Life in Athens

Αρχαιολογικοί χώροι

Υπάρχουν και άλλα μουσεία εκτός από της Ακρόπολης και το Αρχαιολογικό

37950-85428.jpg
Βασίλης Κουφόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 481
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
67430-149997.jpg

Ποιους αρχαιολογικούς χώρους επισκεπτόμαστε εκτός από τα κλασικά;

Υπάρχει η εντύπωση πως η Αθήνα έχει 1+1 μουσεία. Το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο υποδέχεται ξένους ηγέτες, και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, εν μέσω ναρκωτικών, το οποίο εξακολουθεί να συγκινεί τους επισκέπτες με την έκθεση για τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων. Σημαντικά άλλα μουσεία, όπως το Επιγραφικό επί της Τοσίτσα, το Μουσείο του Κεραμεικού, το Βυζαντινό & Χριστιανικό, αλλά και χώροι όπως το Λύκειο του Αριστοτέλη και η Ακαδημία Πλάτωνος, παραμένουν άγνωστοι προορισμοί εντός της πόλης. Όσο κι αν γίνονται έργα για την ανάδειξή τους, αυτό που απουσιάζει είναι ο συντονισμός των συναρμόδιων φορέων, δήμου, Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και ιδιωτών, ώστε να συνιστούν προορισμούς για τον επισκέπτη.

Η πρώτη σκέψη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων διατυπώνεται το καλοκαίρι του 1945. Ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Κώστας Μπίρης, λίγο μετά το τέλος των Δεκεμβριανών, δημοσιεύει το «Σχέδιον ανασυγκρότησης της Πρωτευούσης», «διά της συστάσεως του Άλσους των Αρχαίων Αθηνών, το οποίο θα περιλαμβάνειν εις ενιαίον χώρον την περιοχήν Σταδίου - Αρδηττού - Ολυμπιείου - Ακροπόλεως, Λόφων Φιλιπππάπου και Νυμφώνη - Ιεράς Οδού και προς την Ακαδημία Πλάτωνος και τον Ίππειον Κολωνόν». Ο μακαρίτης αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Άρης Καλαντίδης, επικεφαλής της Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων και Αναπλάσεις (ΕΑΧΑ) στο πλαίσιο των Ολυμπιακών έργων, θα πετύχει το 2001 να ολοκληρώσει την πεζοδρόμηση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Αποστόλου Παύλου και Ερμού, δημιουργώντας ένα έργο υπόδειγμα.

Η σημερινή όψη της μεγαλύτερης βόλτας της Αθήνας απογοητεύει. Η Αποστόλου Παύλου, μετά και την κατάργηση της δημοτικής αστυνομίας, μετατρέπεται σε πεζόδρομο, ενώ η Αδριανού, ο δρόμος που «βλέπει» την Ακρόπολη, έχει τραπεζοκαθίσματα με πλαστικά προστατευτικά για τη βροχή, κι εκτός από τα οχήματα κυκλοφορεί και ένα τρενάκι! Ο χώρος για τους πεζούς είναι ελάχιστος, ενώ η εικόνα ολοκληρώνεται με το σταθμό του Θησείου, ο οποίος «φιλοξενεί» σταθμό του ΚΤΕΛ σε απόσταση αναπνοής από τις αρχαιότητες, μαζί με σταθμευμένες μηχανές και ταξί.

Λίγο πιο κάτω, επί της συμβολής των οδών Ασωμάτων και Διπύλου, το Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης (Μπενάκη), έχοντας μια εξαιρετική συλλογή και μοναδική θέα στο νεκροταφείο του Κεραμεικού, δεν έχει την αναμενόμενη επισκεψιμότητα. Περνώντας την οδό Πειραιώς, από τη μοναδική οδό Σαλαμίνος ξεκινάει το Δημόσιο Σήμα, όπως ενημερώνει η πινακίδα της καταργημένης, πλέον, ΕΑΧΑ. Ο πεζόδρομος αυτός που οδηγεί στην Ακαδημία Πλάτωνος είναι βρώμικος και μονίμως κατειλημμένος από οχήματα των ακριβών εστιατορίων και των άλλων μαγαζιών που εδρεύουν στην περιοχή. Στην Ακαδημία Πλάτωνος υπάρχει ένα πάρκο 130 στρεμμάτων, με τα υπολείμματα των κτιρίων που δίδασκε ο Πλάτωνας και 3 αποθήκες με περισσότερα από 250 αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές εντός της Αθήνας. Στο χώρο διεξάγονται έργα αναβάθμισης αξίας 2,6 εκατ. ευρώ, ενώ από το 2002 έχει προγραμματιστεί η κατασκευή του Μουσείου της Πόλης των Αθηνών. Η κυβέρνηση όμως μαζί με το δήμο και την περιφέρεια προωθούν τη δημιουργία του εμπορικού κέντρου «Academy Gardens» στη συμβολή Λένορμαν και Κηφισού, σε απόσταση 1.500 μέτρων από τον αρχαιολογικό χώρο.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά και το διπλανό και σημαντικής σπουδαιότητας Επιγραφικό επί της οδού Τοσίτσα, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της διακίνησης των ναρκωτικών στις νυχτερινές ώρες. Λίγο πιο βόρεια στο δρόμο με τα μουσεία (Μπενάκη, Κυκλαδικής Τέχνης) το μοναδικό Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείου γειτνιάζει με τον αρχαιολογικό χώρο του Λυκείου του Αριστοτέλη και αποτελεί μοναδική βόλτα, καθώς ο επισκέπτης μπορεί να συνδυάσει σε ένα ωραίο πάρκο μια διαδρομή ανάμεσα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τους ναούς του Βυζαντίου.

Η απουσία σοβαρού σχεδίου ανάπτυξης των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων ανοίγει την όρεξη όσων γνωρίζουν την αξία τους.

Toν Οκτώβριο 2012 το Χρηματιστήριο Αθηνών, παρουσία του υφυπουργού Νότη Μηταράκη και της υπουργού Τουρισμού Όλγας Κεφαλογιάννη, βασιζόμενο σε έρευνα του ΙΟΒΕ, εμφάνισε στη Νέα Υόρκη ένα σχέδιο «Αξιοποίησης των αρχαιολογικών χώρων» περιλαμβάνοντας την Ακρόπολη, τον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος, τον Μαραθώνα και τις στοές του Λαυρίου. Την παρουσίαση οργάνωσε ο αμερικανικός κολοσσός Raplh Appelbaum Associates. Η κυβέρνηση συζητούσε το σχέδιο, αλλά σταμάτησε, προφανώς φοβούμενη τις αντιδράσεις από την παραχώρηση των αρχαιολογικών χώρων.

Η Αθήνα έχει τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να αξιοποιήσει τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους και να προσελκύσει επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, ο Τύμβος του Μαραθώνα, ο Αρχαιολογικός Χώρος της Ελευσίνας και τα μουσεία εντός της πόλης των Αθηνών, συνδυαστικά, μπορούν να μετατραπούν σε σημεία αναφοράς. Αυτό όμως που λείπει είναι το σχέδιο.

Λίνα Μενδώνη

Γενική Γραμματέας Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού

n

Τα διακριτά σημεία αναφοράς μιας πόλης, δηλαδή τα κάθε λογής φυσικά και ανθρωπογενή τοπόσημά της, είναι τα στοιχεία εκείνα που στο σύνολό τους διαμορφώνουν το αστικό τοπίο. Προσδιορίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Αναδεικνύουν τη μοναδικότητα της ταυτότητάς του. Εντέλει καθορίζουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τη θελκτικότητά του. Ταυτόχρονα, ως βασικά σημεία αναφοράς είναι άμεσα και άρρηκτα συνδεμένα με τη ζωή της πόλης, τους ανθρώπους που τη βιώνουν, την ιστορία της, τις ατομικές και συλλογικές μνήμες και την εξέλιξή της στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό για τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις και ιδιαίτερα εκείνες, όπως η Αθήνα, που έχουν αναπτυχθεί και επεκταθεί άναρχα, με περιορισμένο ή ατελή πολεοδομικό σχεδιασμό και ασαφή ή ανύπαρκτη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία. Οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μνημεία και τα μουσεία που συνδέονται άμεσα και έμμεσα με αυτούς, αποτελούν τα κατεξοχήν τοπόσημα της πόλης, όπου το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, το ιστορικό παρελθόν και το ζωντανό κοινωνικό παρόν συναντώνται και συνδιαλέγονται.

Όμως σε λίγες πόλεις, όπως στην Αθήνα, το ιστορικό παρελθόν είναι τόσο πλούσιο και η σχέση του με το παρόν, με τις ανάγκες και τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, παρουσιάζει τόσες δυσκολίες και προκλήσεις, αλλά και δυνατότητες και ευκαιρίες γόνιμης και επωφελούς συνύπαρξης. Είναι πλέον γενικά παραδεκτό ότι η πολιτιστική κληρονομιά, τα μνημεία αλλά και οι σύγχρονες υποδομές και δραστηριότητες, που σχετίζονται με αυτήν, αποτελούν τους σημαντικούς παράγοντες της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης της κοινωνίας, σε όλους τους τομείς. Με την αρμονική ενσωμάτωσή τους στο αστικό περιβάλλον αφενός και την οργανική και ενεργό τους ένταξη στην καθημερινότητα αφετέρου, με αληθινά δημόσιο χαρακτήρα και λειτουργία, συνεισφέρουν όχι μόνο στη διατήρηση και ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας αλλά και της συλλογικής μνήμης. Συμβάλλουν, συνολικά, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, στην ελκυστικότητα της πόλης για τους μόνιμους κατοίκους και τους επισκέπτες της, στη διαμόρφωση ενός κλίματος που ευνοεί την ανάπτυξη και την πρόοδο.


Δέσποινα Κουτσούμπα

Υποψήφια Περιφερειάρχης Αττικής με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων

n

Η λέξη «μουσείο» παραπέμπει συνήθως σε ένα ίδρυμα κλειστό ή στατικό. Σε αντίθεση με αυτό, η σύγχρονη αντίληψη «βλέπει» τα μουσεία ως χώρους ανοιχτούς, διαδραστικούς και διαρκώς μεταβαλλόμενους. Με έμφαση στον εκπαιδευτικό τους ρόλο, ειδικά τα αρχαιολογικά μουσεία προσπαθούν να ανοίξουν τις αίθουσές τους σε πολλές μορφές τέχνης και εμπειρίας. Οι συλλογές αρχαιολογικών ευρημάτων στις μόνιμες ή τις περιοδικές εκθέσεις μπορούν να «διαλέγονται» με εκφράσεις της σύγχρονης τέχνης, ενώ οι αίθουσες των μουσείων ανοίγουν στη μουσική, τον κινηματογράφο, την περφόρμανς.

Η Αθήνα έχει την τύχη να είναι μια πόλη που, πέραν των σημαντικών αρχαιολογικών χώρων, διαθέτει σειρά δημόσιων μουσείων άλλων μεγάλων και σημαντικών, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό ή το Βυζαντινό Μουσείο, άλλων θεματικών, όπως το Επιγραφικό και το Νομισματικό, και άλλων μικρότερων μουσείων μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους που όμως προσφέρουν μοναδικές εμπειρίες, όπως το Μουσείο του Κεραμεικού ή της Ελευσίνας. Αυτό που λείπει είναι ένας σχεδιασμός που θα βλέπει τα μουσεία αυτά ως σύνολο, ως μια διαδρομή στο χρόνο (ιστορία) και τον τόπο (Αττική). Μια διαθεματική και διαχρονική προσέγγιση που θα υλοποιείται με διαδρομές από το ένα μουσείο στο άλλο. Οι περιοδικές θεματικές εκθέσεις και όλες οι πολιτιστικές δράσεις που μπορούν να τις πλαισιώσουν (συναυλίες, προβολές, συζητήσεις) μπορούν να είναι βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Αρκεί τα δημόσια μουσεία να στηριχτούν με τα μέσα και το προσωπικό που χρειάζονται για να παραμείνουν ανοιχτοί χώροι πολιτισμού και όχι αραχνιασμένες προθήκες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ