Πολεις

Η πόλη είναι ο δημόσιος χώρος της

Η Ρένα Σακελλαρίδου εξηγεί γιατί ο δημόσιος χώρος της πόλης χρειάζεται να παραμείνει ζωντανός οργανισμός

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ city lives
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η πόλη είναι ο δημόσιος χώρος της
Σίδνεϊ © Dan Freeman / Unsplash

Καμπέρα, Βανκούβερ, Σίδνεϊ, Αθήνα: Διαδρομές και σκέψεις για την πόλη

Η πόλη είναι ο δημόσιος χώρος της, είπα κάποτε δημόσια. Και επιμένω σ’ αυτό. Στον δημόσιο χώρο που επιτρέπει ροές και στάσεις, που συνενώνει περιοχές και κτισμένο περιβάλλον, που τροποποιείται με το πέρασμα των εποχών, που η πυκνότητά του και οι χρήσεις του αλλάζουν στη διάρκεια του χρόνου, έχω πει ότι συγκεντρωνόμαστε στις πόλεις. Γιατί η πυκνότητα του αστικού ιστού με την πολλαπλότητα της χρήσης, με τα ξέφωτα-πλατείες και τα πάρκα, έστω τα λιγοστά, και τις συστοιχίες των οικοδομών που οριοθετούν τους δρόμους είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως χώρο της δημόσιας παρουσίας. Χώρο της πόλης. Και είναι πολύτιμος. Και παραμελημένος.

Είπα όμως σήμερα να μην αναφερθώ ευθέως στην Αθήνα, αλλά να μιλήσω με ένα παράδειγμα αρνητικό και ένα παράδειγμα θετικό, για την πυκνότητα και την επαφή της πόλης με τη φύση. Και τα δύο από άλλη ήπειρο, που πρόσφατα επισκέφτηκα. Και ας αφορούν πόλεις πολύ διαφορετικές από την Αθήνα. Ξεκινώ από την ανάγκη της πόλης για πυκνότητα στον αστικό ιστό και στις χρήσεις του. Κάποια στιγμή επισκέφτηκα την Καμπέρα, την πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Και εκεί συνάντησα αυτό που αποκαλώ την «ερημία της πόλης». Όταν η πυκνότητα της πόλης χάνεται, όταν ο αστικός ιστός διαχέεται, όταν το πράσινο πολλαπλασιάζεται τόσο που να διασπά την αστική συνέχεια, όταν η κλίμακα του δημόσιου χώρου μεγεθύνεται τόσο που να εξαφανίζεται πλέον από το βλέμμα το όριο του αστικού ιστού, όταν η χρήση διασπάται σε μεμονωμένα σημεία, τότε, νομίζω, ο δημόσιος χώρος της πόλης καταρρέει, όχι πραγματικά ίσως, αλλά αντιληπτικά και εννοιολογικά.

Είμαι υπέρμαχος της πυκνότητας και μάλιστα όταν αυτή συνδυάζεται με την πυκνότητα του προγράμματος, καταστήματα, κατοικία, αναψυχή, γραφεία και υπηρεσίες, καφέ και εστιατόρια και σινεμά, όλα όσα συνθέτουν τον καμβά της αστικής μας ζωής. Όταν γνώρισα την Αθήνα γοητεύτηκα από το ιστορικό της κέντρο. Δεν ήταν μόνο η ιστορικότητα κάποιων σημαντικών κτιρίων. Ήταν το σύνολο. Η διαφορετικότητα των δρόμων, οι δεκαετίες που αλλεπάλληλα επενέβαιναν στο κέντρο και το διαμόρφωναν – ορατές, ζώσες και ενδιαφέρουσες. Την εποχή της καραντίνας όλο αυτό το κέντρο αποκαλύφθηκε στην ωραιότητά του, καθώς έλειπαν πλέον τα αυτοκίνητα και μπορούσες να περπατήσεις στα στενά πεζοδρόμια, να χαρείς την πόλη σαν να ήταν μόνο δική σου. Αργότερα, σταδιακά άρχισε να γίνεται ορατή μια νέα τάση. Έπρεπε πλέον να χαρείς το κέντρο συντροφιά με πολλούς, πολλούς άλλους, που συνέρρεαν από παντού, που νοίκιαζαν τα Airbnb και τα ολοένα ανακαινιζόμενα ξενοδοχεία, που έμεναν για λίγες μέρες αλλά κατέκλυζαν τα πάντα. Και άρχιζες να ανησυχείς, γιατί η αναψυχή πολλαπλασιαζόταν και τα κτίρια, που προηγουμένων ήταν άδεια, μετατρέπονταν διαρκώς σε ξενοδοχεία. Σταδιακά, συνειδητοποίησες ότι ήσουν μειοψηφία μέσα στα πλήθη των επισκεπτών του κέντρου. Άρχισες να ανησυχείς.

Πόσα νέα ξενοδοχεία πρέπει να γίνουν έως ότου κατακλύσουν το σύνολο; Πώς θα επιβιώσουν τα παλιά καταστήματα ανάμεσα στα λαμπερά νέα εστιατόρια; Σε ποιους απευθύνονται; Βλέπεις το κέντρο να αλλάζει, να αδειάζει από τους κατοίκους του, να αποξενώνεται από τη ζωή που του έδινε ζωή. Μήπως σιγά σιγά το κέντρο δεν θα είναι πια για σένα; Και όσο η σκέψη αυτή ρίζωνε μέσα σου, άρχισες να περιμένεις με όλο και μεγαλύτερη ανυπομονησία ν’ ακούσεις για προτάσεις που θα επανέφεραν την κατοικία, που θα επέτρεπαν στα άδεια κτίρια να ξανακατοικηθούν. Και ήλπιζες. Και ακόμη ελπίζεις. Πώς θα διατηρήσουμε την πολύτιμη ποικιλομορφία του και την πυκνότητα της χρήσης του κέντρου της πόλης; Να ένα ερώτημα που δεν πρέπει να αγνοήσουμε.

Συνεχίζω στο επόμενο σημείο. Υπάρχουν κάποιες πόλεις που είχα την τύχη να επισκεφτώ ή και να ζήσω, που διαθέτουν μια υπέροχη ιδιορρυθμία: φύση και αστικός ιστός είναι αξεδιάλυτα δεμένα μεταξύ τους. Σε μια τέτοια πόλη πέρασα τρία χρόνια πριν από πολύ πολύ καιρό: στο Βανκούβερ. Το Βανκούβερ είχε μια μαγική, θα έλεγα, τοπιογραφία και μια αξεδιάλυτη σχέση με τη θάλασσα και την ακτογραμμή της, που άγγιζε πολλαπλά την πόλη. Μια τέτοια πόλη βρήκα ξανά όταν επισκέφτηκα το Σίντνεϊ. Και αυτό είναι το δεύτερο παράδειγμα στο οποίο θέλω να αναφερθώ, το θετικό.

Το 2015 επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Σίντνεϊ. Σύντομη η επίσκεψη, μία βδομάδα μόνο. Πρόλαβα απλώς να δω τους νέους ουρανοξύστες στο κέντρο, συνήθως από επώνυμους διεθνείς αρχιτέκτονες. Το κέντρο θύμιζε αμερικανική μεγαλούπολη, αλλά ήταν ζωντανό και με έντονη παρουσία των κατοίκων. Πρόλαβα να δω την Όπερα να δεσπόζει στον Κόλπο. Ορόσημο και απίστευτο μνημείο της δύναμης της αρχιτεκτονικής, να εκφράζει τόπο και τοπίο μαζί και να του προσδίδει νόημα, να γίνεται σημείο αναφοράς και να συγκεντρώνει κόσμο και εκδηλώσεις και ζωντάνια σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Η Όπερα παραμένει, μετά από τόσα χρόνια, ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα που έχω δει. Όμως δεν θέλω να μιλήσω για την Όπερα, αλλά για το όριο ανάμεσα στην πόλη και τη θάλασσα. Στο πρώτο μου τότε ταξίδι, πρόλαβα να αντιληφθώ, αποσπασματικά μονάχα, την υπέροχη ακτογραμμή που ανοίγεται ανάμεσα στις δύο πλευρές της πόλης, με τη θάλασσα και τον ωκεανό λίγο πιο πέρα, με τα κύματα και τις απέραντες αμμουδιές. Ήταν σε επόμενη επίσκεψη που μου δόθηκε η δυνατότητα να περπατήσω κατά μήκος αυτής της ακτογραμμής, του επιμήκους αστικού πάρκου, που ξεδιπλώνεται και από τις δύο πλευρές του φιόρδ και έπειτα ανοίγεται στον ωκεανό. Περπατώντας σε όλα αυτά τα επιμήκη πάρκα, άλλα μικρά και άλλα μεγαλύτερα, ένιωσα και πάλι τη σημασία του δημόσιου χώρου στο όριό του με τη φύση, στο πλησίασμά του με τη θάλασσα. Μέσα στην πόλη. Τα μονοπάτια, το φροντισμένο πράσινο, την εναλλαγή και την έκπληξη, το άνοιγμα στη θάλασσα και τις μικρές γωνιές. Τα διαμορφωμένα πράσινα επίπεδα για να σταθείς, για πικ νικ, για αναψυχή. Τις ατελείωτες διαδρομές για περίπατο. Κατά μήκος ενός αστικού τοπίου και ενός τοπίου φύσης που συνυπάρχουν, καθώς από τη μία πλευρά ανοίγεται ο ωκεανός και από την άλλη το αστικό τοπίο. Όχι πυκνό σαν των δικών μας πόλεων, καθώς αυτές οι μακρινές μεγαλουπόλεις έχουν περίσσεια χώρου και επιδιώκουν την πυκνότητα την οποία προσπαθούν να προστατεύσουν. Όμως δεν μπορώ να μη σταθώ στην ομορφιά του τοπίου, σχεδιασμένου και πάντοτε χωρίς εκζήτηση. Ελεύθερου για τον περιπατητή, καθώς σπάνια θα βρεις, ίσως και ποτέ, περίφραξη που να εμποδίζει την πρόσβαση. Και όταν φτάσεις στον ωκεανό, δεν θα δεις ομπρέλες, ξαπλώστρες και beach bars, κι ας μιλάμε για πλαζ που βρίσκονται μέσα στον αστικό ιστό – η αμμουδιά είναι ελεύθερη για τον καθένα. Χωρίς μουσική, χωρίς εμπόδια. Αστικό τοπίο και φύση πάντα μαζί, συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται.

Το ερώτημά μου είναι: γιατί εμείς δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να ελευθερώσουμε τα όρια των πόλεών μας με τη θάλασσα, γιατί πάντα, τσιγκούνικα και μίζερα, προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε το κάθε σημείο για το κέρδος. Γιατί δεν χαρίζουμε το δώρο της φύσης που ακουμπά τον αστικό ιστό πιο απλόχερα στον περιπατητή, γιατί δεν αναδεικνύουμε τα θαλάσσια μέτωπά μας, γιατί παρεμβάλλουμε εμπόδια, γιατί φοβόμαστε το άγγιγμα της πόλης με τη φύση, γιατί αντιπαθούμε τον δημόσιο χώρο, γιατί δεν αγαπάμε τα δένδρα. Η πόλη είναι δημόσιος χώρος. Κι αν χτίσαμε τις πόλεις μας πυκνά και τις πνίξαμε, ας δώσουμε λίγο χώρο και ανάσα εκεί όπου υπάρχει η δυνατότητα. Κι αν η πόλη έχει το μέγα δώρο να την αγγίζει η θάλασσα, ας σχεδιάσουμε το θαλάσσιο μέτωπο με τρόπο που να ανήκει στον περιπατητή.

Γράφω το σημείωμα αυτό όχι γιατί θέλω να μιλήσω για πόλεις μακρινές, αλλά γιατί θέλω να μιλήσω για τις διαδρομές και τους περιπάτους της πόλης που θα ήθελα να ανοίγονται, να σχεδιάζονται, να προφυλάσσονται, να συντηρούνται και να φέρνουν τη φύση σε επαφή με την πόλη. Γράφω το σημείωμα αυτό γιατί ο δημόσιος χώρος της πόλης χρειάζεται να παραμείνει ζωντανός οργανισμός. Και γιατί θέλω η πολύτιμη πυκνότητα του κέντρου της να μη μετατραπεί σε σκηνικό.

*Η Ρένα Σακελλαρίδου σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ, στο Βανκούβερ (MArch UBC, UBC Fellowship, W. Gerson Prize) και στο Λονδίνο, (PH.D Bartlett School of Architecture and Planning UCL, supervisor Bill Hillier, Υπότροφος ΙΚΥ). Ερευνητικά της ενδιαφέροντα αποτελούν το νόημα στην αρχιτεκτονική (March), η λογική της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και τo αρχιτεκτονικό ιδίωμα (Ph. D). Είναι καθηγήτρια αρχιτεκτονικού σχεδιασμού στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΑΠΘ. Ασχολείται με την αρχιτεκτονική πράξη, με έμφαση στα σύνθετα κτίρια μεγάλης κλίμακας, γράφει για την αρχιτεκτονική σύνθεση, μελετά τη δημιουργικότητα και διδάσκει σχεδιασμό. Έχει περισσότερες από 80 δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Είναι ιδρυτικό μέλος του γραφείου SPARCH (www.sparch.gr).

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη
Νίκο, σήκω, ήλθαν οι δικοί μας! Ο Νίκος Χριστοδούλου περιγράφει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

«Ξυπνάτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι / Να δήτε την πατρίδαν σας απελευθερωμένη. / Ξυπνάτε από τα μνήματα, δεν είσθε πια ραγιάδες / Ξυπνάτε κι ήρθ’ η λευθεριά, έφυγαν οι αγάδες»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY