- CITY GUIDE
- PODCAST
-
25°
Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας


Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
ΤΟ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Λοιπόν; Ποιο ήταν το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής σας; Ποιο σάς καθόρισε; Ποιο σάς έκανε τον άνθρωπο που είστε σήμερα; Πολύ θα θέλαμε να μάθουμε. Εάν το σκεφτείτε και το βρείτε, πείτε το μας με ένα μέιλ. Δεν χρειάζονται πολλές λεπτομέρειες. Μόνο το πλαίσιο. Ευχαριστούμε.
UPDATE. Και ιδού οι πρώτες απαντήσεις φίλων του Ημερολογίου:
Τάσος Γέροντας: Ε, λοιπόν, να μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Σκεφτόμουν για αρκετή ώρα. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο; Όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο; Όταν βρήκα τη δουλειά των ονείρων μου; Όταν παντρεύτηκα; Όταν απέκτησα την πρώτη κόρη μου; Όταν απέκτησα τη δεύτερη κόρη μου; Όταν χώρισα; Όταν ξαναπαντρεύτηκα; Όταν επιτέλους βγήκα στην πολυπόθητη σύνταξη; Όταν βγήκε το πρώτο μου βιβλίο; Συνειδητοποίησα πως έχω πολλά σημαντικά γεγονότα, από τα οποία πρέπει να διαλέξω ένα. Και διάλεξα το αουτσάιντερ: Όταν γεννήθηκα.
Δανάη Σμυρναίου: Ήμουν 19 και είχα μόλις χάσει τη μητέρα μου. Είχα παγώσει. Δεν έκλαιγα, δεν μιλούσα, δεν έκανα τίποτα. Ώσπου ένα βράδυ, την είδα στον ύπνο μου και μου είπε: «Ζήσε, για ό,τι δεν πρόλαβα εγώ». Ξύπνησα με δάκρυα αλλά και με μια απόφαση. Από τότε, ζω με ορμή. Δεν φοβάμαι πια. Ή τουλάχιστον το προσπαθώ. Και να πω εδώ ότι δεν πιστεύω καν στη μετά θάνατο ζωή και όλα αυτά. Αλλά αυτό που λέω έγινε, και δεν θα το ξεχάσω ποτέ μα ποτέ.
Κάτια Σ.: Τον άκουσα να τραγουδάει. Στο απέναντι μπαλκόνι, βράδυ, καπνίζοντας το τσιγάρο του. Ήταν τελείως φάλτσος. Δεν είδα το πρόσωπό του, έβλεπα μόνο την καύτρα. Κάτι του Γκάτσου, δεν έχει σημασία. Θυμάμαι ότι με πιάσανε τα κλάματα, και την επόμενη στιγμή μπήκα μέσα και κατάφερα να γράψω για πρώτη φορά εδώ και χρόνια. Ήταν η στιγμή που γύρισα πίσω στη γραφή — και στον εαυτό μου.
Μ.Τ.: Ήταν ένα απόγευμα που πήγαινα για υπηρεσία, είμαι στρατιωτικός. Θυμάμαι σαν και τώρα ότι πονούσε τρομερά η μέση μου, και είχε αρχίσει και να ψιλοβρέχει. Πηγαίνοντας να πάρω το αμάξι μου βλαστημώντας, είδα από δίπλα μου ένα γεροντάκι, έναν από αυτούς που μαζεύουν χαρτιά κλπ. Με κοίταξε και μου είπε: «Μη γκρινιάζεις, ρε. Όλα περνάνε». Στον λόγο μου. Δεν τον ξαναείδα ποτέ φυσικά. Αλλά από τότε λέω αυτή τη φράση σε όλους.
Άρτεμις Πουλοπούλου: Λαϊκή δημοκρατία του Κονγκό. Άφιξη μετά από 5 μέρες, με τζιπ, απόσταση μόνο 600 χλμ. λόγω απλά μη δρόμων, σε ένα χωριό, χωρίς ρεύμα φυσικά, στο εσωτερικό της τεράστιας αυτής χώρας, υποδοχή με τραγούδια, χορό, χαρά ζωής, λαμπερά μάτια, δωράκια συγκινητικά, ένα χαλάκι από ράφια, δύο αυγά… Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτά που θεωρούμε λίαν απαραίτητα και στο φως στα πρόσωπα αυτά, ακόμα και τώρα, με οδηγεί στο να μη θεωρώ τίποτα δεδομένο και να τσιμπολογάω με ευγνωμοσύνη ό,τι μού προσφέρεται.
Ι.Λ.: Όταν κατάλαβα ότι δεν θα κάνω παιδιά. Μου πήρε χρόνια να το δεχτώ. Έπειτα όμως, άρχισα να μεγαλώνω άλλου είδους παιδιά: γατιά, κήπους, μαθητές, ιδέες. Κατάλαβα πως η μητρότητα είναι μια ενέργεια που βρίσκει διέξοδο στη δημιουργικότητα. Δεν είναι ακριβώς μια στιγμή ή ένα συγκεκριμένο γεγονός. Αλλά ήταν την περίοδο που κατάλαβα ότι ήταν ανόητο να νιώθω λιγότερη, υποδεέστερη. Είμαι περισσότερο καλά από τις περισσότερες γυναίκες που ξέρω. Χωρίς να θέλω να τις μειώσω.
Ε.Π.: Όχι όταν διαγνώστηκα με καρκίνο, αλλά όταν θεραπεύτηκα.
Κ.Ζ.: Το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου ήταν όταν ο πατέρας μου δεν ήρθε στην αποφοίτησή μου. Μου είχε πει πως θα είναι εκεί. Δεν ήρθε. Στεναχωρήθηκα, θύμωσα, αλλά από την άλλη αποφάσισα πως δεν θα περιμένω ποτέ ξανά την επιβεβαίωση κανενός. Είναι ανοησία.
Ελισάβετ Διονυσίου: Η πρώτη φορά που έμεινα μόνη μου στο σπίτι μου, με τα πρώτα λεφτά από την πρώτη μου δουλειά, μακριά από το πατρικό. Ένα δυαράκι στου Γκύζη, πρώτος όροφος. Ήταν άδειο, κρύο, και είχε μια περίεργη μυρωδιά. Τη νύχτα τρόμαξα. Αλλά το πρωί, έκανα καφέ, άνοιξα το ραδιόφωνο και είπα δυνατά: «Αυτό είναι το βασίλειό μου».
Α.Β.: Ήταν ένας χάρτης. Φτιαγμένος στο χέρι, γεμάτος βελάκια και σημειώσεις, μου τον είχε δώσει ο παππούς μου λίγο πριν πεθάνει. Δεν οδηγούσε πουθενά. Δεν ήταν αληθινός. Όποτε ταξιδεύω, τον έχω μαζί μου ακόμα. Δεν έχει σημασία πού πας. Αρκεί να έχεις κάποιον που πίστεψε ότι αξίζει να χαθείς.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ
Ο Στέλιος Ιατρού, ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Ημερολόγιο για να βρίσκει αφορμές να χρονοτριβεί και ν’ αναβάλλει την παράδοση των εργασιών του. Σήμερα: Ποιο Game of Thrones, γατάκια!
Γενεαλογίες, ίντριγκες και σκάνδαλα
Ο Ενδυμίων ήταν ένας σκέτος κούκλος, κάτι που πάντοτε προμηνύει μπελάδες, και δεύτερος μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Ηλίδος τα πρωινά. Με τη Ναϊάδα νύμφη Αστερόδεια ή Αστεροδία, ή Χρωμία, ή Υπερίππη, ή Μαρία Τερέσα Γκαρσία Ραμίρεζ ντε Βασκονσέλος Αρόγιο, απέκτησαν τον Αιτωλό, τον Επειό, τον Παίονα, τον Νάξο, και τον Πίσο, όλοι τους επώνυμοι ήρωες αρχαίων τόπων, ούτε ένας τους λογιστής, υδραυλικός, μηχανικός ιχθυοκαλλιεργειών, ή TikToker installation artist.
Ο Αιτωλός ήταν απόγονος Τιτάνων και Θεών, αλλά και κάπως Λάννιστερ, διότι ο κούκλος πατέρας του, Ενδυμίων, ήταν δισέγγονος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, από τη γιαγιά του την Πρωτογένεια που ήταν θυγατέρα του μόνου εκείνου μετακατακλυσμικού ζεύγους, κι έτσι ήταν τρισέγγονος τόσο του Προμηθέως από τον παππού του, Δευκαλίωνα, όσο και του Επιμηθέως από την προγιαγιά του, Πύρρα, η οποία έτσι ήταν πρωτοξαδέλφη του Δευκαλίωνος. Είπαμε, Λάννιστερ. Παράλληλα, επειδή η Πρωτογένεια είχε γεννήσει τον πατέρα του, Αέθλιο, πρώτο βασιλιά της Ηλίδος, από την ένωσή της με τον ίδιο τον Δία —αυτός θα έλειπε;— ο Ενδυμίων ήταν και εγγονός του Διός.
Ο Αέθλιος νυμφεύθηκε την Καλύκη, θυγατέρα της Εναρέτης και του βασιλιά Αιόλου των Θεσσαλών, ο οποίος ήταν γιος της νύμφης Ορσηίδος και του Έλληνος.
Ο Έλλην ήταν ο γενάρχης των Ελλήνων, γιος του Δευκαλίωνος (ή του Διός) και της Πύρρας· επομένως, η Ορσηίς ήταν η μητέρα των Ελλήνων, αφού τέκνα της ήσαν ο Αίολος των Θεσσαλών, γενάρχης των Αιολέων, ο Δώρος, γενάρχης των Δωριέων, και τέλος ο ψιλοάγνωστος σήμερα στα τηλεπαιχνίδια Ξούθος, που απέκτησε δυο γιους, τον Αχαιό, γενάρχη των Αχαιών, και τον Ίωνα, γενάρχη των Ιώνων.
Από την αδελφή του Έλληνος, την γνωστή unboxer Πανδώρα, που ήταν κατά τ’ άλλα σύζυγος του Επιμηθέα, προπροπροπάππου του Αιτωλού, ο Ζευς απέκτησε τον Γραικό, ενώ από την άλλη του αδελφή, τη Θυία, ο ίδιος πάντοτε Ζευς απέκτησε τον Μακεδόνα ή Μακεδνό και τον Μάγνητα, γενάρχες των Μακεδόνων και των Μαγνήτων, αντίστοιχα. Ασφαλώς υπάρχουν κι εναλλακτικές γενεαλογίες — δεν θα υπήρχαν;
Τον κούκλο Ενδυμίωνα τον ερωτεύθηκε κάποια στιγμή η νυχτερινή stalker Σελήνη, όταν τον είδε να βόσκει πρόβατα στην Καρία, γιατί ήταν πάρα πολύ κούκλος, αν δεν το είπα ήδη. Τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ ενώ αυτός κοιμόταν —creepy!— σε μια σπηλιά στον Λάτμο, ένα βουνό στα δυτικά της Μιλήτου, και ξάπλωνε πλάι του θαυμάζοντας το κάλλος του, και ποιος ξέρει τι — yikes! Σε μια lower-budget παραλλαγή, ήταν όχι στη Μίλητοοοοοοοο αλλά στην κάπως μπανάλ Γκιώνα, που τότε λεγόταν Ασέληνον Όρος, διότι όταν η θεά ξάπλωνε πλάι στο κορμί, έσβηνε το φεγγάρι.
Πολύ γρήγορα, όμως, τη Σελήνη κυρίεψε η εμμονική σκέψη —δεν ήθελε και πολύ— πως ο νιος θα γερνούσε κι η ομορφιά του θα χανόταν σαν όνειρο την αυγή. Έτσι, χωρίς να τον ρωτήσει —Disney girl boss— πήγε και παρακάλεσε τον Δία να τον κρατήσει για πάντα αγέραστο, κι εκείνος τον άρπαξε κοιμώμενο στον Όλυμπο, όπου τον άφησε να κοιμάται αιώνια, κι όσο θα κοιμόταν δεν θα γερνούσε.
Εντούτοις, τότε μπήκαν στη μέση οι δικηγόροι από το Χάρβαρντ, επειδή τούτο συνιστούσε παραβίαση των δικαιωμάτων του αδελφού του, του Άδου, διότι ο Ενδυμίων ήταν θνητός, κι έτσι προοριζόταν να πεθάνει και να κατέλθει στο βασίλειο του Πλούτωνος. Οπότε τον έστειλε να κοιμάται αγέραστος στον Άδη.
Προτού συμβούν όλα αυτά, ο Ενδυμίων βρέθηκε μπροστά στο πρόβλημα ποιον από τους γιους του, Αιτωλό, Επειό, και Παίονα, να αφήσει διάδοχό του στην Ηλίδα. Πάντα έτσι ξεκινούν τα δράματα, στα κληρονομικά.
Διοργάνωσε, λοιπόν, αγώνες δρόμου στην Ολυμπία, διότι το τρέξιμο εγγυάται την καλή διακυβέρνηση, και όταν τη νίκη κατέκτησε ο Επειός, αυτός ορίστηκε και διάδοχος του πατέρα του. Ο Παίων δεν το πήρε ψύχραιμα, κι αναχώρησε για τη Μακεδονία με υπόκρουση Morricone. Πίσω έμεινε ο Αιτωλός, που διαδέχθηκε τον Επειό, όταν εκείνος πέθανε. Δεν έμελλε να μείνει για πολύ στον θρόνο.
Όταν πέθανε ο Αζάν του Αρκάδος, βασιλιάς της Αρκαδίας, τελέστηκαν άθλα στην κηδεία του, δηλαδή αγώνες, κι εκεί συνέβη μια φάση τύπου αρματοδρομίες Μπεν Χουρ, κατά την οποία το άρμα του Αιτωλού πέρασε τυχαία πάνω από τον Άπι, γιο του Φορωνέως και της νύμφης Τηλεδίκης —τηλεδίκες, άρα είχαμε από τότε τηλεόραση, τι μας κρύβουν, κάμερα σε μένα—, και τον εσκότωσε, μά τον Όσιρι και μά τον Άπι, όλως αναπαντέχως.
Ο Άπις ήταν ο μάλλον τυραννικός βασιλιάς όλης της Πελοποννήσου, που τότε λεγόταν Απία από το δικό του όνομα, because huge ego. Σε μιαν άλλη παραλλαγή, ο Αισχύλος παραδίδει πως ο Άπις ήταν γιος του Απόλλωνος, και είχε προσέλθει από τη Ναύπακτο για να εξαγνίσει την Πελοπόννησο, ενώ αυτός ο Άπις ήταν που λατρευόταν αργότερα ως Σάραπις στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Στην εκδοχή που ο Άπις ήταν ο άκλαφτος τυραννικός βασιλιάς της Πελοποννήσου, οι γιοι του καταδίωξαν κι εξόρισαν τον Αιτωλό, που διέβη τον Κορινθιακό Κόλπο, κι έφτασε στις εκβολές του Αχελώου.
Εκεί τον καλοδέχθηκαν ο Δώρος, ο Λαόδοκος, και ο Πολυποίτης, που ήσαν γιοι του Απόλλωνος και της Φθίας. Ο Αιτωλός τούς ανταπέδωσε το καλωσόρισμα, και βγάζοντάς τους και τους τρεις από τη μέση έκανε δική του τη χώρα τους, που πήρε έκτοτε το όνομά του, κι έγινε η Αιτωλία, διώχνοντας μάλιστα τον επιχώριο αυτόχθονα λαό, τους Κουρήτες —εντελώς Λάννιστερ—, που λέγονταν έτσι είτε από το Κούριον Όρος της Αιτωλίας ή γιατί κούρευαν το μπροστινό μέρος της κεφαλής τους, ή, τέλος, γιατί κατάγονταν από τους Κουρήτες της Κρήτης, που θορυβούσαν δαιμονιωδώς καλύπτοντας τα κλάματα του μικρούλη Διός, έξω απ’ το Ιδαίον Άντρον.
Ο Αιτωλός δεν ήτανε κανείς μαγκούφης: νυμφεύθηκε την Προνόη, θυγατέρα του Φόρβου ή Φόρβαντος, κι απέκτησε δυο γιους μαζί της, τον Πλευρώνα και τον Καλυδώνα. Ο Καλυδών ίδρυσε την πόλη Καλυδώνα της Αιτωλίας, ενώ ο Πλευρών ίδρυσε την Πλευρώνα — ΟΚ, καμία φαντασία.
Με την Καλυδώνα σχετίζεται ο μύθος του μεγάλου, πανελλήνιου κυνηγιού του Καλυδώνιου Κάπρου. Τον μάλλον θηριώδη και αμάχητο κάπρο είχε στείλει ως τιμωρία η Άρτεμις για την ασέβεια του βασιλιά Οινέως της Καλυδώνος, ο οποίος είχε προσφέρει θυσία κατά τα Θαλύσια τους πρώτους ετήσιους καρπούς σε όλους τους Ολύμπιους πλην εκείνης, γιατί την είχε ξεχάσει. Big mistake.
Ο Οινεύς ήταν γιος του Πορθάονος και της Ευρύτης. Ο Πορθάων ή Πορθεύς ήταν με τη σειρά του γιος του Αγήνορος και της Επικάστης, ο δε Αγήνωρ ήταν γιος του Πλευρώνος, άρα απόγονος του Αιτωλού και, μέσω εκείνου, απόγονος του Δευκαλίωνος, της Πύρρας, να μην τα ξαναλέω πάλι.
Αυτή η Επικάστη ήταν θυγατέρα του Καλυδώνος και της Αιολίας, θυγατέρας του Αμυθάονος, επομένως τα ξαδέλφια Αγήνωρ και Επικάστη παντρεύτηκαν μεταξύ τους, που δεν είναι ποτέ καλή ιδέα.
Ο Οινεύς συνδέεται με τον οίνο, που μάλιστα ονομάστηκε έτσι από τον Οινέα —δεν τον έλεγαν Προσέκο ούτε Πινό Νουάρ!— γιατί εκείνος ήταν που πρώτος έφτιαξε οίνο από τα σταφύλια, και τον ανακάτεψε με νερό από τον Αχελώο για να παρασκευάσει κρασί. Την τέχνη τού την είχε διδάξει ο ίδιος ο Διόνυσος, τον οποίον κάποτε είχε φιλοξενήσει ο Οινεύς στο ανάκτορό του.
Ο Διόνυσος δεν είχε περάσει τυχαία από κει, αλλ’ είχε επιθυμήσει την πρώτη σύζυγο του Οινέως, την Αλθαία, και όταν ο Οινεύς το πήρε είδηση, ρόλαρε τα μάτια, έβγαλε έναν αναστεναγμό «όχι πάλι, έλεος κάπου!», πήρε το δισάκι του, είπε στην Αλθαία πως θα πεταχτεί στην εξοχή για μια θυσία στους Θεούς, κι άφησε τον Διόνυσο να κάνει τα θεϊκά του κόλπα. Εννιά μήνες αργότερα γεννήθηκε η Δηιάνειρα, τελευταία και μοιραία σύζυγος του Ηρακλέους, ο οποίος όταν τα έφτιαξε με την Ιόλη έλαβε πακέτο από τη σύζυγο έναν ωραιότατο χιτώνα δηλητηριασμένο με το αίμα του Κενταύρου Νέσσου.
Η Αλθαία δεν ήταν η πρώτη φορά που πλάγιαζε μ’ έναν θεό, γιατί είχε αποκτήσει και τον Μελέαγρο από τη σχέση της με τον Άρη, όσο ήταν ήδη παντρεμένη με τον Οινέα. Ξέρω! ΣΟΚ! Αλλά προχωράμε.
Όταν γεννήθηκε ο Μελέαγρος, επτά ημέρες αργότερα προσήλθαν στην κλίνη της μανούλας οι τρεις Μοίρες· η Κλωθώ είπε πως θα γινόταν ατρόμητος σαν λιοντάρι, η Λάχεση είπε πως πολλά θα ήσαν τα ηρωικά του κατορθώματα, όμως η ψυχή κάθε πάρτι, η Άτροπος, είπε πως θα ζούσε όσο να καεί ολωσδιόλου το κούτσουρο που εκείνη δα την ώρα καιγόταν στο τζάκι. Η Αλθαία πετάχτηκε από το κρεβάτι, άδραξε το φλεγόμενο ξύλο, το έσβησε, και το απέθεσε σ’ ένα μπαούλο, το οποίο απέκρυψε σε άγνωστο σημείο. Δίπλα στο κούτσουρο πύρωνε κι ένα χρυσό δαχτυλίδι με ξωτικίσια επιγραφή, που δεν θα προφέρω εδώ.
Όταν ενηλικιώθηκε, ο Μελέαγρος διοργάνωσε το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, προσκαλώντας για ξεκάρφωμα τους σαράντα πέντε τρανότερους ήρωες δεύτερης διαλογής της εποχής του —μερικοί ήσαν και μια πρέζα ημίθεοι, οι υπόλοιποι ήσαν Marvel Phase 4—, όμως στ’ αλήθεια για να προσκαλέσει την Αταλάντη, τη μοναδική γυναίκα μέσα στον όμιλο των κυνηγών-ηρώων, θυγατέρα Σχοινέως από τη Βοιωτία που είχε μεταναστεύσει στην Αρκαδία έτσι για να μπλέξει την πλοκή. Τα δυο παιδιά ερωτεύτηκαν.
Η Αταλάντη, που αρχικά οι κυνηγοί δεν τη θέλαν μέσα στα πόδια τους, ήταν εκείνη που πρώτη πλήγωσε τον κάπρο με το βέλος της. Κάπου πίσω ανατομικά, αλλά το πλήγμα μετράει. Ακολούθως, ο Αμφιάραος τον έπληξε στο μάτι μ’ ένα δικό του βέλος, και τέλος ο Μελέαγρος σκότωσε το θεριό με μια μαχαιριά στο πλευρό.
Στον Μελέαγρο δόθηκε η δορά του κάπρου, κι εκείνος τη δώρισε αμέσως στην Αταλάντη αντί για μονόπετρο, όμως, προσβεβλημένοι, οι θείοι του, τ’ αδέρφια της Αλθαίας, αξίωσαν να λάβουν οι ίδιοι το τομάρι, κι όχι η ξένη γυναίκα. Πιάστηκαν στα χέρια, και ξέρετε πώς θα εξελιχθεί αυτό: ο αάατος [είναι λέξη αυτή, ο άτρωτος] Μελέαγρος τους εξόντωσε όλους. Όταν το ’μαθε η Αλθαία, την κυρίεψε μανία, άνοιξε το μπαούλο, πέταξε το κούτσουρο στο τζάκι, και σκότωσε έτσι τον γιο της. Αμέσως μετά, όταν συνειδητοποίησε τι είχε διαπράξει, πήρε και η ίδια τη ζωή της.
Ο Οινεύς πένθησε για λίγο την Αλθαία, και νυμφεύθηκε την Περίβοια, θυγατέρα του βασιλιά Ιππονόου του Άργους. Μαζί της απέκτησε τον Τυδέα, πατέρα του ομηρικού ήρωα Διομήδη, βασιλιά του Άργους και δεύτερου τρανότερου πολεμιστή των Αχαιών μετά τον Αίαντα στον Τρωικό Πόλεμο — ο Αχιλλεύς ήταν εκτός συναγωνισμού. Επιπλέον, ο Διομήδης ήταν ανιψιός του Ηρακλέους και κολλητός του Οδυσσέως. Οδυσσεύς, Αίας, και Διομήδης ήσαν οι ευνοημένοι της Αθηνάς.
Ο Οινεύς δεν ήταν το καλύτερο παιδί, όπως θα έχετε καταλάβει, και αποπλάνησε την Περίβοια σε φάση Ζωίτσας Λάσκαρη - Νίκου Κούρκουλου στον «Κατήφορο», παρατώντας την κάπου σε κάτι χοιροβοσκούς, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τυδεύς. Υπάρχει και μια ακόμα χειρότερη παραλλαγή, πως ο Δίας προκάλεσε τον ανόσιο έρωτα του Οινέως για τη θυγατέρα του, τη Γόργη, και πως ο Τυδεύς ήταν ο καρπός αυτής της ένωσης. Σκάνδαλα!
Πίσω στο πρώτο σενάριο, όταν μεγάλωσε ο Τυδεύς, έβαψε κι εκείνος τα χέρια του με αίμα, όπως ξεκινούν οι ιστορίες τόσων ηρώων που έπρεπε κατόπιν να εξιλεωθούν. Αφηγηματικό τέχνασμα.

Τώρα, υπάρχουν τρεις παραλλαγές, ας ψηφίσει το κοινό ποια προτιμά: στην πρώτη, σκότωσε τον θείο του, Αλκάθοο, αδελφό του Οινέως· στη δεύτερη, σκότωσε τον δικό του αδελφό, τον Ωλενία· στην τρίτη, μπήκε σ’ ένα mini bus και σκότωσε τους γιους του Μέλανος, αδελφού του Οινέως, που ήσαν οι Φηνεύς, Ευρύαλος, Υπέρλαος, Αντίοχος, Ευμήδης, Στέρνωψ, Ξάνθιππος, και Σθενέλαος, που πρέπει να διαβάζονται με μιαν ανάσα. Αυτοί φαίνεται πως συνωμοτούσαν να σκοτώσουν τον Οινέα, και να του αρπάξουν τον θρόνο — ανέλπιστη ίντριγκα!
Ακολούθως, ο Τυδεύς περιπλανήθηκε αναζητώντας κάποιον να τον εξαγνίσει, και έτσι έφτασε στην Αυλή του βασιλιά Αδράστου, όπου περνούσε τ’ απογεύματά του χτυπώντας τα πούλια στο τάβλι ο Πολυνείκης [ = ο καβγατζής, αυτός που έχει πάντα νεύρα, νεύρα, πολλά νεύρα], ο γιος του Οιδίποδος και νόμιμος βασιλιάς της Θήβας, στον οποίο ο Ετεοκλής [ = αυτός που πράγματι του αξίζει δόξα] δεν έλεγε να παραδώσει την εξουσία κατά τα συμφωνημένα.
Ο Άδραστος —που συνέλεγε γραμματόσημα με πεταλούδες αλλά και διωγμένα πριγκιπόπουλα επενδύοντας στο networking— δέχθηκε να τον εξαγνίσει, τον πάντρεψε δε και με τη θυγατέρα του, τη Δηιπύλη, ενώ στον Πολυνείκη έδωσε την άλλη κόρη του, την Αργεία, και τους υποσχέθηκε πως θα φροντίσει να επιστρέψουν θριαμβευτές πίσω στις πατρίδες τους. Βασικά ο Άδραστος, σαν πρώιμος Αψβούργος, τους προξένεψε τις κόρες του, ώστε όταν επανέλθουν στους θρόνους τους να έχει εξασφαλίσει τη συμμαχία τους και την προβολή της ισχύος του στα δικά τους βασίλεια.
Για να συμβεί αυτό, έπρεπε πρώτα να εγκατασταθεί με τα όπλα ο Πολυνείκης πίσω στον δικό του θρόνο, κι έτσι οργανώθηκε η εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, σχέδιο στο οποίο είχε ανάμιξη ο Τυδεύς. Στην ίδια εκστρατεία, ο Αμφιάραος, που εκτός από κυνηγός-ήρωας ήταν βολικά και μάντης, είχε προβλέψει πως θα πεθάνει, όπως όλοι οι Επτά, εκτός από τον Άδραστο, και γι’ αυτό αρνιόταν να συμμετάσχει.
Ο Άδραστος κι ο Πολυνείκης συνέλαβαν τότε ένα τέχνασμα. Έπεισαν τον Αμφιάραο να δεχθεί τη διαιτησία της συζύγου του, Εριφύλης, κι εκείνη ν’ αποφασίσει αν θα συμμετάσχει ή όχι ο σύζυγός της στην εκστρατεία του αδελφού της, που ήταν ο Άδραστος. Ο Αμφιάραος περίμενε από τη γυναίκα του να πάρει το μέρος του, αλλ’ εκείνη είχε λάβει από τον Πολυνείκη τον πέπλο και το περιδέραιο της Αρμονίας που φυλάσσονταν στους Δελφούς.
Η Αρμονία ήταν η θυγατέρα του Άρεως και της Αφροδίτης, κι ο Ζευς την πάντρεψε με τον Κάδμο, τον ιδρυτή της Θήβας και αδελφό της Ευρώπης, για να την ξεφορτωθεί από τον Όλυμπο, όπου όσο κυκλοφορούσε θύμιζε στον Ήφαιστο την απιστία της Αφροδίτης. Στον γάμο της προσήλθαν οι Ολύμπιοι, και η μεν Αθηνά τής πρόσφερε έναν υπέρκομψο πέπλο που είχαν υφάνει οι Χάριτες, ο δε Ήφαιστος της πρόσφερε ένα απαράμιλλης ομορφιάς περιδέραιο.
Τόσο ο πέπλος, όμως, όσο και το περιδέραιο έκρυβαν μέσα τους ένα plot twist, αφού η Αθηνά κι ο Ήφαιστος τα είχαν ποτίσει μ’ ένα μαγικό φίλτρο, ένα δηλητήριο θα έλεγε κανείς, να φέρνουν συμφορές σε όλη τη γενιά της Αρμονίας και του Κάδμου, λόγω αυτής της απιστίας της Αφροδίτης. Αυτό εξηγεί και όλες τις συμφορές που βρήκανε ποτέ τη Θήβα.
Η Εριφύλη εντελώς απροσδόκητα πήρε το πλευρό του αδελφού της, κι έστειλε τον Αμφιάραο στον βέβαιο θάνατο για ένα πέπλο κι ένα περιδέραιο. Ο Αμφιάραος έδωσε εντολή στους δυο γιους του, τον Αλκμαίωνα (εναλλακτική γραφή, Αλκμέωνα) και τον Αμφίλοχο, να εκδικηθούν τον θάνατό του σκοτώνοντας τη μητέρα τους όταν μεγαλώσουν, εντολή που κατ’ άλλη παραλλαγή έδωσε στους δυο γιους ο Απόλλων, ο προστάτης του Αμφιαράου. Μια άλλη παραλλαγή λέει πως ο Αμφιάραος κρυβόταν, και η Εριφύλη τον έδωσε στεγνά στον Άδραστο, που τον πήρε θέλοντας και μη στην εκστρατεία του
Ο Αμφιάραος σ’ όλη τη διαδρομή γκρίνιαζε και προφήτευε ασταμάτητα πως θαπεθάνουμόλοι, ενώ παράλληλα υποδαύλιζε την αντιπάθεια των Επτά σε βάρος του Τυδέως, πως αυτός ήταν ο ιθύνων νους της εκστρατείας, της καταδικασμένης να αποτύχει λόγω πρότερης απόφασης του Διός.
Περνώντας από τη Νεμέα, οι Επτά δίψασαν, και όταν συνάντησαν την Υψιπύλη, μια δούλη του βασιλιά, της ζήτησαν να τους δείξει πού θα μπορούσαν να πιουν λίγο νερό. Εκείνη κρατούσε στα χέρια της τον Οφέλτη, το βασιλόπουλο, για τον οποίο υπήρχε προφητεία πως δεν έπρεπε ποτέ να πατήσει τα πόδια του στο χώμα προτού μάθει να περπατάει, ειδάλλως θα πεθάνει, αλλά πώς θα μάθει να περπατάει, εάν ποτέ του δεν πατήσει χάμω; Catch 22.
Η ανέμελη Υψιπύλη θαμπώθηκε από τους τόσους πρίγκιπες, άφησε κάτω τον μικρό για να τους δείξει, και τότε ένα φίδι που παραμόνευε στην πηγή πετάχτηκε και έπνιξε τον Οφέλτη, καθώς αποκαλύπτει και τ’ όνομά του. Δεν τον λέγανε κι αυτοί Μπάμπη, ή καλύτερα Αθανάσιο, να μην πεθάνει ποτέ του;
Ο Αμφιάραος τους ερμήνευσε το περιστατικό ως κακό οιωνό για την εκστρατεία, αλλά δεν του έδωσαν πολλή σημασία. Διοργάνωσαν άθλα για τον Οφέλτη, τον οποίον ονόμασαν Αρχέμορο, δηλαδή αυτόν απ’ τον οποίο ξεκίνησε η Μοίρα ή που τον διαφέντεψε η Μοίρα, κι επομένως δεν έφταιξαν οι ίδιοι για τον θάνατό του, οι δε αγώνες αργότερα εξελίχθηκαν στα Νέμεα. Στους αγώνες, ο Αμφιάραος νίκησε στο άλμα, τη δισκοβολία, και τη ρητορική, εκμαιεύοντας από τον βασιλιά της Νεμέας τη συγχώρεση για το παράπτωμα της Υψιπύλης.
Φτάνοντας στη Θήβα, ίσως για να τον ξεφορτωθούν, απέστειλαν τον Τυδέα ως πρέσβη στο ανάκτορο των Λαβδακιδών να μεταφέρει το τελεσίγραφο στον Ετεοκλή.
Ο Ετεοκλής τον εξαπέστειλε από μπροστά του, κι ο Τυδεύς προκάλεσε σε trial by combat τους Θηβαίους ήρωες, τους οποίους εξόντωσε έναν προς έναν, για να τους αποδείξει πως δεν θα είχαν καμία ελπίδα σαν θα κατέφθαναν οι Επτά. Ενώ επέστρεφε στο στρατόπεδο των Επτά, οι Θηβαίοι απέστειλαν εναντίον του πενήντα άνδρες να του στήσουν ενέδρα, που κι αυτούς όμως τους σκότωσε όλους, εκτός από έναν, τον Μαίονα.

Όταν άρχισε η πολιορκία, ο Τυδεύς πληροφορήθηκε από την προστάτιδά του, την Αθηνά, πως η Ισμήνη, η αδελφή του Ετεοκλέους και του Πολυνείκου, επρόκειτο να έχει μια ερωτική συνάντηση κοντά σε μια κρυφή πηγή έξω από τα τείχη της πόλης με τον Θεοκλύμενο ή Περικλύμενο, γιο του Ποσειδώνος — ξέρετε τι συμπάθεια συνέδεε την Αθηνά με τον Ποσειδώνα. Με παρακίνηση της Αθηνάς, ο Τυδεύς παραμόνευσε και τους έπιασε στα πράσα. Ο νεαρός χλώμιασε από τρομάρα, κι έφυγε τρέχοντας αφήνοντας πίσω του την Ισμήνη στα χέρια του Τυδέως, που τη σκότωσε αδίστακτα, μ’ όλα τα παρακάλια της.
Στην κρίσιμη μάχη της πολιορκίας, ο Τυδεύς βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θηβαίο Μελάνιππο, ο οποίος τον τραυμάτισε στο στομάχι, αλλ’ ο Τυδεύς κατάφερε να τον σκοτώσει. Τότε η Αθηνά έσπευσε να σώσει τον προστατευόμενό της, κουβαλώντας του αμβροσία που είχε προμηθευτεί από τον ίδιο τον Δία.
Όμως, στους ελληνικούς μύθους όταν οι θεοί σχεδιάζουν, οι άνθρωποι γελάνε πονηρά: ο Αμφιάραος, έχοντας μαντέψει τι επρόκειτο να συμβεί, και για να εκδικηθεί τον Τυδέα, στον οποίο είχε φορτώσει κάθε ευθύνη για το δικό του πεπρωμένο, έτρεξε, έκοψε το κεφάλι του Μελάνιππου, κι έδωσε στον Τυδέα να φάει τον μυαλό του νεκρού, μάλλον παραπλανώντας τον πως έτσι θα θεραπευόταν από το τραύμα του. Η πάναγνη Αθηνά αηδίασε από το μιαρό θέαμα της ανθρωποφαγίας, και αποσυρόμενη του στέρησε την αμβροσία που θα τον καθιστούσε αθάνατο.
Το πτώμα του Τυδέως το έθαψε ο Μαίων, από ευγνωμοσύνη που τον είχε αφήσει να ζήσει, ή κατ’ άλλη παράδοση, το πήραν οι Αθηναίοι και το έθαψαν στην Ελευσίνα.
Μετά την αμφιθανάσιμη μονομαχία Ετεοκλέους-Πολυνείκου, κι ενώ όλοι οι ηγέτες των πολιορκητών είχαν σκοτωθεί, πλην του Αδράστου, τον Αμφιάραο καταδίωκε ο Περικλύμενος, και ήταν βέβαιο πως όταν θα τον πρόφτανε στις όχθες του Ισμηνού ποταμού, θα τον σκότωνε, μεγάλη ντροπή αν αναλογιστεί κανείς πως ο νεαρός ήταν πλέον ο διάσημος δειλός που είχε εγκαταλείψει την Ισμήνη κι έτρεχε γυμνός μέσα στη νύχτα να σώσει το τομάρι του.
Τότε, μ’ έναν κεραυνό του, ο Ζευς άνοιξε ένα πελώριο χάσμα στη γη, που κατάπιε το άρμα του Αμφιαράου μαζί με τον ηνίοχό του και τ’ άλογά του. Κατόπιν, απαθανάτισε τον ήρωα, που λατρευόταν στο εξής ως θεός παρέχοντας μαντείες σε διάφορα ιερά, όπως στον Ωρωπό.
Ουφ! Σαν νεράκι κύλησε.
Εικόνα 1η: Ο κορινθιακός κρατήρας του Αμφιαράου, αποδιδόμενος στον Ζωγράφο του Αμφιαράου (περ. 560 π.Χ.), με την αναχώρηση του Αμφιαράου. Στη μεσαία ταινία θα δείτε πίσω-πίσω στην ουρά των γυναικών την Εριφύλη να κρατά ένα πελώριο περιδέραιο, που βγάζει μάτι, ενώ ο Αμφιάραος γυρνά και την κοιτάζει με μίσος, και στο άλλο άκρο ένας γέρων μάντης τραβάει τα μαλλιά του οδυρόμενος για το κακό που περιμένει τον ήρωα. Μέχρι το τέλος του Β΄ Π.Π. βρισκόταν στην Antikensammlung Berlin, κατόπιν εξαφανίστηκε, και επανεμφανίστηκε στις συλλογές του Κρατικού Ιστορικού Μουσείου της Μόσχας.
Εικόνα 2η: Κορινθιακός μελανόμορφος αμφορέας (περ. 550 π.Χ.), αποδίδεται στον Ζωγράφο του Τυδέως κι εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου. Εικονίζεται ο Τυδεύς που φονεύει την Ισμήνη, ενώ ο εραστής της, Περικλύμενος, τρέχει να ξεφύγει γυμνός, αποδιδόμενος μάλιστα με λευκό χρώμα, που οι αγγειογράφοι το επεφύλασσαν για τις γυναίκες, ίσως για να καταδειχθεί η δειλία του.
* * *
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
William Faulkner, «Φως τον Αύγουστο» (μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς, Εκδόσεις Gutenberg)

Μερικά μεγάλα μυθιστορήματα τα υποδέχεσαι με χειροκροτήματα, και μερικά άλλα, μεγάλα πάντα, σε στάση προσοχής. Το «Φως τον Αύγουστο» το υποδέχεσαι σε στάση προσοχής. Πολύ μεγάλο βιβλίο, εξαιρετικά πλούσια ιστορία, ένας συναισθηματικός Γόρδιος Δεσμός που πάλλεται από αίμα (άσπρο, μαύρο, κόκκινο), ένα μελωδικό αριστούργημα όλο ζωντάνια και χυμούς, που μιλά με ασθματική τεκμηρίωση για μια εποχή — μακάρι να μην ξανάρθει ποτέ: και δεν θα ξανάρθει — φυλετικής βίας και αμφισβήτησης της ίδιας τής ιδιότητας του ανθρώπου. Ένα κλασικό Southern Gothic (για την ακρίβεια: ο ορισμός του είδους), από έναν τιτάνα των αμερικανικών Γραμμάτων. Πολύ μεγάλη στιγμή, συνολικά.
- Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Το πεντακάθαρο, λιτό δωμάτιο μύριζε Κυριακή. Στα παράθυρα οι καθαρές και καρικωμένες κουρτίνες κυμάτιζαν απαλά στο αεράκι που μύριζε οργωμένη γη και αγριόμηλα. Πάνω στο μικρό όργανο από ιμιτασιόν βελανιδιά με τα πετάλια του τυλιγμένα με τριμμένα και ξεφτισμένα κομμάτια χαλί υπήρχε ένα γυάλινο βάζο με λουλούδια του αγρού. Το αγόρι καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι που πάνω του είχε μια λάμπα πετρελαίου και μια γιγάντια Αγία Γραφή με μπρούντζινα κουμπώματα και μια μπρούντζινη κλειδαριά. Φορούσε ένα καθαρό λευκό πουκάμισο χωρίς κολάρο. Το παντελόνι του ήταν σκούρο, τραχύ και ολοκαίνουργιο. Τα παπούτσια του είχαν γυαλιστεί πρόσφατα και άτσαλα, όπως θα τα γυάλιζε ένα παιδί οχτώ χρονών, με λίγα θαμπά σημεία εδώ κι εκεί, ειδικά γύρω απ’ τα τακούνια, εκεί όπου το βερνίκι δεν είχε απλωθεί ομοιόμορφα στο δέρμα. Πάνω στο τραπέζι, ανοιχτή και γυρισμένη προς το μέρος του, ήταν μια Κατήχηση των Πρεσβυτεριανών. Ο Μακέκερν στεκόταν πλάι στο τραπέζι. Φορούσε ένα καθαρό, κολλαριστό πουκάμισο και το ίδιο μαύρο παντελόνι που είχε τη μέρα που τον πρωτοείδε το αγόρι. Τα μαλλιά του, υγρά, χωρίς ούτε μια γκρίζα τρίχα ακόμη, ήταν χτενισμένα και όρθια πάνω στο στρογγυλό του κρανίο. Τα γένια του ήταν κι αυτά χτενισμένα, κι αυτά υγρά. «Δεν έκανες καμιά προσπάθεια να το αποστηθίσεις», είπε.
- Νά και το οπισθόφυλλο:
Τα φαντάσματα του παρελθόντος στοιχειώνουν τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, ήρωες τραγικούς, τσακισμένους από τη μοίρα τους. Το έργο θεωρείται ένα από τα “νότια γκόθικ” αριστουργήματα: ο συγγραφέας διερευνά ζητήματα φύλου, ταξικών διαφορών, ρατσισμού, ενώ με απαράμιλλη τόλμη εμβαθύνει στη φύση του κακού.
- Νά και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Φόκνερ από τον Gutenberg:
1. «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» (μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, 2021)
2. «Καθώς Ψυχορραγώ» (μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς, 2023)
3. «Ο Αχός και το Πάθος (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, 2024)
Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το καφενεία-σήμα της γειτονιάς και ο θρυλικός ιδιοκτήτης του
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
«Ο νεκρός Αμάτους αγκαλιάζει αυτή τη γη. Η Λουζιτανία είναι η πατρίδα του, αλλά ο μοναχικός του τάφος είναι η Μακεδονική γη μακριά από την πατρίδα του»
Ο κομβικός δρόμος του κέντρου περνά μια κάθε άλλο παρά ζωηρή φάση
Το DNA ενός ιστορικού κτηρίου του 1912
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ένα καφέ μπαρ με στιλ και χαρακτήρα
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια τους
Η πάλαι ποτέ «συνοικία των εξοχών», το τραμ και το αβέβαιο μέλλον της περιοχής
Πρώτη, δευτέρα, πρώτη, δευτέρα, αλλά έχει και τα καλά της
Τελικά, κλαίνε οι άντρες; — Και οι μεγάλοι; Κλαίνε κι αυτοί; — Κρεμλινική παράνοια: Maximum overdrive
Τα χίλια πρόσωπα του δάσους-πνεύμονα της Θεσσαλονίκης
Τοίχοι που έχουν αυτιά, διαμερίσματα που έχουν μιλιά
Η ιστορία του είναι πιο βαριά ακόμα και από του ΠΑΟΚ
Μια πόλη που για άλλους είναι παράδεισος και για άλλους κόλαση
Για δέκα μέρες του 1986 η Θεσσαλονίκη ήταν μια μαγική πόλη
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.