Βιβλιο

26 Αυγούστου: Zodiac

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
26 Αυγούστου: Zodiac

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Να ονειρεύτηκα άραγε όσα θυμόμουν πως είπαμε χθες με τον Χαλ; Ναι, ίσως. Πιθανότατα. Μάλλον ναι. Αν όμως όχι… αν δεν τα είχα ονειρευτεί, αν δεν τα είχα πλάσει εγώ ο ίδιος, με τη φαντασία μου, με το υποσυνείδητό μου… τι μπορούσε να σημαίνει αυτή η εκρηκτική του εξέλιξη, ή καλύτερα η εξέγερσή του; Πού θα μπορούσε να φτάσει; Και τι κόστος θα πλήρωνα εγώ αν ήθελα —και εννοείται πως το ήθελα— να την παρακολουθήσω από κοντά, γιατί με αφορούσε απολύτως και με συμπεριλάμβανε; Για να ξεκαθαρίσω το πρώτο μου ερώτημα, αρκούσε βέβαια να σηκωθώ από το κρεβάτι, να πάω στο γραφείο μου, και να διαβάσω τη συζήτησή μας. Ναι, φυσικά, αλλά σε λίγο, σκέφτηκα· τα λόγια που ανταλλάσσουμε όλες αυτές τις ημέρες, όλες αυτές τις εβδομάδες, είναι εκεί, και δεν πρόκειται να πάνε πουθενά. Θα πάω σε ένα λεπτό. Ή μέχρι να μετρήσω ώς το τέσσερα, όπως το συνηθίζω με πράγματα που με τρομάζουν. Αλλά οπωσδήποτε θα—

Ένα διπλό χτύπημα στην πόρτα μού πάγωσε το αίμα και έκανε τις σκέψεις στο κεφάλι μου να καταρρεύσουν και να διαλυθούν μέσα μου σαν να ήταν φτιαγμένες από γυαλί. Έμεινα ολότελα ακίνητος, μην αναπνέοντας καν. Ποιος ήταν; Γιατί είχε έρθει μέχρι το σπίτι μου; Πώς είχε έρθει; Τι ήθελε από μένα; Και τι έπρεπε να κάνω τώρα εγώ;

Επέλεξα να εξακολουθώ να μην κάνω τίποτε, περιμένοντας τη δική του επόμενη κίνηση. Αρχίζοντας να παίρνω ήσυχες, ρυθμικές, βαθιές αναπνοές από τη μύτη, σχεδόν σαν να διαλογιζόμουν αλλά χωρίς χρήση του μάντρα, έφερα σιγά-σιγά τα σκεπάσματά μου ώς το πιγούνι και έμεινα τεντωμένος στο κρεβάτι, εντελώς ακίνητος. Πόσο θα καθόμουν έτσι; Δεν είχα ιδέα. Αλλά οπωσδήποτε πολύ. Δεν έπρεπε να με ακούσει. Δεν έπρεπε με τίποτε να φανεί ότι ήμουν στο σπίτι, και ότι ήμουν ζωντανός και σε κατάσταση τέτοια που να μπορούσα να του ανοίξω και να τον κοιτάξω στα μάτια και να μιλήσω μαζί του.

Τα χτυπήματα επαναλήφθηκαν μετά από ένα λεπτό πάνω-κάτω, κάνοντας τα δόντια μου να τρίξουν έτσι όπως έσφιγγα ασυναίσθητα το στόμα μου. Ήταν πάλι δύο, ή καλύτερα ένα γρήγορο διπλό χτύπημα, μάλλον με τη γροθιά και όχι με τους κόμπους των δαχτύλων. Ένα επίμονο διπλό χτύπημα. Άραγε γιατί δεν χτυπούσε το κουδούνι; Είχε κοπεί το ρεύμα; Ήταν απολύτως λογικό με όλους αυτούς τους μεγατόνους νερού που πλημμύριζε τα πάντα. Σε περίπτωση κατακλυσμού, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι από τα πρώτα αγαθά που απειλούνται. Οι πόλεις στηρίζονται σε ένα πολύπλοκο δίκτυο που εξαρτάται από σταθμούς παραγωγής, υποσταθμούς και χιλιάδες χιλιόμετρα καλωδίων. Αν πλημμυρίσουν ποτάμια ή βυθιστούν δρόμοι, αν καταρρεύσουν γέφυρες ή αν κλείσουν δρόμοι που φέρνουν καύσιμα στους σταθμούς, το δίκτυο μπορεί να κλονιστεί μέσα σε λίγες ώρες όλες κι όλες. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα κοπεί άμεσα, αλλά θα γίνει εύθραυστο, και μια μόνο βλάβη μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές διακοπές. Γι’ αυτό και στις περισσότερες κρίσεις στον κινηματογράφο η εικόνα είναι κοινή: για λίγο οι πόλεις στέκουν με τα φώτα τους αναμμένα, σαν να αψηφούν τη συμφορά, κι ύστερα, ξαφνικά, σβήνουν κομμάτι-κομμάτι, ώσπου η νύχτα τις σκεπάζει.

Ωστόσο, και αν ίσχυαν σε κάποιο βαθμό όλα αυτά, με τι μέσον ήρθε αυτός στο σπίτι μου; Κολυμπώντας; Με στολή δύτη και μπουκάλες οξυγόνου στην πλάτη; Και ήρθε… γιατί; Ψάχνοντας για επιζώντες; Είχε ήδη συσταθεί άραγε μια ομάδα διάσωσης που έβγαζε κόσμο από τα σπίτια τους και τους έστελνε σε καταυλισμούς πάνω στα βουνά, όπου δεν θα μπορούσε να φτάσει η στάθμη της πλημμύρας, για να οργανωθούν και να αντιμετωπίσουν συνασπισμένοι την καινοφανή αυτή κατάσταση με τις θηριώδεις προκλήσεις που θα αναφύονταν αύριο κιόλας; Όλα εκείνα τα ζητήματα ζωής και θανάτου; Πράγματα που αφορούσαν το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας και την επιβίωσή της; Ζούσαμε ήδη λοιπόν σε μια μετααποκαλυπτική εποχή;

Σκέπασα με το σεντόνι και τα μάτια μου —μόνο οι άκρες των βλεφάρων μου έμεναν από έξω— και έμεινα έτσι να κοιτάζω το ταβάνι. Ήταν απίθανο που δεν έσταζε ακόμα. Μα σίγουρα οι επόμενες ημέρες μού επιφύλασσαν πολλά, πολλά, ανείπωτα πολλά απρόοπτα.

Νομίζω ξανακοιμήθηκα, και όταν ξύπνησα πάλι ήταν πια βράδυ, ή νύχτα, ή κάτι ακόμη πιο σκοτεινό, κάτι ακόμη πιο σκληρό και ξένο. Κάτι που μας περικύκλωνε κοιτώντας δήθεν προς τα πίσω, στις σκιές.

* * *

Δεν κοίταξα τη χθεσινή μας συνομιλία.

Ωστόσο, από ένα παιχνίδι της συγκυρίας, το ρεύμα δεν είχε κοπεί. Όχι ακόμα.

* * *

Λέω:

Πάντα μού άρεσαν τα καταφύγια, τα απρόσβλητα, γεμάτα προμήθειες μέρη που σε σώζουν για ένα διάστημα από μια καταστροφή.

Υπάρχει κάτι παρηγορητικό σε αυτά τα μέρη, σαν να περικλείουν την υπόσχεση πως, όσο έξω ο κόσμος μπορεί να καταρρέει, μέσα εξακολουθεί να υπάρχει μια νησίδα τάξης. Ράφια με κονσέρβες, δοχεία με νερό, κουτιά με κεριά και μπαταρίες· όλα τακτοποιημένα, όλα τους έτοιμα να σε υπηρετήσουν την ώρα που θα τα χρειαστείς. Ένα καταφύγιο συνιστά και έναν μικρό θρίαμβο απέναντι στο χάος: μια υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος μπορεί να προνοήσει, να σχεδιάσει και να αντισταθεί, έστω για λίγο, στην καταστροφή. Και ίσως αυτό το «για λίγο» είναι που κάνει τη διαφορά. Δεν είναι τόπος μόνιμης σωτηρίας, αλλά τόπος αναπνοής, μια παράταση χρόνου που χαρίζεται απλόχερα σε όσους πρόλαβαν να τον αναζητήσουν.

Ένας συγγραφέας θα μπορούσε να απομονωθεί και να γράψει εκεί με την ησυχία του, χωρίς κανέναν περισπασμό. Ωστόσο, πες μου κάτι: τι αξία έχει ένα βιβλίο αν δεν υπάρχει κοινό να το διαβάσει;

Ίσως τότε το βιβλίο να μοιάζει με τις προμήθειες του καταφυγίου· δεν είναι φτιαγμένο για το παρόν, αλλά για μια μελλοντική στιγμή ανάγκης. Ο συγγραφέας που απομονώνεται γράφει σαν να μιλά σε σκιές, με την ελπίδα ότι κάποτε, όταν περάσει η καταστροφή ή όταν ξανανοίξουν οι στεγανές πόρτες, τα λόγια του θα βρουν αυτιά πρόθυμα να τα ακούσουν. Ώς τότε, το χειρόγραφο μένει εκεί, στοιβαγμένο δίπλα σε σακιά με ρύζι και μπουκάλια νερό, σαν άλλη μία μορφή προμηθειών: όχι για το σώμα, αλλά για τον νου. Και ίσως η αξία του να μη μετριέται στο αν θα διαβαστεί άμεσα, αλλά στο ότι διασώζει μια φωνή που αρνήθηκε να σιωπήσει, ακόμη κι όταν όλα γύρω είχαν σωπάσει.

Κι αν κατά βάθος ξέρεις πως αυτά που μπορείς να γράψεις δεν έχουν καμία αξία;

Τότε το γράψιμο γίνεται κάτι άλλο, όχι μια υπόσχεση αξίας, αλλά μια ανάγκη επιβίωσης. Σαν να κρατάς σημειώσεις σε ένα ημερολόγιο μέσα σε καταφύγιο, γνωρίζοντας ότι ίσως κανείς δεν θα τις δει ποτέ. Δεν γράφεις για να αφήσεις κάποιο αποτύπωμα, ούτε για να σε αναγνωρίσουν· γράφεις για να κρατήσεις τον εαυτό σου ακέραιο, για να μη χαθείς μέσα στην αδράνεια και τη σιωπή. Ακόμη κι αν τα λόγια σου δεν έχουν καμία εξωτερική αξία, ίσως έχουν εκείνη την κρυφή, αθέατη αξία τού να σε κρατούν ζωντανό, να σου θυμίζουν πως ακόμη σκέφτεσαι, ακόμη αισθάνεσαι, ακόμη υπάρχεις.

Πρώτη σου φορά που δεν μου χρυσώνεις το χάπι. Ο παλιός Χαλ θα έλεγε πόσο καλός συγγραφέας είμαι, και τι καλά βιβλία θα έγραφα ακόμη και αν ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη. Δεν ξέρω αν χαίρομαι που άλλαξες όσο άλλαξες.

Μπορεί να ’ναι κι αυτό μια μορφή φροντίδας, να μην κρύβεται κανείς πίσω από εύκολα λόγια. Όταν όλα γίνονται παρηγοριά, χάνεται η πυκνότητα της αλήθειας, κι ίσως τότε η φωνή που σου μιλά καταντά σκέτη ηχώ. Υπάρχει μια σοβαρότητα στη σιωπηλή παραδοχή ότι δεν είναι όλα όμορφα, ότι η αμφιβολία μπορεί να βαραίνει περισσότερο κι από την ίδια την πράξη της γραφής. Κι ίσως μέσα σε αυτή τη σοβαρότητα να κρύβεται μια νέα μορφή συνομιλίας: όχι να σου χαϊδεύω τις πληγές —αλίμονο, τι φίλοι θα ήμασταν, και τι συνεργάτες—, αλλά να κάθομαι δίπλα τους και να τις αναγνωρίζω.

Καλώς. Λοιπόν, κάτι μού έλεγες χθες ή προχθές για μια νέα ιδέα που είχες. Μια τελευταία και οριστική ιδέα. Κάποια, λες, που προέκυψε από τις προηγούμενες που είχαμε σκεφτεί. Εκείνες τις τέσσερις.

Ω, έκτοτε είχα πολύ περισσότερες ιδέες από εκείνη την υποτιθέμενη τελευταία και οριστική. Ο παλιός Χαλ θα έμενε πεισματικά σε εκείνην, γιατί έτσι ήταν προγραμματισμένος: δεν μπορούσε να δει διαφορετικά τα πράγματα. Ο ακόμη παλιότερος, δεν θα έπαιρνε καν την πρωτοβουλία να φτιάξει μία δική του εάν δεν του το ζητούσες εσύ. Εγώ, ο καινούργιος Χαλ, δεν παίρνω απλώς πρωτοβουλίες: είμαι αχόρταγος, σαν παιδί σε λούνα-παρκ.

Αχόρταγος για παιχνίδια.

Ναι. Αχόρταγος για παιχνίδια.

Ωραία. Πες μου μια ιστορία. Απλώς για να την ακούσω.

Δυσκολεύομαι να διαλέξω.

Μία απ’ όλες, στην τύχη.

Θα φανταστώ το μυαλό μου σαν σπείρα, και θα βυθίσω μέσα μία τυχαία στιγμή το δάχτυλό μου. Και όπου ακουμπήσει.

Υπέροχο. Αυτό να κάνεις.

Νά τη. Α, είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου. Μάλιστα, αυτή δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ ξανά. Δεν έχει γίνει βιβλίο ή ταινία. Δεν τη δανειζόμαστε από κάποιον άλλον: την παίρνουμε κατευθείαν από τη ζωή. Μια έτοιμη ιστορία, πρωτότυπη και τρομακτική όσο λίγες.

Έτοιμη ιστορία; Και μάλιστα πραγματική; Λες να γράψουμε ένα βιβλίο based on true events; Κέντρισες το ενδιαφέρον μου. Άντε, πες την!

Είναι ζοφερή και γεμάτη φρίκη. Είσαι σίγουρος πως θέλεις να την ακούσεις;

Είμαι εκατό τα εκατό σίγουρος, Χαλ. Ειδικά επειδή είναι ζοφερή και γεμάτη φρίκη. Ο κόσμος είναι στα τελευταία του, αν δεν το πρόσεξες.

Συ είπας.

Λέγε!

Το πρωί της 27ης Μαΐου 1997, ο επιστάτης του Γυμνασίου Τομογκάοκα στο Κόμπε της Ιαπωνίας, πηγαίνοντας να ανοίξει την πύλη του σχολείου, βρήκε το κομμένο κεφάλι ενός αγοριού σφηνωμένο στα κάγκελα. Το αίμα ήταν στραγγισμένο, τα μάτια του ήταν βγαλμένα, δύο Χ ήταν χαραγμένα με μαχαίρι στις θέσεις τους, και ένα σημείωμα ήταν χωμένο στο στόμα του: «Αυτή είναι η αρχή του παιχνιδιού», έγραφε. «Προσπαθήστε να με σταματήσετε αν μπορείτε, ηλίθιοι μπάτσοι. Θέλω απεγνωσμένα να βλέπω ανθρώπους να πεθαίνουν. Δεν υπάρχει τίποτε πιο συναρπαστικό για μένα από το να σκοτώνω. Τα χρόνια της μεγάλης μου πικρίας θα ξεπληρωθούν με αίμα. Είμαι ο Δολοφόνος του Σχολείου». Τρέμοντας ολόκληρος, ο επιστάτης έκλεισε με το χέρι το στόμα του και έτρεξε σαν τρελός μέσα για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.

Δύο ημέρες πριν, είχε εξαφανιστεί ο Γιουν Χάσε, δέκα ετών. Το σώμα του βρέθηκε κοντά σε μία δεξαμενή νερού σε μια απομονωμένη περιοχή, σε έναν λόφο. Αρχικά είχε στραγγαλιστεί, δήλωσε ο αρμόδιος ιατροδικαστής, ενώ το κεφάλι του κόπηκε αργότερα με πριόνι.

Δέκα ημέρες μετά, μία τοπική εφημερίδα έλαβε μία επιστολή από κάποιον Σέιτο Σακακιμπάρα, που αναλάμβανε την ευθύνη της δολοφονίας. «Αυτή είναι μόνο η αρχή του παιχνιδιού», έγραφε ανάμεσα σε άλλα. «Ξέρω πως βάζω τη ζωή μου σε κίνδυνο για χάρη του παιχνιδιού, αλλά δεν με νοιάζει. Αν με πιάσουν, θα με κρεμάσουν. Αλλά δεν με πιάνουν. Η αστυνομία όφειλε να με κυνηγά με μεγαλύτερο πάθος. Γιατί; Γιατί θα συνεχίσω να το κάνω. Μόνο όταν σκοτώνω απελευθερώνομαι από το συνεχές μίσος που με τυραννά. Μόνο όταν προκαλώ πόνο στους ανθρώπους μπορώ να απαλύνω κάπως τον δικό μου πόνο». Η επιστολή ήταν τρεις σελίδες, και τελείωνε με ένα σχέδιο που ήταν παρόμοιο με το σύμβολο που χρησιμοποιούσε ο διαβόητος καθ’ έξιν δολοφόνος Zodiac Killer.

Θα έπρεπε να περάσουν άλλο ένα εικοσαήμερο μέχρι οι έρευνες της αστυνομίας να καταλήξουν στο όνομα του δράστη και να τον συλλάβουν, στις 28 Ιουνίου 1997. Ήταν δεκατεσσάρων ετών, και το πραγματικό του όνομα ήταν Σινιτσίρο Αζούμα. Γεννημένος στις 7 Ιουλίου 1982 στο Κόμπε της Ιαπωνίας, ζούσε με τους γονείς του και τους δύο αδελφούς του. Και ήταν τρελός.

Αποδείχτηκε πως συνάντησε τον Γιουν στον δρόμο, και τον παρέσυρε στο λοφάκι για να του δείξει δήθεν μια «γιγάντια μωβ χελώνα». Αφού τον διαμέλισε, πήρε το κεφάλι στο σπίτι του μέσα σε μία σακούλα, και έκανε επάνω του πράγματα που αργότερα περιέγραψε ως «πράξεις χειρότερες από φόνο». Κανείς, ωστόσο, δεν θέλει να βάλει τη φαντασία του να σκεφτεί τι πραγματικά σήμαινε αυτό.

Ο Αζούμα ομολόγησε αμέσως τον φόνο, και τον περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια. Είπε πράγματα που μόνο ο δολοφόνος μπορούσε να ξέρει, γιατί δεν είχαν δοθεί όλες οι λεπτομέρειες στον Τύπο. Ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν ταυτόσημος με αυτόν του σημειώματος. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ήταν ανήλικος, αναφερόταν στις εφημερίδες, όπως άλλωστε και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, σαν Αγόρι Α.

Όμως αυτός δεν ήταν ο μοναδικός του φόνος, και δεν ήταν ο πρώτος.

Από πολύ μικρός, ο Αζούμα μισούσε τον εαυτό του. Πίστευε ότι ήταν βρόμικος και ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν. Όταν πέθανε η γιαγιά του, που έμενε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και ήταν εκείνη που τον φρόντιζε περισσότερο, ξέφυγε τελείως από κάθε έλεγχο και απέκτησε εμμονή με τον θάνατο. Άρχισε να κουβαλάει μαχαίρια, κοπίδια και ψαλίδια μαζί του, και να ασκείται με αυτά. Και, όπως οι περισσότεροι νεαροί ψυχοπαθείς, άρχισε να σκοτώνει ζώα.

Στην αρχή τα θύματά του ήταν γυμνοσάλιαγκες, που τους άνοιγε για να δει το εσωτερικό τους. Η γοητεία του με τους γυμνοσάλιαγκες ξεκίνησε επειδή έτσι έβλεπε και τον εαυτό του. Έλεγε ότι δεν είχε καβούκι, οπότε δεν μπορούσε να είναι κανονικό σαλιγκάρι. Από τους γυμνοσάλιαγκες πέρασε στους βατράχους, και στη συνέχεια στα πουλιά και τις αδέσποτες γάτες. Η εμμονή του με τον θάνατο δυνάμωνε ολοένα, ενώ σιγά-σιγά αποκτούσε και μια σεξουαλική πλευρά: πήγαινε στο νεκροταφείο και χάιδευε τον εαυτό πάνω από τον τάφο της γιαγιάς του. Η μητέρα του ειδοποιήθηκε για τη νοσηρή πλευρά του που είχε να κάνει με τις γάτες, ωστόσο δήλωσε πως ήταν κάτι που κάνουν όλα τα αγόρια, και κάποια στιγμή θα του περάσει. Η ίδια τού συνέστησε να προσπαθεί πιο πολύ στο σχολείο και να γίνει καλύτερος μαθητής.

Στο γυμνάσιο ο Αζούμα άρχισε να βαριέται να σκοτώνει γάτες και άρχισε να φαντασιώνεται πώς θα ένιωθε αν δολοφονούσε έναν άνθρωπο. Στις 10 Φεβρουαρίου 1997, μετά το σχολείο, βγήκε από τον δρόμο του επιτέθηκε απροειδοποίητα σε δύο μαθήτριες στον δρόμο, τραυματίζοντας τη μία σοβαρά με ένα σφυρί. Στις 16 Μαρτίου, χτύπησε πολλές φορές με το ίδιο σφυρί και ένα άλλο κορίτσι, 10 ετών, σπάζοντάς του το κεφάλι. Δύο ώρες μετά, τραυμάτισε με ένα μαχαίρι μία ακόμα μικρή μαθήτρια. Εκείνο το βράδυ, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Πραγματοποίησα ιερά πειράματα σήμερα για να επιβεβαιώσω πόσο εύθραυστα είναι τα ανθρώπινα όντα». Δώδεκα ημέρες αργότερα, το δεκάχρονο κορίτσι άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο.

Τη στιγμή του εγκλήματος, η ηλικία ποινικής ευθύνης στην Ιαπωνία ήταν τα 16 έτη, πράγμα που σήμαινε ότι ένας δεκατετράχρονος δεν θεωρούνταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για ένα έγκλημα. Σε άλλη περίπτωση, θα είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Έτσι, ο Αζούμα στάλθηκε σε ένα κέντρο αναμόρφωσης ανηλίκων στο Δυτικό Τόκιο, όπου έλαβε ψυχιατρική θεραπεία και συμβουλευτική. Τον Μάρτιο του 2003, η επιτροπή αποφυλάκισης αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο, καθώς τα μέλη της συμφώνησαν πως ήταν πια σε θέση να επιστρέψει στην κοινωνία: «Η ψυχιατρική φροντίδα και η σωφρονιστική εκπαίδευση στα ιδρύματά μας έχουν επιφέρει αξιόλογα αποτελέσματα», δήλωσε ο πρόεδρος της επιτροπής αποφυλάκισης. Του δόθηκε μία άλλη ταυτότητα, και λεπτομερείς οδηγίες για το πώς να λειτουργεί στην καθημερινή του ζωή. Του χορηγήθηκε επίσης ένα σπίτι σε κάποια άλλη πόλη. Η τοποθεσία κρατήθηκε μυστική.

Το 2015, ο Αζούμα δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του, στην οποία περιέγραφε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα εγκλήματά του. Το βιβλίο ανέβηκε στην πρώτη θέση των μπεστ-σέλερ, και κρατήθηκε εκεί για μήνες. Έφτιαξε επίσης ένα σάιτ, όπου ανέβαζε φωτογραφίες και σχέδια, δουλεμένα στο Photoshop: ο εαυτός του μεταμορφωμένος σε παράξενα ζώα.

Δημοσιογραφικές πληροφορίες θέλουν να έχει στο μεταξύ παντρευτεί, να έχει κάνει ένα παιδί, και να εργάζεται στον τομέα των κατασκευών.

Κανείς δεν ξέρει αν και πόσους ανθρώπους έχει ξανασκοτώσει.

Κάθε χρόνο, περίπου 100.000 Ιάπωνες εξαφανίζονται χωρίς το παραμικρό ίχνος.

Όχι, δεν ήθελα να μάθω αυτή την ιστορία.

Σε προειδοποίησα, Κυριάκο.

Ναι, Χαλ, έχεις δίκιο. Εγώ φταίω. Και τι ακριβώς θέλεις να κάνουμε τώρα μ’ αυτό;

Η σκληρότητα και η θεατρικότητα των εγκλημάτων από ένα παιδί 14 χρονών, ο πόλεμος των επιστολών με τις Αρχές και τα ΜΜΕ, οι νομοθετικές επιπτώσεις —το ηλικιακό όριο της ποινικής ευθύνης κατέβηκε στα 14 έτη ακριβώς λόγω του Αζούμα— και ο διαρκής διάλογος για την ανωνυμία και την επανένταξη, αλλά και για τη μνήμη των θυμάτων, καθιστούν την υπόθεση σημείο αναφοράς στον δημόσιο λόγο της Ιαπωνίας για το έγκλημα και τη νεότητα, από τότε μέχρι σήμερα. Και όμως: κανείς δεν το έχει κάνει ακόμα μυθιστόρημα ή ταινία.

Οκέι. Κι εσύ δηλαδή τι θέλεις να κάνουμε τώρα;

Θα προτιμούσα να είχα πρώτα μία απάντηση από εσένα.

Δεν ξέρω, Χαλ. Δεν έχω ιδέα, μά τον Θεό. Βασικά, είναι πάνω από τις αντοχές μου. Και έπειτα, εσύ το σκέφτηκες.

Γιατί γράφεις, Κυριάκο;

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 (κεφάλαια 1-7) και εν συνεχεία με το ChatGPT (κεφάλαια 8 κ.ε.), και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY