πάρουν το πτώμα και να φρόντιζαν για τα περαιτέρω. Αυτός ο νεκρός είχε γυναίκα και παιδιά ίσως, και φίλους, και συγγενείς. Κάποιους. Όλοι είχαν. Έπρεπε να ειδοποιηθούν αυτοί οι άνθρωποι. Και έπρεπε να τον θάψουν, ή να τον κάψουν. Έπρεπε να γίνει μία κηδεία.
Ναι, να τηλεφωνούσε στα κεντρικά. Έπρεπε να έρθουν για να πάρουν το πτώμα και να φρόντιζαν για τα περαιτέρω. Αυτός ο νεκρός είχε γυναίκα και παιδιά ίσως, και φίλους, και συγγενείς. Κάποιους. Όλοι είχαν
Έκανε μεταβολή για να πάει στο γραφείο του σταθμάρχη, όταν κάτι έλαμψε εκεί ψηλά. Ο Ρίκι ξεροκατάπιε και σήκωσε το κεφάλι για να δει τι ήταν. Ένα κλειδί. Η θυρίδα 4 ήταν μισάνοιχτη. Ο άντρας την είχε ξεκλειδώσει πριν προδοθεί από την καρδιά του. Και το κλειδί ήταν μόνο του. Αυτό ήταν περίεργο.
Όλες οι θυρίδες είχαν κρεμασμένη μία αλυσιδίτσα με δύο κλειδιά στο χερούλι τους περιμένοντας τους ταξιδιώτες για να τους εξυπηρετήσουν. Ήταν δύο, ακριβώς για την περίπτωση που άφηναν τα πράγματά τους σε μία θυρίδα δύο άνθρωποι: ένα ζευγάρι, δύο φίλοι, μία κόρη με τη μητέρα της. Αυτό εδώ το κλειδί όμως, με τον αριθμό της θυρίδας 4 χαραγμένο επάνω του, ήταν μόνο του. Ο κάτοχος του δεύτερου κλειδιού θα ερχόταν κάποια στιγμή και θα άνοιγε τη θυρίδα για να πάρει τα πράγματά του. Ή για να αφήσει κάτι. Θα ήταν λυπημένος που ο φίλος του είχε πεθάνει. Θα πενθούσε. Θα τον έκλαιγε. Ίσως μάλιστα να μην ήταν φίλος του, αλλά ο γιος του. Ποιος μπορούσε να ξέρει;
Ο Ρίκι έκανε αυτές τις σκέψεις ασυναίσθητα. Και ξαναγύρισε για να πάει στο σταθμαρχείο.
Όμως σταμάτησε πάλι. Έπρεπε να κλείσει τη θυρίδα. Αν περνούσε κάποιος από εδώ, ένα παιδί από το γυμνάσιο ας πούμε, ή κάποιος από τους κακόμοιρους που έπιναν τσάι στον Στρατό της Σωτηρίας πριν την πυρκαγιά —γιατί περνούσαν ακόμη από την περιοχή: η δύναμη της συνήθειας—, θα έβλεπε την ανοιχτή θυρίδα και θα την άδειαζε. Ήταν σίγουρο. Έτσι κάνουν οι άνθρωποι, και ειδικά οι απελπισμένοι.
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέχρι τη γωνία της αίθουσας και άρπαξε με τις μεγάλες παλάμες του το σκαμνί του. Ήταν παλιό και σαρακοφαγωμένο, αλλά ήταν το δικό του σκαμνί. Το είχε ακριβώς τριάντα χρόνια και δεν τον είχε προδώσει ποτέ. Ίσως να έπρεπε να το πάρει κι αυτό μαζί του, στο σπίτι του, τώρα που το σκεφτόταν. Για να του θυμίζει τα τριάντα χρόνια του στο Άπχαμς Κόρνερ. Ναι, σωστά, θα το έπαιρνε. Οι άλλοι έφταναν και στην πιο ψηλή θυρίδα χωρίς σκαμνί. Ήταν όλοι τους δυο μέτρα. Ακόμη και οι πιο κοντοί.
Οι άλλοι έφταναν και στην πιο ψηλή θυρίδα χωρίς σκαμνί. Ήταν όλοι τους δυο μέτρα. Ακόμη και οι πιο κοντοί
Μετέφερε το σκαμνί κάτω από τους φωριαμούς, στη δεξιά στήλη, και σκαρφάλωσε επάνω του. Το πρόσωπό του ήταν τώρα στο ίδιο επίπεδο με τις πάνω-πάνω θυρίδες. Και μπροστά ακριβώς στη θυρίδα 4. Έκανε να κλείσει το πορτάκι. Το έκλεισε. Πήγε να στρίψει το κλειδί…
Ένα φύλλο χαρτί.
Ξανάνοιξε το πορτάκι της θυρίδας. Ναι. Η θυρίδα ήταν άδεια, αν εξαιρούσες εκείνο το δύο φορές διπλωμένο χαρτί εκεί μέσα. Ποιος θα νοίκιαζε μια θυρίδα φύλαξης αντικειμένων σε ένα σταθμό τρένων για να φυλάξει ένα χαρτί;
Ο Ρίκι έμεινε να το κοιτάζει. Κάτω του, ο νεκρός δεν ενοχλούσε κανέναν πια, και δεν ενοχλούνταν από τίποτε. Ό,τι ήταν να πάθει, το έπαθε.
Ένα χαρτί. Και ήταν μόνος στο Άπχαμς Κόρνερ. Και ήταν η τελευταία του ημέρα εδώ. Και κανονικά έπρεπε να ήταν ήδη στον δρόμο για το σπίτι του, για να δει τηλεόραση τρώγοντας ένα προμαγειρεμένο γεύμα.
Πολλές συμπτώσεις μαζεμένες. Πολλές συμπτώσεις βαλμένες στη σειρά σαν παπάκια στη σκοποβολή.
Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το χαρτί. Κατέβηκε από το σκαμνί του και έκατσε δίπλα στον νεκρό άντρα. Ξεδίπλωσε την κόλλα. Ήταν μερικές λέξεις όλες κι όλες, γραμμένες σε υπολογιστή:
Τζέρι Χόλμπορν 5 Οκτ. 08:00 Χάμιλτον με Μπάρι
Όχι μάρτυρες
6 Οκτ. Άπχαμς Κόρνερ, θυρ. 4, 50.000$
Ο Ρίκι δεν κατάλαβε. Όχι αμέσως. Έπρεπε να ανοίξει τον χαρτοφύλακα του νεκρού για να τα συνδέσει όλα αυτά μεταξύ τους και για να βγάλει το μεγάλο συμπέρασμα που έβγαλε τελικά. Το μεγάλο συμπέρασμα που φώτισε το μυαλό του. Έπρεπε πρώτα να δει το όπλο του άντρα με το στρατιωτικό παράστημα. Τον σιγαστήρα. Τις σφαίρες. Και τότε τα κατάλαβε όλα.
Πολλές συμπτώσεις μαζεμένες, σκέφτηκε. Πολλές συμπτώσεις για να τις αφήσει να περάσουν έτσι.
Δεν θα τις άφηνε να περάσουν έτσι. Όχι. Γιατί δεν ήταν συμπτώσεις.
Ήταν το θέλημα του Θεού.
Ι
Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου ήταν οδυνηρό για τον Τζακ Κέρμπι. Ήξερε τι ήταν. Η καρδιά του. Είχε μεγάλη καρδιά, του είχε πει ο γιατρός. Ναι, ναι, το ξέρω, του είχε απαντήσει. Έχω πολύ μεγάλη καρδιά.
Αλλά είχε σκοπό να κάνει κάτι γι’ αυτό. Μεθαύριο θα εκτελούσε το τελευταίο του συμβόλαιο. Μετά από τριάντα χρόνια ακριβώς. Και μετά από εκατόν είκοσι εκκαθαρισμένους στόχους. Ήταν καιρός να αποσυρθεί πια και να κοιτάξει λιγάκι τον εαυτό του. Αυτή η δουλειά σε σκότωνε, σε διέλυε. Ακόμη και έναν άντρα σαν κι αυτόν. Σε τρεις μέρες θα έπαιρνε την αμοιβή του και θα έφευγε οριστικά.
Και δεν θα ξανάκουγε κανείς για τον Τζακ Κέρμπι. Ποτέ πια.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.