Life

Γιατί μελαγχολούμε, και τι είναι άραγε η ευτυχία

Συχνά, μας πιάνει μια μελαγχολία που μοιάζει να μην έχει συγκεκριμένη αιτία

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εικ.: Wayne Thiebaud, «Boston Cremes» (1962, Crocker Art Museum Purchase, © 2019 Wayne Thiebaud).
Εικ.: Wayne Thiebaud, «Boston Cremes» (1962, Crocker Art Museum Purchase, © 2019 Wayne Thiebaud).

Η ευτυχία αναβλύζει από τα μεγάλα πράγματα, αλλά κρύβεται στα πιο μικρά

Σήμερα είχα πάλι αυτή τη μαυρίλα, αυτό το βάρος στο στήθος, την αίσθηση πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά, κάτι χάθηκε, κάτι έχει πεθάνει. Και δεν ήξερα τι.

Έχω πάντως ένα κόλπο για να το αντιμετωπίζω αυτό. Για να αντιμετωπίζω αυτή τη μελαγχολία που δεν έχει όνομα και πρόσωπο. (Νομίζω μάλιστα ότι όλοι το έχουμε αυτό το κόλπο). Κάθομαι λοιπόν και ψάχνω ένα-ένα τα πράγματα της ζωής μου που μπορεί να μου φταίνε, όλους τους τομείς όπου κάτι μπορεί να στράβωσε: Φταίει η δουλειά, έγινε κάτι με τη δουλειά μου; Μπα, τα συνηθισμένα. Είναι κάτι με την υγεία μου; Όχι, δόξα τω Θεώ, εντάξει. Είναι μ’ αυτό, είναι μ’ εκείνο, είναι με το άλλο; Όχι, όχι, και όχι. Όλα καλά. Ή, τέλος πάντων, όλα υπό έλεγχο. Προβλήματα υπάρχουν, και προφανώς υπάρχουν σε όλους τους τομείς (αλλιώς δεν θα ζούσαμε, θα ήμασταν πέτρες — οι πέτρες πράγματι δεν έχουν προβλήματα), αλλά όλα τους είναι γνωστά, παλιά όσο και ο κόσμος, καθημερινά, δικά μας, και πιθανότατα κανένα τους δεν φταίει για τη μαυρίλα που μας έπιασε ξαφνικά, γι’ αυτό το βάρος που έχουμε στο στήθος. Ή, αν φταίει κάποιο από όλα ετούτα, εντάξει, τώρα που έχει όνομα και πρόσωπο ξέρουμε πως μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε και αυτό, είναι η δουλειά μας άλλωστε αυτή, όλη η ζωή του ανθρώπου είναι να λύνει προβλήματα, να ξεπερνά εμπόδια. Έτσι πορεύεται ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τις πέτρες.

Αυτό είναι το κόλπο μου. Αν λοιπόν το βρω, κανονίζω να το ελέγξω. Αν πάλι δεν το βρω, δεν βρω τι είναι αυτό που μου μαύρισε την καρδιά και μου βάρυνε το στήθος, τότε ξέρω πως είναι η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», αυτό το πτητικό spleen, η μαυρίλα που ζει στον κόσμο, στάζει σαν λάδι μηχανής, γεμίζει τις λούμπες στους δρόμους, και μετά εξαχνώνεται και την αναπνέουμε μαζί με τον αέρα, και είναι σαν να καπνίζεις ένα πακέτο τσιγάρα όλα μαζί. Είναι κάτι που σε σκάει.

Όμως, με έναν μαγικό τρόπο, όταν το συνειδητοποιώ αυτό, όταν συνειδητοποιώ ότι φταίει το κοινόχρηστο spleen, αμέσως η διάθεσή μου αλλάζει, και επανέρχεται στα συνηθισμένα. Ίσως δεν είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος που θα δεις στον δρόμο, αλλά προτιμώ να είμαι ο συνηθισμένος μου εαυτός παρά εκείνος ο μελαγχολικός που δεν ήξερε τι του έφταιγε και ήταν στα μαύρα πανιά.

Νομίζω μάλιστα πως και αυτό μάς αφορά όλους. Όλοι θέλουμε τον εαυτό μας ως έχει: δεν τον θέλουμε στα κάτω του — και, φαντάζει αστείο, αλλά κανείς μας δεν μας θέλει και στα πάνω μας. Κανείς μας δεν σκέφτεται πώς θα ήταν αν γυρνούσαμε στον δρόμο χαμογελώντας διαρκώς, σαν τον Τσάκι, τη δολοφονική κούκλα, ή σαν τον τρελό του χωριού. Όλοι ξέρουμε πως μία κατάσταση διαρκούς ευτυχίας είναι μια κατάσταση άρρωστη. Ούτε τα φαινομενικά διαρκώς ευτυχισμένα σκυλάκια δεν είναι διαρκώς ευτυχισμένα. Κανείς δεν είναι. Και κανείς δεν είναι διαρκώς ευτυχισμένος, γιατί κανείς δεν πρέπει να είναι. Η ευτυχία νοείται μόνο σαν κατιτί στιγμιαίο, δηλαδή μόνο σαν κατιτί σχεδόν άπιαστο, απρόσιτο από το παρόν. Ή μάλλον, ακριβώς όπως το παρόν, με το που συμβεί, χάνεται. Πλέον, ζούμε τη ζωή μας με την ανάμνηση εκείνης της στιγμής — και λίγο πιο μετά με την ανάμνηση αυτής της ανάμνησης, μέχρι που η παρά τρίχα χειροπιαστή μας ευτυχία ξεθωριάζει και σβήνει, όσο μεγάλη και αν υπήρξε. Θα μας συναντήσει ξανά σε ένα όνειρο, ίσως, ή εκεί που περιμένουμε το τρόλεϊ, ή ενώ διαβάζουμε ένα κάπως βαρετό βιβλίο, ή ενώ τρέχουμε στο πάρκο και προσπαθούμε να δούμε στο ρολόι μας τους χρόνους μας. Σε κάθε περίπτωση, αυτή ξέρει πότε θα μας επισκεφτεί, πότε θα ξαναθυμηθούμε εκείνη την τρομερή στιγμή της ευτυχίας που μας επισκέφτηκε όλο χάρη, σαν ξωτικό, και μας χάιδεψε στο μάγουλο.

Αλλά και πάλι, και πάλι, και πάλι, οι περισσότερες στιγμές ευτυχίας δεν θα μας ξανάρθουν ποτέ. Οι περισσότερες. Οι ενενήντα εννιά στις εκατό. Νά, για παράδειγμα, τι πιο κοινό αλλά και πιο υπέροχο από αυτό: η ευτυχία τού να βάζεις στο στόμα μια κουταλιά εκμέκ παγωτό, ή σαβαρέν, ή μιλφέιγ. Λίγες άλλες ευτυχείς συγκυρίες μπορούν να συγκριθούν με κάτι τέτοιο, και το ομολογούμε όλοι. Φευ, αυτές ακριβώς οι ευτυχισμένες στιγμές είναι και οι πιο θνησιγενείς. Σπανίως θα θυμηθούμε με χαρά τη στιγμή που τρώγαμε ένα μιλφέιγ. Θα ήταν τελείως χαζό. Μάλιστα, έτσι και τύχει και μας περάσει πράγματι η θεσπέσια εκείνη στιγμή από το μυαλό, θα είμαστε χοντροί και δεν θα μπορούμε να την επαναλάβουμε. Δεν θα έχουμε λεφτά να πάρουμε μιλφέιγ. Δεν θα υπάρχει εκείνο το ζαχαροπλαστείο που τα πουλούσε, γιατί τα άλλα τα σιχαινόμαστε. Θα γίνεται πόλεμος και δεν θα υπάρχουν μιλφέιγ και ζαχαροπλάστες. Θα έχουν κατέβει οι εξωγήινοι. Κάτι θα είναι ΑΛΛΙΩΣ.

Αντίθετα, θυμάται κανείς συχνότερα και εναργέστερα άλλου τύπου χαρούμενα και ευτυχή πράγματα: τότε που πήρε πτυχίο, π.χ., ή το βράδυ που γεννήθηκε το παιδί του, ή την ημέρα που έβγαλε το πρώτο του βιβλίο, ή την τρομερή στιγμή που έβαλε το buzzer beater και η ομάδα του πήρε το σχολικό πρωτάθλημα. Από την άλλη, όμως, δεν έχουμε όλοι πτυχίο, δεν έχουμε όλοι παιδιά, δεν έχουμε βγάλει όλοι μας βιβλίο, και κανείς μας δεν έβαλε ποτέ buzzer beater. Ούτε συμμετείχε στο σχολικό πρωτάθλημα, εδώ που τα λέμε. Κανείς μας. Αλλά: όλοι έχουμε φάει μιλφέιγ (o altra cosa).

Δεν υπάρχει κανένα ηθικό δίδαγμα εδώ.

Υπάρχουν όμως άπειρες στιγμές ευτυχίας στη ζωή μας. Άπειρες. Απλώς είμαστε κάπως ξινοί τύποι και μάγκες, και δεν τις αναγνωρίζουμε σαν τέτοιες. Τις προσπερνάμε με το φρύδι υψωμένο, σαν την Τασσώ Καββαδία. (Απροπό, τι ωραίο όνομα). Κακώς το κάνουμε, αλλά από την άλλη δεν γίνεται κι αλλιώς: βιαζόμαστε. Σε σχέση με όσα θέλουμε να κάνουμε, η ζωή είναι αδιανόητα μικρή — ποιος να προλάβει να πανηγυρίζει κάθε φορά που τρώει μια πιρουνιά μιλφέιγ, που βρίσκει ένα ξεχασμένο σωληνάριο οδοντόπαστα στο ντουλάπι του μπάνιου, που του μπαίνει ακόμα το παλιό του παντελόνι, που βρήκε τον δολοφόνο στο αστυνομικό μυθιστόρημα πολύ πριν την τελευταία σελίδα, που τελικά τού άρεσε εκείνο το φιλμ στην τηλεόραση κι ας το άρχισε με μισή καρδιά, που βάλανε καφέ κάδο στη γειτονιά του για τα οργανικά απόβλητα και θα μπορεί πλέον να κάνει κομποστοποίηση και θα σώσει τον πλανήτη, που σταμάτησε να τραγουδάει ο σκύλος του γείτονα και ηρέμησε ο ακάλυπτος, που πιάσαμε στον αέρα το αυγό μια στιγμή πριν να μας πέσει στο πάτωμα της κουζίνας, που θα βγει τρίτη σεζόν Μανταλόριαν, που μας κάνανε καρδούλα και όχι σκέτο λάικ στο αστειάκι που ανεβάσαμε στο Facebook.

Δεν πανηγυρίζουμε, όχι. Απλώς νεύουμε στον βαρύθυμο εαυτό μας, αυτόν που προχωρά στο πλάι μας και μας προσέχει. Του λέμε, «Οκέι, το ’πιασα. Είναι καλό αυτό. Εντάξει. Αλλά πάμε παρακάτω».

Και πηγαίνουμε παρακάτω.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.