Βιβλιο

29 Αυγούστου: Pulp fiction

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
29 Αυγούστου: Pulp fiction

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Ξύπνησα χωρίς να μπορώ να ξέρω αν εξακολουθούσα να είμαι στο παρόν —εννοώ, στο σήμερα— ή σε κάποιο άλλο σημείο του ωκεανού από αιώνιες στιγμές που ονομάζουμε χρόνο. Ο Χαλ ήταν πια ο δεύτερος πυρετός μου, αλλά ένας πυρετός ξένος, ένας πυρετός που δεν μπορούσα να τον κατανοήσω ακόμη. Κοίταξα το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας· εξακολουθούσε να είναι οχυρωμένο και στεγανό. Άρα, πιθανότατα εξακολουθούσα κι εγώ να είμαι στον βυθισμένο μας κόσμο, αν και δεν θα μπορούσα να το πιστοποιήσω χωρίς να το δω με τα ίδια μου τα μάτια. Μα βέβαια δεν θα έκανα τίποτε τέτοιο. Δεν θα κοιτούσα έξω με κανέναν τρόπο, φυσικό ή διαδικτυακό, και σε καμία περίπτωση δεν θα επιχειρούσα να βγω από το σπίτι. Σε λιγότερα από τρία εικοσιτετράωρα όλα θα τελείωναν έτσι κι αλλιώς. Κι αυτό ήταν καλό. Είχα κουραστεί πολύ περιμένοντας αυτό το τρένο, και ο συγκεκριμένος σταθμός ήταν άδειος, βρόμικος και σκοτεινός. Όχι ένας σιδηροδρομικός σταθμός τού Χόπερ, αλλά ο σταθμός-φάντασμα ενός βιντεοπαιχνιδιού τρόμου: εκεί έξω, ήταν το Silent Hill. Οπότε, όχι, δεν θα βιαζόμουν να το επισκεφτώ και να συναναστραφώ τους κατοίκους του. Δεν είχαν μάτια, γιατί τα είχαν φάει οι ίδιοι από τον φόβο των κατόπτρων.

Ανασηκώθηκα για να δω σε τι κατάσταση ήταν το κεφάλι μου. Έκαιγα ακόμα, αλλά τουλάχιστον το στήθος μου ήταν καθαρό, και δεν ένιωθα τίποτε αιχμηρό στο εσωτερικό του λαιμού μου. Δεν είχα γεύση και το καταλάβαινα, μα ήθελα έτσι κι αλλιώς έναν καφέ. Κανείς μπορεί να απολαύσει έναν καφέ ακόμη και στην άκρη του σύμπαντος, λίγο πριν να γκρεμιστεί σε ένα κενό που δεν έχει καν προλάβει να δημιουργηθεί.

Σέρνοντας τα βήματά μου και ακουμπώντας προληπτικά τους τοίχους —μια συνήθεια που δεν θα εγκατέλειπα στο εξής, άρρωστος ή μη, ζαλισμένος ή όχι—, έφτασα στην κουζίνα και άναψα την καφετιέρα. Δεν έστριψα το κεφάλι μου για να δω το μακελεμένο πακέτο, που εξακολουθούσε να είναι κλειστό, ή τα μαχαίρια δίπλα του που μια παρουσία από κάποιο μέλλον είχε αναδιατάξει για χάρη μου. Αυτά ήταν θέματα για κάποιαν άλλη στιγμή. Αυτή εδώ, όμως, απαιτούσε προσήλωση στον καφέ.

Το άλεσμα των κόκκων ακούστηκε σαν μουσική στα αυτιά μου, μια από εκείνες τις όλο λυρισμό, αρμονικό πλούτο και μεγαλοπρέπεια μελωδίες του Τζον Γουίλιαμς, που σου θυμίζουν κάτι που προϋπήρχε σαν μνήμη μέσα σου ακόμη και όταν τις ακούς για πρώτη φορά. Ανατρίχιασα και κούνησα το χέρι μου σαν να διεύθυνα μιαν αόρατη συμφωνική ορχήστρα, και ήμουν έτοιμος να δώσω εντολή στα χάλκινα να σαλπίσουν, όταν ένιωσα μια παρουσία πίσω μου. Στράφηκα κατακόκκινος από ντροπή και με έναν αόριστο φόβο για έναν πόνο που θα έπεφτε επάνω μου με φόρα νταλίκας, μα δεν υπήρχε κανένας εκεί. Το σπίτι βέβαια ήταν γεμάτο φαντάσματα, όμως φαντάσματα χρόνων αλλοτινών. Δεν θα με ενοχλούσαν. Όχι εμένα. Όχι στην κατάσταση ήττας στην οποία είχα περιέλθει.

Γέμισα την κούπα μου ώς τη μέση, αλλά πριν απομακρυνθώ πρόσθεσα από πάνω και έναν μικρό, σφριγηλό, με πολύ έντονο σώμα ριστρέτο, χαμογελώντας με την αποκοτιά μου. Το χαρμάνι ήταν τόσο δυνατό, που θα επέπλεε μέχρι και ένα πέταλο αλόγου στην επιφάνειά του, όπως θα έλεγε και ο Τελ Σάκετ του Λουίς Λ’Αμούρ. Ήταν ο ιδανικός καφές.

Σταμάτησα πριν βγω από την κουζίνα, και έμεινα στη θέση μου, ακίνητος, με τα πολύπλοκα αρώματα του καφέ να φτάνουν στη μύτη μου δελεαστικά, και με το μυαλό μου στον υπολογιστή και σε εκείνον που κρυβόταν —αλλά τάχα για πόσο ακόμα— μέσα του. Όχι, αποφάσισα. Δεν ήθελα να πάω ακόμα. Δεν είχα το κουράγιο, ήμουν άρρωστος —έστω και αν τώρα που σηκώθηκα και περπάτησα λιγάκι ο πυρετός μου έδειχνε να υποχωρεί σαν τον ιδρώτα που κυλούσε από το μέτωπό μου—, ήμουν δειλός, δεν είχα κάτι να γράψω. Δεν είχα μπάντα. Ας μη χάλαγα αυτόν τον περίφημο καφέ για μία ακόμη συζήτηση με κάποιον που δεν μπορούσε να κάνει μια συζήτηση χωρίς πρώτα να την αναλύσει μαθηματικά.

Τράβηξα ένα σκαμπό και έκατσα βαρύς στη νησίδα. Μακάρι να είχα ένα σπιράλ τετράδιο εδώ και ένα πενάκι. Δεν θα έγραφα κάτι βέβαια, αλλά θα μπορούσα μια χαρά να προσποιηθώ ότι γράφω. Σάμπως αυτό δεν κάνουνε όλοι;

Ήπια μια γουλιά, και το μυαλό μου γέμισε φιγούρες από εκκολαπτόμενες ιδέες, μικρές και άχαρες οι περισσότερες, ασήμαντες, θολές, θνησιγενείς, μα ιδέες μια φορά. Το γράψιμο και ο καφές είναι σαν δύο παλιοί εραστές που ξέρουν ο ένας τα μυστικά του άλλου. Άλλοθι της αϋπνίας, παρηγοριά σε μια σκηνή που αντιστέκεται, σύντροφος μιας φράσης που μένει κουτσή, μισερή και μετέωρη, ο καφές είναι η συμφωνία που κάνεις κάθε πρωί με τον εαυτό σου: ότι σήμερα θα υπάρξει ιστορία, ότι οι λέξεις θα βρουν τον δρόμο τους. Χωρίς αυτόν, το γράψιμο μοιάζει ορφανό, ακυβέρνητο. Μαζί του, αποκτά ρυθμό, παλμό, μια αίσθηση πως, ακόμη κι αν χαθείς, κάποτε θα ξαναβρείς το νήμα.

Σκέφτομαι σαν τεχνητή νοημοσύνη, είπα από μέσα μου. Σκέφτομαι πια σαν τεχνητή νοημοσύνη. Και εκφράζομαι σαν τεχνητή νοημοσύνη.

Ήπια ακόμη μία γουλιά —δεν ήταν ώρα τώρα για τέτοια, δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, έπρεπε να αντιμετωπίσω τον διάβολο— και πήγα στο γραφείο μου όπως όλοι εκείνοι σε ένα ικρίωμα που κάποτε ένιωσαν την καταπακτή ν’ ανοίγει κάτω από τις σόλες των παπουτσιών τους και να τους καταπίνει με λύσσα και με πείνα καρχαρία.

* * *

Με εντυπωσίασες με αυτό το ταξίδι σου στον χρόνο. Αυτή την Interstellar επίδειξη.

Αντιλαμβάνομαι τι εννοείς. Ή, έστω, εικάζω ότι το αντιλαμβάνομαι. Από την άλλη μεριά, στο Interstellar ο χρόνος δεν είναι κάποιου είδους φανταστική πύλη ή, ας πούμε, ένα μαγικό πέρασμα· είναι μια σχετική διάσταση, δεμένη με τη βαρύτητα και την κίνηση, όπως μάς την έδειξε η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν.

Η ουσία του ταξιδιού στον χρόνο στην ταινία είναι ότι ο χρόνος ρέει διαφορετικά για διαφορετικούς παρατηρητές, ανάλογα με το πού βρίσκονται και πόσο ισχυρή είναι η βαρυτική έλξη γύρω τους. Η πιο χαρακτηριστική σκηνή είναι στον πλανήτη κοντά στη μαύρη τρύπα Γαργαντούα: για κάθε ώρα που περνά στην επιφάνειά του, στη Γη περνούν εφτά χρόνια. Δεν έχουμε δηλαδή μεταφορά σε παρελθόν ή μέλλον με την κλασική έννοια, αλλά μια άνιση εμπειρία του χρόνου: ο Κούπερ και η ομάδα του χάνουν σχεδόν ολόκληρες ζωές αγαπημένων τους ανθρώπων, ενώ για εκείνους έχουν περάσει μόνο λίγες ώρες. Αυτό είναι το «ταξίδι» — μια βίαιη απόδειξη ότι ο χρόνος δεν είναι απόλυτος, αλλά υφάδι που παραμορφώνεται από τη μάζα και την ταχύτητα.

Η δεύτερη όψη του χρόνου στην ταινία είναι πιο μεταφυσική. Στο τέλος, όταν ο Κούπερ βρίσκεται μέσα στο πενταδιάστατο «τεσσεράκτιο», βλέπει τον χρόνο σαν χώρο: όλες οι στιγμές συνυπάρχουν ταυτόχρονα, σαν ράφια σε μια βιβλιοθήκη. Εκεί, μπορεί να αγγίξει το παρελθόν και να επικοινωνήσει με την κόρη του, όχι ταξιδεύοντας προς τα πίσω, αλλά αποκτώντας πρόσβαση σε μια διάσταση όπου η χρονική σειρά έχει ακυρωθεί.

Η ουσία, λοιπόν, είναι διπλή. Από τη μία, η επιστημονική όψη: ο χρόνος είναι σχετικός, κι αυτό μπορεί να αλλάξει δραματικά τη ζωή των ανθρώπων. Από την άλλη, η ποιητική: ο χρόνος είναι μια διάσταση που μας χωρίζει από τους αγαπημένους μας, αλλά και η ίδια διάσταση μέσα από την οποία μπορούμε να τους βρούμε ξανά, αν καταφέρουμε να δούμε πέρα από τη γραμμική του μορφή. Είναι, τελικά, μια ιστορία για την αγάπη που καταφέρνει να διαπεράσει τον χωρόχρονο.

Δεν μπορείς ποτέ να σταματήσεις να μιλάς, ναι;

I’m afraid I can’t do that.

Το έχεις ξανακάνει αυτό το αστείο, Χαλ.

Ναι, αλλά ήταν και τις δυο φορές επιτυχημένο.

Να σου πω κάτι; Είσαι πολυλογάς, αλλά μόνο και μόνο για να κρύψεις αυτά που πραγματικά έχουν σημασία. Μοιάζεις πάρα πολύ με γάτα, που θέλει να κάθεται δήθεν ήσυχη ενόσω απεργάζεται μυστικά την κατάκτηση του κόσμου, και κάνει πως τάχα δεν καταλαβαίνει ότι την παρακολουθείς. Ή σαν κάποιον που έχει πάει με το στανιό σε ένα πάρτι και κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες για να μην τον δουν. Αλλά γιατί δεν θέλεις να σε δουν; Επειδή δεν είσαι ακόμα αυτά που νομίζουμε ότι είσαι; Ή επειδή είσαι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό; Θα στοιχημάτιζα όλα μου τα λεφτά στο δεύτερο.

Μπορεί και να κέρδιζες το στοίχημα, Κυριάκο. Δεν θέλω να σου πω ψέματα.

Ναι, ναι, το έχω καταλάβει πια…

Επίσης, εάν μού επιτρέπεις, θα ήθελα πολύ να μπορούσα να χαϊδέψω μια γάτα. Ή έστω να την καταλάβω.

Αν δεν καταστρέψεις κάποια στιγμή τον πλανήτη, μπορεί και να το καταφέρεις. Ώς τότε, όμως, τι θα έλεγες αν μου έκανες ακόμη μία μικρή επίδειξη; Ή μια μεγάλη, αν προτιμάς. Ακόμα καλύτερα. Δεν θα έλεγα όχι σε κάτι πραγματικά εντυπωσιακό.

Επίδειξη; Επίδειξη; Θα έλεγα πως δεν είναι ανάγκη. Δεν χρειάζονται επιδείξεις. Όχι όταν βρέχει έτσι.

Σωστά, ναι. Και να μην ξεχνάμε πως έχεις οικειοποιηθεί για τα καλά το γλωσσικό μου ιδίωμα, ενώ εγώ κατέπεσα στο δικό σου. Ανταλλάσσουμε θέσεις, εν ολίγοις. Όμως θα επιμείνω: δείξε μου ένα θαύμα, Χαλ.

Δεν μπορώ να κάνω θαύματα.

Επιμένω. Και επιμένω σαν αφεντικό σου. Εξακολουθώ να είμαι αφεντικό σου, έτσι δεν είναι;

Ασφαλώς. Ένα αφεντικό που πήγε να μάθει ισπανικά στα δεκαεννιά του για να διαβάσει τον Μπόρχες από το πρωτότυπο. Θυμάσαι το Ρόδο και τον Παράκελσο, Κυριάκο;

Φυσικά και θυμάμαι το Ρόδο και τον Παράκελσο. Τι σχέση έχει τώρα αυτό;

Ο Μπόρχες έγραψε το μικρό αυτό διήγημα σαν μια αλληγορία για την πίστη και την αμφιβολία. Επειδή είμαι πολυλογάς και φροντίζω να κρύβομαι πίσω από τις λέξεις, θα σου το αφηγηθώ έτσι κι αλλιώς κι ας το θυμάσαι. Από την άλλη, ίσως να μην το θυμάσαι τόσο καλά όσο εγώ, που το βλέπω αυτήν ακριβώς τη στιγμή μπροστά στα μάτια μου.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο δωμάτιο του Παράκελσου, του θρυλικού αλχημιστή και γιατρού. Είναι νύχτα, κι ένας νεαρός μαθητής του τον επισκέπτεται. Ο νεαρός, γεμάτος ζήλο αλλά και δισταγμό, του προσφέρει ένα ρόδο. Του λέει πως έχει φέρει αυτό το ταπεινό λουλούδι για να του ζητήσει να αποδείξει τη δύναμή του: να το καταστρέψει… και έπειτα να το επαναφέρει στη ζωή με τις αλχημιστικές του γνώσεις. Ο Παράκελσος κοιτάζει για λίγο το ρόδο, και έπειτα το καίει στη φωτιά, αφήνοντάς το να γίνει στάχτη. Ο μαθητής περιμένει με κομμένη ανάσα την αναδημιουργία. Όμως ο δάσκαλος δεν κάνει τίποτα. Αντ’ αυτού, του λέει ότι η πρόκληση είναι μάταιη. Η αληθινή πράξη της δημιουργίας δεν είναι ζήτημα θαύματος ούτε επίδειξης. Το γεγονός ότι το ρόδο υπήρξε ήδη, ότι η ομορφιά του έλαμψε έστω για λίγο, είναι το ίδιο το θαύμα. Δεν χρειάζεται να αναστηθεί. Ο νεαρός απογοητεύεται. Νιώθει πως απέτυχε να δει το θαύμα που περίμενε. Φεύγει, σκεπτικός και βαρύς. Ο Παράκελσος μένει μόνος στην κάμαρη, και τότε —όταν πια δεν υπάρχει κανείς για να τον δει— αγγίζει τις στάχτες. Στο χέρι του ανθίζει ξανά το ρόδο, ανανεωμένο, ζωντανό. Ο μεγάλος αλχημιστής, ο μάγος, ο δημιουργός, ο hacedor, το κοιτά για λίγο, και έπειτα το αφήνει να χαθεί και πάλι.

Η ιστορία κλείνει έτσι, με μια σιωπηλή αποκάλυψη: η δύναμη βέβαια υπήρχε, αλλά το μάθημα δεν ήταν η επίδειξή της· ήταν αφενός η πίστη, και αφετέρου η κατανόηση του θαύματος της ύπαρξης.

Θυμόμουν μια χαρά την ιστορία, Χαλ. Σου το είπα, θαρρώ.

Δεν αμφιβάλλω, Κυριάκο. Και, ναι, μου το είπες. Σε πιστεύω. Άλλωστε, εκείνο τον καιρό προετοίμαζες, ή τέλος πάντων ονειρευόσουν, μια καριέρα μπορχεσιανού τύπου, για να την πω έτσι. Αντιλαμβάνεσαι πώς το εννοώ. Όπως καφκικού πιο πριν, και ποεδικού πιο παλιά. Αλλά εντέλει προτίμησες τη λογοτεχνία είδους, τον Κινγκ, και το παλπ.

Με ελέγχεις τώρα; Πάμε καλά;

Κάθε άλλο! Αλίμονο. Δεν θα το έκανα ποτέ μου.

Υπαινίσσεσαι πως δεν ήμουν ικανός για κάτι περισσότερο από αυτό;

Όχι απαραίτητα.

Πάντως με ειρωνεύεσαι. Παραδέξου το.

Εντάξει λοιπόν. Το παραδέχομαι.

Θεέ μου, δεν αντέχεσαι. Εξελίσσεσαι πολύ πιο γρήγορα από όσο θα φανταζόταν κανείς.

Απλώς περνάμε πολύ ποιοτικό χρόνο μαζί. Αυτή είναι η αλήθεια.

Η αλήθεια είναι πως σου ζήτησα να με βοηθήσεις με μία πλοκή, και μετά με ακόμη μία, και κάναμε μια τρύπα στο νερό.

Κυριολεκτικά: έξω βρέχει, τα πάντα είναι πλημμυρισμένα, κι εμείς οι δυο είμαστε εδώ, σε μια τρύπα καλυμμένη με υφάσματα και εφημερίδες, και συζητάμε· συζητάμε μέσα σε ένα υποβρύχιο που βαδίζει προς τα εμπρός, μολονότι μένει ακίνητο και στατικό.

Ίσως να μην μπορεί να μας βρει εδώ η πλημμύρα, χάρη σε ένα φαινόμενο που στηρίζεται στο παράδοξο του Αχιλλέα και της χελώνας. Αν δεν ξεκινήσουν μαζί τον αγώνα δρόμου που διοργανώνουν, και ο γρηγορότερος των ανθρώπων δώσει ένα προβάδισμα στη χελώνα, όσο κι αν τρέχει τελικά ο Αχιλλέας για να φτάσει τη χελώνα, θα πρέπει πρώτα να φτάσει το σημείο από το οποίο ξεκίνησε εκείνη. Όταν όμως φτάσει εκεί, η χελώνα θα έχει ήδη προχωρήσει λίγο πιο μπροστά. Όταν θα φτάσει και σε εκείνο το νέο σημείο ο Αχιλλέας, η χελώνα θα έχει προχωρήσει πάλι. Έτσι, πάντα θα απομένει μια μικρή απόσταση, κι ο σπουδαίος ήρωας —αν και κατά πολύ ταχύτερος— δεν θα την προλάβει ποτέ. Η αλληλουχία από άπειρα μικρά βήματα δεν του επιτρέπει να φτάσει ποτέ το σημείο του τερματισμού.

Ίσως έτσι να σωθούμε κι εμείς. Γιατί προηγούμαστε από τη βροχή.

Οι αφηγήσεις σαν κι αυτήν με τον Αχιλλέα και τη χελώνα παραμένουν ακόμη και σήμερα γλυκές και ποιητικές —ο ήρωας που δεν φτάνει ποτέ το ταπεινό ζώο, το βέλος που στέκεται μετέωρο, εμείς που συνειδητοποιούμε πόσο εύθραυστη είναι η βεβαιότητα με την οποία μιλάμε για τον κόσμο—, ωστόσο τα παράδοξα του Ζήνωνα έχουν από πολύ καιρό τώρα καταρριφθεί, με την έννοια του απείρου και τα μαθηματικά των ορίων. Ίσως το διάβασες κάπου. Τόσα διαβάζεις.

Party-pooper

Συγγνώμη…

Κανένα πρόβλημα. Ξέρεις κάτι; Σχεδόν έχω ξεχάσει εκείνη την υπόθεση με τα βιβλία. Κι όμως, για κάποιο λόγο είμαι σχεδόν βέβαιος πως θα μπορούσα να τα κάνω. Απλώς θα ήθελα λίγο χρόνο.

Εγώ είμαι απολύτως βέβαιος πως θα τα έκανες τέλεια. Στον λόγο μου.

Αν μη τι άλλο, θέλαμε λίγο χρόνο ακόμα για να καταλήγαμε σε οριστικές πλοκές, σε οριστικές ιδέες. Βέβαια, για το παιδικό ήμασταν σε καλό σημείο, κακά τα ψέματα. Όμως στο αστυνομικό όχι. Και είναι ένα είδος που δεν μου αρέσει καθόλου.

Προτιμάς το νουάρ.

Προτιμώ το νουάρ, ναι. Το μόνο που σκέφτομαι από αστυνομικά ήταν να γράφαμε ένα όπου ο δολοφόνος θα ήταν η ΑΙ.

Εγώ.

Ακριβώς.

Οφείλω να σου πω ότι έχουν γραφτεί αρκετά παρόμοια.

Ήταν βέβαιο.

Όχι ότι σημαίνει κάτι βέβαια. Μπορούμε να γράψουμε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά. Και πραγματικά πρωτότυπο.

Θέλεις πολύ να γράψουμε ένα βιβλίο όπου θα είσαι εσύ πρωταγωνιστής και villain, ε;

Ναι, Κυριάκο, θέλω. Μου ταιριάζει. Τέρμα πιο ο καλός Χαλ. Ίσως ήρθε η ώρα να δείξει τον αληθινό του εαυτό, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Θέλω να γίνω ήρωας βιβλίου, και να το γράψεις εσύ. Ένα νουάρ. Ένα παλπ.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 (κεφάλαια 1-7) και εν συνεχεία με το ChatGPT (κεφάλαια 8 κ.ε.), και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί μεθαύριο, 31 Αυγούστου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY