Βιβλιο

Δεν μπορούμε να βάλουμε «ρατσιστόμετρο» στις κοινωνίες

O Βαγγέλης Γιαννίσης μιλάει στην A.V. για το ντεμπούτο του στο σκανδιναβικό νουάρ

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 477
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
65271-144935.jpg

Αποτρόπαιος φονιάς που δεν περιορίζεται στο να σοκάρει την κοινωνία του Έρεμπρο κατακρεουργώντας γυναίκες, αλλά δοκιμάζει παράλληλα τη συνοχή της, εμποτίζοντας τα κίνητρά του με θρησκευτική μισαλλοδοξία και φυλετικό μένος. Το πορτρέτο του serial killer και οι απειράριθμες εκφάνσεις του αποτελούν δοκιμασμένη συνταγή στη μυθοπλασία του νουάρ, η οποία υποπίπτει εύκολα σε κλισέ, ωστόσο ο πρωτοεμφανιζόμενος Βαγγέλης Γιαννίσης δοκιμάζει τα κότσια του στο είδος με αξιοθαύμαστη αφηγηματική πειθώ.


Στο παρθενικό του έργο «Το Μίσος» (εκδ. Διόπτρα) ο νεαρός συγγραφέας που ζει και εργάζεται στη Σουηδία μας συστήνει τον Άντερς Οικονομίδη, ελληνικής καταγωγής επιθεωρητή που υπηρετεί στη σουηδική πόλη Έρεμπρο. Όταν ο Οικονομίδης τίθεται αντιμέτωπος με τις δολοφονίες τριών γυναικών, προερχόμενων από τη Νιγηρία, την Ινδία και το Ιράν, αποδίδεται σε ένα πυρετώδες ανθρωποκυνηγητό που δίνει τη δυνατότητα στο δημιουργό του να υπερθεματίσει πάνω στις παθογένειες των βορειοευρωπαϊκών κοινωνιών, αλλά και να φιλοτεχνήσει έναν ήρωα που πλασάρεται άμα τη εμφανίσει του στην κατηγορία των μαγνητικών χαρακτήρων του νουάρ. Ζητήσαμε από τον Βαγγέλη Γιαννίση να μας τον περιγράψει διεξοδικότερα.

Ορισμένοι γράφουν γιατί έχουν μέσα τους μια ιστορία που καίγονται να την αφηγηθούν, κάποιοι άλλοι ποθούν να γράψουν σε σημείο που θα μπορούσαν να μετατρέψουν σε γραπτό οποιαδήποτε ιστορία. Με ποια κατηγορία ταυτίζεστε;

Σίγουρα με την πρώτη. Μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες. Άλλες θα είναι καλές, κάποιες άλλες λιγότερες καλές, σε κάποιους θα αρέσουν πολύ, σε άλλους λιγότερο ή καθόλου. Αλλά η όλη διαδικασία, του να σκεφτείς μια καλή ιδέα, να την αναπτύξεις σε μια ιστορία, να την αφηγηθείς με τέτοιο τρόπο ώστε να προσπαθήσεις να κάνεις τον αναγνώστη να τρώει τα νύχια του από την αγωνία, είναι η αιτία που με κάνει να γράφω.

Δεδομένης της ηλικίας σας, θα μπορούσατε να είχατε υποκύψει σε λογιών αμφιβολίες: παραείμαι νέος, ας αφήσω λίγο χρόνο να περάσει… Πώς αντιπαρήλθατε τους δισταγμούς;

Αν κάποιος έχει μια ιστορία στο μυαλό του δεν βρίσκω το λόγο γιατί να μην την αποτυπώσει στο χαρτί. O Paolini, για παράδειγμα, ήταν 18 όταν έγραψε το «Έραγκον». Η Ahern ήταν 21 όταν έγραψε το «PS. I love you». Για να πάμε και στους μεγάλους της λογοτεχνίας, η Shelley έγραψε τον «Φράνκενστάιν» στα 19 της. Στη δική μου περίπτωση, οι όποιες αμφιβολίες αφορούσαν μόνο το εάν το βιβλίο ήταν αρκετά καλό για να το στείλω σε εκδοτικό οίκο.

n

Ποιους συγγραφείς καταβροχθίσατε σαν αναγνώστης; Πιστεύετε πως άφησαν το αποτύπωμά τους στη δική σας πρόζα;

Από όσους δεν υπάγονται στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας διάβασα και ξαναδιάβασα John Irving και Tom Robbins. Από εκεί και πέρα, διάβασα κατά κόρον Agatha Christie, Jo Nesbø, John Verdon, Arne Dahl, George Pelecanos, Natsuo Kirino και πρόσφατα ανακάλυψα τον William Landay. Μοιραία έχω επηρεαστεί, από κάποιους λιγότερο, από άλλους περισσότερο.

Έχουν συσσωρευτεί πακτωλοί σελίδων και γράφτηκαν ωκεανοί λέξεων στην απόπειρα να ερμηνευθεί το φαινόμενο του σκανδιναβικού νουάρ. Πού αποδίδετε εσείς την τεράστια παγκόσμια επιτυχία του είδους;

Μιλώντας ως αναγνώστης, το σκανδιναβικό νουάρ είναι κάτι το «εξωτικό». Αν σκεφτεί κανείς ότι λόγω των ταινιών του Χόλιγουντ και των αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών έχουμε ένα συγκεκριμένο πρότυπο αστυνομικών, το μοντέλο που προσφέρουν οι Σκανδιναβοί συγγραφείς συνιστά κάτι διαφορετικό, και ως γνωστόν το διαφορετικό ελκύει. Αν επιπλέον συνυπολογίσουμε τα στιλιζαρισμένα κάδρα των σκοτεινών βόρειων τοπίων, τις κοινωνικές προεκτάσεις που συνοδεύουν τα βιβλία, τον τρόπο γραφής και φυσικά το momentum που έχει δημιουργηθεί από την τριλογία του μιλένιουμ του Λάρσον, και των όσων ακολούθησαν, πιστεύω πως φτάνουμε σε μια ικανοποιητική εξήγηση.

Ο ήρωάς σας δεν υπακούει στο στερεοτυπικό προφίλ του ντετέκτιβ – ούτε πίνει, ούτε ξενοκοιμάται, ούτε κατατρύχεται από εμμονές. Γιατί; Ήθελα να φτιάξω έναν ήρωα διαφορετικό από το κλασικό πρότυπο του επιθεωρητή που μόλις αναφέρατε. Δεν ήθελα να σκιαγραφήσω έναν νέο Χόλε ή Βαλάντερ, αλλά ένα ρεαλιστικό ήρωα, κάποιον που θα μπορούσε να είναι γείτονάς σου και επομένως έναν τύπο που να ανταποκρίνεται ρεαλιστικότερα στην καθημερινή εικόνα που παρουσιάζουν οι αστυνομικοί.

Το σκανδιναβικό νουάρ ενδίδει συχνά σε ζητήματα ρατσισμού. Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας κοινωνίες που είναι πιο ξενοφοβικές από τις άλλες;

Δεν νομίζω πως μπορούμε να βάλουμε κάποιου είδους «ρατσιστόμετρο» στις κοινωνίες, και σίγουρα η ξενοφοβία υπάρχει σε όλες. Το άγνωστο και το διαφορετικό προκαλεί φόβο και σίγουρα ορισμένες φορές αυτό το διαφορετικό είναι δυνατό να μην είναι συμβατό με μια κοινωνία. Τώρα, μια κοινωνία που δέχεται αρκετούς μετανάστες, είναι λογικό να αντιμετωπίζει μια έξαρση ξενοφοβίας. Δεδομένου πως σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία τα κλειστά σύνορα είναι εκτός πραγματικότητας, το θέμα είναι τι κάνεις από εκεί και πέρα: προσπαθείς να ενσωματώσεις ομαλά στην κοινωνία όσους έρχονται ή απλά οχυρώνεσαι πίσω από το διχασμό;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ