Life

Πράγματα που δικαίως αντιπαθώ #4

Μόδες που χάθηκαν, μόδες που θα χαθούν, και στέκια «για τη νεολαία»

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πράγματα που δικαίως αντιπαθώ #4
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

Μαλλιά, χτενίσματα, μπαρμπέρικα και κουρεία: Όχι μια κοινωνιολογία του κουρέματος

Στη μακρά αυτή σειρά σημειωμάτων για τα πράγματα που αντιπαθώ, και έχω κάθε δίκαιο λόγο να τα αντιπαθώ, είχα σήμερα σκοπό να μιλήσω για τους άντρες με χωρίστρα, μια ιδέα που μου τριβελίζει από καιρό το μυαλό, σχεδόν βασανιστικά. Αλλά δεν θα το κάνω γιατί —όπως το ξανασκέφτηκα προθερμαίνοντας τους μυς μου για να γράψω— δεν τους αντιπαθώ εντέλει. Ή όχι ακριβώς. Απλώς δεν μπορώ να τους εμπιστευτώ. Νομίζω, κανείς δεν μπορεί. Μιλώ βέβαια για εκείνη την επιτηδευμένη χωρίστρα, εκείνη που λέει, «Ναι, ΕΙΜΑΙ αυτό που κατάλαβες», μια προσεκτικά χτενισμένη χωρίστρα που καταλήγει ίσως σε μια λοξή φράντζα πάνω από το ένα φρύδι, αφού αφήσει, προηγουμένως, να φανεί το δέρμα της κεφαλής από κάτω, κλείνοντάς σου φιλήδονα το μάτι. (Φιλήδονα κατ’ αυτήν. Κατ’ εσέ, γλοιωδώς). Αισθάνεσαι ότι μιλάς με τον Τομ Ρίπλεϊ, και φυλάς τα νώτα σου. Με τον Χαβιέρ Μπαρδέμ στο «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους», που όπου να ’ναι θα σε σκοτώσει με έναν ευφάνταστο τρόπο. Με έναν ανόητο cosplayer του Χίτλερ. Αλλά δεν τίθεται ακριβώς θέμα αντιπαθείας.

Ούτε θα μιλήσω για μαλλιά γενικώς, για τα κουρέματα και τα «χτενίσματα» στα αγορίστικα μαλλιά —ή καλύτερα: τις κοπές, όπως στις μπριζόλες—, αν και θα το ήθελα πολύ καθώς τα αντιπαθώ σχεδόν ΟΛΑ, ή ίσως ΕΝΤΕΛΩΣ όλα, μηδενός εξαιρουμένου, και τα αντιπαθώ από πάντα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να παρατηρεί τον κόσμο και να αντιπαθεί —για να μην πω «αποστρέφεται»— διάφορα: από τα ινδιάνικα με τα φτερά παγονιού, τις χάντρες και τις κορδέλες που κατέστρεψαν τη δεκαετία τού ’70 μέχρι τις περούκες των δικαστών στην Αγγλία που είναι ακόμα χειρότερες από δαύτα και που είσαι σίγουρος ότι κάποιος τις εισηγήθηκε αρχικά απλώς για να κάνει μια φάρσα· και από τους υπερκιτσάτους βοστρύχους του Ποσειδώνα, τα μπουκλάκια του Πυγμάχου των Θερμών και τις αφέλειες του Κολοκοτρώνη μέχρι τις βρομερές αφάνες και τις περμανάντ των ροκ-σταρ στα 80s ή τα επιεικώς γελοία μαλλιά των Beatles που μοιάζουν να γεννήθηκαν από έναν εφιάλτη του Κώστα Βουτσά ή από το «Hairspray» με την Ντιβάιν — ναι, από όπου και να το πιάσει κανείς, δεν υπάρχει αντρικό χτένισμα «της μόδας» που να μην είναι αξιοδάκρυτο. Ντέιβιντ Λιντς, ούτε εσύ εξαιρείσαι — συμπάθα με, μετρ, τα ίδια λέμε και για τον Όσκαρ Γουάιλντ.

Δεν είχα σκοπό βέβαια να κάνω καμιά κοινωνιολογία του αντρικού κουρέματος, για όνομα του καλού Θεού, δεν είναι η ειδικότης μου. Σκόπευα μονάχα να σκιτσάρω τις δεκαπέντε-είκοσι βασικές «μόδες» της ιστορίας, για να δούμε μαζί πόσο πραγματικά φρικαλέες είναι ΟΛΕΣ, και πόσο η εποχή, και ο συρμός, τυφλώνουν τον αγελαίο άνθρωπο. Για να καταλάβετε ακόμα καλύτερα τι εννοώ, θυμηθείτε μονάχα πως οι σαμουράι ξύριζαν (!) το μισό τους κεφάλι για να κάνουν τεχνητή φαλάκρα (ευφυές, πώς δεν το σκέφτηκε κανένας άλλος), νομίζοντας πως δεν θα ανακαλύψουμε ποτέ τα νησιά τους και ότι το γεγονός δεν θα μαθευτεί παραέξω. Επιπροσθέτως δε, σαν να μην έφτανε αυτό, είχαν και έναν μικρό κότσο στην κορυφή του βρεγματικού οστού, σαν πρώιμοι αριστεριστές με ποιητικές ανησυχίες που έχουν το ράδιο στο ντουμανιασμένο Ντεσεβό κολλημένο στον Μελωδία. Δηλαδή οκέι.

Δεν θα το κάνω γιατί απαιτείται πάρα πολύς χρόνος, αρκετές ημέρες δουλειάς. Επιφυλάσσομαι για το καλοκαίρι. Αλλά επιτρέψτε μου να γράψω δυο λόγια μόνο για τα κουρεία, ίσως τα πιο αντιπαθητικά μαγαζιά στον κόσμο. (Εντάξει: ένα ποσοστό τους είναι καλό και άγιο, δεν θα τα χαλάσουμε. Αλίμονο). Και πάλι, επιδερμικά· το θέμα σηκώνει πραγματεία.

Να πω μόνο αρχικά ότι, αν κάτι δεν αντέχω στ’ αλήθεια σ’ αυτή τη ζωή, στην κοινωνία, είναι ο «καλλωπισμός» των αντρών: μπορεί να με τρελάνει, μπορεί να με κάνει να πετάω τα καπέλα των περαστικών και να τρέχω φωνάζοντας ακατάληπτα. Οτιδήποτε ξεφεύγει από το νορμάλ (παντελόνι, μπλούζα ή πουκάμισο, παπούτσια, ένα πανωφόρι: ΑΥΤΑ) με ξενίζει και, στα μάτια μου, φαντάζει σαν τα ρούχα που φορούσε ο Μότσαρτ, εκείνα τα ροζ ψηλόμεσα κοντοβράκια με τις γκέτες, το φουσκωτό γιλέκο με τις κλάρες, και το κρουαζέ μαντό — συν μια αχτένιστη περούκα Ντόλι Πάρτον από πάνω, και αρκετό ρουζ στα μάγουλα για να βάψει πέντε ηλιοβασιλέματα ο Μπομπ φάκιν Ρος.

Δηλαδή αλήθεια.

Για να καταλάβετε ακόμα καλύτερα τι εννοώ, θυμηθείτε μονάχα πως οι σαμουράι ξύριζαν το μισό τους κεφάλι για να κάνουν τεχνητή φαλάκρα

Και, όχι, δεν μπορώ να πω: «Δεν κρίνω». Γιατί κρίνω. Λυπάμαι, αλλά κρίνω. Όταν βγαίνω στον δρόμο βλέπω άπειρους Μότσαρτ, Τζερόνιμους, Σογκούν, Ψαλιδοχέρηδες — you name it. Μια ζωή τώρα. Παιδιά μεγαλώνουμε.

Τα κουρεία τώρα. Τα αντιπαθώ πλήρως, κι ας με πονάει που το λέω. Είναι μικρές επιχειρήσεις κι αυτές, και τι να κάνουν; Αλλά εγώ δεν τα μπορώ. Όλα; Είπαμε, όχι όλα. Τα περισσότερα. Δεν μπορώ, π.χ., τα μοντέρνα μπαρμπέρικα με τον ψηλό χίπστερ χαμογελαστό νεο-μπαρμπέρη, που έχει μούσι και μουστάκι σαν αυτούς τους τύπους που και καλά ζωγραφίζει η ΑΙ, ή που είναι πάρα πολύ κοντός, με πάρα πολλά τατουάζ και με πάρα πολύ ξυρισμένο κεφάλι. Είναι τόσο ψεύτικο όλο αυτό το σκηνικό της Κλασικής Ανδρικής Περιποίησης με ένα touch λάιμ από δίπλα, που σε κάνει να πιστεύεις ότι ζεις σε μάτριξ. Και έχουν και σπαστά ξυράφια αυτοί συνήθως. Γκλουπ.

Όπως δεν μπορώ τα μεγάλα κουρεία-κομμωτήρια-club, που κουρεύουν πολλούς μαζί, λες και βγήκαν οι νεοσύλλεκτοι μετά την ορκωμοσία. Ξεπερνώντας το γεγονός ότι με κάποιον τρόπο αντέχουν να είναι τόσοι άνθρωποι μαζεμένοι σε έναν χώρο χωρίς να είναι σε γήπεδο ή στον σινεμά ή σε κλαμπ, να σημειωθεί ότι τα περισσότερα έχουν και μια διακοσμητική Χάρλεϊ μέσα, ή μια συλλεκτική Χόντα, μία ντραμς που τη βαράνε πάνω στη χαρά τους, και ένα μπαρ μεγαλύτερο από των κανονικών μπαρ — τι μου λέτε; ΠΟΣΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ. Και στο μεταξύ κανείς δεν κουρεύει κανέναν, όλοι στέκονται και κάνουν κάτι γραμμούλες με τη μηχανή συζητώντας ιδέα δεν έχω τι (οι εννέα στους δέκα δεν ξέρουν τι είναι η Ουκρανία), γιατί δεν υπάρχει και κάτι να κουρέψεις, όλοι έχουν κουρευτεί μόλις την προηγούμενη εβδομάδα και πιθανότατα θα ξανακουρευτούν και αύριο. Και μπορεί ο ορισμός τού στιλ να μην επιτρέπει ποτέ να φαίνεσαι κουρεμένος (και βέβαια να μη γυρίζεις ποτέ με παραπανήσιο μαλλί), αλλά, ορισμένως, δεν είναι η περίπτωσή μας εδώ.

Προφανώς αντιπαθώ και τα παλιά κουρεία-δεινοσαύρους, που τα κρατούν ακόμα οι πρεσβύτες ιδιοκτήτες τους αρνούμενοι πεισματικά να βγουν στη σύνταξη για κάποιο λόγο, μολονότι το χέρι τους τρέμει και δεν βλέπουν καλά εδώ και πολλά χρόνια, μολονότι δεν μπορούν πια να κλείσουν καν σφιχτά το κουτί με την πομάδα και μπορεί να χυθεί όλο το ταλκ επάνω σου, κι ενώ όλο το τρία επί τρία μαγαζί τους βρομοκοπάει εκείνη τη φριχτή κολόνια που ψεκάζουν επάνω σου με το βαποριζατέρ, επειδή έχει ποτίσει τους τοίχους και τα πατώματα με τα χρόνια και τις γεωλογικές εποχές. Απροπό, αυτά είναι και τα πιο ακριβά, Κύριος οίδε γιατί. «Κούρεμα καρέ 19 ευρώ». Άσε μας, χριστιανέ μου.

Αλλά εκείνα που αντιπαθώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου είναι τα νεανικά TikTok κουρεία που, ακολουθώντας έναν αιώνα μετά μια μαύρη αμερικάνικη μόδα (και όχι την κεντροευρωπαϊκή), έγιναν σημεία «αντρικής» συναναστροφής, παίρνοντας τη σκυτάλη από τα παραδοσιακά καφενεία και τα πάλαι ποτέ μπιλιαρδάδικα, ή «εντευκτήρια». Έχουν γίνει λοιπόν στέκια, κάποια από δαύτα, αγοριών που μοιάζουν επικίνδυνα μεταξύ τους, που στέκονται έξω από εκεί, ή κάθονται σε καρέκλες ή σε μηχανάκια στο πεζοδρόμιο, νομίζοντας πως είναι σε σύνδεσμο οπαδών. Βρομάει ματσιλίκι, πατριαρχίλα και μαγκιά από τόσο μακριά, που σου ’ρχεται εμετός. Και βέβαια δεν τολμάει να περάσει από μπροστά τους καμιά γυναίκα, πόσο δε μάλλον νεαρή, όπως δεν πλησιάζει καμιά αντιλόπη να πιει νερό στις γούρνες όπου λιάζονται οι νεαροί κροκόδειλοι. Σίγουρα έχετε δει κάποιο τέτοιο, αλλά η απέχθεια σας έκανε να μην το καλοπαρατηρήσετε όλο αυτό.

Σόρι που χάλασα τη χαλαρή ατμόσφαιρα.

Πράγματα που δικαίως αντιπαθώ #4
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ