Βιβλιο

Κική Τσιλιγγερίδου: Με κάποιον τρόπο πρέπει να επικρατήσει το καλό

Η συγγραφέας και δημοσιογράφος αφηγείται τη ζωή της, με αφορμή το νέο της βιβλίο «Η καλύβα στο δάσος»

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 956
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
H Κική Τσιλιγγερίδου κρατώντας βιβλία
© Τάσος Ανέστης

Μία συζήτηση με την Κική Τσιλιγγερίδου, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου «Η καλύβα στο δάσος» (εκδ. Bell), με πρωταγωνίστρια (ξανά) τη Στέλλα Άνταμς.

Ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1996, ταξιδεύει πολύ, είναι πολίτης του κόσμου και μία από τις ιδιότητές της είναι συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Αφορμή για αυτή τη συνέντευξη με την Κική Τσιλιγγερίδου αποτέλεσε η κυκλοφορία του καινούργιου της βιβλίου, με τίτλο «Η καλύβα στο δάσος», το οποίο ανοίγει  μια δεύτερη τριλογία με τη Στέλλα Άνταμς, τη νουάρ φεμινίστρια σχεδόν σούπερ-ηρωίδα που αγαπήσαμε στην πρώτη τριλογία της (2019-2021), όταν η συγγραφέας ζούσε στην Πράγα, τότε που, όπως θα πει, είχε τον χρόνο και την ηρεμία για να γράψει.

Η Κική Τσιλιγγερίδου είναι δημοσιογράφος από τότε που θυμάται τον εαυτό της, κάνει αρχισυνταξία και παρουσιάζει το κεντρικό δελτίο της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης (TV 100) και, ανάμεσα σε χίλια πράγματα που κάνει, της αρέσει να στήνει ιστορίες που ζωντανεύουν μικρούς κόσμους: το χρώμα μιας πόλης, ενός επαρχιακού δρόμου ή η ατμόσφαιρα ενός μπαρ, το εσωτερικό των χώρων, οι φυσιογνωμίες και τα συναισθήματα των χαρακτήρων δίνονται τόσο ανάγλυφα, που νομίζεις ότι παρακολουθείς σκανδιναβική σειρά crime στην τηλεόραση.

Είχα ξεχάσει πόσο ωραίο είναι να βουτάς, διαβάζοντας, σ’ έναν κόσμο που όχημά του είναι η ιστορία — κι όχι μόνο η πλοκή, να μάθεις ποιος είναι ο δολοφόνος. Κατά την εξιχνίαση του εγκλήματος, όλα έχουν τη σημασία τους, όπως και στη ζωή: οι υφές των πραγμάτων, οι ήχοι και οι μυρωδιές, οι λεπτομέρειες των κινήσεων και τα χαρακτηριστικά των προσώπων, όλα όσα φαίνονται κι όσα δεν φαίνονται — τα συναισθήματα, το πώς στεκόμαστε απέναντι στα πράγματα, το πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους, τι μας οδηγεί κάθε φορά να επιλέξουμε το ένα πράγμα αντί για κάτι άλλο, τα ηθικά διλήμματα που τίθενται, οι συνέπειες των πράξεών μας.

Η Κική Τσιλιγγερίδου κρατώντας βιβλίο
© Τάσος Ανέστης

Όσο για τη Στέλλα Άνταμς, είναι μια ξεχωριστή φιγούρα στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. «Είναι περίεργη προσωπικότητα, ελαφρώς αντιπαθητική αλλά γοητευτική, επαναστατική και πρωτότυπη με πολλούς τρόπους, είναι εύθραυστη αλλά και πολύ επικίνδυνη, μια εκδικήτρια, στην πραγματικότητα, η οποία όμως είναι και αστυνομικός, δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τους άντρες και έχει τους λόγους της γι’ αυτό, αλλά και ένας άνθρωπος που προστατεύει τους αδύναμους. Κι όταν νιώθει ότι η απονομή δικαιοσύνης προχωράει πολύ αργά, παίρνει τα πράγματα στα χέρια της. Όταν ξεκίνησα να γράφω την τριλογία ήμουν πολύ θυμωμένη με διάφορα που συνέβαιναν στη ζωή μου, ίσως γι’ αυτό μού προέκυψε ένας τέτοιος χαρακτήρας. Η Στέλλα Άνταμς είναι αρκετά ανισόρροπη ως προσωπικότητα, οπότε, επειδή με ρωτάς, θα έλεγα ότι έχουμε κάποια χαρακτηριστικά κοινά, αλλά στην πολλή βάση τους, εκεί που τα πράγματα ενδεχομένως ξεκινούν. Εκείνη είναι πολύ έντονη, εγώ είμαι πολύ χαλαρός χαρακτήρας. Δεν ζηλεύω ιδιαίτερα τη ζωή της, αλλά τη σέβομαι, την εκτιμώ και, τέλος πάντων, την “ακούω”, που λένε και οι πιτσιρικάδες».

Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, ο «Βυθισμένος ουρανός», πήγε πάρα πολύ καλά, τα δύο επόμενα η «Πύρινη κόλαση» και το «Κρύο δέρμα» πήγαν επίσης πολύ καλά, αν και κυκλοφόρησαν μέσα στην πανδημία. Μετά, θεωρώντας ότι η τριλογία έκλεισε, έγραψε δύο αυτόνομες ιστορίες-θρίλερ, με πρωταγωνίστριες γυναίκες και με σίριαλ κίλερ — όλα της τα βιβλία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Bell. Πολλοί από τους αναγνώστες της περιμέναμε αυτή την επιστροφή.

«Σκεφτόμουν πολύ τη Στέλλα Άνταμς τελευταία, ήθελα να ασχοληθώ ξανά μαζί της γιατί την αγαπώ σαν ηρωίδα. Στην πρώτη τριλογία, την αθηναϊκή, τη συναντήσαμε στην Ελλάδα, έχοντας επιστρέψει στα 35 της για να δουλέψει για την ελληνική αστυνομία ως πρώην πράκτορας του FBI. Στην “Καλύβα στο Δάσος” πάμε πίσω στον χρόνο, όταν είναι ακόμα στην Αμερική, έχει μόλις βγει από την Ακαδημία του Κουάντικο και ξεδιαλύνει, σαν μια καινούργια Κλαρίς από τη “Σιωπή των αμνών”, την πρώτη της υπόθεση. Στη δεύτερη αυτή τριλογία, και ειδικά στην “Καλύβα”, τη γνωρίζουμε καλύτερα, ξεκλειδώνονται πολλά κομμάτια της, πράγματα που της συνέβησαν όταν ακόμα ήταν παιδί, και καταλαβαίνουμε πώς διαμορφώθηκε αυτός ο εκρηκτικός χαρακτήρας — για ποιο λόγο είναι η Στέλλα Άνταμς αυτή που είναι».

Η Κίκα, όπως τη φωνάζουν οι φίλοι της, κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα, κι έτσι τη φωτογραφίσαμε στο αγαπημένο της Free Thinking Zone. Για αυτή τη συνέντευξη, όμως, είχα τη χαρά να τη συναντήσω σ’ ένα ωραίο καφέ στη γειτονιά της στη Θεσσαλονίκη, «για μένα η πιο ολοκληρωμένη πόλη της Ελλάδας, μεγαλούπολη χωρίς να είναι χαοτική», εκεί όπου μένουν με τον συγγραφέα Κυριάκο Αθανασιάδη (και τα τρία τους σκυλιά, τον Αρσέν, την Άγκαθα και τη Νουάρ, και μία γάτα Περσίας, τη Φαντομά — τα ονόματά τους είναι όλα από την crime λογοτεχνία) τα τελευταία 5 χρόνια. Με θέα ένα από τα πιο ζωντανά σημεία του κέντρου, μια ανάσα από τον Θερμαϊκό, με αυτή τη ζωντάνια και τον δυναμισμό που εκπέμπει μαζί με μια γλυκύτητα, σίγουρη για τον εαυτό της και χωρίς ίχνος επιτήδευσης, απάντησε στις ερωτήσεις μου για τη ζωή της, που ξεκινάει στην Πράγα «Γεννήθηκα στην Τσεχία, Τσεχοσλοβακία τότε, οι γονείς μου πήγαιναν στο ίδιο σχολείο σ’ ένα χωριό στα σύνορα με την Πολωνία» και ξετυλίγεται στη Θεσσαλονίκη, καθώς ήρθαν στην Ελλάδα όταν ήταν 5 χρονών, για τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, αλλά και για κάποια από τα θέματα που μας απασχολούν σήμερα.

Η Κίκη Τσιλιγγερίδου με τα δικά της λόγια…                       

Η Κική Τσιλιγγερίδου ανάμεσα σε βιβλία
© Τάσος Ανέστης

«Πάντα ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Ο πατέρας μου έφερνε εφημερίδες και περιοδικά στο σπίτι, κι εγώ διάβαζα και έγραφα από πολύ μικρή. Στο Λύκειο είχα μια εκπομπή σ’ ένα τοπικό ραδιόφωνο που άρχισα να την κάνω πιο δημοσιογραφική, αγόραζα εφημερίδες και διάβαζα τα άρθρα που θεωρούσα ότι είχαν ενδιαφέρον. Για μένα δεν υπήρχε άλλος δρόμος, το 1996 ήρθα στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη για σπουδές δημοσιογραφίας. Στο πρώτο έτος χτύπησα την πόρτα των ΝΕΩΝ και με πήρε ο Δημήτρης Γουσίδης, ιστορικός δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. Άρχισα να γράφω στο ένθετο “Ζω στη Θεσσαλονίκη”, που έφτανε τότε τις 72 σελίδες — στο παράρτημα των ΝΕΩΝ δούλευαν 30 άτομα σε ένα κτίριο 3 ορόφων στην Αγίας Σοφίας. Αρχές του 2000, που όλα άκμαζαν εν όψει και των Ολυμπιακών Αγώνων, πήγα στη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης, και μέχρι τα 30 μου είχα δουλέψει σε πάρα πολλά Μέσα της πόλης. Εκείνα τα χρόνια η Θεσσαλονίκη είχε πολύ δυνατό media system, τα ανταποκριτικά γραφεία των εφημερίδων της Αθήνας ήταν πάρα πολύ ενεργά, η Μακεδονία, και ο Αγγελιοφόρος ήταν πολύ δυναμικά μέσα, και στο τηλεοπτικό τοπίο ήταν δυναμικά παρούσες η ΕΤ3 και η TV 100, στην οποία δουλεύω μέχρι σήμερα.

» Ενώ συζητούσα να κατέβω στην Αθήνα για δουλειά, ήρθε η κρίση και τα έσβησε όλα. Το τοπίο στα μίντια αποδεκατίστηκε, οι εφημερίδες, τα περιοδικά και τα ανταποκριτικά γραφεία έκλεισαν, και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έχασαν τη δουλειά τους. Ήμουν από τους τυχερούς που δούλευα στη δημοτική τηλεόραση. Μπορεί να είχαμε κατακόρυφη πτώση μισθών, αλλά τουλάχιστον κρατήσαμε τη δουλειά μας. Την Αθήνα την ξέχασα, αλλά δεν ήθελα να παραμείνω σε ένα μιντιακό τοπίο που άλλαζε συνεχώς προς το χειρότερο. Τότε πήραμε την απόφαση με τον Κυριάκο να φύγουμε στην Πράγα. Εντέλει, τρία χρόνια μετά, με την πανδημία γυρίσαμε πίσω για οικογενειακούς λόγους, αλλά κρατήσαμε τους δεσμούς εκεί.

Η Κική Τσιλιγγερίδου διαβάζοντας βιβλία
© Τάσος Ανέστης

Το πιο ωραίο και το πιο ελπιδοφόρο πράγμα στη ζωή μας τα δύσκολα χρόνια της κρίσης ήταν ο Amagi. Με τον Κυριάκο γνωριστήκαμε στο τέλος του 2013. Τότε μπήκα κι εγώ σε αυτή την απίστευτη παρέα. Ο Amagi δεν ήταν απλώς ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο, ήταν ένα στήριγμα, η φωνή της λογικής μέσα στον παραλογισμό εκείνων των χρόνων, έχοντας φτιάξει μια κοινότητα ανθρώπων με το ίδιο βλέμμα απέναντι στα πράγματα με το ίδιο βλέμμα απέναντι στο λαϊκισμό, τα fake news, τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Ήταν πολύ ξεκάθαρα τα πράγματα. Αποστρεφόμαστε και δεν ενθαρρύνουμε τη βία, στηρίζουμε τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία εξάλλου Αμάγκι σημαίνει Ελευθερία. Οποιοσδήποτε ήταν αντίθετος σε κάτι από αυτά, δεν είχε θέση στον Αμάγκι. Αγαπάμε τον πολιτισμό, τα βιβλία, τη μουσική, τον κινηματογράφο. Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους στον Αμάγκι, ήδη γνωστούς στο ευρύ κοινό, αλλά και άλλους που ανακάλυπτε ο Κυριάκος με το ανυπέρβλητο ταλέντο του να ανακαλύπτει χαρισματικούς ανθρώπους κάθε ηλικίας. Θυμάμαι τον Κυριάκο με τα ακουστικά στα αυτιά όλη μέρα, να ενορχηστρώνει το πρόγραμμα του σταθμού, να μιλά συνεχώς με τους παραγωγούς, να προσθέτει εκπομπές, να διαχειρίζεται κρίσεις. Ο Αμάγκι ήταν ένας φάρος πολιτισμού, με κάθε έννοια που περιέχει ο όρος. Αποτέλεσε το πρώτο και μεγαλύτερο ονλάιν ραδιόφωνο λόγου στην Ελλάδα και το κοινό του απλωνόταν σε όλο τον κόσμο μια μεγάλη ραδιοφωνική παρέα από παραγωγούς και ακροατές.

Ήταν πολύ ξεκάθαρα τα πράγματα. Αποστρεφόμαστε και δεν ενθαρρύνουμε τη βία, στηρίζουμε τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία  εξάλλου Αμάγκι σημαίνει Ελευθερία

» Το 2014, αφού πλέον είχε εδραιωθεί στην Αθήνα, ήρθε η σειρά του Amagi En Salonico. Με τον Κυριάκο βρήκαμε ένα πατάρι στη Χρυσοστόμου Σμύρνης και φτιάξαμε μέσα στο καλοκαίρι με τη βοήθεια φίλων και μεγάλο ενθουσιασμό ένα ραδιοφωνικό στούντιο. Με φελλό στον τοίχο απ’ άκρη σ’ άκρη, πάνω στον οποίο καρφιτσώσαμε κινηματογραφικές αφίσες. Με ράφια με βιβλία και μινιατούρες αυτοκινήτου. Ένα πλήρες στούντιο με τέσσερα μικρόφωνα. Το φθινόπωρο βγήκαν στον αέρα οι φωνές του Αμάγκι από τη Θεσσαλονίκη και κάθε Δευτέρα τον αέρα έπαιρναν οι παραγωγοί του Βορρά. Ο χαμός της Μαρίας Τσάκος, της μισής καρδιάς του Αμάγκι, της Μαρίας που ήταν πιο πολύ από οικογένειά μας, πήρε δυναμικά τα ηνία όταν εμείς φύγαμε πια στην Πράγα, ήταν και το τέλος του. Ποιος οργανισμός μπορεί να λειτουργήσει με μισή καρδιά; 

» Το πιο δύσκολο από τα χρόνια της κρίσης ήταν η αγωνία της αναμονής της καταστροφής της χώρας, το 2015 — ίσως έχει νόημα να το θυμόμαστε. Τηλεφωνούσα σε φίλους στο εξωτερικό προσπαθώντας να βρω τρόπο να φύγω από τη χώρα πριν διαλυθεί, με βαριά καρδιά. Είχα απογοητευτεί τόσο με την πόλωση και με τον διχασμό, που δεν ήθελα να μείνω στην Ελλάδα — κι αυτό μού στοίχιζε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το καλοκαίρι του 2015, τα capital control, την απελπισία του κόσμου. Όπως δεν θα ξεχάσω και λίγα χρόνια πριν, το 2012, όταν περπατούσα σε μια Τσιμισκή άδεια από αυτοκίνητα, με τρία στα τέσσερα μαγαζιά να έχουν βάλει λουκέτο — τότε ουσιαστικά άλλαξε ο εμπορικός χάρτης του κέντρου της πόλης.

Κική Τσιλιγγερίδου
© Τάσος Ανέστης

» Η Πράγα είναι το δεύτερο σπίτι μου. Έτσι νιώθω για αυτή την πόλη, που μου είναι οικεία όχι μόνο επειδή γεννήθηκα και έζησα στη χώρα τα πρώτα μου χρόνια, αλλά και επειδή ποτέ δεν έχασα την επαφή μου με αυτή. Την επισκεπτόμουν συχνά, και όταν αποφασίσαμε ότι θα φύγουμε από την Ελλάδα, ήταν η πρώτη μου επιλογή. Δεν είχα ιδέα τότε ότι πήγαινα σε μία χώρα που αναπτυσσόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και σε μία πόλη που αναπτύσσεται τόσο γρήγορα, που η γραμμή του ορίζοντά της, το skyline, αλλάζει κάθε λίγους μήνες. Αναπλάσεις, νέες γέφυρες στο Μολδάβα, δυναμικά νέα business centers με γυάλινα-κτίρια σύγχρονης αρχιτεκτονικής δίπλα στο πανέμορφο κέντρο, στην παλιά και τη νέα πόλη, και στη Mala Strana. Με ένα παρόχθιο μέτωπο που έχει αξιοποιηθεί στο έπακρο, και έχει γίνει ένα από τα κέντρα της κοινωνικής ζωής της πόλης, με μια πολύ δυναμική κοινότητα expats και με διεθνείς επιχειρήσεις δυναμικά παρούσες να προσφέρουν υψηλόμισθες θέσεις εργασίας.

» Το ποσοστό ανεργίας στην Τσεχία ήταν μικρότερο από 2,5% κι έτσι μου ήταν εξαιρετικά εύκολο, το 2017 που μετακομίσαμε, να εργαστώ εκεί σε έναν τομέα μακριά από τη δημοσιογραφία, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο των υπηρεσιών επικοινωνίας. Έκανα φίλους πραγματικούς στην Πράγα που μου λείπουν, και χαίρομαι που, μολονότι αναγκαστήκαμε βίαια να επιστρέψουμε λόγω της πανδημίας, κρατώ τη συνεργασία μου εκεί, και με αυτή την αφορμή την επισκέπτομαι συχνά. 

Αισθανόμαστε πια ότι η δημοκρατία είναι κάτι εύθραυστο

» Αν έχουμε μάθει από τα διδάγματα της κρίσης; Ίσως σε ένα βαθμό, αλλά με μια λέξη θα έλεγα πως όχι. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που γνώρισε τον λαϊκισμό, που τον αντιμετώπισε και τον ξεπέρασε. Τώρα τον γνωρίζουν κι άλλες χώρες, κυρίως με τον Τραμπ στις ΗΠΑ —κάτι βέβαια πολύ αγριότερο— και με τον κίνδυνο της ανόδου της ακροδεξιάς στη Ευρώπη. Δεν είμαι σίγουρη αν μάθαμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει πόλωση, ενδεχομένως όμως ένα μέρος της κοινωνίας έχει μάθει να κρατάει αποστάσεις από τον λαϊκισμό. Από την άλλη, αν κρίνουμε με βάση όσα γίνονται τώρα, με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών… Όταν ακούω συνθήματα κατά της δικαιοσύνης, φοβάμαι. Η δικαιοσύνη είναι το μόνο πράγμα στο οποίο θα έπρεπε να έχουμε τυφλή εμπιστοσύνη, όχι επειδή δεν κάνει ποτέ λάθος, αλλά επειδή χωρίς αυτήν δεν μπορεί, απλούστατα, να υπάρξει κράτος δικαίου. Τα ανεξάρτητα media και η ανεξάρτητη δικαιοσύνη είναι δύο απαραίτητοι πυλώνες για να μπορούμε να έχουμε δημοκρατία — ας δούμε τι συμβαίνει στη Ρωσία, πρωτίστως, αλλά και σε όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα.

» Αισθανόμαστε πια ότι η δημοκρατία είναι κάτι εύθραυστο, όταν βλέπουμε την ισχυρότερη δημοκρατία του πλανήτη να απειλείται μέσα σε λίγους μήνες με διάλυση… Στις ΗΠΑ τα media έχασαν την αξιοπιστία τους σε τεράστιο βαθμό επειδή υπέκυψαν στην πόλωση. Όταν ο αντίπαλος ρίχνει το επίπεδο, πιστεύεις ενδεχομένως ότι πρέπει να τους πολεμήσεις με τον ίδιο τρόπο, αλλά έτσι χάνεις το παιχνίδι — εκείνος πάντα θα ξέρει να το κάνει καλύτερα.

H Κική Τσιλιγγερίδου ανάμεα σε βιβλία
© Τάσος Ανέστης

» Από το Χ έφυγα όταν ήταν ακόμα Twitter, γιατί ήταν απολύτως τοξικό. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ social media και λογαριασμούς που είναι ανώνυμοι, και στο X μπαίνει όποιος θέλει, δεν θα μάθεις ποτέ ποιος είναι, πετάει λάσπη σε ανθρώπους και αναδεικνύει ένα θέμα από το πουθενά — κι εκεί κάθεσαι και αναρωτιέσαι, “Ποιος πλημμυρίζει την κάθε αγορά με ειδήσεις που ξαφνικά γίνονται viral από το πουθενά;” Η συζήτηση που άνοιξε κάποια στιγμή για τα bots και τη ρωσική επιρροή είναι πολύ σοβαρή, γιατί δηλητηριάζουν υπόγεια τις κοινωνίες μας, και όχι μόνο τώρα με την παράνομη εισβολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ζούμε σε μια εποχή που έχει χαθεί η έννοια της αλήθειας και του ψέματος —ειδικά με το deepfake της Α.Ι. θα δούμε απίστευτα πράγματα—, και το μόνο που ενδεχομένως θα μπορεί να μας καθοδηγεί θα είναι η λογική μας και η κριτική μας ικανότητα. Γενικά όταν τα σκέφτεσαι και βλέπεις τι συμβαίνει, καταλαβαίνεις ότι το μέλλον προοιωνίζεται δυσοίωνο.

» Με κάποιον τρόπο πρέπει να επικρατήσει το καλό, γιατί το κακό πάντα μπαίνει πολύ δυναμικά στην ιστορία και καταρρίπτεται με μεγάλο θόρυβο. Ίσως, όμως, και να μπαίνουμε ξανά σε σκοτεινούς καιρούς. Το να είναι όσα ζήσαμε μια παρένθεση 70 χρόνων ευημερίας και ειρήνης είναι κάτι που το φοβάμαι πολύ — αλλά από την άλλη δεν μπορώ ούτε θέλω να το φανταστώ.

Κική Τσιλιγγερίδου
© Τάσος Ανέστης

» Μεγαλώσαμε σ’ έναν κόσμο με αξίες, σ’ έναν κόσμο όπου οι περισσότεροι ήξεραν τι είναι η ελευθερία και τι δεν είναι, αλλά πολύ φοβάμαι ότι οι νέες γενιές μεγαλώνουν σε μια εποχή που εξιδανικεύει τύπους όπως ο Άντριου Τέιτ (που, παρεμπιπτόντως, η Στέλλα Άνταμς θα ήθελε πολύ να μείνει μαζί του σ’ ένα δωμάτιο για μισή ώρα… όμως όχι γι’ αυτό που θα καταλάβαιναν όσοι δεν την ξέρουν), χωρίς να έχουν γνωρίσει κάτι άλλο κι αυτό είναι το επικίνδυνο. Γιατί συνηθίζουν να ζουν σ’ αυτό το τοξικό περιβάλλον, χωρίς να μαθαίνουν, ή μάλλον χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν το αληθινό από το ψεύτικο, και ενδεχομένως το καλό από το κακό, κι αυτό θα θεωρείται φυσιολογικό, γιατί δεν θα έχουν κανένα βίωμα απ’ όσα για εμάς ήταν απολύτως αυτονόητα.

» Σκέψου το Ιράν. Υπήρξε μια γενιά γυναικών που μεγάλωσε όπως εγώ κι εσύ, και ξαφνικά μέσα σε μια μέρα όλα άλλαξαν, πλέον οι νεότερες γενιές δεν ξέρουν τίποτε άλλο από το να κρύβουν το πρόσωπο και τα μαλλιά τους, γιατί αλλιώς θα τιμωρηθούν με θάνατο από το κράτος ή και από τους άντρες τους. Αυτό φοβάμαι και για τις δικές μας κοινωνίες».  

Η Κική Τσιλιγγερίδου θα βρεθεί στην Αθήνα για την παρουσίαση της «Καλύβας στο δάσος» (Όμικρον 2, Γκάζι) στις 14 Μαΐου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το τέλειο παρελθόν του Λεονάρδο Παδούρα
Λεονάρδο Παδούρα: «Η κοινωνία στην Κούβα έχει αλλάξει»

Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει για τον θρυλικό ήρωά του Μάριο Κόντε, την κουβανέζικη κοινωνία, τις δυσκολίες του να εκφράσει ελεύθερα τις απόψεις του και γιατί δεν θα φύγει ποτέ από την πατρίδα του

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.