Θεατρο - Οπερα

Ο Jordi Savall στην Αθήνα και μια αιρετική άποψη περί κριτικής

Ποτέ δεν σταμάτησε να εξερευνά

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 890
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Jordi Savall στην Αθήνα και μια αιρετική άποψη περί κριτικής
© EPA/ROBERT GHEMENT

Η συναυλία του Jordi Savall στην Αθήνα στο Μέγαρο Μουσικής και οι εντυπώσεις που άφησε.

Αυτές οι γραμμές γράφονται λίγες ώρες μετά τη συναυλία του Jordi Savall στην Αθήνα. Κι ενώ θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αποτελούν ένα είδος κριτικής, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Είμαι βέβαιος ότι καλά ακονισμένες πένες έμπειρων κριτικών είναι έτοιμες να μεταδώσουν βαθύτατη σοφία στο –κατά τη γνώμη των κριτικών– αδαές κοινό. Δεν θα αρνηθώ ότι αρκετοί από όσους θεωρούν τον εαυτό τους κριτικό έχουν μεγάλη εμπειρία ακρόασης-ανάγνωσης ή παρακολούθησης, αν πρόκειται για βιβλία ή κινηματογράφο και θέατρο. Δεν αρνούμαι επίσης το ότι αρκετοί από αυτούς έχουν μελετήσει σε βάθος το αντικείμενό τους. Όμως, σε προσωπικό επίπεδο, είτε ακούω, είτε διαβάζω, είτε παρακολουθώ –κι ύστερα γράφω– προτιμώ τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε το όλο ζήτημα ο Rainer Maria Rilke 120 χρόνια πριν. Γράφει στις 17 Φεβρουαρίου 1973 στον νεαρό ποιητή Frank Xaver Kappus: «Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δεν μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε – όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ’ όσα μας συμβαίνουν δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Και απ’ όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα της τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις που η ζωή τους δεν γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας, την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή» (Rainer Maria Rilke, «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή», μετ. Μάριος Πλωρίτης, Εκδόσεις Ίκαρος).

Τέτοιο είναι περίπου το ρεπερτόριο με το οποίο καταπιάνεται ο Jordi Savall: έργα τέχνης που δεν γνωρίζουν τέλος και πορεύονται πλάι στη δική μας πρόσκαιρη ζωή. Η 4η Συμφωνία του Felix Mendelssohn, η «Iταλική», γράφτηκε κάπου ανάμεσα στο 1833 και το 1834, ενώ το «Όνειρο θερινής νύχτας» γράφτηκε το 1842, με την Εισαγωγή του να έχει γραφτεί το 1826, όταν ο συνθέτης ήταν μόλις 17 ετών. Μάλιστα το ρεπερτόριο με το οποίο έχει καταπιαστεί για τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του ο Savall είναι ακόμη πιο παλιό. Η εποχή με την οποία έχει δουλέψει περισσότερο ξεκινά από το 1450 και φτάνει στο 1750.

Αρκετοί αναρωτήθηκαν, αφού ο Savall έχει εξειδικευθεί σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτή που αποκαλούμε παλιά μουσική, ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο περνά στην κλασική αλλά και στον Ρομαντισμό; Όμως εκείνο που έχουμε δει από τον Savall είναι ότι ποτέ δεν σταμάτησε να εξερευνά. Ασχολούμενος με τη μουσική της εποχής του Μπαρόκ, αλλά και την παλαιότερη, δεν έμεινε μόνο στη μουσική της Δύσης, πέρασε και σε στοιχεία από τη μουσική της Ανατολής: Αραβία, Συρία, Μαρόκο, αλλά και σεφαραδίτικες μελωδίες που περιλαμβάνουν ένα πλήθος επιρροών. Δεν έμεινε μόνο στη viola da gamba, που ήταν το βασικό του όργανο. Παίζει επίσης κέλτικη βιόλα, ουαλική λύρα και όργανα της Ανατολής, όπως το rebec και το rebab.

Οι σπουδές του Savall, και κάθε άλλου μουσικού, δεν ξεκινούν από την εποχή του Μπαρόκ. Όπως ο ίδιος επισημαίνει, στα πολλά πρώτα χρόνια των σπουδών του ασχολήθηκε με τον Beethoven, τον Brahms ή τον Haydn. Η σχετικά πρόσφατη επιστροφή του σ’ εκείνη την εποχή γίνεται σε μεγάλο βαθμό με την ηχογράφηση του «Requiem» του Wolfgang Amadeus Mozart το 2011, ένα είδος προσωπικής αφιέρωσης στη σύζυγό του, Montserrat Figueras, που έφυγε εκείνη τη χρονιά. Από το 2011 και μετά, τον είδαμε να μετατοπίζει τη μελέτη του στην κλασική και στη ρομαντική εποχή. Με το σύνολό του, το Le Concert de Nations, ηχογράφησε εξαιρετικά –μεταξύ άλλων– τις Συμφωνίες του Beethoven, αλλά και έργα των Gluck και Haydn.

Ο Jordi Savall στην Αθήνα και μια αιρετική άποψη περί κριτικής

Η βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής με τα δύο έργα του Felix Mendelssohn ανέδειξε την εσωτερικότητα του Savall αλλά και του ήχου των οργάνων εποχής σε αντίθεση με τον δυνατότερο και πιο γυαλιστερό ήχο των σύγχρονων οργάνων, μια σπουδαία χορωδία, τη La Capella Nacional de Catalunya –την οποία έχει ο ίδιος ιδρύσει– και δύο έργα που ακούσαμε με έναν καινούργιο τρόπο από αυτόν που έχουμε συνηθίσει: ειδικά στο αργό δεύτερο μέρος (andante con moto) και στο «χορευτικό» τέταρτο (saltarello: presto). Άλλωστε η καταγωγή του χορού saltarello έρχεται από τον 15ο αιώνα, εποχή με την οποία έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα ο 82χρονος μαέστρος με τη σχεδόν δονκιχωτική μορφή.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ