Σαν σήμερα, 25 Οκτωβρίου: Το 1940, γίνονται τα εγκαίνια της Λυρικής Σκηνής με την όπερα του Πουτσίνι «Μαντάμα Μπαττερφλάι» - Το παρασκήνιο της πρώτης παράστασης και αφιέρωμα στην ιστορία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με σπάνιο αρχειακό υλικό
Με μία από τις δημοφιλέστερες όπερες, τη «γιαπωνέζικη τραγωδία» του Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντάμα Μπαττερφλάι»,στην κατάμεστη αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου, εγκαινιάστηκε η Λυρική Σκηνή,σαν σήμερα, στις 25 Οκτωβρίου 1940. Ήταν τρεις μόλις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Η Λυρική Σκηνή, νεοϊδρυθείς τότε οργανισμός, επέλεξε να ανεβάσει ως πρώτη όπερα στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, που αποτελούσε την έδρα της, την Μαντάμα Μπαττερφλάι. Είχε προηγηθεί μόνο η παρουσίαση της οπερέτας «Νυχτερίδα» του Στράους.
Στην ιστορική πρεμιέρα το «παρών» έδωσαν τα πιο σημαντικά πρόσωπα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Ανάμεσα στους επίσημους προσκεκλημένους ήταν ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Β', οι πρίγκιπες, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, μέλη του διπλωματικού σώματος αλλά και ο γιος του ιταλού συνθέτη της όπερας Αντόνιο Πουτσίνι με τη σύζυγό του.
Ο διπλωματικός «πυρετός» στο παρασκήνιο της πρεμιέρας
Μια άγνωστη ως εκείνη τη στιγμή διπλωματική «μάχη» εξελισσόταν, όμως, στο παρασκήνιο της ιστορικής παράστασης του 1940. Ήταν εκείνη που ανάγκασε τις πρωταγωνίστριες Ζωή Βλαχοπούλου και Αννα Ρεμούνδου, οι οποίες είχαν εναλλάξ τον κεντρικό ρόλο υπό τη διεύθυνση του Λεωνίδα Ζώρα, να μην ολοκληρώσουν τη σειρά των εμφανίσεών τους, αφού λίγα 24ωρα μετά το ανέβασμα της παράστασης επιδόθηκε το ιταλικό τελεσίγραφο στην Ελλάδα και οι σειρήνες του πολέμου άρχισαν να ηχούν.
Ο τότε ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, που παρακολούθησε από τις πρώτες σειρές την λαμπερή πρεμιέρα, γνώριζε ήδη τι επρόκειτο να συμβεί. Στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους» έγραψε για το πολιτικό παρασκήνιο που επικρατούσε: «Αισθανόμουν να μου σφίγγεται η καρδιά και το πρόσωπό μου να κοκκινίζει στη σκέψη ότι, ενώ εδίδετο μια θαυμάσια γιορτή προς τιμήν της ιταλικής τέχνης, είχε ήδη ωριμάσει στην Ιταλία το σχέδιο να μαχαιρώσουν τη φτωχή εκείνη χώρα».
Την επομένη της πρεμιέρας και μετά τη δεύτερη παράσταση της Μαντάμα Μπαττερφλάι, ο Γκράτσι συνέχισε τις διπλωματικές του κινήσεις και παρά τις ενστάσεις που ήταν κυρίαρχες στον κύκλο του, έδωσε δεξίωση προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι και των καλλιτεχνών της Λυρικής.
Με τον τρόπο αυτό ήλπιζε ότι θα σπάσει τον πάγο που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες μετά τον τορπιλισμό της Έλλης. Ήδη όμως από αργά το απόγευμα είχε αρχίσει να φτάνει σε τμήματα το τηλεγράφημα που περιείχε το ιταλικό τελεσίγραφο.
Όταν ξεκίνησε η δεξίωση κι ενώ συνεχιζόταν από ιταλικής πλευράς η αποκρυπτογράφηση του τηλεγραφήματος, οι ιταλοί αξιωματούχοι διακατέχονταν από νευρικότητα και οι υπάλληλοι της πρεσβείας δεν σταματούσαν να μετακινούνται συνεχώς στους ορόφους του κτιρίου.
Οι περίεργες αυτές συμπεριφορές έγιναν αντιληπτές από τον Κωστή Μπαστιά, γενικό διευθυντή της Λυρικής, ο οποίος πλησιάζοντας τον Γκράτσι του είπε, σύμφωνα με τη βιογραφία του: «Κύριε πρέσβη, βλέπω πως καταπονείστε πολύ σ' αυτήν την πρεσβεία και τη νύχτα ακόμα».
Αμέσως μετά εγκατέλειψε τη δεξίωση, δίνοντας μάλιστα εντολή να τον ακολουθήσουν και όλα τα μέλη της Λυρικής που παρευρίσκονταν στη γιορτή.
Το επόμενο απόγευμα ο Ιταλός πρέσβης θα φροντίσει ώστε ο γιος του Πουτσίνι και η σύζυγός του να φύγουν από την Ελλάδα ασφαλείς και τα ξημερώματα της 28ης θα χτυπήσει την πόρτα του Μεταξά για να του επιδώσει το ιταλικό τελεσίγραφο πολέμου.
Οι παραστάσεις της Λυρικής διακόπηκαν λόγω των περιστάσεων αλλά συνεχίστηκαν από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 1941 στο θερινό θέατρο Παρκ στην Αθήνα με την ίδια σύνθεση.
Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι δεν διστάσε να τη χαρακτηρίσει ως την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ με τις μετέπειτα τροποποιήσεις η αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του ανάγεται σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας αγάπης.
Ο μελοποιός του έρωτα και του θανάτου
O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανίστες του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής.
Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι.
Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ (1926).
«Έζησα για την τέχνη, έζησα για την αγάπη!» είχε πει ο ίδιος.
Εθνική Λυρική Σκηνή: Από τη «γέννησή» της έως τη διεθνή καταξίωση στο ΚΠΙΣΝ
Η ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Το 1939 αποφασίζεται η κατεδάφιση του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας, το οποίο είχε στεγάσει μέχρι τότε και παραστάσεις όπερας από διάφορους φορείς. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κωστής Μπαστιάς (1901-1972), διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου –που τότε λεγόταν Βασιλικό– και επίσης Γενικός Γραμματέας Γραμμάτων και Τεχνών (αντίστοιχο του σημερινού υπουργού Πολιτισμού), καταφέρνει να πείσει την κυβέρνηση Μεταξά για την ίδρυση ενός κρατικού θιάσου όπερας, ο οποίος αρχικά θα στεγαστεί στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, δηλαδή στο κτήριο της οδού Αγ. Κωνσταντίνου, μετά τις αναγκαίες προσαρμογές του χώρου και της σκηνής.
Η ΕΛΣ αρχίζει να λειτουργεί
Η Λυρική Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου ιδρύεται στις 13 Δεκεμβρίου 1939. Η πρώτη παράσταση δίδεται στις 5 Μαρτίου 1940. Παρουσιάζεται η οπερέτα «Ηνυχτερίδα»του Γιόχαν Στράους του Νεότερου και ακολουθεί η «Μαντάμα Μπαττερφλάι»του Πουτσίνι (στη Θεσσαλονίκη στις 4.9.1940, στην Αθήνα στις 25.10.1940).
Η ιδρυτική ομάδα της Λυρικής Σκηνής συγκροτείται από καλλιτέχνες με διεθνές προφίλ που δεν προέρχονταν από το ιδιωτικό Ελληνικό Μελόδραμα, όπως ο κερκυραϊκής καταγωγής Ρενάτο Μόρντο (1894-1955), με σημαντική προϋπηρεσία ως υπεύθυνος δραματουργίας στη Γερμανία και στην Αυστρία, ο Αυστριακός αρχιμουσικός Βάλτερ Πφέφερ (1897-1970) και η Ισπανίδα υψίφωνος Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (1891-1980) που ανέλαβε καλλιτεχνική σύμβουλος. Ο πρώτος θίασος που συστάθηκε μετά από ακροάσεις αποτελείτο από 120 άτομα (μονωδοί, χορωδία, ορχήστρα, μπαλέτο).
Η Λυρική αυτονομείται και μετακομίζει στο Θέατρο Ολύμπια
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής –και συγκεκριμένα από το 1941– οι παραστάσεις της Λυρικής Σκηνής δίδονται διαδοχικά στο Παλλάς, στο Εθνικό Θέατρο, για μια σεζόν στο Θέατρο Ολύμπια και πάλι στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Τα καλοκαίρια η Λυρική παίζει στο Θέατρο Παρκ, στο Θέατρο της Πλατείας Κλαύθμωνος, καθώς και στο Ηρώδειο. Τελικά, το 1944 η Λυρική Σκηνή στεγάζεται οριστικά στο Θέατρο Ολύμπια και στις 5/5/1944 μετατρέπεται σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την ονομασία Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ). Ο νέος διευθυντής της, ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης, που μετέπειτα γίνεται μέλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, ανεβάζει ως πρώτο έργο (1/4/1944) τηΡέα του Σπυρίδωνος Φιλίσκου Σαμάρα, ενώ η Απελευθέρωση γιορτάζεται τον Νοέμβριο του 1944 με σειρά πανηγυρικών εκδηλώσεων.
Κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών» του 1944 η ΕΛΣ παραμένει κλειστή. Ανοίγει πάλι τον Ιανουάριο του 1945. Μεγαλύτερη θητεία ως διευθυντές εκείνη την περίοδο καταγράφουν ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Θεόδωρος Συναδινός, το 1945-46 και εκ νέου το 1950-53, καθώς επίσης ο συνθέτης Γεώργιος Σκλάβος, το 1946-49. Κυρίως με πρωτοβουλία του συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη, το ρεπερτόριο της ΕΛΣ διευρύνεται διαρκώς προς διάφορες κατευθύνσεις, με έως και τέσσερις νέους τίτλους ανά καλλιτεχνική περίοδο.
Την περίοδο 1950-51 ιδρύεται η Σχολή Μπαλέτου της ΕΛΣ, ενώ ο θίασος οπερέτας, που υπήρχε από το 1949-50, καταργείται.
Τον Απρίλιο του 1953 η διακοπή της κρατικής επιχορήγησης από την κυβέρνηση του στρατηγού Παπάγου οδηγεί σε αναστολή των παραστάσεων και προσωρινό κλείσιμο της ΕΛΣ.
Μετά από έντονα διαβήματα των σωματείων των εργαζομένων, η ΕΛΣ επιχορηγείται εκ νέου και ξανανοίγει τον Απρίλιο του 1954. Λόγω κατεδάφισης του πρώτου θεάτρου Ολύμπια –γίνεται τον ίδιο μήνα με σκοπό την ανέγερση νέου κτιρίου– κατά την τριετία 1954-57 οι παραστάσεις της ΕΛΣ δίδονται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στο καλοκαιρινό Θέατρο Παρκ καθώς και στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Επίσης, πραγματοποιούνται εκτενείς περιοδείες στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Οι δυνατότητες διεύρυνσης του ρεπερτορίου υπό αυτές τις συνθήκες ήταν περιορισμένες, αλλά η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Αθηνών, που ιδρύεται το 1955, προσφέρει νέα δυναμική, με έμφαση στο ρεπερτόριο με ελληνικά θέματα.
Ανοδική πορεία με έδρα το νέο Θέατρο Ολύμπια
Το νέο Θέατρο Ολύμπια ενοικιάζεται σε μόνιμη βάση στην ΕΛΣ και εγκαινιάζεται τον Ιανουάριο 1958 με την «Αΐντα» του Τζουζέππε Βέρντι. Την περίοδο αυτή ξεκινά τη συνεργασία του με τον οργανισμό ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος θα φιλοτεχνήσει σκηνικά και κοστούμια για αρκετές παραγωγές. Το 1959 ψηφίζεται για πρώτη φορά κανονισμός λειτουργίας του οργανισμού, στον οποίο ορίζεται ο σκοπός της ΕΛΣ καθώς και ο τρόπος διοίκησής της.
Διευθύνων Σύμβουλος και ταυτόχρονα Γενικός Διευθυντής διορίζεται ο Κωστής Μπαστιάς, ιδρυτής της Λυρικής Σκηνής, ο οποίος διευρύνει σημαντικά το δραματολόγιο προς κάθε κατεύθυνση με παραστάσεις κύρους, όπως αυτές με τη Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο.
Τον Σεπτέμβριο 1964, έξι μήνες μετά την εκλογή της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, ο Μπαστιάς αντικαθίσταται από τον συνθέτη και διευθυντή του Ωδείου Αθηνών Μενέλαο Παλλάντιο (1914-2012). Ο τελευταίος κρατά τα ηνία του οργανισμού μέχρι την επιβολή της δικτατορίας το 1967 και ακολουθεί την ανανεωτική κατεύθυνση του Μπαστιά.
Μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 η διοίκηση του οργανισμού αλλάζει. Το 1970 η ΕΛΣ εντάσσεται στον νεοσυσταθέντα Οργανισμό Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος (ΟΚΘΕ), με διοικητικό διευθυντή τον στρατηγό Βασίλειο Παξινό.
Γενικός Διευθυντής ορίζεται το 1970-71 ο μουσικοκριτικός Δημήτριος Χαμουδόπουλος (1904-1992), ο οποίος παρέμεινε μέχρι την πτώση της χούντας. Για πρώτη φορά, ορίζεται με νόμο ετήσια κρατική επιχορήγηση για την ΕΛΣ, καθώς επίσης και η παρουσίαση τουλάχιστον ενός έργου Έλληνα συνθέτη ανά καλλιτεχνική περίοδο.
Ανασύσταση με τη Μεταπολίτευση
Το 1974, με τη Μεταπολίτευση, διαλύεται ο ΟΚΘΕ (Οργανισμός Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος). Η ΕΛΣ ανασυστήνεται ως αυτόνομο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με τον κανονισμό λειτουργίας του 1961, ο οποίος θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι το 1993. Το οικονομικό πλαίσιο δεν είναι σταθερό. Γενικός Διευθυντής ορίζεται ο αρχιμουσικός Δημήτρης Χωραφάς [1918-2004], με τον Μενέλαο Παλλάντιο ως Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και τον Μάνο Χατζιδάκι [1925-1994] ως Αναπληρωτή Διευθυντή μέχρι το 1977.
Στη διάρκεια της σύντομης θητείας του σκηνοθέτη και σκηνογράφου Στέφανου Λαζαρίδη ως καλλιτεχνικού διευθυντή (2006-07) επεκτάθηκε ο χώρος της ορχήστρας στο Θέατρο Ολύμπια και μετακλήθηκαν πλήθος σημαντικών ξένων σκηνοθετών και τραγουδιστών για παραγωγές γνωστών αλλά και σπανιότερα παρουσιαζόμενων έργων. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε από τον διάδοχό του, τον Ιταλό αρχιμουσικό Τζοβάννι Πάκορ, και οδήγησε την ΕΛΣ σε οικονομικό αδιέξοδο.
Νέα εποχή στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Το 2007 το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το ελληνικό δημόσιο υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας. Έως το τέλος του 2015 η Εθνική Λυρική Σκηνή θα είχε εγκατασταθεί στη νέα της στέγη στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σχεδιασμένο από τον διάσημο Ιταλό αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο.
Τον Ιανουάριο 2010 τη διεύθυνση του θεσμού αναλαμβάνει ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης, ξεκινώντας αγώνα οικονομικής εξυγίανσης, καθιερώνοντας επιτυχημένες δράσεις εξωστρέφειας, διατηρώντας, παράλληλα, υψηλά το καλλιτεχνικό επίπεδο των παραγωγών και προετοιμάζοντας τη μετάβαση στις νέες εγκαταστάσεις του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
To 2017, αποτέλεσε για την Εθνική Λυρική Σκηνή έτος ορόσημο, καθώς μεταστεγάστηκε από τη μικρή κλίμακα του Θεάτρου Ολύμπια στις νέες υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις της στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το νέο κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αναπτύσσεται σε 33.000 τ.μ. και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες, διεθνώς, σύγχρονες αίθουσες λυρικών παραστάσεων. Η σωστή οργάνωση και ο σχεδιασμός του χώρου, καθώς και ο κατάλληλος τεχνικός εξοπλισμός της σκηνής καθιστούν το νέο κτίριο κατάλληλο να φιλοξενήσει και τις πλέον απαιτητικές παραστάσεις όπερας και μπαλέτου διεθνούς επιπέδου.
Το κοινό είχε την ευκαιρία να δει κατά τη δοκιμαστική περίοδο στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος (ΑΣΝ) μια μεγάλη παραγωγή όπερας, τον «Μάκβεθ» του Βέρντι και το τρίπτυχο χορού Τοπία από το Μπαλέτο της ΕΛΣ. Οι μεγάλες πρωτιές της χρονιάς ξεκίνησαν από την Εναλλακτική Σκηνή, όπου για πρώτη φορά παρουσιάστηκε με τεράστια επιτυχία η πρώτη παραγγελία μιούζικαλ της ΕΛΣ, ο «Ερωτόκριτος» του Δημήτρη Μαραμή. Τον Οκτώβριο του 2017, η επίσημη έναρξη της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος με μια μεγάλη επιτυχία διεθνούς απήχησης, την Ηλέκτρα του Στράους. Η παραγωγή αυτή σηματοδότησε μια σειρά από άλλες πρωτιές: για πρώτη φορά το έργο παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ και για πρώτη φορά η σπουδαία Αγνή Μπάλτσα τραγούδησε στην ΕΛΣ.
Η καλλιτεχνική περίοδος 2023/24 της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με την υπογραφή του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Γιώργου Κουμεντάκη, φέρνει στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος και στο Ηρώδειο σπουδαίες όπερες του ρεπερτορίου σε νέες παραγωγές, τον πρώτο Βάγκνερ στο ΚΠΙΣΝ, ένα νέο έργο όπερας, σημαντικές συμπαραγωγές με ξένα θέατρα, κορυφαίους αρχιμουσικούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, διάσημους πρωταγωνιστές, νέες παραγωγές μπαλέτου, αναβιώσεις επιτυχημένων παραγωγών όπερας και μπαλέτου, καθώς επίσης την τρίτη ανάθεση του The Artist on the Composer, και φυσικά το μεγάλο αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας.
Eυχαριστούμε την Εθνική Λυρική Σκηνήγια την ευγενική παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού του αφιερώματος