Θεματα

Όταν το Tik Tok αποφασίζει ποιο σουβλάκι θα προτιμήσω

Από τον Τσελεμεντέ στο «δείξε μου τί τρως»

Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Όταν το Tik Tok αποφασίζει ποιο σουβλάκι θα προτιμήσω

Οι Tiktokers είναι τα νέα, υπέρλαμπρα αστέρια και σου δείχνουν όλα τα νόστιμα που κυκλοφορούν εκεί έξω. Είναι καλό, τώρα, αυτό;

Όταν μέσα μου ξυπνούσε το μαγειρικό μου ένστικτο, οι καιροί ήταν παλιοί και εγώ είχα ανάγκη από συνταγές, ρεπερτόριο και καθοδήγηση. Σε κείνη τη μακρινή δεκαετία του ’80, δεν υπήρχαν ακόμη μαγειρικές εκπομπές, μονάχα ένας ασπρόμαυρος Άγνωστος Πόλεμος και το Να η Ευκαιρία, δεν υπήρχαν σωροί τα βιβλία και φυσικά το κινητό δεν υπήρχε ούτε καν σαν υποψία, ούτε στην πιο επιστημονική μας φαντασία. Άμα ήθελες ιδέες, έκοβες επιμελώς και με το ψαλιδάκι ασπρόμαυρες συνταγές άνευ εικόνας, από τη «Γυναίκα», το Ρομάντσο ή την όποια εφημερίδα αποφάσιζε να αφιερώσει μια στήλη στις προκομένες νοικοκυρές με επάγγελμα «Οικιακά». Στο ράφι, είχες τον Τσελεμεντέ, κειμήλιο από τη γιαγιά στην εγγονή, σε γλώσσα δυσνόητη που μετρούσε με οκάδες και δράμια -στο μεταξύ να σου θυμίσω οι Sex Pistols έκαναν ήδη μεγάλο σουξέ και σύ ευχόσουν ενδεχομένως να μπεις στην κουζίνα με κάτι επαναστικότερο από την καρυδόπιτα της μαμάς σου.

Από τον Τσελεμεντέ στα περιοδικά μαγειρικής

Μετά η «Γυναίκα» απέκτησε χρώμα και συνταγές τεχνικολόρ, έβαζε και κανένα ινδικό ή καμιά γαλλικούρα τύπου σουφλέ, επ’ ευκαιρία του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, και στο μεταξύ, ήρθε και η Βέφα. Τα βιβλία της, εμείς οι νεωτερίζουσες δεν τα πολυείχαμε σε υπόληψη, όμως η Βέφα μας έφερε την ανάπτυξη και τη νέα εποχή -τη δικιά μας, ολέ!- με τα γκατζετάκια που προωθούσε μέσα από τους καταλόγους που σε λίγο θα εξελίσσονταν στα Vefa’s house(s). Μαρίζ σιλικόνης, φορμάκια για σοκολατάκια και φόρμες σε σχήμα καρδιάς, που ακράδαντα πιστεύαμε πως έδιναν άλλη-μοντέρνα-γεύση στο κέικ-εγγύηση από τη συσκευασία της φαρίνας. Για δυο δεκαετίες τα μαγειρικά βοηθήματα και οι οδηγοί τραβούσαν βαριά την ανηφόρα της εξέλιξης.

Όταν μπήκε στη ζωή μας το Αθηνόραμα, στηνόμασταν χαράματα κάθε Πέμπτης να το πάρουμε με καρδιοχτύπι, να προλάβουμε να κλείσουμε το «εστιατόριο της εβδομάδας» πριν μας κλέψουν τις κρατήσεις οι ομοϊδεάτες γευσιλάτρεις του νεωτερισμού. Άσχετα αν αυτά ήταν πάντα μια απογοήτευση που την πληρώναμε χρυσάφι για μεταξωτές κορδέλες, το Αθηνόραμα ήταν για μας η Βίβλος, η Έξοδος όπως και να την εννοείς, έξοδος από την βαρεμάρα της παράδοσης και της ταβέρνας, έξοδος του Σαββατοκύριακου, διέξοδος στις ανησυχίες μας που δεν ξέραμε με τί να τις ταΐσουμε για να νοιώσουμε Ευρωπαίοι της πρώτης γραμμής.

Όταν το Tik Tok αποφασίζει ποιο σουβλάκι θα προτιμήσω

Με τη «Μπουκιά και Συχώριο» του Ηλία Μαμαλάκη, ήρθε στο σαλόνι μας η πρώτη σοβαρή -και παγκοσμίως βραβευμένη- γαστρονομική εκπομπή. Η πληθωρική φυσιογνωμία του Ηλία, ο τρόπος του να περιγράφει στα όρια της σιελόρροιας μια ηπειρώτικη τεμπελόπιτα, ήταν κάτι σαν μαγνήτης, σαν ίωση και έρωτας μαζί. Στον Ηλία «κολλούσες». Όσο, όμως και αν μας ταλαιπωρούσε με λιχουδιές στις οποίες δεν μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση από τον καναπέ μας -ίσως και γι’ αυτό τελικά, σαν εραστής που σε φτιάχνει για να σε αφήσει στα κρύα του λουτρού με την πρώτη διακοπή για διαφημίσεις- κρεμόμασταν από τα ταξίδια του σαν πεινασμένα παιδιά. Και να αναλογιστείς, ότι τον Ηλία δεν τον είδαμε ποτέ να τρώει, να μασουλάει, να δοκιμάζει. Ό,τι μας ερέθιζε ως τον ύψιστο βαθμό της λιγούρας, ήταν μόνον ο λόγος του.

Στη χρυσή εποχή του ρέοντος χρήματος και του λάιφ στάιλ, το νερό της εξέλιξης είχε πια μπει στο αυλάκι. Το περίπτερο βούλιαζε από συνταγές, η τηλεόραση από πρωινούς μάγειρες, έντυπα και οδηγοί ανέδειξαν μαζί με τα τοπ-μόντελς που είχαν μεγάλη πέραση τότε και τον φιρμάτο γαστροκριτικό, τον καλό, τον ανάποδο, τον στριμμένο και τον βολικό, τον αδέκαστο και τον ψυχοπονιάρη. Ο οποίος απέκτησε κύρος και δύναμη να ανεβάζει και να κατεβάζει ρολά σε όσα εστιατόρια δεν μαγείρεψαν κατά το ύψος και το μπόι του ή όσα έκαναν το λάθος να διατηρούν ελλιπείς λίστες κρασιών. Ο κριτικός γεύσης από τη σκιά των μετόπισθεν μιας πένας βγήκε στο προσκήνιο, έγινε φόβητρο για τον κάθε χριστιανό που αποφάσιζε το «νέο άνοιγμα», έγινε πρόσωπο των περιοδικών, πόζαρε στον φακό των πιο σταρ φωτογράφων, έγινε συνέντευξη και καθοδηγητής των τάσεων, έγινε αναγνωρίσιμη περσόνα στον δρόμο και στη λαϊκή.

Κι ύστερα ήρθε το Tik Tok

TikTok
Φωτογραφία: MART PRODUCTION/ Pexels

Μέχρι που η τεχνολογία ήρθε να σβήσει το μελάνι, μέχρι που ήρθε το you tube, μέχρι που ήρθε και ο εγκλεισμός και πέσαμε όλοι με τα μούτρα στις μικρές οθόνες των σόσιαλ, αντικαθιστώντας τον συνάνθρωπο με το κινητό. Και τότε ήρθε τούμπα η φακή και ο κόσμος άνω-κάτω και όχι όπως τον ξέραμε. Τα reels του Instagram και του TikTok κατάφεραν με μια εικόνα που κρατά κάποια δευτερόλεπτα, να σβήσουν μονοκοντυλιά τον κόπο, την αγωνία και τις ατέρμονες εργατοώρες του τέως κριτικού, που με όπλο μόνον τις λέξεις, είχε να σπαζοκεφαλιάσει για να περιγράψει κάθε φορά και με άλλα λόγια την τρυφερότητα του κεφτέ ή μια τριλογία νεροκοκολοκύθας, χωρίς ποτέ φυσικά να φτάσει στο αντικειμενικά απόλυτο. Βέβαια, αυτή η παλιά σχολή διαθέτει τη γοητεία της φαντασίας, όπως το παλιό, έντυπο, κλασικό βιβλίο. Όσοι και να ’χουν διαβάσει τη μαντάμ Μποβαρί -που είναι εκατομμμύρια, φρονώ-, έχουν φτιάξει ο καθένας και μια δική του Μαντάμ στο κεφάλι τους. Κάπως έτσι γίνεται και με μια καρμπονάρα με espuma παρμεζάνας. Όσο και να στυφτώ εγώ η γράφουσα να σου την περιγράψω εσύ, πίσω από τις λέξεις μου, θα σχηματίσεις τη δική σου οπτική για την κυρία espuma, που μπορεί να απέχει και έτη φωτός από την αλήθεια στο πιάτο.

Παρουσιάσεις εστιατορίων στο φτερό, όπου μέσα στον λιγότερο από ντε-τε χρόνο τα βλέπεις όλα, από την αμπιάνς μέχρι όλα τα πιάτα σε παρέλαση και τη φάτσα του σεφ κάπου στο προσκήνιο, δισεκατομμύρια συνταγές χωρίς μυστικά να ψήνονται μπροστά σου στο πιτς-φιτίλι. Συνταγές από τον Φεράν Αντριά αυτοπροσώπως, μέχρι το 15χρονο με μαγειρικές γνώσεις αλείφω φυστικοβούτυρο σε μια φέτα ψωμί του τοστ. Από πληροφορία, πάλι, έχουμε ό,τι ποθεί η ψυχή σου: Τα κινέζικα της γειτονιάς Σεν Μισέλ στο Παρίσι; Τα μισελινάτα του Σαν Σεμπαστιάν; Τα σουβλατζίδικα της Ομόνοιας; Τις καλύτερες πατισερί της Γκόα; Πού θα βρεις την πιο λιγουρευτική ταζίν του Μαρακές; Κρας τεστ με τις καλύτερες τυρόπιτες των αλυσίδων της Αθήνας; Τί να προτιμήσεις από τα ράφια συγκεκριμένου σούπερ μάρκετ στην Ταϊβάν; Η πληροφορία είναι εκεί, με μια απάντηση για όλα, μα όλα.

Και μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις, θα συμφωνήσω. Πρόθυμοι τικτόκερς φροντίζουν την ενημέρωσή σου, με κέφι και ωραίες εικόνες, οι οποίες σε πείθουν αυτοστιγμεί, διότι έχουν κάτι το αυθόρμητο που σε ψήνει, σε αντίθεση με το «πληρωμένο», το «διαφημιζόμενο» απέναντι στο οποίο κρατάς μια ως και δυο επιφυλάξεις. Άσχετα αν και πίσω από πολλά, κυρίως εγχώρια βίντεο, που εμφανίζουν από σουβλατζίδικα, τυροπιτάδικα και ταβερνεία μέχρι αστεράτα ρεστό, κρύβεται μια διαφήμιση, όπως εξάλλου συμβαίνει και με πολλές έντυπες παρουσιάσεις, χρόνια και ζαμάνια τώρα. Τί να κάνει και ο τικτόκερ... Έχει πολλή δουλειά και κόπο αυτό το τρεντ, το οποίο το ξεκινάς πάντα με τον ενθουσιασμό ενός χόμπι αλλά αν θέλεις να μείνεις στο μικρό γυαλί του κινητού και να συνεχίσεις να κουράζεσαι, πρέπει να υπάρξει και το καρότο μιας ανταμοιβής.

To Tik Tok και μια νέα πραγματικότητα

Όταν το Tik Tok αποφασίζει ποιο σουβλάκι θα προτιμήσω
Φωτογραφία: Ivan Samkov/ Pexels

Πολλοί συνάδελφοί μου έχουν θορυβηθεί σοβαρά, πως μια η τεχνητή νοημοσύνη, μια όλοι αυτοί οι τυχάρπαστοι θα μας πάρουν τις δουλειές και θα μείνουμε εμείς οι παλιοί στην ψάθα. Στην οποία, περίπου, έχουμε ούτως ή άλλως μείνει, με το κατρακύλισμα των αμοιβών. Αν πάρουμε να συγκρίνουμε, Tik tok vs έντυπα ή σάιτ -κοίτα να δεις που τα σάιτ πια τα αντιμετωπίζουμε κάπως σαν τον ιουράσιο δεινόσαυρο, η απάντηση είναι, πως ΑΚΟΜΗ, όλοι οι καλοί χωράνε. Το έντυπο δεν έχει την εικόνα αλλά έχει το στόρι, την πληροφορία, τον συγκριτικό λόγο. Το tik tok έχει την ακριβή αποτύπωση, η οποία, όμως, όσο λιγουρευτική και να φαίνεται, ενίοτε ξεγελάει: την έχω πατήσει με σουβλάκια, με τυρόπιτες, με πάστες σεράνο, με πίτσες, με ζουμερά σατομπριάν, με συνταγές που δεν βγήκαν ποτέ, όπως και με κιλότες αγορασμένες ον λάιν, που δεν ήταν αυτό που έδειχναν. Ναι, η εικόνα ίσον με χίλιες λέξεις αλλά όχι ίσον με όλες τις λέξεις ενός ορού αληθείας.

Επιπλέον, το σάιτ είναι πάντα εκεί στη θέση του, το έντυπο κάπου στο ράφι σου τη στιγμή που απεγνωσμένα αναζητάς μια συνταγή που σου γυάλισε, ενώ, όπως αφηρημένα και μηχανικά σκρολάρουμε όλοι μας, η τικ-τοκ συνταγή διαμαντάκι χάνεται για πάντα στην άκρη των δαχτύλων σου και γράψε μου αν θα την ξαναβρείς.

Ωστόσο, ναι, στον κλάδο μας έχει ήδη διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα. Το σκοτάδι έχει καλύψει τους ρεστοκριτικούς σταρ μιας παρελθούσας εποχής, ενώ οι τικτόκερς είναι τα νέα, υπέρλαμπρα αστέρια, αυτά που παίρνουν το μεγάλο μερίδιο της διαφημιστικής πίτας, αυτά που καλούν πια στα γκαλά και τις διοργανώσεις του κλάδου. Όλοι τους υποδέχονται σαν σταρ -η εικόνα βοηθά στην αναγνώριση- και εκείνοι αντιμετωπίζουν εμάς τους γηραιότερους με τον σεβασμό και την ευγένεια που οφείλεις στην τρίτη ηλικία της απόσυρσης.

Αν, λοιπόν, αναρωτιέσαι, πόση αξιοπιστία κρύβεται στο κινητό σου, θα σου απαντήσω πιάσε το αβγό και κούρευτο. Επί της ουσίας δεν με απασχολεί και ιδιαίτερα αν και κάποιες φορές νοιώθω μια κάποια θλίψη ή απογοήτευση, για κάτι που αφορά μια κατηγορία που λησμονήσαμε: τους συγγραφείς του facebook. Κάποιοι λάτρεις της νοστιμιάς και της γεύσης, που επιλέγουν το fb για να μας ταξιδεύουν σε εστιατόρια, με κείμενα μαγικά, ευφυή, ευφάνταστα και κυρίως ολόφρεσκα, τα οποία αν διαβάσω εγώ που επαγγελματικά κάνω αυτή τη δουλειά, μετά παθαίνω ολική εγκεφαλική έκλειψη για μέρες μέχρι να ξαναπιάσω πληκτρολόγιο στα χέρια μου. Πάντα μέσα μου είχα την αγωνία τί θα γίνουν τόσες μαγικές περιγραφές αν συμβεί κανένα μπλακ-άουτ; Βλέπεις, όμως, πως έντυπα και σάιτ ψαρεύουν τους συνεργάτες τους και μέσα από αυτή την πίστα. Αλλά αν ακολουθήσεις τον αγαπημένο σου στη νέα του «επαγγελματική» ενασχόληση, θα δεις πως τα κείμενά του έχουν χλωμιάσει, έχουν αλλάξει, έχουν χάσει τη σπιρτάδα τους. Καθότι, άλλο το ελεύθερο θέμα, το κατ’ επιλογήν και άλλες οι υποχρεώσεις και οι δεσμεύσεις του επαγγελματία γραφιά.

Αν με ρωτήσεις τί προτιμάς, το παλιά ή το τώρα, με δέκα ναι του ενθουσιασμού θα σου απαντήσω το Τώρα και όλες τις απέραντες νοστιμιές που κατρακυλούν καθημερινά στο κινητό μου. Ας είναι εστιατόρια που ποτέ δεν θα επισκεφτώ, ας είναι συνταγές που ποτέ δεν θα κάνω. Πίσω από κάθε εικόνα κρύβεται μια πορνό ηδονή και μια υπόσχεση: η αυταπάτη ότι κάποτε θα πάω να δοκιμάσω αυτό τον αστακό στη Σαϊγκόν, πώς κάποτε θα αξιωθώ το τάδε πεντάστερο στην Ταϊτή, πώς κάποτε θα στρωθώ να κάνω δικό μου τσουρέκι. Το μόνο που σιχαίνομαι, είναι τα reels όπου βλέπεις ανθρώπους σε κοντινά πλάνα να καταβροχθίζουν ανηλεώς, τεράστιες ποσότητες τροφής. Αλλά μπορεί να ’ναι κι αυτό κάποιο καινούργιο βίτσιο που γέννησαν τα σόσιαλ.

Με όλη τη γκριζάδα τριγύρω, η εικόνα του φαγητού παραμένει ό,τι πιο ανθρώπινο, πιο γλυκό, πιο λαχταριστό, πιο χαδιάρικο, πιο παρηγορητικό, πιο κοντά στην εικόνα μιας προσωρινής ευτυχίας που ανανεώνεται με κάθε πείνα. Το βράδυ, για να νανουριστώ και να κοιμηθώ γλυκά σαν ζάχαρη, να νοιώσω ασφαλής σε έναν κόσμο ανασφαλή, σκρολάρω συνανθρώπους μου που κατασπαράζουν τραγανές τυρόπιτες, αφράτες πίτες με ζουμερά καλαμάκια, τραγανιστές πέτσες από γουρουνοπούλες, σοκολατογλυκά που κυλάνε σαν λάβες, βουτυράτα τοστ που ξεροψήνονται στο τηγάνι και περιχύνονται με καραμελένιες θάλασσες και αυτό είναι καλύτερο από το να μετράς ανώνυμα προβατάκια για να σε πάρει ο ύπνος.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY