Βιβλιο

Η «Φιορούλα» του Παναγιώτη Κουσαθανά

Η Φιορούλα «δεν ήταν κανένα απολειφάδι γυναίκας, αλλά ένα μεγαλόσωμο και χοντροκόκκαλο θηλυκό, μαζί και άτομο με εξαιρετικό δυναμισμό και πείσμα, που σπάνια συναντιούνται σε άνθρωπο»

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η «Φιορούλα» του Παναγιώτη Κουσαθανά

«Φιορούλα» του Παναγιώτη Κουσαθανά: Κριτική για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος

Ηλεκτρονικά και ηχητικά βιβλία· καταφεύγω πολλές φορές και στα δυο· στα πρώτα, όταν η έντυπη έκδοσή τους έχει εξαντληθεί και στα δεύτερα, όταν τα χέρια είναι απασχολημένα με τις δουλειές του σπιτιού· τους οφείλω χάριτας, γιατί ο χρόνος δεν σπαταλιέται εντελώς στην καθημερινή φροντίδα του νοικοκυριού.

Τίποτα, ωστόσο, δεν υποκαθιστά το χαρτί. Ξεφυλλίζω –ύστερα από την προσεκτική ανάγνωση– τη Φιορούλα. «Νουβέλα», την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας της Παναγιώτης Κουσαθανάς (Ίνδικτος, 2023), στην τελευταία «Σημείωση» που περιλαμβάνεται στο τέλος του βιβλίου. Τα σχόλιά μου στα περιθώρια, οι υπογραμμίσεις, όσο κι αν προσπάθησα να μην βεβηλώσω το κείμενο, μεταβάλλουν την εμφάνιση της όποιας σελίδας σ’ ένα παλίμψηστο. Πράγμα που σημαίνει ότι κάθε λέξη του βιβλίου άνοιγε διάλογο με τον αναγνώστη. Και στην περίπτωσή μου, εξαιρετικά ανυπόμονο, αυθόρμητο και ενθουσιώδη, εάν κρίνω από την ακατάσχετη φλυαρία του μολυβιού μου, που έχει καταντήσει κατάγραφη την κάθε σελίδα.

Και η βεβήλωση μού στοιχίζει, γιατί το βιβλίο, ως έντυπο, είναι εξαιρετικής αισθητικής· το σχήμα, η ποιότητα του χαρτιού, το χρώμα του, η επιλογή των γραμματοσειρών, η σύνθεση των μερών του, το πολυτονικό, ο κολοφώνας, η αρίθμηση των αντιτύπων, τα περιεκτικά και διαφωτιστικά μότο από τον Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Ρίτσο, Μάνο Ελευθερίου και Ζίγκφριντ Κρακάουερ, η λιτή διακόσμηση, η ομιλούσα βινιέτα της Φωτεινής Στεφανίδη· το ωραίο εξώφυλλο που απαθανατίζει τη Φιορούλα στα δυσμά του ενενηντάχρονου βίου της (1900-1990), τότε που ήταν έτοιμη «να κλειστεί μες στο καβούκι της σαν τη χελώνα, ν’ αποφύγει την πολλή συνάφεια, τα πολλά κι αχρείαστα πάρε-δώσε με τους τριγυρινούς της» (σ. 111). Γυρτή και με το πρόσωπο, πέρα από την ευδιάκριτη μύτη, να παραμένει στο σκοτάδι. Ίσως ο ανώνυμος ζωγράφος να βρέθηκε στο ίδιο αδιέξοδο με τους δυο επώνυμους φωτογράφους, τον Henri Cartier-Bresson και τη Βούλα Παπαϊωάννου, που ποτέ δεν δημοσιοποίησαν τις φωτογραφίες της Φιορούλας, γιατί, όπως φημολογείται δεν μπόρεσαν με το φακό τους ν’ απαθανατίσουν «καθαρά το μεδούλι της ψυχής της εικονιζόμενης, που ναι μεν ήταν μία γυναίκα, αλλά και πολλές άλλες μαζί» (σ. 105).

Για το πώς θα προσλάβουμε τη Φιορούλα σε ό,τι αφορά στα όρια της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας μάς καθοδηγεί ο συγγραφέας της. Πρώτα με τον υπότιτλο που διαβάζουμε στη σελίδα τίτλου: Φιορούλα. Διήγηση για μια γυναίκα και άλλα πλάσματα από θαλασσινή γενιά. Όχι μόνο, λοιπόν, η Φιορούλα, αλλά και ο Μανόλης ο Γαμπρός, και ο Φραζέσκος ο Σκίζας και πολλοί άλλοι έχουν το μοιράδι τους στη Διήγηση. Και στην αντικριστή απ’ τη σελίδα του τίτλου η «Σημείωση»: «Κάθε ομοιότητα των πρωταγωνιστών και των συμβάντων της διήγησης με υπαρκτά πρόσωπα ή γεγονότα είναι συμπτωματική και έχει προκύψει από λογοτεχνική ανάγκη ως προϊόν μυθοπλασίας, ωστόσο τα φανταστικά πρόσωπα και γεγονότα είναι εμπνευσμένα από την αλήθεια μιας πραγματικότητας, που υπήρξε κάποτε και εν μέρει υπάρχει ακόμη κρυμμένη σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου». Καταφυγή, επομένως, στον μύθο, για να ειπωθεί η αλήθεια, η πιο αληθινή από εκείνη της πραγματικότητας.

Το νησί, χωρίς να κατονομάζεται, είναι η Μύκονος. Όχι μόνο γιατί ο Μυκονιάτης, γέννημα θρέμμα, Παναγιώτης Κουσαθανάς ομολογεί τη νοσταλγία ακόμη και των λίγων χρόνων που –εξαιτίας των σπουδών και των στρατιωτικών του υποχρεώσεων– έμεινε μακριά από το νησί του, αλλά γιατί οι περιγραφές, οι αναφορές, τα τοπωνύμια, η πικρία για την τουριστική «ανάπτυξη», η ιδιόλεκτος, όλα με χίλιες γλώσσες κρένουν ποιο είναι το «μικρό νησί του Αιγαίου» που έζησε η Φιορούλα.

Όπως κι εκείνο το από θαλασσινή γενιά που μαρτυράει τον ποιητή. Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κατ’ εξοχήν μελετητής της γλώσσας, της ιστορίας και του πολιτισμού της Μυκόνου Παναγιώτης Κουσαθανάς, συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη με όλα αυτά τα συγγραφικά του πρόσωπα, που, όπως κι εκείνο της ηρωίδας του, είναι και πολλά άλλα μαζί.

Τη Φιορούλα μάς συστήνει ο συγγραφέας στις δυο πρώτες σελίδες του βιβλίου. «Φιορούλα ή Κοινωνού» είναι τα «εγκωμίατα», τα παρατσούκλια (πολύτιμο το «Ιδιωματικό Γλωσσάρι» που περιλαμβάνεται στο «Επίμετρο») έναντι των ονομάτων Φλώρα, Φλουρεζώ, Φλουρού ή Φιορέντζα. Το πρώτο εγκωμίατο, σμικρυντικό και χαϊδευτικό, είναι σκωπτικό και αντιθετικό και προς την εμφάνιση και προς το χαρακτήρα της. Γιατί η Φιορούλα «δεν ήταν κανένα απολειφάδι γυναίκας, αλλά ένα μεγαλόσωμο και χοντροκόκκαλο θηλυκό, μαζί και άτομο με εξαιρετικό δυναμισμό και πείσμα, που σπάνια συναντιούνται σε άνθρωπο» (σ. 11)· και η όλη αφήγηση αδιαλείπτως επιβεβαιώνει το αληθές αυτής της ρήσης.

Όσο για το «Κοινωνού», η Φιορούλα «σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο του νησιού ανήκε δικαιωματικά στο Κοινόν, στην Κοινωνία της Νήσου, τότε που Κοινόν ήταν μόνο ο αντρικός πληθυσμός» (σ. 12). Ή ήταν κατ’ αποκλειστικότητα ιδιοκτησία «εκεινού», εκείνου του άντρα που ήταν πατέρας ή σύζυγός της.

Ο πυκνογραμμένος και πολυσήμαντος λόγος του Παναγιώτη Κουσαθανά αποκαλύπτεται απ’ τις δυο πρώτες κιόλας σελίδες: Ο γλωσσικός πλούτος, ποικιλμένος –όπου και όσο χρειάζεται– με τους ιδιωματισμούς της Μυκόνου που συχνά μας παρασύρει σε μονοπάτια της «θηριώδους» ηλικίας και των «θολών τοπίων» των λέξεων προσφέροντάς μας ένα ταξίδι απολαυστικό από εκείνα που δεν μας χαρίζονται εύκολα· [1] με ένα χιούμορ υποδόριο, ευρηματικό, που σχολιάζει εύστοχα πρόσωπα και καταστάσεις με ευεργετικά χαμόγελα. Μικρά σε έκταση δοκίμια ή αποφθεγματικές φράσεις με τις οποίες διαλέγεται συνεχώς ο αναγνώστης θέτοντας εις εαυτόν ερωτήματα· για τη γλώσσα, τη μουσική, το χορό, το χρόνο, την τέχνη (ταπεινή και υψηλή), το μοντερνισμό, την ηθογραφία, την παράδοση, τον τουρισμό, την περιβαλλοντική κακοποίηση, την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της, τον έρωτα, το πάθος, την εφηβική αφύπνιση, το σώμα και τις επιταγές του, τη μοναξιά. Κι όλα αυτά διανθίζονται με εμβόλιμες αφηγήσεις για ιστορικά γεγονότα, για τις οικογένειες του νησιού, για ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων (Σπεράντζα Βρανά, Χριστόφορος Κίνγκ, Λιρόι Μπρούνιγκ, Ανδρέας Καραντώνης κ.ά.) και κυρίως για τους ωραίους παραζάζουλους.

Η κύρια αφήγηση, που επικεντρώνεται στη Φιορούλα, εξαρθρώνεται, συνενώνεται, αποσυντίθεται, συντίθεται με τις σκέψεις, τα βιογραφικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, με αποστάγματα της μελέτης του τόπου και της γλώσσας του, χωρίς να διασπάται η συνοχή και κυρίως χωρίς να παραπαίει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και δεν είναι μόνο οι άνθρωποι, είναι και το μωσαϊκό των μικρών προσωπικών πραγμάτων (ο φωνόγραφος, το ρολόι, το σαβόρε) που ο «μαστρολόγος» αφηγητής ανδεικνύει σε αλάτι της ζωής.[2]

Κι όλος αυτός ο πολυδαίδαλος κόσμος, μικρός και μεγάλος ταυτόχρονα, αναφαίνεται με μια φυσική απλότητα, σε μια κουβέντα, που χάρις στους αφηγηματικούς τρόπους, συγγραφέας και αναγνώστης καθίστανται μέλη της ίδιας φιλικής συντροφιάς. Η αφήγηση μετακινείται από το τρίτο ενικό πρόσωπο στο δεύτερο, ενώ είναι συχνές και οι αποστροφές στον αναγνώστη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «αποδοσίδι», «ίσον το ουσιαστικό του φιλάλληλου και απλόδωρου, του φιλάνθρωπου και ευγενούς ρήματος “αποδίδω” και “ανταποδίδω”, που εγκλείει εντός του την ανωτερότητα, την αναγνώριση και τη μεγαθυμία» (σ. 42). Το καλάθι, δηλαδή, που έφτανε από το νησί στην Αθήνα, για να γλυκάνει τη νοσταλγία με τις μυρωδιές και τις γεύσεις του. Και τι δεν χώραγε αυτό το «αποδοσίδι» ανάλογα με την εποχή: ρίγανες, θρύμπες, θυμάρια και κρινάκια της νάμμος· βαλσαμόχορτο, χαμομήλι, δύοσμο, φλεσκούνι και άλλα αφεψήματα· αβιόλες και χοχλιούς· και χόρτα, που, όπως ονοματίζονται, μοιάζουν με στίχους· ψάρια και μεζεκλίκια από το χοιρινό και πίτες λογιών λογιών· και γλυκά, σταφιδόπαστα, λιαστό κρασί. «Όλα μοναδικές γέψεις, ένας αγγελοπαραδωμός» (σ. 54). Ένας κατάλογος υλικών και συνταγών, ειδικά για τους ξιπασμένους μαγείρους μας που, «με τον ισοπεδωτικό διεθνισμό» είπανε φινόκιο τον μυρωδάτο μάραθο.

Ένας ολόκληρος κόσμος, όπου «η αφθονία δεν είχε, ευτυχώς!, θέση, το “ελάχιστο” ήταν ήδη πολύ, το “σχεδόν τίποτε” αρκετό και το “μηδέν” ήταν το άπαντο…» (σ. 52). Ένα τέτοιο «αποδοσίδι» έδωσε στη Φιορούλα του ο Παναγιώτης Κουσαθανάς να το κρατά για όλους μας και για τον καθένα χωριστά.

[1] Πρωτοπόρος στη χρήση των ιδιωματισμών της Μυκόνου, πολύ πριν σύγχρονοι συγγραφείς (όπως η Λουΐζα Παπαλοϊζου, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος) τολμήσουν να επιστρατεύσουν ιδιώματα στον πεζό λογοτεχνικό λόγο.
[2] Françoise Héritier, Το αλάτι της ζωής, μετ. Έφη Κορομηλά, Κέλευθος, Αθήνα 2013.

Παναγιώτης Κουσαθανάς - βιογραφικό

Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς (Μύκονος, 1945) είναι ποιητής, πεζογράφος και μελετητής του πολιτισμού και της ιστορίας του γενέθλιου τόπου του. Έχει εκδώσει 35 βιβλία. Διακρίσεις: Βραβείο Μαρίας Περ. Ράλλη (1980), Λογοτεχνικά Κρατικά Βραβεία Χρονικού-Μαρτυρίας (2003) & Διηγήματος (2010), Μετάλλιο του Δήμου Μυκόνου (2011), Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (2014). Πρόσφατα βιβλία του: Ασύνταχτα μένουν τα δύσκολα (μυθιστόρημα, 2016), Παραμιλητά Γ΄ & ΣΤ΄ (μελετήματα, 2020), Το σεντούκι που γύρευε το κλειδί του (διηγήματα, 2020).

Παναγιώτης Κουσαθανάς
Παναγιώτης Κουσαθανάς

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ