Ροδούλα Γαïτάνου: Αναπνέω με την όπερα, τη γουστάρω!
Είκοσι επτά χρόνια μετά το τελευταίο της ανέβασμα, «Η δύναμη του πεπρωμένου», η εμβληματική όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, επιστρέφει στη Λυρική σε μια νέα εξαιρετικά φιλόδοξη παραγωγή

Η σκηνοθέτρια όπερας Ροδούλα Γαïτάνου μιλά για την εμβληματική όπερα του Τζουζέπε Βέρντι «Η δύναμη του πεπρωμένου»
Είκοσι επτά χρόνια μετά το τελευταίο της ανέβασμα, «Η δύναμη του πεπρωμένου», η εμβληματική όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, επιστρέφει στη Λυρική σε μια νέα εξαιρετικά φιλόδοξη παραγωγή, την οποία υπογράφει η Ροδούλα Γαϊτάνου, μια από τις πιο εμπνευσμένες σκηνοθέτριες όπερας της νεότερης γενιάς. Η δουλειά της χαρακτηρίζεται από βαθιά κατανόηση της μουσικής και του θεάτρου. Συνδυάζοντας την αισθητική με την ψυχολογική εμβάθυνση στους χαρακτήρες, προσφέρει στο κοινό σύγχρονες και προσιτές προσεγγίσεις κλασικών έργων. Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα, η διεθνώς καταξιωμένη Ελληνίδα μοιράστηκε με την Athens Voice τη δική της ανάγνωση στο βερντιανό αριστούργημα και μέσα από μια απολαυστική, εφ’ όλης της ύλης κουβέντα, μας ξενάγησε για λίγο στον κόσμο της, τον θαυμαστό κόσμο της όπερας. Ένα οικογενειακό τραύμα, ένας έρωτας στα χρόνια του πολέμου.

Στο κάπως μπερδεμένο λιμπρέτο της «Δύναμης του πεπρωμένου», ο Βέρντι θέλει τη μοίρα να κινεί τα νήματα της ιστορίας. Ποια είναι η δική σας ανάγνωση για το πεπρωμένο;
Το έργο είναι ένα αριστούργημα. Έχει όντως αρκετές δραματουργικές δυσκολίες, από την άλλη όμως καταπιάνεται με τόσο ισχυρά θέματα που του προσφέρουν αφηγηματική ροή και σύνδεση. Για μένα, ο κεντρικός του άξονας είναι ψυχολογικός. Είναι μια τραυματική οικογενειακή ιστορία. Δύο αδέρφια που από λάθος αλληλοσκοτώνονται, φέρουν, ο ένας προς τον άλλο, δυνατά συναισθήματα: ενοχή, πικρία, μίσος, εμμονή για εκδίκηση – ιδίως από την πλευρά του Ντον Κάρλο.
Στη δική μας εκδοχή, η ιστορία ξεκινά από πιο πίσω, από τον πατέρα και τη μητέρα. Ο πατέρας είναι ένας καρδινάλιος (ενώ στο λιμπρέτο αναφέρεται ως μαρκήσιος) που έχει δημιουργήσει μια άνομη οικογένεια την οποία κρύβει. Όταν η μητέρα, με τον Κάρλο μωρό, αποφασίζει ότι δεν θέλει πια να ζει μακριά από τα μάτια του κόσμου, ο πατέρας τη φυγαδεύει και τη χωρίζει από τα παιδιά της. Έτσι η Λεονόρα, ένα παιδί, αναγκάζεται ουσιαστικά να μεγαλώσει τον μικρότερο αδερφό της. Όλη η ιστορία είναι εκεί, στην όπερα του Βέρντι. Εμείς απλώς παρουσιάζουμε το υπόβαθρό της στην εισαγωγή και έπειτα, η αφήγησή μας ακολουθεί πιστά το κείμενο του λιμπρέτου. Η αρχή της πρώτης πράξης βρίσκει τους ήρωες οκτώ χρόνια αργότερα. Η 20χρονη πλέον Λεονόρα (ο Κάρλο είναι 12) γνωρίζει τον Ντον Αλβάρο, ο οποίος υπόσχεται να της δείξει τον κόσμο, να ζήσουν μαζί έναν έρωτα πηγαίο, γήινο και δυνατό. Ο πατέρας τούς πιάνει, γίνεται μια συμπλοκή και, από λάθος, ο Ντον Αλβάρο τον σκοτώνει. Λίγο πριν πεθάνει, ζητά από τον μικρό του γιο να του ορκιστεί ότι θα εκδικηθεί για κείνον. Από τη μία λοιπόν, έχουμε τη Λεονόρα που δεν παύει να ψάχνει τη μητέρα της, γιατί θυμάται πάντα το τραυματικό γεγονός του αποχωρισμού τους. Από την άλλη, έχουμε τον Κάρλο που, με την εκπλήρωση του όρκου, ψάχνει την αποδοχή του πατέρα του. Για μένα, αυτή η ανάγνωση έχει να κάνει με το πώς τραύματα προηγούμενων γενιών που δεν δουλεύονται, αναπαράγονται, διαιωνίζονται και εντέλει γίνονται το πεπρωμένο μας.

Το πραγματικά ιδιοφυές στον Βέρντι είναι ότι τοποθετεί την ερωτική ιστορία της «Δύναμης του πεπρωμένου», σε πολεμικό σκηνικό. Παρακολουθούμε την αρχή, την εξέλιξη και το τέλος ενός πολέμου. Κι αν στο ιστορικό πλαίσιο του συνθέτη, ο πόλεμος ήταν κάτι θετικό, μια επανάσταση, στην εποχή μας έχει μια πολύ διαφορετική χροιά. Είμαστε αντιμέτωποι με τη φρικαλεότητα, τον μισανθρωπισμό, με τη μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης σε κάτι τερατώδες. Στην ανάγνωσή μας, ο πόλεμος αυτός είναι αντανάκλαση της εσωτερικής πάλης των ηρώων, δεν έχει να κάνει με αντίπαλα στρατόπεδα αλλά με το μεταξύ τους…
Ποιος από τους τρεις χαρακτήρες θα λέγατε ότι έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον;
Και οι τρεις ή μάλλον και οι τέσσερις χαρακτήρες, μαζί με τον πατέρα-Πάντρε Γκουαρντιάνο. Στη δική μας παραγωγή ο εξαιρετικός Πέτρος Μαγουλάς ερμηνεύει και τους δύο ρόλους. Έχεις δηλαδή και τον πατέρα και την εκκλησιαστική φιγούρα στην οποία η Λεονόρα βρίσκει σκέπη – μια πατρική φιγούρα, μη κακοποιητική, που της δίνει την ευκαιρία να λυτρωθεί. Είναι ένας παραλληλισμός που πιστεύω έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Παίζουμε επίσης πολύ με θρησκευτικά σύμβολα, τα οποία συνδέουν και την πλοκή, όπως και με την ανάγκη της πνευματικότητας. Έτσι όπως το έχω στο μυαλό μου, πάμε τη φρίκη του πολέμου στον εξτρεμισμό της, με δυνατές συνειρμικές εικόνες –ένα στιλ Ιερώνυμου Μπος– που σχετίζονται με τις σημερινές προβληματικές. Η ατμόσφαιρα που προσπαθούμε να δημιουργήσουμε με τα σκηνικά και τα κοστούμια, πότε θυμίζει Αγγελόπουλο και πότε Φελίνι, πράγματα που μας είναι γνωστά, μια μνήμη κοινή, που τη μοιραζόμαστε.
«Η δύναμη του πεπρωμένου»: Εκσυγχρονισμός ή όπερα παραμύθι;
Τοποθετείτε την ιστορία της «Δύναμης του πεπρωμένου» στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, μεταξύ Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χρονική μεταφορά της πλοκής μιας όπερας είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της δουλειάς σας. Πιστεύετε ότι διευκολύνει τη σύνδεση με το σύγχρονο κοινό;
Ένα έργο υπάρχει πάντα γιατί «συνομιλεί» με την εποχή του. Η όπερα, το θέατρο και γενικότερα, κείμενα τα οποία θεωρούνται μουσειακά, παραμένουν ζωντανά γιατί προσφέρονται για διαφορετικές αναγνώσεις. Πώς όμως παρουσιάζεις μια κλασική όπερα; Όπως την ανέβαζαν την εποχή που γράφτηκε; Όπως την ανέβαζαν το 1950; Δεν υπάρχει, πιστεύω, σκηνοθέτης που ετοιμάζει μια παράσταση όπερας και δεν έχει στον νου του το κοινό που θα έρθει να την παρακολουθήσει.
Υπάρχει βέβαια, ακόμα ένα κοινό που περιμένει να δει στην όπερα εντυπωσιακά σκηνικά και παραμυθένια κοστούμια…
Η όπερα, ως μορφή τέχνης, είναι πολύ παραπάνω από αυτά. Είναι ένα μουσικό θέαμα βασισμένο στο συναίσθημα. Στην όπερα, όλες οι αισθήσεις μας θα πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία αλλά και εγρήγορση. Η μεγάλη εικόνα σαφώς χρειάζεται να είναι πιστευτή και καλαίσθητη, ωστόσο η σύνδεση των πρωταγωνιστών με το κοινό γίνεται πάντα μέσω της ερμηνείας του χαρακτήρα που υποδύονται. Με το να δημιουργούν αυτόν τον ήχο, να γίνονται το όχημα για να εκφραστεί η μουσική, μεταμορφώνονται σε σούπερ ήρωες στη σκηνή και σε συνεπαίρνουν. Δεν είναι απλώς τραγουδιστές, είναι ερμηνευτές, ηθοποιοί σε ένα μαραθώνιο δυόμισι ωρών!

Ροδούλα Γαïτάνου: Σκηνοθεσία για φωνή, σώμα και ένστικτο
Συχνά λέγεται ότι η όπερα ζει την περίοδο της «δικτατορίας του σκηνοθέτη». Εσείς πώς καθοδηγείτε τους τραγουδιστές ώστε να υπηρετήσουν το όραμά σας;
Δεν είμαι από τους σκηνοθέτες εκείνους που θέλουν να μεταμορφώσουν τον τραγουδιστή σε κάτι άλλο. Η δουλειά μου είναι μαζί με τους ερμηνευτές. Έχω μια ιδέα για τον χαρακτήρα, ψυχολογική, αλλά το σώμα, η ψυχή, η σκέψη, το ένστικτο είναι δικά τους. Τη σκηνοθεσία πρέπει όχι μόνο να την πιστεύουν, αλλά και να θεωρούν ότι δεν θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο τους αλλιώς. Αυτό που επιδιώκω είναι να τους δώσω ένα πλαίσιο ώστε να βγάλουν το καλύτερό τους. Κάθε βράδυ θα πρέπει να νιώθουν ασφάλεια αλλά και ελευθερία. Οι σπουδές μου στο εκφραστικό σώμα με βοηθούν να καταλαβαίνω πώς δουλεύει το σώμα όταν κάποιος τραγουδάει, ποια είναι τα πλεονεκτήματα, ποιες οι δυσκολίες του, και να παίζω με αυτά. Κάθε σώμα έχει το δικό του ένστικτο, και στη δουλειά μου με τους τραγουδιστές, με γοητεύει να σμιλεύω αυτό που ενστικτωδώς μου δίνουν.
Η υποκριτική για τον τραγουδιστή της όπερας έχει να κάνει με το πώς συμπεριφέρεται το σώμα κατά την παραγωγή του ήχου και με το πώς ο ίδιος αισθάνεται τον μουσικό του χαρακτήρα. Γι’ αυτό πρέπει να είναι πολύ καλά σκηνοθετημένος. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Στην όπερα, ο χρόνος είναι υπερρεαλιστικός, το συναίσθημα «τεντώνεται». Ο ήρωας θα πει το σ’ αγαπώ σε 36 μουσικά μέτρα, πρέπει επομένως να βρεις έναν τρόπο ώστε να γίνει πιστευτό, να μη το νιώθεις ξένο. Όταν δεν υπάρχει σκηνοθεσία, ο τραγουδιστής καταφεύγει συχνά στο λεγόμενο parkandbark, μένει ακίνητος ή κινείται ανάλογα με το πώς τον βολεύει να τραγουδά, και όχι από μια σκέψη για τον χαρακτήρα ή για τη μουσική.
Το γεγονός ότι γνωρίζετε σε βάθος τη μουσική, την έχετε σπουδάσει, σας δίνει ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με σπουδαίους κατά τ’ άλλα σκηνοθέτες του θεάτρου, που υπογράφουν παραγωγές όπερας αλλά δεν έχουν μουσικές γνώσεις;
Ο καθένας βρίσκει τον τρόπο του. Ξέρω σκηνοθέτες που έχουν μεγάλη μουσικότητα ενώ δεν ξέρουν μουσική. Προσωπικά πάντως, δεν θα σκηνοθετούσα όπερα αν δεν μπορούσα να διαβάσω την παρτιτούρα. Είναι σαν να κάνεις Σαίξπηρ χωρίς να μπορείς να διαβάσεις το κείμενο. Όλη η δουλειά με τη δημιουργική ομάδα μου είναι πάνω στη μουσική. Αυτή με καθοδηγεί.
Πάθος για την όπερα
Προέρχεστε από καλλιτεχνική οικογένεια. Πώς επιλέξατε να ασχοληθείτε με την όπερα;
Οι γονείς μας, δύο δάσκαλοι πιάνου, ήταν παθιασμένοι με την τέχνη και από πολύ νωρίς μας «εξέθεσαν», εμένα και τις αδερφές μου, στο θέατρο, στη ζωγραφική, στη γλυπτική και φυσικά στη μουσική. Ήμασταν μια οικογένεια που άκουγε διαρκώς μουσική, μιλούσε για μουσική. Όλα αυτά γράφτηκαν στο υποσυνείδητό μας, επηρέασαν και τις τρεις μας – η μια αδερφή μου είναι βιολίστρια, η άλλη μέτζο σοπράνο. Ο πατέρας μου, για ένα διάστημα, ήταν διευθύνων σύμβουλος στη Λυρική και μας έπαιρνε κάθε βράδυ στο θέατρο. Από πολύ μικρή ηλικία, η όπερα μου ήταν κάτι οικείο, κατανοητό και ενδιαφέρον. Μέχρι τα 10 μου είχα δει καμιά δεκαριά Τραβιάτες κι άλλες τόσες Μπατερφλάι! Οι αναμνήσεις αυτές μου προκαλούν συγκίνηση, ανατρίχιασμα. Το συναίσθημα που είχα σαν παιδί, με καθοδηγεί και σήμερα, αυτό θέλω να μεταφέρω με τη σκηνοθεσία μου. Τι να πω, είμαι παθιασμένη, αναπνέω με την όπερα, τη γουστάρω!

Πιστεύετε ότι η όπερα σήμερα αφορά ένα περιορισμένο κοινό;
Η όπερα είναι πολύ παρεξηγημένη, υποφέρει από κρίσεις που διαμορφώνονται με βάση όχι την εμπειρία, αλλά τη φήμη. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έρχεται για πρώτη φορά στην όπερα και να φεύγει χωρίς να έχει συγκινηθεί. Το μόνο που χρειάζεται για να γίνει η όπερα fun, είναι απλά να έρθει κανείς στο θέατρο και να έχει τη δικιά του προσωπική εμπειρία. Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό το να υπάρχει πρόσβαση, να είναι προσιτή για όλους.
Ζείτε και εργάζεστε στο εξωτερικό. Πώς αισθάνεστε που επιστρέφετε στην Ελλάδα για μια νέα παραγωγή;
Στην Ελλάδα επιστρέφω και νιώθω ότι βρίσκομαι σε μια οικογένεια. Οι άνθρωποι της παραγωγής, οι τεχνικοί, η χορωδία είναι οι ίδιοι που συνάντησα πριν 12 χρόνια, απλώς σε καινούργιες εγκαταστάσεις και σε ένα πλαίσιο πολύ δυνατό και ελπιδοφόρο. Κάθε θέατρο όμως, όχι μόνο η Λυρική, είναι για μένα οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύω, περνάω καλά, κάνουμε όμορφες παραγωγές. Αυτό είναι το πιο συγκινητικό κέρδος στη δουλειά μας, να φτιάχνεις παντού μικρές καλλιτεχνικές οικογένειες. Παρ’ όλα αυτά, το λαιφστάιλ ενός σκηνοθέτη, όπως και ενός τραγουδιστή όπερας, δεν είναι εύκολο – ιδίως αν είσαι γονιός όπως εγώ. Με μια βαλίτσα στο χέρι, περνάμε από πρότζεκτ σε πρότζεκτ οκτώ μήνες τον χρόνο, αφήνοντας όλα τα άλλα πίσω. Η όπερα είναι μια μορφή τέχνης που απαιτεί πολλά από σένα. Πρέπει να δουλεύεις σκληρά, να την κυνηγάς, να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, να μαθαίνεις κάθε μέρα, να έχεις επιμονή, αντοχές και, πάνω απ’ όλα, γενναιοδωρία με τους ανθρώπους γύρω σου. Γι’ αυτό όταν με ρωτούν αν αξίζει τον κόπο, λέω πάντα «κάν’ το, μόνο αν δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό» .
«Η δύναμη του πεπρωμένου» με λίγα λόγια
Η ιστορία ξεκινά με τους ερωτευμένους Ντον Αλβάρο και Λεονόρα. Η Λεονόρα, παρ’ ότι γνωρίζει για την αντίθεση του πατέρα της, του Μαρκησίου του Καλατράβα, για τον αγαπημένο της, είναι αποφασισμένη να φύγει μαζί του. Όταν όμως, κατά λάθος, ο Ντον Aλβάρο σκοτώνει τον Μαρκήσιο, οι δυο εραστές αναγκάζονται να χωρίσουν, ενώ ο Ντον Κάρλο, ο αδελφός της, ορκίζεται να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του. Χρόνια μετά, ο Κάρλο και ο Αλβάρο συναντιούνται τυχαία, αγνοώντας ο ένας την πραγματική ταυτότητα του άλλου. Οι δύο άντρες μονομαχούν και ο Αλβάρο τραυματίζει θανάσιμα τον Κάρλο. Η Λεονόρα φτάνει για να φροντίσει τον αδελφό της, ο οποίος όμως τη μαχαιρώνει στην καρδιά.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όταν είσαι υπάλληλος ή γυναίκα καριέρας τα διλήμματα μιας εγκυμοσύνης είναι βαριά, αλλά όταν είσαι ηθοποιός, χορεύτρια ή τραγουδίστρια, γίνονται ασήκωτα
Η Ελισάβετ Κωνσταντιντίδου πρωταγωνιστεί σε μια «τοιχογραφία» της ανθρώπινης φύσης, γεμάτη σαρκική επιθυμία, ηδονή, πλάνη και λύτρωση
Πριν δούμε το «Αρπαχτή», την καυστική σάτιρα του γνωστού δημοσιογράφου στο θέατρο Λαμπέτη, μιλήσαμε μαζί του
Η παράσταση του ΚΘΒΕ που παρακολούθησαν 14.000 θεατές μέχρι σήμερα στη Θεσσαλονίκη, θα ανέβει στο Θέατρο ΗΒΗ
Η πρώτη συνεργασία του καταξιωμένου σκηνοθέτη με το Εθνικό Θέατρο συνεχίζει τη διεθνή περιοδεία της και θα ταξιδέψει σε επιλεγμένα θέατρα της Ελλάδας
Πρεμιέρες νέων έργων ή παρατάσεις από προηγούμενες σεζόν
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Γιώργος Χατζηνικολάου και οι συντελεστές των ομάδων μάς μιλησαν για τις παραστάσεις
Ο δραματουργός μάς μιλά για το νέο του έργο, «Σιωπή», που σηκώνει αυλαία την Πέμπτη 8 Μαΐου στο Θέατρο Τέχνης
Η αθηναϊκή σκηνή της μαγείας. Συνδυάζοντας μαγεία, κινηματογράφο, λογοτεχνία, θέατρο και stand-up comedy για το απαιτητικό κοινό του 21ου αιώνα
Η παράσταση των Γρηγόρη Χατζάκη και Βαγγέλη Στρατηγάκου είναι μια παράσταση φεστιβαλικών προδιαγραφών
Ένα σύγχρονο έργο που αστειεύεται πολύ πετυχημένα με τραγικά θέματα.
Για την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία νέας ηθοποιού
Η Βένια Σταματιάδη και η Ελένη Χαλαστάνη, οι πρωταγωνίστριες της παράστασης, μας μίλησαν για το θέμα
Η αγαπημένη ηθοποιός μίλησε στην Athens Voice με αφορμή την παράσταση «Tiny beautiful things» που ανεβαίνει στο Παλλάς
Ο Θοδωρής Αμπαζής επιστρέφει στο Θέατρο Τέχνης και σκηνοθετεί το νέο έργο του Γρηγόρη Λιακόπουλου, δημιουργώντας μία ατμοσφαιρική παράσταση υπαρξιακής αγωνίας και υποδόριου χιούμορ
Η γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας θολώνει
Για την καλύτερη ερμηνεία νέου άνδρα ηθοποιού - Τη Δευτέρα 19 Μαΐου η εκδήλωση
Η ομάδα Black Forest μεταμορφώνει τον μύθο σε μια οπτικοακουστική εμπειρία με μικρογλυπτική, video art και ζωντανή δράση
Από την υποκριτική στο ηχητικό βιβλίο και στο life coaching
Πολυαναμενόμενες πρεμιέρες και έργα που παίζονται για περιορισμένο διάστημα
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.