Βιβλιο

Η Μαύρη Πράγα της Κικής Τσιλιγγερίδου

Κοντράστ με το φωτεινό ελληνικό καλοκαίρι, βουτήξτε στην παγωμένη Πράγα του μυθιστορήματος «Το Γκόλεμ της Πράγας»

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 882
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κική Τσιλιγγερίδου: Συνέντευξη με τη συγγραφέα με αφορμή το μυθιστόρημα «Το Γκόλεμ της Πράγας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.

Κική Τσιλιγγερίδου: Συνέντευξη με τη συγγραφέα με αφορμή το μυθιστόρημα «Το Γκόλεμ της Πράγας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell

Φόνοι κυριολεκτικά by the book. Στο μυθιστόρημα «Το γκόλεμ της Πράγας» (εκδόσεις Bell), μια συγγραφέας ζει τον απόλυτο εφιάλτη καθώς ένας δολοφόνος σκοτώνει με οδηγό σελίδες των βιβλίων της. Η Κική Τσιλιγγερίδου ζει στη Θεσσαλονίκη, είναι δημοσιογράφος, παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της Δημοτικής Τηλεόρασης TV100 και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Μετά την «Τριλογία της Στέλλας Άνταμς» (Αθήνα) και την «Τελευταία θυσία» (Χαλκιδική), το νέο της μυθιστόρημα εξελίσσεται στη γενέτειρά της Πράγα. Πώς κι έτσι;

Το Γκόλεμ της Πράγας: Συνέντευξη με την Κική Τσιλιγγερίδου 

Ψυχαναλυτικά μιλώντας, είναι ωραία και σου πάει η Θεσσαλονίκη, μήπως όμως έγραψες αυτό το βιβλίο επειδή σου λείπει η Πράγα; Πιθανολογώ πως, μέσω της ιστορίας, της πλοκής, της δράσης και των ρεπεράζ, βρήκες την ευκαιρία να επιστρέφεις εκεί, νοερά έστω και μέσω της γραφής;

Σωστό είναι αυτό, ναι. Όπως διαπίστωσα και τις προάλλες που ανέβηκα για λίγες ημέρες στην Πράγα, και μάλιστα οδικώς και μόνη μου, μου λείπει πολύ από τότε που γυρίσαμε. Πάρα πολύ. Απλώς έχω τόσο πολλά πράγματα να κάνω εδώ, τόση δουλειά, τόσα ταξίδια, τόσα deadline, που δεν προλαβαίνει να μου λείψει περισσότερο. Πάντως, τουλάχιστον επικοινωνώ με ανθρώπους που ζουν εκεί κάθε μέρα. Και για τη δουλειά μου, και με φίλους. Τώρα, στο βιβλίο αναφέρομαι σε ελάχιστα μέρη, και πολύ κεντρικά, κάποια από αυτά δηλαδή που θα δει ο επισκέπτης οπωσδήποτε όταν ανεβεί για πρώτη φορά στην Πράγα. Η πόλη όμως έχει άλλα τόσα κι άλλα τόσα, κι όλο αυτό επί εκατό. Είναι πανέμορφη. Και βέβαια είναι νουάρ. Πιο νουάρ πεθαίνεις. 

Τα αστυνομικά ταιριάζουν γάντι της παραλίας. Πώς θα προμόταρες την Αγκάτα Γέσενσκα, προκειμένου ο αναγνώστης να διαλέξει αυτήν από τις άλλες ηρωίδες του ανταγωνισμού; 
Κατ' αρχάς, κανένα αστυνομικό από όσα κυκλοφορούν δεν φτουράει πάνω από δυο γεμάτες μέρες στην παραλία, οπότε σε κανέναν δεν φτάνει μόνο ένα. Τώρα, γιατί να πάρει το «Γκόλεμ»… Γιατί έχει μια ωραία ιστορία, πρώτα-πρώτα. Μια κανονική ιστορία, με καλούς και κακούς, με εγκλήματα, με ερωτηματικά, με φονικά, και όλα αυτά τα πράγματα που μας αρέσουν. Επίσης, έχει σασπένς. Έχει αγωνία. Έχει ένα πολύ μεγάλο ερωτηματικό: ποιος είναι αυτός που κυνηγάει την Αγκάτα και τον κύκλο της — και γιατί; Και βέβαια έχει Πράγα: είναι παλιά πόλη και όλο μυστήριο, αλλά είναι και πολύ μοντέρνα και πολύβουη, και νομίζω πως συνδυάζονται αυτά τα δυο στο βιβλίο. Οπότε, αγαπητέ αναγνώστη, αν σου αρέσει η Πράγα, θα σου αρέσει και το βιβλίο. Κι αν σου αρέσει το βιβλίο, θα σου αρέσει και η Πράγα — όταν πας. Αν πας, βγάλε και το «Γκόλεμ» μια φωτογραφία εκεί, και στείλ’ τη μου. Ευχαριστώ πολύ!

Το Αγκάτα παραπέμπει στην κυρία Κρίστι επί τούτου ή… σου ξέφυγε;
Επί τούτου, επί τούτου. Έπρεπε να λέγεται έτσι. Από την άλλη, η ίδια ποτέ δεν ξεκαθαρίζει αν είναι το όνομα που της έδωσαν οι γονείς της, ή αν το διάλεξε η ίδια όταν ξεκίνησε να γράφει αστυνομικά. Επίσης, προσωπικά μού είναι και πολύ οικείο όνομα, γιατί έτσι λέμε το σκυλάκι μας την Άγκαθα, που τη φωνάζουμε —όπως τη φώναζαν στην Τσεχία— Αγκάτκο. Οι Τσέχοι δεν αφήνουν κανένα όνομα χωρίς να το κάνουν υποκοριστικό. Έτσι ακριβώς λέει και η Ζούζκα την Αγκάτα: Αγκάτκο. Είναι γλυκό όνομα.

Μίλα μου τώρα συνδυαστικά για τις δυο ηρωίδες σου, την Αγκάτα Γέσενκα και την Ζούζκα. Το δίπολό τους είναι το αρχετυπικά ιδανικό μοντέλο σχέσης που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα σε μια συγγραφέα και τον ιδανικό/ή αναγνώστη/στρια...
Επειδή κοιμούνται και μαζί; Σωστό! Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Αλλά ναι, έχεις δίκιο. Και επίσης, πράγματι, είναι δύο τελείως διαφορετικές γυναίκες. Τους χωρίζουν πολλά χρόνια, έχουν άλλες παραστάσεις, άλλες εμπειρίες, και βέβαια η μία είναι φτασμένη, επιτυχημένη συγγραφέας, ενώ η άλλη είναι στο ΝΑ γράψει — ακόμη το φοβάται. Όμως ποτέ δεν είναι αργά, έτσι δεν είναι; 

Το γκόλεμ της Πράγας, Κική Τσιλιγγερίδου

Γκόλεμ, μάγισσες, παράξενα όντα κρυμμένα σε απρόσμενες γωνίες και γέφυρες, εκμεταλλεύεσαι όλη την υγρασία, το σκοτάδι και τη μυθολογία της γοτθικής και υποβλητικής Πράγας, ενθέτοντας μέσα στο βιβλίο σου και τα άλλα βιβλία που έγραψε η Αγκάτα αλλά και ένα αληθινό αίσθημα φόβου που σε κατακλύζει τις νύχτες περπατώντας εκεί — τουλάχιστον έτσι ένιωθα εγώ ώρες ώρες. Θέλω να πω πως σε αντίθεση με την Αθήνα της Τριλογίας της Στέλλας Άνταμς και τη Χαλκιδική της «Τελευταίας θυσίας», αστικά περιβάλλοντα ουδέτερα, που απλώς οι κακοί εκμεταλλεύονται για να κάνουν τις βρομοδουλειές τους, εδώ χρησιμοποιείς μια αληθινή σε αίσθηση και εικόνα νυχτερινή προσομοίωση της Γκόθαμ Σίτι. Πάμε και στον δολοφόνο, επομένως, χωρίς να κάνουμε σπόιλερ: Ποιο είναι αυτό το πλάσμα που, αναβιώνοντας αληθινές σκηνές από τα βιβλία της Αγκάτα Γέσενκα, σκοτώνει κυριολεκτικά… by the book;
Η αλήθεια είναι πως την Αθήνα δεν την ξέρω καλά. Και πράγματι, στην Τριλογία της Στέλλας Άνταμς η Αθήνα δεν είναι πρωταγωνίστρια, πρωταγωνίστρια είναι η Στέλλα Άνταμς — και οι δαίμονές της. Πράγματα που ήξερα καλά, γιατί ήξερα καλά από τι ήταν φτιαγμένη η Στέλλα Άνταμς: από εμένα, από τις φίλες μου, και από καμιά ντουζίνα φιγούρες όπως η Τζέσικα Τζόουνς ας πούμε.
Στην «Τελευταία θυσία» πάλι, όπου τα πάντα διαδραματίζονται σε ένα μικρό χωριό της Χαλκιδικής, με ένα ψηλό ακρωτήρι στο τέλος της παραλίας του, αλλάζει κάπως το πράγμα, γιατί εκεί ήθελα να παίζει ρόλο το περιβάλλον, να είναι ένα είδος φάκας, από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν τα κορίτσια, οι πρωταγωνίστριες του βιβλίου. Ή μάλλον, για να ξεφύγουν πρέπει να σκοτώσουν, να σκοτωθούν και τα λοιπά.
Εδώ όμως, στο «Γκόλεμ», η Πράγα είναι κανονική πρωταγωνίστρια. Όπως υπονόησα νομίζω και πριν, τα πράγματα είναι πολύ… χειρότερα, η Πράγα είναι ακόμη πιο σκοτεινή από ό,τι την παρουσιάζω. Ας πούμε, έχει κατακόμβες, κανονικές. Έχει μπιραρίες που λειτουργούν επί κάτι αιώνες χωρίς να αλλάξουν καν τραπέζια. Έχει κάστρα μέσα στην πόλη, έχει αγάλματα που νομίζεις ότι σε κοιτάνε, έχει ένα σωρό δρόμους που δεν πας μόνος σου. Και όχι για να μη σου κλέψουν το πορτοφόλι… Ναι, ΕΙΝΑΙ η Γκόθαμ Σίτι. Αν και δεν έχει εγκληματικότητα εκεί. Έχει όμως πολλή ιστορία, πολύ μαζεμένο κακό, και όλο αυτό σε αγχώνει, βαραίνει επάνω σου σαν ομίχλη… Όσο για τον δολοφόνο, ναι, είναι ένας τρομακτικός άνθρωπος που κρύβεται στις σκιές και αναπαριστά τις σκηνές από τα βιβλία της Αγκάτα μία προς μία. Μάλιστα, στο βιβλίο υπάρχουν αυτές οι συγκεκριμένες σκηνές από τα μυθιστορήματα της Αγκάτα, ο αναγνώστης θα τις διαβάσει όλες, με κάθε… ανατριχιαστική λεπτομέρεια, σε μικρά εμβόλιμα κεφάλαια. Τώρα, για να πούμε ποιος είναι χωρίς σπόιλερ, ας αρκεστούμε μόνο σ’ αυτό: είναι ένας θανάσιμα βιβλιόφιλος τύπος.

Τι θέλεις να πεις ως συγγραφέας και για ποιο λόγο χρησιμοποιείς τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος για να το εκφράσεις; Και επίσης μια προσωπική μου αίσθηση-παρατήρηση: και στο προηγούμενό σου αλλά και στο «Γκόλεμ», έχω την αίσθηση πως θέλεις να κινείσαι ισόποσα αναμεταξύ του who did it και why done it. Ισχύει αυτή η εντύπωση; 
Ισχύει, ναι. Θέλω να είναι ολοκληρωμένες οι ιστορίες, να κάνουν έναν κύκλο, να έχουν μία τετράγωνη λογική από πίσω. Να υπάρχουν πολλές άκρες από δω κι από κει, αλλά όλες τους να μαζεύονται στο τέλος. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει κυρίως, έτσι κι αλλιώς: να πω μια ιστορία, και να την πω όσο πιο καλά μπορώ. Αυτό μού αρέσει και εμένα από τα αστυνομικά που διαβάζω, αυτό με ενδιέφερε πάντα. Δεν έχουν κοινωνικά μηνύματα τα βιβλία μου, δεν λένε «καλά πράγματα», δεν έχουν ηθικά διδάγματα. Είναι ιστορίες, περιπέτειες, θρίλερ. Και έχουν μερικούς πολύ κακούς ανθρώπους μέσα, που κάνουν μερικά πολύ κακά πράγματα. Και ο αναγνώστης ψάχνει να βρει ποιοι είναι. Κι όσο το κάνει, ελπίζω πως περνάει καλά. Και πως στο τέλος του βιβλίου το κρατάει ανοιχτό για λίγη ώρα και λέει, «Wow».

Τι είχες στο μυαλό σου όταν ξεκίνησες την ιστορία; Ποιο βιβλίο, ποια ταινία και ποια μουσική είχες κατά νου, που σε καθοδήγησαν ως προς τις ατμόσφαιρες της αρχής, μέχρι να πάρεις μπρος και να αυτονομηθείς; Και πώς κατάφερες τόσο γρήγορα από το προηγούμενο βιβλίο σου να βάλεις μπροστά και να ολοκληρώσεις το «Γκόλεμ»; Πραγματικά με εκπλήσσουν η εργατικότητα και η ταχύτητά σου, Κική.
Το βιβλίο γράφτηκε πέρυσι, και η «Τελευταία θυσία» πριν από δυόμισι χρόνια. Χρόνος υπάρχει πάρα πολύς. Το κακό είναι πως δουλεύω σε διάφορα πράγματα ταυτόχρονα. Και θα συνεχίσω έτσι για όσο αντέξω. Τώρα που μιλάμε είμαστε λίγες ημέρες πριν την άδειά μου. Τις επόμενες δύο εβδομάδες δεν θα κάνω κυριολεκτικά τίποτε. Θα είμαι ξαπλωμένη όλη τη μέρα με το μαγιό και θα κρατάω ένα τάμπλετ φορτωμένο βιβλία και σειρές, ή θα ακούω ένα audio book — ή τίποτε. Και θα τρώω και θα κολυμπάω. Τίποτε άλλο. Αλλά όταν δουλεύω, δουλεύω. Έχουν υπάρξει περίοδοι, και τώρα πρόσφατα μάλιστα, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο —επειδή αναγκάζομαι και παίρνω πολλά ρεπό μαζεμένα— δούλευα στο κανάλι, έγραφα το δελτίο και έλεγα τις ειδήσεις κάθε μέρα επί τριάντα και σαράντα ημέρες σερί. Κι αυτή είναι η μία από τις τρεις day jobs που έχω. Τα είπα και ξέσκασα! Τώρα, τι είχα στο μυαλό μου από όλα αυτά που λες: τίποτε. Μόνο τη βασική ιδέα του βιβλίου, τους χαρακτήρες, και κάποια στιγμή και τον σκελετό της πλοκής. Δεν είδα καν βιντεάκια από την Πράγα, δεν ήθελα να παρασυρθώ και να γίνει τουριστικός οδηγός το βιβλίο. Ήθελα να είναι ένα αστυνομικό θρίλερ μυστηρίου. Με έναν πολύ κακό villain στον πυρήνα του.

Τι καλό διάβασες τώρα τελευταία;
Αυτές τις ημέρες διαβάζω τον «Πλην» από το Δώμα. Και μετά θα πιάσω την «Πλάνη τού Πλην». Έχω ξεκινήσει και την «Εποχή του Κακού» από το Μεταίχμιο, που είναι τεράστιο και ό,τι πρέπει για την παραλία. Θα το πάρω μαζί μου. Αλλά κυρίως ακούω βιβλία πια. Είμαι συνδρομήτρια στην JukeBooks. Ακούω την Τετραλογία της Μάγιας Λούντε από το Μεταίχμιο (τα τρία πρώτα τα είχα διαβάσει στο χαρτί). Άκουσα τον «Τονγκολέλε» από τον Ίκαρο και στη συνέχεια θα ακούσω και την «Αποικία» από τη Διόπτρα. 

Δώσε μου και μια καλή σειρά, μέρες ραστώνης που έρχονται για να λιώσω…
Είδα τουλάχιστον τρεις τον τελευταίο καιρό: «Silo», «The Crowded Room» και «City on fire». Και οι τρεις μού άρεσαν πάρα πολύ. Τελείως διαφορετικές βέβαια μεταξύ τους. Καμιά φορά με παίρνει ο ύπνος καθώς βλέπω το τελευταίο επεισόδιο, αλλά δεν φταίνε οι σειρές, εγώ φταίω. 

Κοντράστ με την ομιχλώδη και εγκληματική σου Πράγα, ποια είναι η δροσερή και ωραία Θεσσαλονίκη των ημερών; Στέκια για φαγητό, ποτό, μουσικές και χαλαρές βόλτες, δηλαδή, για να κυλά το καλοκαίρι ανθρωπινότερα…
Η βόλτα που κάνω εγώ είναι από το σπίτι, που είναι στο κέντρο, μέχρι το Μέγαρο, από τη μία μεριά, ή στο Λιμάνι, αν επιλέξω να πάω από την άλλη. Την κάνω όσο πιο συχνά μπορώ, κι αν δεν βρω χρόνο να την κάνω στενοχωριέμαι πολύ. Γυμνάζομαι σκληρά τρεις φορές την εβδομάδα, αλλά έχω σταματήσει να τρέχω αφότου γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη, και απλώς κάνω αυτές τις διαδρομές, αν και, τουλάχιστον, όχι με αργό τέμπο. Για καφέ με την παρέα μου πάω σχεδόν κάθε μέρα στο Father Coffee and Vinyls, που είναι το βασικό μου στέκι. Για ποτό, στο πιο κλασικό μπαρ της πόλης, το Νερό που Καίει. Όταν δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, τρώω στο Τρεις Μαζί, που είναι ένα εκπληκτικό μικρό μαγέρικο. Με φίλους πηγαίνω συνήθως στο Οβάλ και στο Πλατεία Θεάτρου. Φυσικά και στο Ντορέ. Μουσική ακούω όταν προχωράω και όταν είμαι στο αυτοκίνητο. Στη θάλασσα και στα ταξίδια, είτε με αεροπλάνο είτε με τρένο, ακούω βιβλία. Πιο παλιά άκουγα πόντκαστ — εννοείται true crime! Αλλά τα ακουστικά βιβλία με κέρδισαν.

Επιστρέφω στο Γκόλεμ της Πράγας: Πόσο ευχαριστημένη είσαι με τον εαυτό σου ως προς το τελικό αποτέλεσμα και ποια είναι η μοίρα της Αγκάτα Γέσενσκα; Θα δώσει τη θέση της σε μια άλλη ή άλλον ήρωα ή μπορεί και να ξαναεπιστρέψει, όπως έκανε κάποτε η Στέλλα Άνταμς;
Είμαι ευχαριστημένη, ναι. Ελπίζω να μην ακούγεται ψωνίστικο αυτό. Αλλά τέλος πάντων είμαι. Όσο για το αν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει η Αγκάτα… Για να είμαι ειλικρινής, δεν το είχα σκεφτεί αυτό το πράγμα. Λες;…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ