- CITY GUIDE
- PODCAST
-
22°
Γιατί οι διανοούμενοι κάνουν εγκληματικά λάθη
Ανέκαθεν οι ελίτ ενθουσιάζονταν με παραλογισμούς, κυρίως επειδή οι εφαρμογές αυτών των παραλογισμών δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή τους

Ιδεοληψία, ριζοσπαστισμός, τύφλωση και η παθολογία της «ιδεολογικής συνέπειας»
Συχνά η δυσπιστία των λαών έναντι των ελίτ οδηγεί στην ανάδειξη ανίκανων και αλλοπρόσαλλων ηγεσιών — όμως, αξίζουν πράγματι οι ελίτ εμπιστοσύνη; Η εμπειρία δείχνει το αντίθετο.
Ας δεχτούμε, για τις ανάγκες ενός σύντομου άρθρου, ότι μέρος των ελίτ είναι οι «διανοούμενοι» κι ότι αυτός ο δεύτερος όρος αντιστοιχεί σε πολυπτυχιούχους ή σε ανθρώπους που ασχολούνται συστηματικά με τα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες σε τέτοιο επίπεδο ώστε να διατυπώνουν δημοσίως γνώμες τόσο στον τομέα τους όσο και έξω από αυτόν, επηρεάζοντας τους υπολοίπους. Αυτοί οι άνθρωποι, αν και πιο μορφωμένοι, σε ένα γνωστικό πεδίο τουλάχιστον, πλανώνται συχνότερα απ’ όσο έχουν δίκιο και η διορατικότητά τους έχει αποδειχθεί ελλειμματική. Η πνευματική καλλιέργεια, η ευφυΐα και η εκπαίδευση όχι μόνο δεν αποτελούν εγγύηση σοφίας, αλλά προδιάθεση για λανθασμένες εκτιμήσεις, απάνθρωπες προτροπές και κακόβουλες πράξεις. Σε πλήθος περιστάσεων στην ιστορία, ιδιαίτερα σ’ εκείνη του 20ού και 21ου αιώνα, που μας αφορά περισσότερο, οι διαμορφωτές κοινής γνώμης στήριξαν αιμοσταγή καθεστώτα, επέμειναν πεισματικά σε ξοφλημένες ιδεολογίες και προσκολλήθηκαν σε θεωρίες και σε θεωρητικούς που είχαν ήδη διαψευστεί με τον πιο κατάφωρο τρόπο. Πολλά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας διεπράχθησαν με την πρωτοβουλία μορφωμένων ατόμων — στην Καμπότζη, ανάμεσα στους Ερυθρούς Χμερ, υπεύθυνους για τον βίαιο θάνατο σχεδόν δύο εκατομμυρίων συμπατριωτών τους στη δεκαετία του 1970 ήσαν οκτώ γαλλόφωνοι διανοούμενοι, πέντε εκ των οποίων είχαν σπουδάσει στη Σορβόνη: εκεί είχαν διδαχθεί τις ανοησίες του Ζαν-Πολ Σαρτρ για την επαναστατική βία και για τον καθαγιασμό των μέσων «με καλό σκοπό».
Ο Σαρτρ, αν και σήμερα δεν έχει την επιρροή που είχε πριν από πενήντα χρόνια, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα παραπλανημένου και φανατικού διανοούμενου που έγινε σύμβολο των απανταχού παραπλανημένων και φανατικών. Αλλά ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ να ήταν ακόμα χειρότερος σε ακρισία και σε πολιτική (και προσωπική) εχθροπάθεια· αμφότεροι στήριξαν τις σταλινικές δίκες-φάρσες, τις εκτελέσεις διαφωνούντων ή και μη διαφωνούντων των κομμουνιστικών καθεστώτων, τους δικτάτορες και τους τυράννους. Δεν ήσαν απλώς χρήσιμοι ηλίθιοι, ήσαν ενεργά όργανα προπαγάνδας.
Μπορώ να απαριθμήσω πολλούς από μια μακρά σειρά μελών της ελίτ που προσχώρησαν στον φασισμό, στον ναζισμό ή στον κομμουνισμό: Μαρινέτι, Ντ’ Ανούντσιο, Έζρα Πάουντ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Πολ Ελυάρ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα, Γιάννης Ρίτσος, Καρλ Σμιτ, Λένι Ρίφενσταλ, Λουί Αλτουσέρ, Αντρέ Γκλυξμάν, Νόαμ Τσόμσκι. Σε ολόκληρες γενιές διανοουμένων, λιγοστοί ήσαν όσοι έβλεπαν τι συνέβαινε ολόγυρά τους· κι αυτοί όχι από την αρχή —απλώς, κάποιοι είχαν το στοιχειώδες θάρρος, τη στοιχειώδη εντιμότητα, να παραδεχτούν ότι σε μια περίοδο της ζωής τους έκαναν φρικτά λάθη παρασύροντας σε πλάνες και πολλούς άλλους ανθρώπους. Ο Τζορτζ Όργουελ ήταν ένας απ’ αυτούς: σήμερα, παραδόξως, τον επικαλείται η αριστερά· ίσως αυτή η συχνή αναφορά να οφείλεται σε άγνοια· ο Όργουελ υπήρξε σφοδρός επικριτής της. Όσο για τους διανοουμένους που δεν έπεσαν στην παγίδα της αγελαίας νοοτροπίας —η Άιν Ραντ, ο Ρεϊμόν Αρόν, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Τόμας Μαν— αν και το έργο τους αναγνωρίστηκε, οι απόψεις τους λοιδορήθηκαν.
Αν εξετάσουμε βήμα βήμα την ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως, ακόμα και λαμπρές προσωπικότητες —ο Μπέρτραντ Ράσελ λόγου χάρη— έκαναν καταστροφικές προτάσεις στις ηγεσίες και στους λαούς. Πού θα είχε οδηγήσει τη Βρετανία η ιδέα του Ράσελ για αφοπλισμό πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Υπενθυμίζω ότι στη δεκαετία του 1930, ως πασιφιστής, πρότεινε τον αφοπλισμό της χώρας του: «Αν εισβάλουν οι στρατιώτες του Χίτλερ» έλεγε, «πρέπει να τους υποδεχτούμε φιλικά, σαν να είναι τουρίστες […] Έτσι, θα χάσουν την αυστηρότητά τους και ίσως βρουν ελκυστικό τον τρόπο της ζωής μας». Dream on…

Στο βιβλίο «Η προδοσία των διανοουμένων», που εκδόθηκε το 1927, ο Ζιλιέν Μπεντά (αναφέρομαι συχνά σ’ αυτό το δοκίμιο, όπως, αναπόφευκτα, και στο «Όπιο των διανοουμένων» του Ρεϊμόν Αρόν) τεκμηριώνει το πώς πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διανοούμενοι ήσαν τόσο έκθαμβοι μπροστά στην άνοδο των ολοκληρωτισμών ώστε πολλοί εξ αυτών εγκατέλειψαν την αναζήτηση της αλήθειας για να υπηρετήσουν ζοφερές ιδεολογίες. (Η ειρωνεία: είκοσι χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Μπεντά άρχισε να τα μασάει γύρω από τις εκτελέσεις «τροτσκιστών» στην ΕΣΣΔ: μήπως επρόκειτο για προπαγάνδα της Δύσης; Ή μήπως η εξόντωση των εσωτερικών εχθρών ήταν εντέλει «αναγκαίο κακό»;)
Εν πάση περιπτώσει, καθώς προχωρούσε ο 20ός αιώνας, η τύφλωση, η αφέλεια, η κακή πίστη έναντι της δημοκρατίας και ο κυνισμός οργίαζαν: μεγάλη επιτυχία γνώρισαν ο Τσε Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο, οι οποίοι, ως ρομαντικοί επαναστάτες, δέχονταν επισκέψεις πολλών Ευρωπαίων και Αμερικανών διανοουμένων. Εκτός του ότι η Ανιές Βαρντά γύρισε προπαγανδιστική ταινία όπου συνέκρινε τον Φιντέλ με τον Γκάρυ Κούπερ (ο Σολ Λάνταου επίσης), ο Σαρτρ έγραψε δεκαέξι εγκωμιαστικά άρθρα στην εφημερίδα France-Soir και η Σιμόν ντε Μποβουάρ —ένα έτσι κι αλλιώς μέτριο πνεύμα— τον επαίνεσε ξανά και ξανά σε τηλεοπτικές εκπομπές και στον Nouvel Observateur. Αλλά, το αποκορύφωμα της τύφλωσης δεν ήταν η εκτίμηση για τον Φιντέλ Κάστρο, αλλά εκείνη για τον Μάο τσε Τουνγκ: ο μαοϊσμός των διανοουμένων στη δεκαετία του 1960 και 1970 υπήρξε η πιο τρομακτική διάθλαση της όρασης στον 20ό αιώνα.

Στη Γαλλία, κυρίως στους κύκλους της Ecole Normale, καθώς και στον χώρο του πειραματικού κινηματογράφου, φούντωσε το κίνημα εναντίον της υλιστικής και φιλελεύθερης Δύσης, με παράλληλη ανάπτυξη της φιλοκινεζικής ρητορικής. Προσωπικότητες όπως ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Αλτουσέρ, ο Αλέν Μπαντιού, ο Σιλβάν Λαζαρούς, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και ο Μισέλ Φουκό χειροκρότησαν την Πολιτιστική Επανάσταση και την αγροτική μεταρρύθμιση στην Κίνα στηλιτεύοντας τον δυτικό «κομφορμισμό» και «ατομισμό». Οι δηλώσεις τους δεν απείχαν πολύ από την προσωπολατρία: η Μποβουάρ εξήρε την «αμίμητη φυσικότητα» του Μεγάλου Τιμονιέρη και το πώς τα πρόσωπα του Μάο και του Τσου Ενλάι «όχι μόνο σαγηνεύουν αλλά και εμπνέουν ένα πολύ σπάνιο συναίσθημα, τον σεβασμό».
Όπως όλοι ξέρουμε, ο Μάο ήταν υπεύθυνος για καμιά 50ριά εκατομμύρια θανάτους, κάτι που τον καθιστά τον χειρότερο κατά συρροή δολοφόνο στην ανθρώπινη ιστορία — αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα για όσους στοχάζονταν στα καφέ του Σεν Ζερμέν ντε Πρε και στα campuses των αμερικανικών πανεπιστημίων. Ο δε Ρολάν Μπαρτ ταξίδεψε στην Κίνα, τα βρήκε όλα υπέροχα κι έγραψε, μεταξύ άλλων, για την ειρήνη που επικρατούσε στη χώρα, για τη «σύνθετη κουζίνα» της και για τα «παιδιά που δεν κουράζεσαι να κοιτάς τις εκφράσεις τους, τόσο διαφορετικές είναι» (;;;). Τσιμουδιά για τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των Κινέζων. Αντιθέτως: «Στον δρόμο, στα εργαστήρια, στα σχολεία, στους επαρχιακούς δρόμους, ένας λαός που μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια έχει ήδη χτίσει ένα σημαντικό έθνος, μετακινείται, εργάζεται, πίνει το τσάι του ή κάνει τη μοναχική του γυμναστική, χωρίς θέατρο, χωρίς θόρυβο, χωρίς να ποζάρει, με λίγα λόγια χωρίς υστερίες» (Le Monde, Μάιος 1974). Αν και ο Μπαρτ δεν είδε τίποτα αρνητικό στη ζωή στην Κίνα, αγανάκτησε για το φαγητό που του σέρβιραν στην Air France στο ταξίδι της επιστροφής: «Το πρωινό της Air France είναι τόσο αηδιαστικό (λίγο μπαγιάτικο ψωμί, κοτόπουλο βουλιαγμένο στη σάλτσα, πολύχρωμη σαλάτα — και όχι σαμπάνια!)· θα γράψω στην αεροπορική εταιρεία για να διαμαρτυρηθώ!» Με λίγα λόγια, ορίστε οι δυτικές «υστερίες», οι οποίες βεβαίως εκδηλώθηκαν και με πιο δραστικές μεθόδους: το κίνημα της αριστερής τρομοκρατίας παντού στη Δύση —κυρίως στην Ιταλία και στη Γερμανία— εμπνέονταν από τον μαοϊσμό και τον παναραβισμό· οι επικεφαλής του ήσαν «διανοούμενοι».

Η αλήθεια είναι ότι στο πέρασμα του χρόνου πολλοί ακροαριστεροί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ εξελίχθηκαν και αφηγήθηκαν με κριτικό βλέμμα τις τρέλες της νιότης τους (προσφάτως, o γνωστός κοινωνιολόγος Ζαν-Πιερ Λε Γκοφ, πρώην μαοϊκός, εξέδωσε σχετικό βιβλίο)· όμως, το συνηθισμένο χαρακτηριστικό της διανόησης δεν είναι η εξέλιξη· είναι η αγκίστρωση σε οποιαδήποτε ιδεολογική παλαβομάρα, η δικαιολόγησή της κι αυτό που ονομάζουν «συνέπεια» — το να σκέφτεσαι δηλαδή με τον ίδιο ηλίθιο τρόπο όχι μόνο κατά τη διάρκεια της νιότης σου, αλλά μέχρι το πικρό σου τέλος. Πόσο θλιβερό: άνθρωποι, μορφωμένοι άνθρωποι, στα σαράντα τους, στα πενήντα τους, σκέφτονται και ενεργούν όπως όταν ήσαν δεκαεπτά ετών. Και επιπλέον υπερηφανεύονται γι’ αυτή την αναστολή της ανάπτυξης.
Το 1979, οι τιτάνες της αριστερής σκέψης χειροκρότησαν την επανάσταση των μουλάδων στο Ιράν. Ήδη πριν από την ισλαμική επανάσταση, όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ζούσε στη Γαλλία ως δήθεν πιθανό θύμα του καθεστώτος του Σάχη, είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των αριστερών διανοουμένων: ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου. Έτσι, ο Μισέλ Φουκό είδε στους μουλάδες μια «πνευματική εξουσία χωρίς διοικητικό ή εποπτικό ρόλο» και βάλθηκε να επαινεί το Κοράνι, το οποίο υποτίθεται ότι στο εξής θα διείπε την ενάρετη ιρανική ζωή με την αξία της εργασίας, με την κοινοκτημοσύνη των πόρων (νερό, υπέδαφος), με όρια της ελευθερίας που να τηρούνται έτσι ώστε να μη βλάπτουν τους άλλους, με σεβασμό των μειονοτήτων, με ισότητα και αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ ανδρών και γυναικών, με λογοδοσία των κυβερνώντων. Αυτά διάβαζε στο Κοράνι ο Φουκό. Σήμερα, αν και έχει μειωθεί ο αριθμός εκείνων που ξεστομίζουν τέτοιες μωρίες, στον χώρο της αριστεράς σ’ αυτές τις μωρίες στηρίζεται η ισλαμοφιλία, όπως και όλα τα φιλο-ολοκληρωτικά ιδεολογήματα. Άλλωστε, τα ινδάλματα των αριστερών διανοουμένων εξακολουθούν να είναι ο Φουκό και ο Έντουαρντ Σαΐντ· όσοι εμπότισαν την αριστερά με μεταφυσικές ιδέες, αυθαιρεσία, ψευδοεπιστήμη, αντιδυτικισμό, οικοφοβία.
Ανέκαθεν οι ελίτ ενθουσιάζονταν με παραλογισμούς, κυρίως επειδή οι εφαρμογές αυτών των παραλογισμών δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή τους. Για παράδειγμα, τα ανοιχτά σύνορα και η ελεύθερη μετανάστευση ελάχιστα επηρεάζουν τους κατοίκους των «καλών» συνοικιών· άρα, ακούγεται ευχάριστα ακραίο και ριζοσπαστικό να μιλούν εναντίον των συνοριακών φραγμών. Εξάλλου, ενώ οι πολιτικοί που κάνουν γκάφες συνήθως τιμωρούνται με μη επανεκλογή ή με γελοιοποίηση, οι διανοούμενοι μπορούν να κάνουν τη μια γκάφα πάνω στην άλλη χωρίς να χάνουν το κύρος τους· πάντοτε θα υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που θα τους θαυμάζει και θα τους ακολουθεί. Κι εκτός αυτού, όσο πιο εξωφρενική είναι μια ιδέα, τόσο περισσότερο ερεθίζει το ενδιαφέρον του κοινού, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από περγαμηνές, τίτλους και ύφος χιλίων καρδιναλίων.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ξεκινά η πολυαναμενόμενη ακρόαση για επανακαταδίκη - H υπόθεση εξακολουθεί να διχάζει την Αμερική
Πώς Ουάσινγκτον και Πεκίνο φρέναραν την εμπορική σύγκρουση αναστέλλοντας για 90 μέρες μέρος των δασμών
Τα κομματικά πάθη και οι πρωτοβουλίες για κοινωνική συνοχή
Εκτίει ποινή 10 ετών για τον πυροβολισμό της Μέγκαν Δε Στάλλιον
Ο Αμερικανός προέδρος αλλάζει το παιχνίδι στο παγκόσμιο εμπόριο και αφήνει την ΕΕ στο περιθώριο
Δεν κρύβουν τα σημάδια των εγκαυμάτων ή τα πρόσθετα μέλη τους
Τι ερευνά η Αντιτρομοκρατική
Λίγες μόλις ημέρες μετά την πρώτη τους κοινή εμφάνιση στο κόκκινο χαλί.
Τα νέα ερωτήματα για την εμπλοκή της βρετανικής βασιλικής οικογένειας
H Βραζιλιάνα σούπερ σταρ της πασαρέλας κρατά στην αγκαλιά της το νέο μέλος της οικογένειάς της
Τι έχουν καταγγείλει οι γυναίκες
Μια περιπέτεια που ξεκίνησε ως μήνας του μέλιτος και διήρκεσε 10 χρόνια
Μετά το «φανταστική» Ούρσουλα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ προχώρησε σε επίθεση κατά της Ευρώπης
Προσβλέποντας σε χαλάρωση των κυρώσεων
H αρχική πρόταση για συνομιλίες έγινε από το Κρεμλίνο
O ίδιος δηλώνει συνεχώς αθώος
Ο 21χρονος Ίνταν Αλεξάντερ ήταν ο μόνος εν ζωή αμερικανικής υπηκοότητας όμηρος που κρατούνταν στη Γάζα
Τι δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος
Καθώς ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.