Πολιτικη & Οικονομια

Οδοιπορικό στο Λονδίνο μετά από 13 μήνες εγκλεισμού

Οι επίπονες αναμνήσεις της πόλης πριν την πανδημία, όλων των καταπληκτικών στιγμών που ζήσαμε, ίσως και να άλλαζαν τη χημεία μας. Όχι;

romanos-gerodimos.jpg
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 779
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Λονδίνο
© ΡΩΜΑΝΟΣ ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ

Σχόλιο για την εμπειρία του να περπατάς στο Λονδίνο, στην πόλη σου, ένα χρόνο μετά την πανδημία του κορωνοϊού

Την περασμένη Τρίτη, 30 Μαρτίου 2021, περπάτησα μέχρι το κέντρο του Λονδίνου. Ήταν η δεύτερη φορά, μετά από 13 μήνες εγκλεισμού, που βρέθηκα στην καρδιά της πόλης μου. Η πρώτη φορά ήταν αργά μια Κυριακή του περασμένου Οκτωβρίου· θα μπορούσε να ήταν χτες ή και πριν δέκα χρόνια (ο χρόνος πλέον έχει χάσει κάθε έννοια συνοχής και σημασίας) όταν για δύο ώρες οδήγησα στους εντελώς άδειους –δυστοπικά άδειους– δρόμους της πόλης, με τα λιγοστά φώτα των πινακίδων και των κλειστών μαγαζιών να τονίζουν το καταπιεστικό κενό.

Ο λόγος αυτής της δεύτερης επίσκεψης ήταν ένα ραντεβού με τον οδοντίατρο· ένα απλό ραντεβού καθαρισμού δοντιών, που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν μια αμελητέα υποσημείωση στη ρουτίνα της καθημερινότητας, τώρα είχε αναδειχθεί σε ορόσημο της χρονιάς: το πρώτο ραντεβού μετά την πανδημία· η πρώτη επαφή με άλλους ανθρώπους εκτός από τους γιατρούς της γειτονιάς· η πρώτη έξοδος από τη γειτονιά. 

Κατ' αρχάς πρέπει να σημειώσω ότι πριν ξεκινήσω για το ραντεβού κοίταζα την ντουλάπα με τα ρούχα μου για μισή ώρα χωρίς να ξέρω τι να φορέσω, όχι από κανενός είδους ναρκισσισμό αλλά επειδή είχα ξεχάσει το πώς πρέπει να παρουσιαζόμαστε στους άλλους. Η πρώτη σκέψη για κάτι πρόχειρο – π.χ. τη φόρμα της γιόγκα που φοράω μέσα στο σπίτι– απορρίφθηκε. Η δεύτερη σκέψη για κάτι πιο επίσημο –ίσως ένα κοστούμι με πουκάμισο, γιατί όχι και γραβάτα– απορρίφθηκε εξίσου τελεσίδικα. Τελικά κατέληξα στο γνωστό σετ τζιν-μακό-αθλητικά, αφού επρόκειτο να περπατήσω 15 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα (είναι ακόμα πολύ νωρίς για να μπούμε σε μετρό) και με δεδομένο ότι το φετινό καλοκαίρι στην Αγγλία είχε προγραμματιστεί για το διήμερο 29-30 Μαρτίου.

Λονδίνο
© ΡΩΜΑΝΟΣ ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ

Το επόμενο ζήτημα ήταν το τι θα πάρω μαζί μου. Από το πρωί κιόλας είχα ξεκινήσει μια λίστα: μάσκα, αντισηπτικό, χαρτομάντιλα, κλειδιά, κινητό, φάρμακα, νερό, κάτι φαγώσιμο, γυαλιά ηλίου, έξτρα μπλούζα, ακουστικά, mp3 player, πορτοφόλι, το χαρτάκι με το pin της πιστωτικής που παραλίγο να μπλοκάρω επειδή το έχω πλέον ξεχάσει, ένα βιβλίο (μπορεί να θελήσω να κάτσω κάπου), ένα μπλοκ και μολύβι για σημειώσεις (μπορεί να μου έρθει καμιά καλή ιδέα) κ.ο.κ. Ποιος θα το φανταζόταν ότι χρειάζεσαι τόσα πολλά πράγματα για να πας στον οδοντίατρο...

Λονδίνο
© ΡΩΜΑΝΟΣ ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ

Αφού τελικά ετοιμάστηκα, ξεκίνησα επιτέλους για το ραντεβού-εκδρομή. Αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι ποτέ δεν μπορείς να είσαι αρκετά προετοιμασμένος, η μπαταρία στα ακουστικά τελείωσε μετά από δέκα λεπτά περιπάτου, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψω το podcast που άκουγα και να βυθιστώ στους λιγοστούς ήχους της πόλης. Η άπλετη λιακάδα, η έλλειψη δυνατού αέρα, και οι 24 βαθμοί Κελσίου δημιουργούσαν μια μοναδική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα· κυριολεκτικά μοναδική, αφού είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα επαναληφθεί φέτος. Ο κόσμος περπατούσε έξω με αμάνικα και σαγιονάρες – ελαφρώς υπερβολικό μεν, κατανοητό δε ως δήλωση-αντίδραση στον αέναο χειμώνα του εγκλεισμού. Η ημέρα αυτή ήταν ένας εμπαιγμός της φύσης· μια υπενθύμιση του πώς θα μπορούσε να ήταν η άνοιξη αλλού· σε μια άλλη χώρα με φυσιολογικό κλίμα και τέσσερις διακριτές εποχές· σε μια άλλη εποχή χωρίς πανδημία. Κατά διαστήματα σήκωνα τη μάσκα για να πιω μια γουλιά νερό και να εισπνεύσω στα κλεφτά λίγη άνοιξη, αν και οι μυρωδιές του Λονδίνου σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνονται με τα εσπεριδοειδή, τα γιασεμιά και τις τριανταφυλλιές της Αθήνας.

Ο ένας μετά τον άλλον, οι δρόμοι του κεντρικού Λονδίνου ήταν εντυπωσιακά ερημικοί· σαν μια Κυριακή τον Αύγουστο, σε άλλη όμως χώρα, ίσως σε μια μεσογειακή, αφού τις Κυριακές του Αυγούστου το κέντρο του Λονδίνου σφύζει από ζωή. Η Borough Market (η αγορά δίπλα στη Γέφυρα του Λονδίνου) ήταν το πρώτο σημείο στο οποίο συνάντησα κόσμο –ανθρώπους που αγόραζαν λαχανικά, φρούτα και λιχουδιές από τους πάγκους της υπαίθριας αγοράς– ενώ στη South Bank (την όχθη του Τάμεση δίπλα στο Εθνικό Θέατρο) παρέες έκαναν πικνίκ και απολάμβαναν τον ήλιο.

Μπαίνοντας στο οδοντιατρείο στο Bloomsbury, δίπλα στο Βρετανικό Μουσείο, συνειδητοποίησα ότι εκτός από το πώς να ντύνομαι, έχω ξεχάσει και το πώς να φέρομαι μπροστά σε άλλους. Σαν γραφική γεροντοκόρη σε βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι, ήμουν μάλλον υπερβολικά ενθουσιώδης και ομιλητικός με το ευγενέστατο προσωπικό του ιατρείου, οι οποίοι μάλιστα παρατήρησαν εν χορώ ότι έχω χάσει βάρος, το οποίο βέβαια με ενθάρρυνε να συνεχίσω την περιγραφή της καθημερινής γυμναστικής στο σπίτι σαν να είναι το πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα συζήτησης. 

Λονδίνο
© ΡΩΜΑΝΟΣ ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ

Αφού έλαβα τα εύσημα της οδοντιάτρου για την εξαιρετική συντήρηση της στοματικής υγιεινής μου και ολοκληρώθηκε η ιστορική αυτή επίσκεψη, συνέχισα το οδοιπορικό στο κεντρικό Λονδίνο. Κεντρικές λεωφόροι όπως η Kingsway, η Shaftesbury Avenue και η Charing Cross Road είχαν μετατραπεί σε πεζοδρόμους με την κίνηση των πεζών να περιορίζεται πότε-πότε από ένα μισοάδειο λεωφορείο. Η μόνη φορά που ήρθα αντιμέτωπος με συνωστισμό ήταν στην Chinatown· πλήθος ασιατών, οι μόνοι πλέον που ακόμα φορούν επιμελώς μάσκα.

Η σχεδόν μάταια αναζήτηση για ένα ανοιχτό καφέ που θύμισε το Λονδίνο του 2000, όταν τα Preta Manger και τα Starbucks είχαν μόλις αρχίσει να επεκτείνονται και να φέρνουν στην Αγγλία την κουλτούρα του καφέ και του καλού έτοιμου φαγητού. Είδα πολλά, μα πάρα πολλά, ερειπωμένα, άδεια μαγαζιά και εστιατόρια –ακόμη και από μεγάλες αλυσίδες– με τις αφίσες στις τζαμαρίες να είναι το μόνο ίχνος της πρότερης ύπαρξής τους. Το Λονδίνο μετά την πανδημία θα είναι σίγουρα διαφορετικό. Τα θρυλικά βιβλιοπωλεία της Charing Cross Road –το Quinto, το Henry Pordes Books και το Any Amount of Books – με τα ρολά μισοκατεβασμένα και την ειδοποίηση ότι δέχονται μόνο διαδικτυακές παραγγελίες. 

Ένας ολόκληρος χρόνος εγκλεισμού ξαφνικά συμπτύχθηκε σαν ακορντεόν· σαν ο χωροχρόνος να έγινε μια σελίδα χαρτί που τη διπλώνεις και το σημείο Α ακουμπάει στο σημείο Β

Φτάνοντας στο ποτάμι ένιωσα με βεβαιότητα δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν καθησυχαστικό: η αίσθηση ότι δεν είχε περάσει καθόλου χρόνος από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ· παρόλο που αυτή ήταν στις 6 Μαρτίου 2020, σε μια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, ένιωθα σαν να είχα ξαναβρεθεί εδώ μόλις χτες. Ένας ολόκληρος χρόνος εγκλεισμού ξαφνικά συμπτύχθηκε σαν ακορντεόν·σαν ο χωροχρόνος να έγινε μια σελίδα χαρτί που τη διπλώνεις και το σημείο Α ακουμπάει στο σημείο Β.

Το δεύτερο πράγμα ήταν μάλλον δυσάρεστο. Παρόλο που υπάρχουν γωνιές του Λονδίνου που αγαπώ πολύ (κυρίως μέσα στα κτίρια –στα μουσεία, τα θέατρα, τα βιβλιοπωλεία, τα εστιατόρια, τους σταθμούς και τους χώρους συναυλιών– αλλά ακόμα και κάτω από την πόλη, στα κρυφά σπλάχνα της), παρόλο τόσα χρόνια την έχω ζήσει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη –φτωχός, μόνος και άνεργος, και πιο μετά έχοντας καλή δουλειά και καλές παρέες, με τρομοκρατικές επιθέσεις να σκάνε παραδίπλα μου και με τους ιστορικούς εορτασμούς του Ιωβηλαίου της Βασίλισσας–, παρόλο που το Λονδίνο τόσο ως ιδέα, ως κόνσεπτ, όσο και απτά, στη ζεστή λιακάδα της άνοιξης είναι μια πολύ όμορφη και ιδιαίτερη εμπειρία, συνειδητοποίησα ότι το τσιμέντο και η πέτρα της πόλης αυτής εξακολουθούν να μου εκπέμπουν ακριβώς την ίδια τραχύτητα και ψυχρότητα που μου εξέπεμπαν πάντα, σαν να μην κάνουν καμία προσπάθεια να σε υποδεχθούν, να σε καλωσορίσουν και να σε κάνουν να νιώσεις άνετα, μάλλον το αντίθετο. Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Πίστευα ότι η απόσταση που μας χώριζε τόσο καιρό, οι επίπονες αναμνήσεις της πόλης πριν την πανδημία, όλων αυτών των καταπληκτικών στιγμών που ζήσαμε, θα άλλαζαν τη χημεία μας. Αυτό τελικά δεν έγινε;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ