Βιβλιο

Νίκος Θέμελης «Η αναχώρηση». Πάλι ταξιδεύω.

Ο Θέμελης σημάδευε το μυαλό των αναγνωστών του αλλά πετύχαινε την καρδιά τους.

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 475
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
64237-142315.jpg

Νίκος Θέμελης: Λίγα λόγια για τον πολυδιαβασμένο Έλληνα λογοτέχνη με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Η αναχώρηση» (εκδόσεις Μεταίχμιο)

Τι θέλεις να πεις με κάθε βιβλίο σου; τον είχα ρωτήσει μια φορά. «Σε κάθε μου βιβλίο ήθελα να πω τον τίτλο του. Σε κάθε μου βιβλίο είχα μια φέρουσα ιδέα η οποία ήταν η κινητήριος δύναμη για την πλοκή του έργου. Ο τίτλος προσπαθεί να συμπυκνώσει ένα πυρήνα ιδεών που κινητοποιούν τους ήρωες». Στο βιβλίο που δούλευε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, ο τίτλος που διάλεξε ήταν «Η αναχώρηση».


Ο Νίκος Θέμελης υπήρξε ίσως ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας συγγραφέας των τελευταίων χρόνων. Κάποιοι συνάδελφοί του τον κατηγόρησαν ότι αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι ήταν «ομοτράπεζος» της εξουσίας. Ήταν όμως έτσι; Μπορεί ένα βιβλίο να γίνει μπεστ σέλερ επειδή το υπογράφει ο «σύμβουλος του πρωθυπουργού» και, το κυριότερο, να αγαπηθεί για αυτόν το λόγο; Η απάντηση κρύβεται στις σελίδες των βιβλίων του.

Πρώτη φορά συνάντησα τον Θέμελη στου Μαξίμου, την άνοιξη του 2000, με αφορμή το δεύτερο, την «Ανατροπή», γοητευμένη ήδη από την «Αναζήτηση». Δεν θα ξεχάσω πόση κατάπληξη μου έκαναν οι χαμηλοί τόνοι κι η ευγένειά του, ποιος να το περίμενε από κάποιον που κατείχε μια τέτοια θέση. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να γράφει ασταμάτητα, ακολούθησαν 5 ακόμα βιβλία γεμάτα ερωτήματα και πολλαπλά διακυβεύματα, το ίδιο επιτυχημένα εμπορικά. Ίσως γιατί ο Θέμελης σημάδευε το μυαλό των αναγνωστών του αλλά πετύχαινε την καρδιά τους.

Είχα πάντα την εντύπωση ότι «έκρυβε» στις σελίδες μηνύματα για πολλαπλούς αποδέκτες. Η μυθοπλασία ήταν ο τρόπος του να ψηλαφεί τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας. Το γιατί των εμφύλιων σπαραγμών, της ψυχικής και ψυχολογικής απόστασης από τη Δύση, το πώς έχουμε χάσει την αίσθηση της ευθύνης να χτίσουμε μια καινούργια εθνική συνείδηση που δεν θα ετεροπροσδιορίζεται αλλά θα αυτοπροσδιοριστεί από τα δικά μας σύγχρονα δημιουργήματα. Στην «Αναχώρηση» ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ, ο βασικός ήρωας ...οσφραίνεται τον αέρα των ιδεών του Διαφωτισμού και της ελευθερίας, ανιχνεύει τα σπέρματα της εθνικής ταυτότητας του, νιώθει ότι δεν ήταν απλώς ένας Μοραΐτης, αλλά ανήκε σε κάτι πολύ πιο πλατύ... Άλλοι πάλι, τυφλοί και αδιάφοροι, προτιμούν να προτάξουν το προσωπικό τους όφελος απέναντι στο συλλογικό καλό… Αργύρη, εμείς πρέπει να είμαστε πάντοτε με το δοβλέτι, σημασία έχει πρωτίστως το ψωμί μας!…

Στην «Αναχώρηση» μας ταξιδεύει για πρώτη φορά στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης του 1821 και μάλιστα στην εποχή της εμφύλιας διαμάχης [...να αφανίσει ο ένας τον άλλο, πώς ήταν δυνατό μέσα σ’ αυτόν τον εμφύλιο σπαραγμό και τις ασταμάτητες αμφισβητήσεις να κυβερνήσει αυτός που νόμιμα εκλεγόταν…].

n

Τον προκαλούν όμως οι ιστορίες των απλών ανθρώπων, «παγιδευμένων στη δίνη της Ιστορίας». «Ίσως», όπως μου είχε εξηγήσει, «γιατί η κατάσταση αυτή αναγκάζει τους ανθρώπους να υπερβούν την Ιστορία. Να υπερβούν αυτό που η Ιστορία θέλει να τους προδιαγράψει σαν μοίρα. Άλλοι σηκώνουν ανάστημα, άλλοι συμβιβάζονται. Εγώ δεν παίρνω θέση, δείχνω αυτό που συνήθως συμβαίνει. Δεν μπορώ να πω σε κάποιον που τον γονάτισαν οι περιστάσεις ότι δεν τον κατανοώ και δεν τον συμπονώ. Το μήνυμα είναι να προκαλέσω τον αναγνώστη να προβληματιστεί και να κάνει τις επιλογές του».

Τα βιβλία του Θέμελη ήταν όλα μυθιστορήματα αξιών. Η παιδεία είναι το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδιθεί. Στην «Αναχώρηση» για τον Λάζαρο ...στολίδι και υπερηφάνεια του ήταν η βιβλιοθήκη του, για την οποία τα τελευταία χρόνια μιλούσαν με θαυμασμό Ρωμιοί, Τούρκοι κι Εβραίοι σε όλο το Ναύπλιο. Κάπου αλλού γράφει: ...Ο Κοραής μιλούσε για την απαιδευσία σαν την πιο μεγάλη κατάρα του έθνους.

Το πιο ενδιαφέρον ίσως μήνυμα βρίσκεται στο δεύτερο μέρος της «Αναχώρησης», που διαδραματίζεται το 2009 με το μακρινό απόγονο του ήρωα να αποχωρεί από το δικαστικό σώμα συνταξιούχος πια και να αναλογίζεται φευγαλέα τη ζωή του. Με το πέρασμα του χρόνου οι δρόμοι του ήρωα και του αδελφού του απόκλιναν. Επιτυχημένος λογαριάζονταν εκείνος που μεταμορφωνόταν σιγά-σιγά σε «λαμόγιο», ο επιτήδειος και βολεμένος. …Με το πέρασμα του χρόνου ανακάλυπτε πάνω στο παράδειγμα της διαδρομής του αδελφού του, που από εξαίρεση γινόταν κανόνας, από πράξεις ντροπής μεταλλάσσονταν σε πράξεις καταξίωσης κι επιτυχίας, τη μεταμόρφωση της κοινωνίας τους. Πράγμα που τον έκανε να νιώθει όλο και πιο ξένος. Στην Ελλάδα της κρίσης αυτή είναι η πιο σκληρή αλήθεια για όλους όσοι αντέχουν να το παραδεχτούν. Που οδηγηθήκαμε με νοοτροπίες σαν κι αυτές.

Ο ήρωας στο τέλος αναχωρεί, μόνος. Ένα τελευταίο τσιγάρο που απολαμβάνει, όπως τότε, φαντάρος πριν σαράντα χρόνια στις άγριες νύχτες του Μπέλες, καθώς αναλογίζεται φευγαλέα τη ζωή του, τον πόνο της αποξένωσης και του εξοστρακισμού του από τον τόπο του, τον πόνο της απόστασής του από τον ίδιο, το σούρσιμο του χρόνου, αγρυπνίες, θραύσματα προσωπικά και κάποιων που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του, αναμνήσεις. Μια λυπημένη γεύση στο στερνό βιβλίο του αλλά κι η πίστη ότι μπορούμε να αλλάξουμε «εμφυλιακές» νοοτροπίες, να αναλάβουμε την ευθύνη να φτιάξουμε μόνοι μας το μέλλον μας.

* Ιδιαίτερα ενδιαφέρον και κατατοπιστικό το επίμετρο του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου για την ελληνική επανάσταση


Διαβάστε εδώ απόσπασμα από προδημοσίευση του βιβλίου «Η αναχώρηση» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ