Health & Fitness

Νοσηλεία ΙΙ: Το σπασμένο ισχίο αποδείχτηκε μεγάλη μαθησιακή καμπή

«Μαθαίνω πηγαίνοντας εκεί που με πάει ο δρόμος»

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Νοσηλεία ΙΙ: Η εμπειρία του σπασμένου ισχίου αποδείχτηκε μια μεγάλη μαθησιακή καμπή
© Prostock-studio / Envato

Μια βιωματική καταγραφή της αποθεραπείας μετά το χειρουργείο και της βοήθειας που χρειαζόμαστε από τους άλλους

Ο ορθοπεδικός χειρουργός πέρασε μιάμιση ώρα τέμνοντας, σοφά, σάρκα και μύες, για να φτάσει στο σπασμένο οστό και ν’ αφαιρέσει τα θραύσματα με τσιμπιδάκι. Μια βδομάδα μετά το χειρουργείο, όταν ήμουν πια έτοιμος για τα πρώτα δοκιμαστικά βήματα με το Π, σκύβει και μου φοράει τα παπούτσια μου. Δεν ζητάει από τη νοσηλεύτρια δίπλα του να το κάνει. Ενώ δένει τα κορδόνια των παπουτσιών, σχολιάζει επιδοκιμαστικά την –όντως– καλή τους ποιότητα.

Ένα δεκαπενθήμερο αργότερα, στο νοσοκομείο, αφού έχουν αφαιρεθεί τα ράμματα, ατενίζω με αγωνία την απόσταση των 800 μέτρων που πρέπει να καλύψω μέχρι το πάρκινγκ, και που για να την κάνω ερχόμενος με το Π, ίδρωσα. Ένας 55άρης τσιγγάνος που περιμένει σε αναπηρικό αμαξίδιο τη σειρά του για να δει τον γιατρό, σηκώνεται και μεταφέρει αδέξια το βάρος του σε μια καρέκλα. «Παρ’ το εσύ. Εγώ, ποιος ξέρει πόση ώρα θα περιμένω».

Είχα παρατηρήσει ήδη από θάλαμο νοσηλείας την πηγαία αλληλεγγύη ανάμεσά μας. Τη διαθεσιμότητα ανθρώπων που μόλις έχουν περάσει ή ακόμα βρίσκονται σε κατάσταση ασυνήθιστης ανάγκης. Η συνθήκη της νοσηλείας μάς έκανε πρόθυμους να βοηθήσουμε κι επίσης, αναγκαστικά, μας μάθαινε να ζητάμε. Ήταν ένα είδος ταχύρρυθμης εξοικείωσης με το να χρειάζεσαι και να σε χρειάζονται. Εδώ πρέπει να βρίσκονται οι απαρχές της κοινότητας, σκεφτόμουν, εδώ όπου καμιά σημασία δεν έχει το κοινωνικό status και κανείς δεν είναι υπερβολικά σημαντικός ώστε να πρέπει να κρύψει την ανάγκη του.

Η διαδικασία που αστειευόμενος ονόμαζα «ταχύρρυθμο εξανθρωπισμό» με ακολούθησε και μετά, στο σπίτι, όπου για έναν ολόκληρο μήνα συνέχισα να μην μπορώ να κάνω μυριάδες πράγματα. Το πάτωμα, ας πούμε, απείχε έτη φωτός. Αν έπεφτε κάτι κάτω, έπρεπε να μείνει εκεί που ήταν μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης για να το σηκώσει, όπως και για ν’ αλλάξει την άμμο του γάτου, να τον ταῒσει κ.λπ., κ.λπ. Στοιχειώδη πράγματα δεν ήταν πια αυτονόητα: το ντύσιμο απαιτούσε ακροβατικούς ελιγμούς και το βούρτσισμα των δοντιών ολόκληρη εκστρατεία. Καθώς η πλοήγηση με το Π χρειάζεται και τα δύο χέρια, ένας τρόπος για να μεταφέρεις ένα αντικείμενο απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, είναι να το βάλεις σε σακούλα κρεμασμένη στον καρπό. Την πρώτη φορά που επιχείρησα να μεταφέρω μια κούπα με καφέ μ’ αυτόν τον τρόπο, κατέληξα να πίνω τον μισό καφέ μου μέσα από πλαστική σακούλα!

Περισσότεροι άνθρωποι διάβηκαν το κατώφλι μου μέσα σε αυτόν τον μήνα, απ’ ότι τον τελευταίο χρόνο. Τους υποδεχόμουν με μποξεράκι και αντιθρομβωτικές κάλτσες, άλουστος, ευγνώμων για τα τάπερ, αλλά και ανήσυχος για το κατά πόσο γνώριζαν τη διαφορά ανάμεσα σε μια κοινωνική επίσκεψη και στο ότι, μετά από μια σύντομη επισκόπηση της επικαιρότητάς μας, τους χρειαζόμουν να στρωθούν στη δουλειά. Όχι χωρίς κάποιες τύψεις, όσοι έρχονταν κυρίως για την ευχαρίστηση της κουβέντα αποκλείστηκαν συνοπτικά από τη λίστα επισκεπτών. Με τους υπόλοιπους ανακάλυψα ότι εκνευριζόμουν εύκολα, ακόμα κι όταν ελάχιστα παρέκκλιναν από τις οδηγίες μου. Ίσως ένας μικρός θυμός υπέβοσκε ήδη, μόνο και μόνο επειδή είχα την ανάγκη τους. Η περιγραφή του εαυτού μου ως «καλόβολου» υπέστη μια γενναία καθίζηση. Τελικά, μάλλον υποφέρω από κάποιου τύπου αλλεργία στο να έχω την ανάγκη των άλλων.

Και εκεί θέλω να καταλήξω. Στο ότι, από την αρχή μέχρι το τέλος, η εμπειρία του σπασμένου ισχίου αποδείχτηκε μια μεγάλη μαθησιακή καμπή. Το πρώτο –και αξέχαστο– μάθημα ήταν ο ατόφιος τρόπος που οι γιατροί του δημόσιου νοσοκομείου, ήδη από τα Επείγοντα, κατηύθυναν την προσοχή τους όπου χρειαζόταν κάθε φορά. Μπορεί να σχολίαζαν τα αποτελέσματα μιας εξέτασης ή να έκαναν κάποιο καλαμπούρι με έναν συνάδελφο, αλλά ήταν διαρκώς τόσο παρόντες, που δεν χόρταινα να τους παρατηρώ. Αργότερα το ξαναείδα κατά τις επισκέψεις τους στον θάλαμο: εστιασμένοι στην απεύθυνσή τους, απέριττοι στην επικοινωνία τους κατάφερναν να είναι οριοθετημένοι και καθησυχαστικοί ταυτοχρόνως. Ήταν ένα κοινό τους χαρακτηριστικό, οπότε υποθέτω ότι αυτή η ποιότητα παρουσίας πρέπει να είναι κάτι που μαθαίνεται.

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, οι διαπιστώσεις υπήρξαν μάλλον καταιγιστικές για τους τρόπους που υπεραμύνομαι του προσωπικού μου χώρου και της εικόνας μου, για τους όρους που θέτω προκειμένου να ανήκω και να δέχομαι φροντίδα, για την αρχαία, μετά βίας συνειδητή συμφωνία που έχω υπογράψει με τον εαυτό μου, ότι εγώ θα αντέχω.

Ο 22χρονος απέναντί μου στον θάλαμο, με τον σπασμένο μηρό από ατύχημα με μηχανάκι, δεν έβλεπε την ώρα να περάσει όλο αυτό, για να ξαναγυρίσει στη ζωή του όπως την ήξερε – πράγμα απόλυτα κατανοητό. Εμένα πάλι, η ελπίδα μου είναι ότι η μετατόπιση που νιώθω ότι συντελέστηκε εξαιτίας της περιπέτειάς μου, θα έχει μια διάρκεια. Ότι δεν θα κλείσει πίσω μου σαν το νερό, χωρίς ν’ αφήσει αποτύπωμα, αλλά θα μπορέσω να την εξαργυρώσω σε κάποιες καινούργιες δράσεις. Στην ακτή της μνήμης βρίσκω απροσδόκητα έναν στίχο από τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες νωρίτερα, του Θίοντορ Ρόθκε, με την προτροπή, ήδη από τότε, να «μαθαίνω πηγαίνοντας εκεί που με πάει ο δρόμος».

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY