Θεατρο - Οπερα

Η μέρα της φούστας: Μια παράσταση για τη μαθητική βία, που έχει εισβάλει και στη χώρα μας

Η Ζωή Χατζηαντωνίου θέλησε να δείξει την κρίση ηθικής, αξιών, πολιτισμού των δυτικών κοινωνιών, προσπαθώντας να τη μεταφέρει στα ελληνικά δεδομένα

dimitris_tsatsoylis.jpg
Δημήτρης Τσατσούλης
ΤΕΥΧΟΣ 950
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η μέρα της φούστας: Μια παράσταση για τη μαθητική βία, που έχει εισβάλει και στη χώρα μας
© Alex Kat

Κριτική για την παράσταση «Η μέρα της φούστας» που σκηνοθετεί η Ζωή Χατζηαντωνίου στο Θέατρο Δίπυλον

Η Σόνια, φιλόλογος σε Λύκειο, έρχεται αντιμέτωπη με τους παραβατικούς μαθητές της και τη χυδαιότητα της συμπεριφοράς τους, προσπαθώντας να διδάξει τους «Ληστές» του Σίλερ. Κάποια στιγμή, ανακαλύπτει στο σακίδιο ενός μαθητή ένα όπλο και, στην απόπειρα του μαθητή να το ανακτήσει, η Σόνια τον τραυματίζει. Ακολουθεί πανδαιμόνιο, έως ότου αυτή αποφασίζει να επιβληθεί με την απειλή του όπλου στους μαθητές της, μοιράζοντάς τους ρόλους του έργου. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να τους διδάξει τις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, να εξαναγκάσει τους φαλλοκράτες μαθητές να μην αποκαλούν «πουτάνες» τις συμμαθήτριές τους, ενώ μία από αυτές, μουσουλμανικής πίστης, να την πείσει με τη βία να βγάλει τη μαντίλα της.

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Σε μια διαρκή απειλητική και εκκωφαντική κατάσταση, φωνητική όσο και κινησιολογική από όλες τις πλευρές, με αναντίρρητο δόσιμο τόσο των νεαρών ηθοποιών-μαθητών όσο, κυρίως, της Θεοδώρας Τζήμου, στον ρόλο της Σόνιας, όπου οι συνεχείς εναλλαγές διαθέσεων και έντασης οδηγούν σε υποκριτικό της άθλο, η  παράσταση δημιουργεί ένα έντονο συναίσθημα δυσαρέσκειας, θίγοντας το ζήτημα της μαθητικής βίας, που έχει εισβάλει και στη χώρα μας. Καθώς η επιθετικότητα δεν απευθύνεται μόνο προς την καθηγήτρια, αλλά υφίσταται και μεταξύ των μαθητών.

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Η Ζωή Χατζηαντωνίου διασκευάζει ελεύθερα το σενάριο του Παριζιάνου σεναριογράφου και σκηνοθέτη Ζαν-Πολ Λιλιανφέλ (1962) με τον ομώνυμο τίτλο («La journée de la jupe», 2008), το οποίο προβλήθηκε το 2009 στην Μπερλινάλε, με την Ιζαμπέλ Αντζανί στον ρόλο της Σόνια. Στην ταινία, η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο των περίφημων περιχώρων (banlieues) του Παρισιού, όπου συνυπάρχουν μαθητές ποικίλων καταγωγών, αυξημένης εγκληματικότητας, εθνοτικών συγκρούσεων και ρατσιστικής περιθωριοποίησης. Επιπλέον, είναι γνωστή η ευαισθησία των Γάλλων απέναντι στα θρησκευτικά διακριτικά των μαθητών, η οποία έχει οδηγήσει στην απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας στις μαθήτριες.

Ζητήματα που, όσο κι αν θέλουμε να προσομοιάσουμε με τα τρέχοντα ελληνικά σχολικά δεδομένα της βίας, απέχουν ποιοτικά και ποσοτικά από αυτά που περιγράφει ο Γάλλος σεναριογράφος, ώστε να προσπαθήσουμε να εξελληνίσουμε το έργο μεταφέροντάς το στα καθ’ ημάς, όπως επιχειρεί η Χατζηαντωνίου, κάνοντας αναφορές στη χώρα του Περικλή, κοιτίδα του πολιτισμού και τα σχετικά.

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Το δελτίου Τύπου μάς πληροφορεί ότι η Σόνια παρακούει τις υποδείξεις της διεύθυνσης προς καθηγήτριες και μαθήτριες να έρχονται στο σχολείο φορώντας φούστα. Στην παράσταση, κάτι τέτοιο δεν γίνεται αντιληπτό, αφενός διότι βρισκόμαστε εξαρχής εντός της τάξης και αφετέρου κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Ωστόσο, η «φούστα» είναι το κυρίαρχο ζήτημα: στην ταινία, όταν η διεύθυνση και η αστυνομία προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τη, λόγω προσωπικών προβλημάτων, διαταραγμένη Σόνια, η οποία κρατάει ομήρους κάποιους μαθητές της, ώστε να πληροφορηθούν τα αιτήματά της, αυτή το μόνο που ζητάει είναι να επιτραπεί στις γυναίκες να φορούν φούστα. Δηλαδή, ένα αμιγώς φεμινιστικό αίτημα, καθώς κανείς δεν μπορεί να αποφασίζει για τον ενδυματολογικό κώδικα της γυναίκας θεωρώντας κάποια ρούχα της προκλητικά. Στο τέλος, και ενώ και εκεί έχουν μεσολαβήσει φονικές πράξεις, η Σόνια θα δολοφονηθεί εν ψυχρώ από αστυνομικό και στην κηδεία της όλες οι μαθήτριες-«όμηροί» της θα παραστούν φορώντας φούστα. Αυτή είναι η «Μέρα της φούστας».

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Η Ζωή Χατζηαντωνίου θέτει στο περιθώριο την έννοια της «φούστας», που είναι και ο τίτλος του έργου που διασκευάζει, όπως άλλωστε δεν επιλέγει μια πολυεθνική διανομή ηθοποιών, διόλου δύσκολη πλέον για τα ελληνικά δεδομένα, καθιστώντας έτσι σαφές ότι τοποθετεί τη δράση όχι απλώς σε ένα «δημόσιο», όπως μας πληροφορεί το δελτίο Τύπου, αλλά σε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο. Επιπλέον, ενώ η ταινία καταπιάνεται και αναδεικνύει τους χαρακτήρες των μαθητών, ακόμη και τη συμπόρευση κάποιων εξ αυτών με τη δασκάλα τους, καθώς είναι απαυδισμένοι από την επικρατούσα εγκληματικότητα και τον ρατσισμό, στην παράσταση επικρατεί εξαρχής η ομοιογένεια της χυδαιότητας και εν δυνάμει εγκληματικότητας, με τα φτυσίματα και τις υβρεολογίες όλων ανεξαιρέτως προς το κοινό, ώστε οι κάποιες διαφοροποιήσεις προς το τέλος να μένουν μετέωρες. Όπως μετέωρο μένει και το ίδιο το τραγικό τέλος.

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Φυσικά, η σκηνοθέτρια έχει δικαίωμα να διασκευάσει κατά βούληση το αρχικό σενάριο. Αρκεί η διασκευή, πέρα από την εκρηκτικότητα, στην οποία συνέβαλε τα μέγιστα η μουσική του Γιώργου Μιζήθρα, να αποκτά και δραματουργικό ενδιαφέρον και συνέπεια, πέρα από το να καταθέτει μια κατάσταση. Εξάλλου, η έκρηξη είναι σε τέτοια ένταση ευθύς εξαρχής, με τους μαθητές να βρίζονται και την καθηγήτρια να κάνει μόνη της ουρλιάζοντας την παράδοση, ώστε να είναι αδύνατον να υπάρξει στη συνέχεια η όποια κορύφωση. Από την άλλη, όσο κι αν ήθελε να δημιουργεί την αίσθηση απειλής προς το κοινό, αυτό δεν το κατάφερνε. Το «θέατρο της σκληρότητας» έχει τους δικούς του κανόνες, όπως αυτούς που ακολούθησε το μακρινό 1990 ο Γιάννης Κακλέας ανεβάζοντας το έργο του Nigel Williams «Class Enemy» (με τον τίτλο «Μετά τον φόνο»), στον Τεχνοχώρο, στο Παγοποιείο του Φιξ. Εκεί, η βία των μαθητών, σε συνδυασμό με τον σκηνικό χώρο, απειλούσε, περικλείοντάς τους ασφυκτικά και παρά τη μετωπική τοποθέτηση, τους θεατές, που βίωναν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, το αδιέξοδο με όλες τους τις αισθήσεις.

Και εδώ εισερχόμαστε στο μείζον ζήτημα του θεατρικού χώρου, ο οποίος μπορεί να αναδείξει ένα τέτοιο έργο. Μια καθωσπρέπει αίθουσα, περιτριγυρισμένη από τις πάνινες πολυθρονίτσες των θεατών, ελάχιστα μπορεί να φιλοξενήσει ένα θέαμα σκληρότητας. Ίσως ο πλέον ενδεδειγμένος χώρος να ήταν το θέατρο Θησείον ή το ΠΛΥΦΑ, με την άνεση κινήσεων ενός σκηνικού χώρου μη εξευγενισμένου.

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Επιπλέον, ένα πρόβλημα νέων σκηνοθετών που δεν επιλέγουν την παραδοσιακή «ιταλική» σκηνή είναι το ότι τους διαφεύγει η αίσθηση της σωστής χωροθεσίας. Όταν έχεις ως σκηνή μια απλή αίθουσα που περιβάλλεται στις τρεις πλευρές της και ως τα άκρα της από καθίσματα θεατών, θα πρέπει να χωροθετήσεις με τέτοιον τρόπο ηθοποιούς και σκηνικά αντικείμενα, ώστε όλοι να έχουν απρόσκοπτη θέαση σε όλες τις δράσεις και, ταυτόχρονα, ο εκφερόμενος από τους ηθοποιούς λόγος να ακούγεται από όλες τις πλευρές. Δυστυχώς, εδώ, τόσο τα σώματα των ηθοποιών, που παρέμεναν ακίνητα σε κάποια σημεία για αρκετή ώρα, όσο και οι καρέκλες (τα μόνα σκηνικά αντικείμενα της σκηνογράφου Ελίνας Λούκου) συχνά μασκάρουν για κάποιους θεατές σημαντικότατες δράσεις, ενώ οι χαμηλοί τόνοι, με τους ηθοποιούς να βρίσκονται μπροστά, δεν άφηναν τον λόγο τους να φτάσει στα πλάγια πίσω καθίσματα. Όλο αυτό αφήνει την εντύπωση πως η Ζωή Χατζηαντωνίου σκηνοθέτησε την παράστασή της με άξονα την κεντρική κερκίδα, αδιαφορώντας για τις πίσω θέσεις των πλαϊνών κερκίδων.

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Με τη «Μέρα της φούστας» η Ζωή Χατζηαντωνίου θέλησε να δείξει την κρίση ηθικής, αξιών, πολιτισμού των δυτικών κοινωνιών, προσπαθώντας να τη μεταφέρει στα ελληνικά δεδομένα, αλλά χωρίς να αποφύγει να εισαγάγει τα ελκυστικά μεν, αλλότρια ωστόσο στοιχεία του πρωτοτύπου. Προσεγγίζοντας, μάλλον επιφανειακά, φλέγοντα ζητήματα, κάτω από μια θορυβώδη, καταιγιστικών ρυθμών παράσταση, η μόνη, τελικά, επίγευση που αυτή αφήνει είναι ότι πίσω από την ανεξέλεγκτη νεανική βία, βαναυσότητα και παραβατικότητα υπάρχουν πάντα νεανικές ψυχές που έχουν αφομοιώσει, δίχως να το παραδέχονται, ηθικά διδάγματα που θα εκφράσουν την κατάλληλη στιγμή.

«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον
© Alex Kat

Τα εύστοχα κοστούμια είναι της Ιωάννας Τσάμη, ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου. Πέραν της εκρηκτικής ερμηνείας της Θεοδώρας Τζήμου στον ρόλο της Σόνιας, τους ρόλους των μαθητών με συγκινητική δοτικότητα ερμήνευσαν οι πολύ καλές Μαρία Αρζόγλου και Νατάσα Βλυσίδου και οι πέντε νεαροί ηθοποιοί Θάνος Κόνιαρης, Στέργιος Μικρούτσικος, Τίτος Πινακάς, Πάνος Χατσατριάν, Γιάννης Σανιδάς και Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος

INFO
«Η μέρα της φούστας» στο Δίπυλον Σύγχρονο
Διάρκεια: 100'

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζωή Χατζηαντωνίου
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Θεοδώρα Τζήμου, Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Θάνος Κόνιαρης, Στέργιος Μικρούτσικος, Τίτος Πινακάς, Γιάννης Σανιδάς, Πάνος Χατσατριάν
  • ΘΕΑΤΡΟ: Δίπυλον
Δες αναλυτικά

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.