Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 24ο

Μυθιστόρημα - 24ο Μέρος (24/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44

Ο Βενιαμίν, με τα ίδια ρούχα που φορούσε και στο μπαρ, ζαρωμένα πια επάνω του και τσαλακωμένα, φτάνει κοντά μας σχεδόν σέρνοντας τα βήματά του. Κάθε ίχνος από το σφρίγος που περίσσευε χθες επάνω του έχει χαθεί, έχει στραγγίξει από τους πόρους του και εξατμίστηκε στον αέρα. Μοιάζει σαν να είναι ένας εντελώς άλλος άνθρωπος. Ή άλλος διάβολος… Τα μαλλιά του, που θυμάμαι να έχουν εκείνη τη ρευστότητα θαλάσσιας ανεμώνης, τώρα μοιάζουν με στάχυα που ξέχασες να τα θερίσεις, και πέφτουν πάνω στο μέτωπό του άνευρα καλύπτοντας σχεδόν το ένα του μάτι σαν επίδεσμος. Δείχνει πραγματικά γερασμένος, και το δέρμα του είναι κατάχλωμο. Και οι τέσσερίς τους είναι χλωμοί, σαν ξασπρισμένοι, αλλά ο άντρας αυτός μοιάζει να έχει χάσει όλο του το αίμα. Το κατατονικό του βλέμμα, οι σακούλες κάτω από τα μάτια του, το τρέμουλο στα γόνατά του και ο σχεδόν σπαρακτικός τρόπος που συστρέφει τα δάχτυλά του —έχει κάτι από όρνιο αυτή η ολοένα επαναλαμβανόμενη κίνηση— με κάνουν να θέλω από τη μια να σηκωθώ και να τον βοηθήσω, να τον αγκαλιάσω και να του προσφέρω την αναπαυτική μου θέση μαζί και με την κουβέρτα μου, και από την άλλη να ζαρώσω ακόμη περισσότερο από κάτω της και να τον παρατηρώ έντρομη με μισό μάτι, φοβούμενη τα χειρότερα. Είναι έτοιμος να καταρρεύσει σαν ετοιμόρροπος πύργος από τραπουλόχαρτα.

Τελικά, δεν χρειάζεται να σηκωθώ εγώ. Και αμφιβάλλω πολύ ότι θα το έκανα — όχι από αδιαφορία, αλλά από φόβο. Σηκώνεται όμως η Άννα, πηγαίνει σε μία γωνία και σέρνει από εκεί μία στενή ξύλινη καρέκλα με επενδυμένη πλάτη και μπράτσα, ενός παράξενου τύπου που δεν έχω ξαναδεί. Τη βάζει κοντά στο τζάκι, απέναντί μου, και έπειτα βοηθά τον Βενιαμίν να καθίσει, τοποθετώντας ένα-ένα τα χέρια του στα μπράτσα της, σαν να είναι ξένα. Εκείνος τής κουνά ελαφρά το κεφάλι, σε ένδειξη είτε ευγνωμοσύνης είτε αδημονίας: Άντε, τελείωνε. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Και μάλλον δεν χρειάζεται να με νοιάζει. Στη θέα ωστόσο εκείνου του νεύματος, νιώθω έναν καινούργιο φόβο να σηκώνεται μέσα μου ξεμουδιάζοντας αργά-αργά τα μέλη του. Και στρέφω το βλέμμα στον άγγελό μου.

Ο Ισμαήλ μοιάζει να μην έχει αντιληφθεί καν τον ερχομό του αδελφού του. Ή, και να τον έχει αντιληφθεί, δείχνει να μην τον νοιάζει, σαν να έχει μόλις πληροφορηθεί ότι ο Βενιαμίν ντρόπιασε το όνομα της οικογένειας διαπράττοντας ένα ηθικής τάξεως έγκλημα και δεν θέλει να τον ξέρει. Το διακρίνω στο παραπάνω από το συνηθισμένο σφιγμένο του στόμα, και σε μια πίκρα που στάζει από το βλέμμα του καθώς το έχει διαρκώς καρφωμένο στις φλόγες που πια γλείφουν το κούτσουρο της ελιάς. Κάτι υπάρχει εδώ. Κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που φαίνεται… Μα δεν μπορώ να ξέρω τι, δεν μου επιτρέπεται. Δεν πρέπει να ξεχνώ ότι δεν ανήκω στ’ αλήθεια εδώ.

Ξανακοιτώ τον άρρωστο, πρόωρα γερασμένο Βενιαμίν, και πιάνω το βλέμμα του να είναι τώρα καρφωμένο επάνω μου. Δεν βιάζεται να το αποτραβήξει, κι ας βλέπει την έκπληξη και τον ξαφνικό τρόμο που με κυριεύει. Ίσα-ίσα: βγάζει την άκρη της γλώσσας του, που είναι μαύρη και λεπτή, και γλείφει στοχαστικά και πρόστυχα μαζί τα χείλη του, με μια υποψία χαμόγελου να τρεμοπαίζει στα κουρασμένα του μάτια. Παγώνω ολόκληρη. Αλλά νιώθω και κάτι ακόμη — κάτι που θα έπρεπε να με τρομάξει ακόμη περισσότερο. Μια νότα λαχτάρας. Κι αυτό είναι πιο τρομακτικό από όλα τα άλλα και κάνει την καρδιά μου να βουλιάξει βαθιά μέσα στο στήθος μου και να κρυφτεί.

Μη, Μαίρη. Μη.

Μα δεν ωφελεί να ελέγχεις τον βαθύτερο εαυτό σου. Ποτέ δεν θα σε ακούσει.

Του νεύω ακαθόριστα με το κεφάλι, σαν να λέω πως, ναι, τον βλέπω, τον παρατηρώ, είμαι εκεί και ξέρω τι γίνεται. Ο Βενιαμίν κλείνει πάλι τη γλώσσα του στο στόμα και γέρνει το κεφάλι προς την άλλη μεριά. Μοιάζει ξεφούσκωτος, σαν να ήταν μια μεγάλη κούκλα από νάιλον, ένα μπαλόνι που έχασε τον μισό του αέρα και δεν μπορεί να πετάξει πια.

Νιώθω ακόμη περισσότερο τρόμο ανακατωμένο με οίκτο, ενώ μια κίνηση στα αριστερά μου με κάνει να στραφώ προς τα εκεί. Οι αδελφοί Τέσλα έχουν φτάσει κοντά, κινούμενοι αθόρυβα, σαν φίδια. Ο ένας από τους δύο κρατά ένα μεταλλικό, σκαλιστό ποτήρι, ενώ ο άλλος τον πιάνει από το μπράτσο και τον ώμο σαν να τον στηρίζει. Τα μάτια τους είναι γεμάτα έξαψη. Το ποτήρι μοιάζει παμπάλαιο, και είναι όλο περίεργα σχέδια — δεν θυμάμαι να έχω δει ποτέ μου κάτι παρόμοιο· εκτός ίσως από παρόμοια σκεύη σε κάποιους εκκλησιαστικούς πίνακες και εικόνες. Το πλησιάζουν κοντά στα χείλη του και του δίνουν να πιει, κρατώντας του το πιγούνι και μισανοίγοντάς του το στόμα. Μια κόκκινη σταγόνα κυλά από την άκρη της γλώσσας του, καθώς πίνει λαίμαργα, με κοφτές, ρουφηχτές γουλιές.

Και αμέσως ξανανιώνει.

Κι αυτό, παρά τη χαρά που πρέπει να με γεμίσει, με τρομάζει ακόμη περισσότερο. Γιατί ξέρω με τι ήταν γεμάτο εκείνο το ποτήρι.

Ανατριχιάζοντας, τον βλέπω να τεντώνεται στην καρέκλα, του ενώ οι δίδυμοι υποχωρούν προς τη θέση τους. Τα δύο υβρίδια τρέχουν κοντά του να τα χαϊδέψει ρουθουνίζοντας, ενώ το χρώμα επανέρχεται στα μάγουλά του και ο τόνος κυλά πάλι στους μυς του και τους διπλασιάζει σε όγκο ισιώνοντας την πλάτη τουπου για μερικές στιγμές μοιάζει ζωντανή, σαν να κινείται κάτι μέσα της. Τώρα, είναι ο ίδιος ο παλιός Βενιαμίν.

Παλιός. Με έκπληξη συνειδητοποιώ πως νιώθω να ξέρω αυτούς τους ανθρώπους μια ζωή τώρα, λες και δεν τα ζω πραγματικά όλα αυτά, αλλά τα διαβάζω σε ένα βιβλίο — πάντα συμβαίνει αυτό με τα βιβλία που μας αρέσουν: κάθε φορά βουτάμε από την αρχή με το κεφάλι σε ένα έτοιμο σύμπαν, έτοιμο ερήμην μας, απλώς και μόνο διαβάζοντας μερικές σελίδες ή και λίγες αράδες όλες κι όλες.

Και τώρα ο Βενιαμίν σηκώνεται και συστρέφει τα χέρια και τους ώμους του, με μια χάρη που μου θυμίζει πούμα, πετώντας από πάνω του σαν παλιό ρούχο εκείνη την αρρώστια που τον είχε καταβάλει. Πια, είναι ίδιος ο Βλαντιμίρ μου. Ο άντρας που έχω δημιουργήσει κολυμπώντας στη λίμνη των ονείρων μου, ένα σωρό μοναχικά πρωινά. Θέλω να ταξιδέψω μαζί του, σκέφτομαι. Θέλω να ανέβω μαζί του όσο πιο χαμηλά γίνεται. Η σκέψη και μόνο μού φέρνει ανατριχίλες.

Και είμαι ξανά πλημμυρισμένη όλο μου τον γλυκερό ρομαντισμό, τόσο πολύ και τόσο δυνατά που δακρύζω.

Και τότε, ξαφνικά, γυρίζει και με κοιτάζει. Το βλέμμα του αστράφτει γαλάζιο, τα δόντια του λάμπουν στο πλατύ χαμόγελό του. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, κι όλα γύρω μου λιώνουν και χάνονται σε μια θαμπή μαρμαρυγή, σαν μία παλιρροϊκή άλως που τον περιβάλλει και εκτοξεύεται προς το μέρος μας. Όλα — όλα μα όλα. Η Άννα, οι δίδυμοι, τα δύο σκυλιά — ακόμη και ο Ισμαήλ.

«Μαίρη Νόρντικ», λέει μόνο.

Και είναι σαν να μου λέει…

Ξέρω ποια είσαι, και τι είσαι. Και βλέπεις τι είμαι κι εγώ. Είμαι αυτός που ονειρεύονται όλοι, και που περνούν μια ολόκληρη ζωή ψάχνοντάς το. Το νιώθεις. Το ξέρεις. Το βλέπεις. Όπως επίσης είδες πώς ήμουν και πώς έγινα μόλις ήπια αυτό που ήπια. Και ξέρεις τι ήταν αυτό που ήπια… Όμως τώρα πια τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία — ούτε τα όνειρα των ανθρώπων, ούτε οι μικρές αλλαγές της ζωής: πρέπει να τα ξεχάσουμε όλα και να ζήσουμε στο εδώ και στο τώρα. Λοιπόν, είμαστε όλοι εδώ, και τώρα, με έναν κοινό σκοπό, με έναν πολύτιμο στόχο, και δεν θα διστάσουμε απέναντι σε τίποτα μέχρι να τον εκπληρώσουμε και να τον πετύχουμε. Έχουμε έναν φόνο να κάνουμε, Μαίρη Νόρντικ, και αυτός που είναι να πεθάνει είναι σκληρός, αλλόκοτος και επικίνδυνος — ένας θανάσιμος αντίπαλος… Ξέρω πως, αφότου είδες με σάρκα και οστά το όνειρό σου, εμένα, αυτό που θέλεις στ’ αλήθεια δεν είναι άλλο από το να παραδοθείς στην αγκαλιά του, στην αγκαλιά μου. Και ενδεχομένως να το θέλω κι εγώ, ή να μπορούσα να το θελήσω — και ίσως πράγματι συμβεί κάποια στιγμή, αν έτσι το θελήσει η μοίρα… Μα τώρα δεν πρέπει να μας ξεγελούν και να μας παρασύρουν οι αισθήσεις και οι επιθυμίες μας, Μαίρη Νόρντικ. Ούτε τα όνειρα που μας επισκέπτονται όταν έχουμε ερμητικά ανοιχτά τα μάτια μας. Το παν, τώρα, είναι ο στόχος. Και ο στόχος μας είναι ένας θάνατος. Και μια εκδίκηση. Αφού είσαι εδώ λοιπόν, αφού το αποφάσισες και το επέλεξες μόνη σου να μας ακολουθήσεις, ξέχνα όλα τα άλλα, ξέχνα το όνειρό σου, ξέχνα την αποτύπωσή του στα βιβλία σου, και στάσου εδώ, μαζί μας — πλάι μας. Γιατί θα πολεμήσεις κι εσύ, και το ξέρεις. Αν μη τι άλλο, δεν διακινδυνεύεις παρά να χάσεις τη ζωή σου. Μικρό τίμημα μπροστά στην ιερότητα του σκοπού, έτσι δεν είναι; Όσο για την ψυχή σου… μη σε μέλλει. Θα φροντίσουμε εμείς γι’ αυτό. Εγώ, και ο αδελφός μου, ο Ισμαήλ. Μπορούμε να τη σώσουμε — έχε μας εμπιστοσύνη και αφέσου στις προσταγές μου. Είσαι τυχερή που μπορείς να δεις μέσα σε μια νύχτα όσα θαύματα δεν βλέπουν ολόκληρες γενιές ανθρώπων μέσα σε μια ζωή. Είσαι τυχερή, και ευλογημένη, Μαίρη Νόρντικ. Είσαι μια ξεχωριστή γυναίκα. Και θα πολεμήσεις γενναία και καλά, το ξέρω. Το βλέπω στο βλέμμα σου.

Το βλέπει στο βλέμμα μου, όπως κι εγώ βλέπω όλα αυτά τα λόγια, όλα αυτά τα νοήματα, μέσα στο δικό του βλέμμα και σε εκείνες τις δυο λέξεις που μου είπε, πριν καν τις αποσώσει. Δεν ξέρω πώς γίνεται. Δεν ξέρω πώς το κάνει. Αν με τον Ισμαήλ το θέμα ήταν τεχνικής φύσεως, αφού δεν μεσολαβούσε κάποιος χρόνος για να ακουστούν τα λόγια του μέσα στο κεφάλι μου — αν μαζί του απλώς δεν παρεμβαλλόταν ο αέρας και τα ηχητικά του κύματα, με τον Βενιαμίν τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Με τον Βενιαμίν, όλα του τα λόγια, σαν να ήταν ένα μόνο επιφώνημα, έγιναν κτήμα μου μέσα σε μία και μόνη στιγμή, διάστημα κατά το οποίο είχα άπλετο χρόνο για να τα ακούσω, να τα νιώσω αλλά και να τα αναλύσω και να τα ερμηνεύσω σε βάθος.

Μάλιστα, όταν πια τα ακούω και τα αποστηθίζω όλα αυτά, ο αδελφός του Ισμαήλ —εκείνο το ατίθασο πλάσμα από νύχτα και αποπλάνηση— λέει ακόμα το λογοτεχνικό μου επώνυμο:

«…Νόρντικ».

Κι εγώ κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά, και λέω από μέσα μου, Ναι, λέω, ναι.

Και θέλω να το φωνάξω για να τ’ ακούσουν τ’ αυτιά όλου του κόσμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45

Μόνο που δεν είμαι μόνη. Και δεν θα είμαι ποτέ πια. Όχι σε αυτή τη ζωή τουλάχιστον. Κι αν τυχόν υπάρχει και επόμενη, ίσως ούτε και στην επόμενη.

Με έναν τρόπο που θα με εξέπληττε αν δεν περίμενα από αυτόν τα πάντα, ο Ισμαήλ στρέφεται αγριεμένος προς τον αδελφό του.

«Να την αφήσεις ήσυχη», λέει, ήρεμα μεν, αλλά με μία τόσο κρυμμένη δύναμη σε εκείνες τις λέξεις, που μοιάζει λες και έκρυβαν μέσα τους μία χειροβομβίδα.

Ο Βενιαμίν, νέος, λυγερός και πιο ακμαίος από ποτέ, γυρίζει προς τον Ισμαήλ με ένα όμορφο, παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη.

«Μα και βέβαια», του λέει, «μα και βέβαια. Δεν πρόκειται να της επιβάλω κάτι. Εδώ κανείς δεν επιβάλλει τίποτε σε κανέναν. Εδώ είμαστε κάπως σαν… σαν σε διακοπές», συνεχίζει. «Έτσι δεν είναι παιδιά;»

Ρωτάει αυτό το τελευταίο στους τρεις φίλους του, που τον κοιτούν ανέκφραστοι και κάπως φοβισμένοι από εκεί που κάθονται. Δεν λένε κάτι. Ναι, τον φοβούνται πολύ. Κάνει μπαμ. Όμως έχω την εντύπωση πως φοβούνται και τον Ισμαήλ. Και πολύ καλά κάνουν, πιστεύω. Ο Ισμαήλ είναι παντοδύναμος. Ίσως περισσότερο ακόμη και από τον αδελφό του. Αν και ο αδελφός του… ο αδελφός του είναι έρωτας.

Αυτό είναι. Το είπα επιτέλους.

Επικίνδυνος. Και έρωτας.

Η Άννα σηκώνεται και μου αποσπά την προσοχή για λίγο. Ευτυχώς.

«Πάω στην κουζίνα να ταΐσω τη Χελ και τη Στρομ. Θέλει κανείς τίποτε;»

Κανείς δεν της απαντά, και αποσύρεται φανερά ενοχλημένη από την ένταση ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Δεν έχει άδικο. Και ποιος θέλει εντάσεις την παραμονή μιας μάχης; Κανείς. Και δεν τις θέλω ούτε κι εγώ. Μάλιστα, πρέπει κάτι να κάνω γι’ αυτό. Είναι υποχρέωσή μου. Πρέπει να τους ηρεμήσω. Και θα το κάνω. Αλλά…

Ναι, αλλά πώς; Κι αν τα κάνω χειρότερα;

Είμαι μπερδεμένη. Και έχω ταραχή. Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτά. Όπως ούτε μπορώ —νά ποιο είναι το χειρότερο, και σίγουρα το πιο δύσκολο— να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από το πουκάμισο του Βενιαμίν, εκείνο το τσαλακωμένο πουκάμισο με τους μεγάλους, μυτερούς γιακάδες και τα δυο ανοιχτά κουμπιά, που χώνεται άτσαλα στο παντελόνι του με εκείνη τη φαρδιά δερμάτινη ζώνη με τη μεγάλη αγκράφα, και τεντώνεται στα μπράτσα, στο στήθος και στην πλάτη του. Μαγνητίζει το βλέμμα μου και μοιάζει να μου μουρμουρίζει πράγματα. Αν είναι δυνατόν… Και δεν μπορώ καν να παρακολουθήσω τον Ισμαήλ. Αυτό το πουκάμισο, και ο άνθρωπος από κάτω —ο τόσο γνωστός άγνωστός μου— είναι μια χοάνη που βουτάω μέσα της ολόκληρη… και με χαρά. Με ευγνωμοσύνη. Με μια γωνιά του μυαλού μου νιώθω πως κάτι άσχημο συμβαίνει εκεί. Μα είναι τόση η χαρά μου με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, τόσο…

«Πάψε πια!»

Ο Ισμαήλ, βλέπω με μια ταραχή σχοινοβάτη που χάνει την ισορροπία του, έχει έρθει κοντά στον αδελφό του και τον πιάνει σφιχτά από το χέρι. Εκείνος γελάει ρίχνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω, ενώ τα μαλλιά του ακολουθούν μία δική τους, ανεξάρτητη κίνηση — τόσο γοητευτική. Αλλά πια εγώ… εγώ έχω πέσει από το σχοινί.

Τα μάγια του κόπηκαν, και μπορώ επιτέλους να δω πιο καθαρά. Τι μου έχει κάνει; Τι μου κάνει;

Ο Ισμαήλ εξακολουθεί να κρατά τον αδελφό του από το χέρι και να τον κοιτά στα μάτια, οργισμένος. Ο Βενιαμίν τώρα έχει πάψει να γελά, και τα μάτια του είναι δυο στενές σχισμές.

«Εσύ κοίτα να είσαι εκεί που πρέπει και να κάνεις το καθήκον σου», λέει τινάζοντας με μια κίνηση το χέρι του αδελφού του. «Και μην τολμήσεις να μου πας κόντρα. Δεν θα σου το ξαναπώ».

Ο Ισμαήλ δείχνει για πολύ λίγο πως θα συμμορφωθεί. Αλλά για πολύ λίγο, πράγματι. Με μια ξαφνική κίνηση βρίσκεται μέσα σε μια στιγμή δίπλα στον αδελφό του, κολλητά επάνω του, κρατώντας τον και από τα δύο χέρια στο ύψος των αγκώνων. Κρατώντας τον δυνατά.

«Σταμάτα αυτό που κάνεις», του λέει. «Ανάθεμά σε, σε παρακαλώ. Είναι αυτοκτονία».

Ο Βενιαμίν τού γελά κατάμουτρα. Ευτυχώς. Στον αρχή φοβήθηκα πως θα εκρηγνυόταν στην αγκαλιά του αδελφού του σαν βομβιστής αυτοκτονίας.

«Όλα θα γίνουν όπως πρέπει να γίνουν», λέει με έναν απαλό και ξηρό τρόπο ταυτόχρονα. Σαν μέλι που κυλά πάνω σε μυτερό βράχο. «Αφού το ξέρεις. Κι εσύ στη θέση μου το ίδιο θα έκανες».

«Εγώ δεν θα βρισκόμουν ποτέ στη θέση σου».

«Έχεις δίκιο σ’ αυτό. Αλλά μόνο σ’ αυτό. Και τώρα κάνε στην άκρη, πρέπει να κάνω ένα ντους και να αλλάξω».

Ο Ισμαήλ ξεφυσά από τη μύτη σαν μινώταυρος. Είναι πιο μεγάλος, πιο ογκώδης, πιο ψηλός από τον αδελφό του. Αλλά είναι φανερό πως δεν θέλει να του επιβληθεί με τη δύναμη ή τη θέση του στην «οικογένεια». Ή ίσως δεν μπορεί. Ή κάποιες συγκεκριμένες καταστάσεις ή ιδιαιτερότητες της σχέσης τους δεν του το επιτρέπουν. Δεν ξέρω. Ούτε μπορώ να προεικάσω τι εξέλιξη θα έχει όλο αυτό και πού μπορεί να οδηγήσει τα δύο αδέλφια.

Ξέρω μόνο πως είμαι κι εγώ κομμάτι του. Κομμάτι αυτού που εκτυλίσσεται μπροστά μου. Και ξέρω ακόμη ότι αυτή η ζωή που ζω, αυτή η νέα ζωή, είναι περίεργη, και είναι αλλόκοτη, και είναι τρομακτική φορές-φορές… αλλά είναι και συναρπαστική. Και θα μπορούσα πανεύκολα και δίχως δεύτερη σκέψη να τη διαλέξω ανάμεσα σε χίλιες άλλες.

Να κινδυνεύω λοιπόν κι εγώ; Θανάσιμα;

Ω, μα ναι. Ασφαλώς.

Και δεν με νοιάζει καθόλου.

Γι’ αυτό, έλα τώρα, Ισμαήλ. Έλα τώρα, φύλακα-άγγελέ μου. Μην κάνεις έτσι. Όλα θα πάνε όπως πρέπει να πάνε. Έχουμε πόλεμο, δεν το βλέπεις; Δεν είναι σωστό να σπέρνουμε αμφιβολίες και έριδες στο στρατόπεδό μας. Κάνε την καρδιά σου πέτρα, ηρέμησε — και οπλίσου. Έχουμε πόλεμο, και πρέπει να βγούμε νικητές.

Έλα τώρα, Ισμαήλ!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46

Έχουμε πόλεμο, ναι· αλλά για την ώρα πεινάω. Μπορεί ο Ισμαήλ μου να μην έχει ανάγκη από φαγητό, αλλά εγώ δεν έχω φτερά καρφωμένα στην πλάτη μου. Το ξέρω πως δεν είναι κομψό, και πως δεν ταιριάζει με την ένταση της στιγμής, αλλά ακούω το στομάχι μου να διαμαρτύρεται και ξέρω πολύ καλά πως έχει τα δίκια του. Μακάρι να έβρισκα και την τόλμη να του το πω. Θα προσπαθήσω να τον ενημερώσω τηλεπαθητικά.

Ισμαήλ, θέλω ένα χάμπουργκερ.

Τίποτε.

Ισμαήλ…

Όχι, δεν έχει νόημα.

Αναστενάζω και αφήνω την κουβέρτα να πέσει στα πλάγια της πολυθρόνας. Τώρα πια τουλάχιστον δεν κρυώνω. Η ελιά στο τζάκι έχει αρπάξει για τα καλά, και μια όμορφη, χειμωνιάτικη ζέστη έχει απλωθεί σε όλο το δωμάτιο. Μια ζέστη από τζάκι στην καρδιά του καλοκαιριού.

Καθώς ο άγγελός μου δείχνει να έχει αλλού το μυαλό του και στέκεται όρθιος διακοσμώντας τον χώρο σαν άγαλμα εξαπατημένου εραστή, κι ενώ η Άννα ασχολείται με τα νύχια της τρώγοντας τα πετσάκια και οι δίδυμοι Τέσλα ψιθυρίζουν μυστικά ο ένας στο αυτί του άλλου, σηκώνομαι από την πολυθρόνα μου και προχωρώ προς ένα παράθυρο. Πρέπει να κάνω κάτι. Οτιδήποτε.

Τραβάω την κουρτίνα και βλέπω το τοπίο έξω. Η κατηφόρα που ανεβήκαμε ερχόμενοι κυλά ομαλά προς το δασάκι με τα σκουροπράσινα κυπαρίσσια, που τώρα, στο φως του δειλινού, μοιάζουν εντελώς μαύρα, σαν μια κυματιστή θάλασσα που μας περιβάλλει ζωγραφισμένη με κάρβουνο. Στο βάθος, από πάνω τους, ο ουρανός είναι γεμάτος σύννεφα, σταχτιά και γκρίζα, σε μία άγρια ποικιλία σχημάτων. Σημάδι, ίσως, πως προμηνύεται βροχή. Ή κάτι άλλο, χειρότερο από μια απλή βροχή. Ίσως και πολύ χειρότερο. Πλέον, μπορώ να περιμένω τα πάντα, και μάλιστα σχεδόν απαθής. Ένα κοπάδι μεγάλα πουλιά πετούν στα δεξιά, σε ένα σπιράλ από κύκλους που μοιάζει σπείρα για τα κουνούπια. Έχω την αλλόκοτη εντύπωση πως με κοιτάνε από εκεί ψηλά… Φωτάκια ανάβουν μέσα στα δέντρα και πίσω από τους θάμνους, σαν μάτια από άγρια πεινασμένα ζώα, που βγήκαν για κυνήγι.

Πεινασμένα ζώα… Το στομάχι μου που διαμαρτύρεται. Τα φωτάκια στα δέντρα και η σκούρα θάλασσα των κυπαρισσιών.

Θεέ μου, έχει βραδιάσει.

Πισωπατάω απομακρυνόμενη από το παράθυρο, σαν να με χτύπησε ηλεκτρισμός. Τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα; Πότε πέρασε η ώρα; Φταίει πάλι εκείνο το «κοίλωμα του εδάφους» που ευθύνεται για το κρύο;

Τι συμβαίνει;

Γυρίζω και επιστρέφω κοντά στο τζάκι. Ο Ισμαήλ με κοιτάζει, με ένα λυπημένο βλέμμα.

«Έχει σουρουπώσει», του λέω. «Ήρθαμε πριν από μία ώρα, Ισμαήλ, και ξαφνικά έχει σουρουπώσει».

«Κοιμήθηκες». Το βλέμμα του δεν είναι πια λυπημένο· είναι σχεδόν πένθιμο.

«Δεν κοι…» Σταματώ και σφίγγω το στόμα. «Εντάξει, εντάξει, κέρδισες. Πρέπει να κοιμήθηκα και να μην το κατάλαβα. Τώρα όμως τι κάνουμε; Γιατί δεν μου λέει κανείς;» Ντρέπομαι που το σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ παρά να το πω. «Ισμαήλ, πεινάω. Γίνεται να πάμε κάπου; Ή θα καταστραφεί ο κόσμος έτσι και κάνουμε ένα διάλειμμα από…» —δείχνω με μία κίνηση ολόγυρά μου— «…αυτό;»

«Ακόμα καλύτερα. Όχι απλώς διάλειμμα. Φεύγουμε. Ετοιμαστείτε»

Είναι ο Βενιαμίν. Μπαίνει στα σάλα φρεσκαρισμένος, αν και φορώντας τα ίδια ρούχα με πριν. Μόλο που αυτό το πουκάμισο δεν είναι πια τσαλακωμένο και λερό. Ίσως να έχει πολλά τέτοια, όπως οι ποδοσφαιριστές και οι υπερήρωες έχουν πολλές αλλαξιές από τη στολή τους — και όπως ακριβώς ο αδελφός του. Και γιατί όχι; Είναι το λιγότερο παράξενο στοιχείο επάνω τους.

Ο Ισμαήλ τον κοιτάζει με ένα κενό βλέμμα, που όμως δεν μπορεί να κρύψει απολύτως μέσα του την αντιπάθεια που νιώθει για εκείνον. Που βέβαια δεν είναι σκέτη αντιπάθεια. Είναι και στοργή. Και είναι και έγνοια. Αυτά τα πράγματα που νιώθουν τα αδέλφια μεταξύ τους, και που σφυρηλατούν τη σχέση τους — ή τη διαλύουν, ανάλογα με το ποιο υπερτερεί.

Οι Τέσλα σηκώνονται από τον καναπέ όπου κάθονταν χωρίς να κάνουν τίποτε εποικοδομητικό, και τεντώνονται. Ίσως να κοιμήθηκαν κι αυτοί. Δεν μπορώ να ξέρω. Ή ίσως απλώς ο χρόνος να κυλά περίεργα εδώ μέσα. Δεν θα το μάθω ποτέ, μα ούτε θα με απασχολήσει άλλο πια. Αν είμαι σίγουρη για κάτι, είναι πως μας περιμένουν πολλά δυσάρεστα επεισόδια μπροστά μας. Το πώς χάθηκαν μια χούφτα ώρες δεν είναι της παρούσης.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, στρέφω το βλέμμα και καρφώνω τα μάτια μου στον Βενιαμίν, χωρίς να ντρέπομαι. Δεν είναι ο ιδρυτής της εταιρίας μας, ούτε ο πρόεδρός της. Είναι όμως ο CEO, και το ξέρει. Όλοι το ξέρουμε. Ακόμη και ο Ισμαήλ.

Χαμογελάω, κι αυτό είναι μια μικρή προδοσία. Ή ίσως όχι και τόσο μικρή.

Φυσικά, το καταλασπωμένο κιτρινόμαυρο σπορ αυτοκίνητο με την αεροδυναμική γραμμήκαι το άλογο που τρέχει για σήμα ήταν του Βενιαμίν. Του ταίριαζε. Αλλά ίσως να του ταίριαζε οποιοδήποτε άλλο. Έχει έναν τρόπο να ταιριάζει παντού έτσι κι αλλιώς· ένα κατιτί σαν θράσος μικρού παιδιού, ή ανθρώπου που νομίζει ότι μπορεί να καταπιαστεί με τα πάντα και να έχει γνώμη για τα πάντα. Μόνο που, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους, ο Βενιαμίν μπορεί πράγματι να καταπιαστεί με τα πάντα. Το βλέπεις σε κάθε του κίνηση, το αποπνέει σαν άρωμα που φόρεσε πριν βγει από το σπίτι. Ένα άρωμα που του πάει και που ζωντανεύει πάνω στην επιδερμίδα του. Ξεροκαταπίνω καθώς τον βλέπω να χαϊδεύει τον ουρανό του αυτοκινήτου του, τυλιγμένος σε εκείνη τη μακριά δερμάτινη καμπαρντίνα. Μοιάζει λίγο σαν να είναι έτοιμος να ανεβεί στην πίστα ενός ροκ φεστιβάλ για να τραγουδήσει — πράγμα γελοίο… αλλά πόσο τρομερά θα του ταίριαζε όμως…

Η μοτοσικλέτα ανήκει στο ψηλό κορίτσι με τα δερμάτινα. Σε ποιον άλλον; Φοράει το κράνος της και ένα ζευγάρι κομμένα γάντια και φεύγει πρώτη, με μία σειρά από μικρές, επαναλαμβανόμενες εκρήξεις από τις δύο εξατμίσεις της πελώριας μηχανής. Μια μικρή μαχαιριά θαυμασμού και ζήλιας με χτυπάει στο στήθος. Δεν θα μπορούσα να την έχω φίλη αυτή την κοπέλα, και εκείνη δεν θα ήθελε να έχει φίλη μια γυναίκα σαν εμένα, αλλά δεν πρέπει να αμελήσω να της πω κάποια στιγμή πόσο τη θαυμάζω.

Οι αδελφοί Τέσλα βγαίνουν έξω από την περιφραγμένη αυλή κρατώντας με μια χοντρή αλυσίδα ο καθένας τη Χελ και τη Στρομ, που έχουν πια από ένα δερμάτινο κολάρο με καρφιά φορεμένο στον λαιμό τους. Οι δίδυμοι κάτι λένε, όπως πάντα, μεταξύ τους, ενώ τα δύο υβρίδια οσμίζονται τον αέρα και το έδαφος και τραβούν τις αλυσίδες τους με κατεύθυνση το δασάκι. Δεν υπάρχει άλλο διαθέσιμο όχημα. Πώς θα έρθουν μαζί μας στο χωριό αυτοί οι δυο με τα τσέχικα σκυλιά τους;… Αρνούμαι όμως να το σκεφτώ και αυτό, γιατί ήδη το μυαλό μου παραείναι γεμάτο με παράδοξες εικόνες και ατελέσφορες σκέψεις. Θα έχουν τον τρόπο τους, δεν μπορεί. Ίσως να τους περιμένει κανένα αγροτικό πιο πέρα, κρυμμένο στα δέντρα. Ή ένα τζιπ. Δεν είναι απαραίτητο να καβαλήσουν τα δύο αγριόσκυλα και να τρέξουν μαζί τους. Έτσι δεν είναι; Δεν είναι καθόλου απαραίτητο. Και είναι μάλλον απίθανο.

Ωστόσο δεν θέλω να το δω. Ούτε να το σκέφτομαι. Αρνούμαι να σκεφτώ μια τέτοια αλλόκοτη πιθανότητα.

Βλέποντας τον Βενιαμίν να κάνει όπισθεν με ένα μουγκρητό που ξεχύνεται σαν χείμαρρος αστραπών και βροντών από τη δυνατή μηχανή του αυτοκινήτου του, και με την καρδιά μου βαριά που θα τον έχανα για λίγο, μέχρι να φτάσουμε στο χωριό και να συγκεντρωθούμε εκ νέου, στρέφομαι προς τον Ισμαήλ, που κοιτά και εκείνος τον αδελφό του να απομακρύνεται.

«Συγγνώμη», του λέω, παίζοντας το ψαθάκι μου στα χέρια, με μια αμηχανία δέκα τα εκατό αληθινή και ενενήντα τα εκατό προσποιητή. Ή κάπου τόσο.

Με κοιτάζει ερωτηματικά.

«Γιατί;»

«Που είμαι έτσι… περίεργη. Και που δεν στέκομαι απολύτως στο πλευρό σου».

«Δεν φταις εσύ», λέει και ανοίγει την πόρτα της Φορντ Θάντερμπερντ.

Θεέ μου, τι λέει; Τι λέει; Φυσικά και «φταίω» εγώ. Δεν με μάγεψε κάποιος για να φέρομαι όπως φέρομαι. Είναι φυσιολογικό να φέρομαι έτσι. Άκου εκεί!

Ισμαήλ, δεν έχεις καταλάβει τίποτε. Ή δεν θέλεις να καταλάβεις. Αλλιώς θα έσκαγες από τη ζήλια. Και κανείς δεν θα μπορούσε να σου δώσει άδικο. Μά τον Θεό, κανείς.

Εκτός πάλι κι αν μας κοροϊδεύεις όλους. Ή αν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου…

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ