Life

Όταν πεθαίνει η μαμά. Το πένθος και η απώλεια

Mια προσωπική ιστορία που περιγράφει την κοινή εμπειρία. Μια συζήτηση με τον Σάββα Σαββόπουλο.

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 844
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Όταν πεθαίνει η μαμά. Το πένθος και η απώλεια

–Το πένθος και η απώλεια της μητέρας. Μία προσωπική ιστορία με οδηγό τον ψυχίατρο-ψυχαναλυτή Σάββα Σαββόπουλο.

Όταν συμβαίνει, όταν ακόμα δεν έχεις συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει συμβεί, δεν ξέρεις και πώς να το βάλεις στις λέξεις: Πέθανε. Η μαμά μου. / Πέθανε η μαμά μου / Η μητέρα μου έφυγε / Χάσαμε τη μαμά. Στα πρώτα μηνύματα σε φίλους έβαζα τις λέξεις σε διαφορετική σειρά, άλλαζα το ρήμα, να γράψω μητέρα ή μαμά; έγραφα, έσβηνα, δοκίμαζα διάφορες εκδοχές μέχρι που κατέληξα στη μικρή φράση που θα χρησιμοποιούσα στο εξής: Χάσαμε τη μητέρα μου. Η λέξη μητέρα ακουγόταν πιο ενήλικη, όσο για τη λέξη πέθανε δεν έβγαζε και πολύ νόημα. «Δεν το χωράει ο νους μου ότι έφυγε η μάνα σας» επαναλάμβανε κάθε τόσο ο πατέρας μου. Η εμπειρία που είχαμε ήταν αυτή της απώλειας, φύγαμε μαζί ένα μεσημέρι από το σπίτι και γυρίσαμε χωρίς. «Τι έγινε τώρα, κατάλαβες;» τον θυμάμαι να λέει, έτσι όπως καθόμασταν κεραυνοβολημένοι ο καθένας σε μια καρέκλα έχοντας επιστρέψει σπίτι μετά το συμβάν.

Τις πρώτες μέρες στο πατρικό μου ο θάνατος σήμαινε την απουσία της μαμάς από το ίδιο της το σπίτι, σαν να την είχαμε χάσει από το οπτικό μας πεδίο – σαν να είχε πάει κάπου. Έλειπε και την ίδια στιγμή τα πάντα γυρνούσαν γύρω από εκείνη, μερικές φορές νομίζαμε ότι θα βγει από το δωμάτιο, κι έπειτα τα πράγματά της ήτανε παντού. Θυμάμαι να αγγίζω και να μυρίζω τα ρούχα της, κρεμασμένα εδώ κι εκεί, να ανοίγω τα συρτάρια με τα νυχτικά της και τα εσώρουχά της, ανακαλώ να φοράω την καινούργια της μπλούζα που κρεμόταν στο χερουλάκι της ντουλάπας και να κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

«Είναι στη διαδικασία του πένθους, όταν χάσεις κάποιον μετά να θέλεις να ασχολείσαι με τα δικά του, να βλέπεις φωτογραφίες του, να διαβάζεις τις επιστολές του, να φοράς τα ρούχα του, να τα χαϊδεύεις, να πιάνεις τα πράγματά του, οτιδήποτε δικό του να είναι κοντά σου, αντί για αυτόν – οτιδήποτε. Και βέβαια να μιλάς για αυτόν, κι εκεί είναι κι οι μνήμες, πότε γέλαγε, πότε έκλαιγε, πώς διασκέδαζε, θες κομμάτια της ύπαρξής του να τα κρατήσεις» μου λέει ο Σάββας Σαββόπουλος. Έχω έρθει στο γραφείο του να τον συναντήσω για να μας μιλήσει για το πένθος ως ειδικός, του εξηγώ ότι θέλω να κάνω ένα άρθρο που να είναι χρήσιμο. Τις πρώτες μέρες, όταν ξυπνούσα με αυτό το βάρος, πίνοντας καφέ γκούγκλαρα λέξεις κλειδιά: μαμά, πέθανε, θάνατος, απώλεια, πένθος, losing mama, mother loss, grief, how to cope with a sudden death, ψάχνοντας να καταλάβω μέσα από την ιστορία κάποιου άλλου.

Είναι μια παρηγοριά ότι μια εμπειρία ζωής, σαν αυτή, παρότι τέμνει την ατομική μας ιστορία, είναι τόσο κοινή όσο το να ξυπνάς και να κοιμάσαι. Κάποια στιγμή όλοι θα πεθάνουμε, όλοι θα χάσουμε κάποιον πολύ αγαπημένο – με την ίδια βεβαιότητα που ανατέλλει ο ήλιος κάθε πρωί όλοι, κάποτε, θα νιώσουμε την απώτατη θλίψη.

«Στον θάνατο κάποιου προσώπου που έχεις επενδύσει πολύ, όλος ο κόσμος ερημώνει, χάνει την ομορφιά του, χάνει τα χρώματά του, τη μουσική του, γίνεται πιο γκρίζος, χάνει το ενδιαφέρον του» μου λέει χαμηλόφωνα ο συνομιλητής μου, έτσι όπως καθόμαστε αντικριστά. «Εννοείτε στον θάνατο της μαμάς;» ρωτάω κάπως παιδικά. «Η μαμά είναι ένα από αυτά». Με παρηγορεί το ότι έχω απέναντί μου κάποιον που μπορεί να με καταλάβει.

Το ερώτημά μου είναι: Πώς διαχειρίζεσαι την απώλεια; Του λέω λίγο πολύ την ιστορία των τελευταίων ημερών.

                                                                 ***

Τον πρώτο καιρό καθόμασταν στο μεγάλο τραπέζι της βεράντας σε διάφορους συνδυασμούς, άλλοτε κλαίγαμε κι άλλοτε λέγαμε ιστορίες και γελούσαμε. Θυμάσαι τότε που μου είχε κάνει αυτό!; Λίγο πιο πέρα η καρέκλα της άδεια, ρίχναμε κλεφτές ματιές, τις πρώτες μπερδεμένες μέρες ο χαμός της μαμάς σήμαινε την απουσία της από εκείνη την καρέκλα. Τα βράδια έρχονταν φίλοι και συγγενείς λες και κάναμε μικρές γιορτές, κι ο καθένας μόνος του σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν που δεν ήταν κι αυτή μαζί μας και πόσο θα της άρεσαν αυτές οι συντροφιές μας, πόσο θα απολάμβανε την παρέα μας. Κάπου κάπου ένας της οικογένειας το ψέλλιζε στους υπόλοιπους, τότε βουρκώναμε όλοι μαζί και κάποιος θα έλεγε: Λένε ότι η ψυχή του νεκρού για 40 μέρες είναι κοντά, ίσως και να μας βλέπει, ίσως και να είναι κάπου εδώ μαζί μας και να χαίρεται.

Από τη δεύτερη κιόλας μέρα είχα βγάλει το κουτί με τις φωτογραφίες στη μέση του μεγάλου τραπεζιού και περνούσαμε άπλετο χρόνο κοιτώντας τη ζωή μας όλη, τρεις γενιές πίσω, οι γονείς μας, εγώ και η αδερφή μου, τα παιδιά, θείοι, ξαδέρφια, φίλοι, ο χρόνος ξεδιπλωμένος στο τραπέζι της βεράντας, τις τακτοποιούσα και τις έβαζα κατά περιόδους ζωής. Πιο δημοφιλείς οι ασπρόμαυρες με το δαντελωτό τελείωμα, η μαμά γεννημένη το ’41, ο μπαμπάς το ’38, σαν ασπρόμαυρα καρέ από ταινίες του ’60. Κι έπειτα οι γονείς όταν ακόμα εμείς δεν υπήρχαμε, όταν γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν, ή και πριν, όταν έκαναν βόλτες στην παλιά Χαλκίδα με τους φίλους τους, στη θάλασσα, στην εξοχή, στην Παραλία, και μετά φρεσκοπαντρεμένοι, τα ωραία φουστάνια της μαμάς, τα ωραία της μαλλιά και εκείνο το διαπεραστικό της βλέμμα. Την κοιτούσα 16, 18, 20 χρονών και προσπαθούσα να τη σκεφτώ νέο κορίτσι, η μητέρα μου πριν γίνει μαμά, σε σχολικές εκδρομές και πάρτι – τι παράξενο που δεν την είχα φανταστεί ποτέ έτσι, λες και οι γονείς μας ξεκινούν να υπάρχουν όταν ερχόμαστε εμείς στη ζωή και αρχίζουν οι φροντίδες κι όλα τα υπόλοιπα.

Οι φωτογραφίες βγαίνουν σε πάκους από το κουτί και γυρνάνε γύρω από το τραπέζι, κοίτα αυτήν εδώ, πόσο χρονών να ήταν; κοίτα εδώ, πόσο όμορφη είναι η μαμά! Πόσο όμορφη ήταν. Κάθε φορά που χρησιμοποιούμε ενεστώτα χρόνο πέφτει μια αμηχανία, ένα μάγκωμα. Πρέπει να περάσουμε σε αυτή την καινούργια γλώσσα που όταν μιλάμε για εκείνη τα ρήματα θα μπαίνουν σε χρόνο Παρατατικό ή στον Υπερσυντέλικο.

Όταν πεθαίνει η μαμά. Το πένθος και η απώλεια.

                                                                ***

Είναι περίεργη η απόσταση της σκέψης από το βίωμα. Αν δεν το περάσεις δεν ξέρεις τι είναι ο θάνατος ούτε το πένθος, κι ούτε μπορείς να καταλάβεις τους άλλους όταν το περνούν. Στις απώλειες των γονιών φίλων μου έλεγα, εντάξει, μεγάλος άνθρωπος ήταν, την έζησε τη ζωή του, το ίδιο σκεφτόμουν και για τους δικούς μου, τι να κάνουμε, θα πεθάνουν κάποια στιγμή, όλοι θα πεθάνουμε, έτσι είναι η ζωή. Αυτό είναι το λογικό να σκεφτείς. Η μαμά μου ήταν 80 πατημένα, έζησε πολύ, και καλά, είχε έναν ωραίο θάνατο, δεν έφυγε σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου, δεν έζησε την αγωνία του θανάτου που σε βασανίζει μέχρι να σε καταπιεί, έφυγε ένα μεσημέρι του Αυγούστου, αθόρυβα και διακριτικά, έσβησε στην αγκαλιά της θάλασσας, χαρούμενη, με τους αγαπημένους της τριγύρω να την αγαπάνε και να τη φροντίζουν. Σαν ευλογία μου ακούγεται, μου έγραψε ο Ρ. τις πρώτες μέρες και ήταν πράγματι ένας ζηλευτός θάνατος, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, μια που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κάπως πρέπει να γίνει κι αυτό, συνήθως οι άνθρωποι πεθαίνουν υποφέροντας, μέσα στον φόβο. «Ήταν τυχερή η μαμά σου, κι εσείς είστε τυχεροί, ούτε φαντάζεσαι πόσο, εγώ και για τους δύο μου γονείς παρακάλαγα να τελειώσουν, να ξεκουραστούν» μου λέει η Μ. κι εγώ την ακούω. Οι δυσβάσταχτες ιστορίες των άλλων με παρηγορούν, η ενσυναίσθηση μπορεί να απαλύνει και τον δικό σου πόνο. Ίσως και να ήταν τυχερή η μαμά μου, ο Θεός της ανταπόδωσε την καλοσύνη της και τη γλυκύτητά της παίρνοντάς την ήσυχα, κι επιπλέον, την απάλλαξε από την περαιτέρω αναξιοπρέπεια της κατάρρευσης του οργανισμού της, από την αγωνία της ανημπόριας στην οποία θα περιερχόταν λόγω της καταβεβλημένης της υγείας, ίσως και να μην υπάρχει ωραιότερος τρόπος για να τελειώσει κανείς το ταξίδι του, έφυγε όπως ήρθε, μέσα στο νερό. Τα λέω όλα αυτά στον συνομιλητή μου, κ. Σάββα Σαββόπουλο, που με ακούει προσεκτικά, η δουλειά του είναι να ακούει, του λέω ότι η εκλογίκευση ήταν κυρίαρχη μέσα μου τις πρώτες μέρες.

«Σωστά είναι όλα αυτά που λέτε, έτσι είναι. Η μητέρα σας είχε έναν καλό θάνατο. Και η εκλογίκευση σας βοήθησε να τα βγάλετε πέρα εκείνες τις πρώτες δύσκολες μέρες, σας βοήθησε να πνίξετε τον λυγμό της απώλειας».

Όχι ότι τον γλιτώνεις.

Έτσι κι αλλιώς, το σκέλος αυτό αφορά εκείνη. Ένας ξαφνικός θάνατος δεν σε προετοιμάζει όπως το κρεβάτι του νοσοκομείου, τα σωληνάκια, η κατάκλιση, όταν φτάνεις στο σημείο να εύχεσαι να τελειώσει ο άνθρωπός σου, να ξεκουραστεί. «Εκείνη έφυγε, τελείωσε, ούτε και κατάλαβε τίποτα, είναι εγωιστικό αυτό που νιώθω, το ξέρω, όμως δεν κλαίω για τη μητέρα σας, για μένα κλαίω. Μου λείπει. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, δεν είχα προετοιμαστεί» λέει ο επί 60 χρόνια σύντροφός της. Το ερώτημα είναι, μπορείς ποτέ να προετοιμαστείς για έναν θάνατο; Η απάντηση είναι όχι, ακόμα κι όταν τον έχεις σιωπηλά ευχηθεί.

Surviving parent: O γονιός που επιβιώνει

Μετά το πρώτο σοκ, τα κεράσματα στη βεράντα και τις φωτογραφίες, μετά τα διαδικαστικά, το πιστοποιητικό θανάτου, την κηδεία, τα έξοδα ταφής, την παραγγελία του μνήματος και τα 9μερα, έρχεται η στιγμή που μένεις μόνος σου και συνειδητοποιείς ότι τον άλλο δεν θα τον ξαναδείς ποτέ. Ή, μάλλον, που καλείσαι να το αποδεχθείς. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα την ξαναδώ, ότι δεν θα ξανακούσω τη φωνή της, ότι δεν θα της ξαναπιάσω το χέρι…» λέει ξανά και ξανά ο πατέρας μας συντετριμμένος. Η άρνηση είναι ένα από τα στάδια του πένθους: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Το 1969 η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος στο βιβλίο της On Death and Dying, έχοντας εργαστεί με ασθενείς στο τελικό στάδιο του καρκίνου, περιέγραψε τις πέντε φάσεις από τις οποίες περνάει ένας ασθενής τελικού σταδίου οδεύοντας προς τον θάνατο. Το μοντέλο της, γνωστό ως «Τα πέντε στάδια του πένθους», λίγο πολύ έχει υπάρξει καθοριστικό στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το πένθος στη δυτική κοινωνία, όχι μόνο του ετοιμοθάνατου αλλά και αυτών που μένουν πίσω, ή ακόμα και όταν η απώλεια αφορά απλώς και μόνον έναν χωρισμό – o πατέρας μού θυμίζει τον ερωτευμένο που έχασε το αντικείμενο του πόθου του. 

Ο Σάββας Σαββόπουλος εξηγεί: «Τα στάδια αυτά, από την άρνηση μέχρι την αποδοχή, έχουν περιγραφεί, δεν είναι όμως υποχρεωτικό πως τα ζεις όπως τα διαβάζεις στα βιβλία ούτε ακολουθούνε γραμμική πορεία. Κάποιοι ζουν πιο έντονα ένα ή δύο από αυτά, το βασικό πάντως είναι η άρνηση, η διάψευση της πραγματικότητας. Θυμάμαι μια φορά στη Γενεύη στην Εντατική, που πήγαινα να δω τα ψυχιατρικά περιστατικά, ένας νέος άντρας όταν του ανακοινώθηκε ότι πέθανε ο πατέρας του όρμησε στον γιατρό, πήγε να τα κάνει όλα λίμπα, δεν μπορούσε να δεχθεί την πραγματικότητα, χρειάστηκε να έρθει η ασφάλεια του νοσοκομείου. Δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε να το ακούσει».

Διαβάζω περισσότερο για τα στάδια του πένθους, αλλά κυρίως τα παρατηρώ μέσα μου όσο και στον πατέρα μας, έρχονται σαν κύματα ή, στην περίπτωσή του, σαν σουβλιές στο στομάχι, «όταν σκέφτομαι ότι δεν θα την ξαναδώ...». Ο καθένας πενθεί με τον δικό του τρόπο, κι είναι μια διαδικασία που την ανακαλύπτω μέρα με τη μέρα. Σε βοηθάει να προσπαθείς να το καταλάβεις.

Τι είναι το πένθος; ρωτάω τον ειδικό να μας πει. «Το πένθος είναι μία ψυχική εργασία που πρέπει να κάνεις για να διαχειριστείς μια απώλεια που σε συγκλονίζει. Ουσιαστικά αρχίσεις να δουλεύεις τη σχέση που είχες με τον άλλο που χάθηκε από την καθημερινότητα. Πρέπει κατά κάποιον τρόπο να ξαναζήσεις μέσα σου όλες τις στιγμές που μοιράστηκες μαζί του, μέχρι να αποστασιοποιηθείς από αυτές. Και στο τέλος να κρατήσεις ό,τι καλό έχεις από εκείνον ώστε να μπορέσεις να πεις, τώρα τέλειωσα αυτήν την εργασία αποχωρισμού από τον αγαπημένο νεκρό, απέσυρα τις επενδύσεις μου από αυτόν. Αυτή είναι η βασική δουλειά που πρέπει να κάνεις».

Επενδύσεις... δηλαδή; «Δηλαδή όλα όσα χαιρόσουν με τον άλλο, να τα επανακτήσεις, ούτως ώστε να μπορέσεις να τα επενδύσεις κάπου αλλού. Το πένθος διασφαλίζει αυτήν την οικονομία των ψυχικών επενδύσεων, για να μη μείνεις ψυχικά αναιμικός, αλλά και τη διαδικασία κατά την οποία αυτόν που υπήρχε έξω από εσένα να μπορέσεις να τον τοποθετήσεις ειρηνικά μέσα σου. Είναι προϋπόθεση για να μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις. Είναι αυτό που λέει με απλά λόγια ο λαός, “οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς”. Αν δεν το κάνεις, αν δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο που έχασες, μεταβαίνεις στην κατάσταση της κατάθλιψης».

Όταν πεθαίνει η μαμά. Το πένθος και η απώλεια

Όπως λέει η Φ., σε κάθε θάνατο υπάρχει πάντα κάποιος που να τον αφορά περισσότερο. Ο πατέρας θέλει να μας μιλάει συνέχεια για εκείνη, μας λέει ιστορίες από τη ζωή τους και ψάχνει συνεχώς εικόνες για να μας περιγράψει πώς αισθάνεται. «Έχασα τη σύντροφό μου, μου λείπει, πώς να στο περιγράψω… Σαν να διψάς και να πρέπει να πιεις νερό και να μην μπορείς να βρεις». Λέω στον συνομιλητή μου ότι διάβασα σε ένα άρθρο τον όρο surviving parent, ο πατέρας μοιάζει σαν να έχει περάσει από ένα προσωπικό ολοκαύτωμα με την έννοια της ολοκληρωτικής καταστροφής.

«Έτσι είναι, ό,τι έχει φτιάξει έχει χαθεί ανεπιστρεπτί και έχει μείνει μόνος. Για τον επιζώντα γονιό αυτή η σχέση ήταν το πρότζεκτ της ζωής του. Ζούσε όσο μπορούσε καλύτερα με τη σύζυγό του και όσο περνούσαν τα χρόνια πρόσθεταν επενδύσεις, ένα σωρό καλά. Είναι όπως όταν μπαίνεις νεαρό ζευγάρι σε ένα διαμερισματάκι, κάνεις παιδιά, βελτιώνεις, τα οικονομικά σου, μετά πας σε μεγαλύτερο, παίρνεις καλύτερα έπιπλα κλπ. Ως παιδί η δουλειά σου είναι να αφαιρείς επενδύσεις από τη μητέρα από τον πατέρα, ή, καλύτερα, να μάθεις να επενδύεις αλλού, σε άλλα πρόσωπα, άλλες ιδέες από αυτές των γονιών σου. Όμως του πατέρα σας σκοπός ήταν να διατηρεί τις επενδύσεις του, να τις προστατεύει και αν είναι δυνατόν να προσθέτει και άλλες. Τώρα που χάθηκε η πιο σημαντική του επένδυση, νιώθει χαμένος και ο ίδιος. Είναι σαν να έγινε ένας σεισμός και όλα να κατέρρευσαν».

Ο πατέρας μας χρησιμοποιεί μια παραπλήσια μεταφορά για να μας το περιγράψει, «Σαν να πήρε φωτιά το σπίτι μου και εγώ σώθηκα βέβαια, αλλά δεν έχω πού να πάω», συμπληρώνω. «Βλέπετε, σας το λέει ακριβώς. Επένδυσε σε ένα πρότζεκτ, σε ένα σπίτι, τώρα το σπίτι κάηκε και έχει μένει άστεγος, ανέστιος».

«Σαν να πήρε φωτιά το σπίτι μου και εγώ σώθηκα βέβαια, αλλά δεν έχω πού να πάω». 

Και τώρα; «Τώρα, πρέπει να καταφέρει να κάνει τη διαδικασία του πένθους, δηλαδή να κρατήσει τα κομμάτια αυτά μέσα του, να γίνουν κτήμα του, ώστε να μπορεί να τα μεταφέρει στα παιδιά του, στα εγγόνια του, στον κόσμο, και όπου μπορεί. Αν δεν καταφέρεις να κάνεις την εργασία του πένθους τότε υπάρχει ο κίνδυνος της κατάθλιψης που είναι πιθανό κάποιες φορές να οδηγήσει σε περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές νόσους. Για αυτό και όλες οι έρευνες δείχνουν ότι πέφτει το προσδόκιμο ζωής στον σύντροφο που επιβιώνει».                                                   

Τι μας μαθαίνει ο θάνατος;

Ένα από τα πράγματα για τα οποία δεν είσαι προετοιμασμένος είναι ότι δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω. Αυτό που σε πληγώνει είναι τα πράγματα που δεν έκανες, οι εκκρεμότητες που άφησες, όσα δεν είπες. Όταν ανακοίνωνα πως θα πάω να δω τη μαμά μου το σ/κ, ο Φ. μου έλεγε, να πηγαίνεις όσο πιο πολύ μπορείς. Μετά κατάλαβα πόσο λυτρωτικό είναι να έχεις περάσει χρόνο με τον άλλο, να τον έχεις φροντίσει όταν σε έχει χρειαστεί, να έχεις πει σ’ αγαπώ, μαμά. Κι είναι μεγάλο βάρος να μην τα έχεις κάνει.

 «Όλοι έχουμε αυτές τις εμπειρίες για πράγματα που δεν μοιραστήκαμε με αυτόν που έφυγε πιστεύοντας ότι υπάρχει άφθονος χρόνος» μου λέει ο Σάββας Σαββόπουλος.

Αυτό ακριβώς συνειδητοποιείς, με τον πιο σκληρό τρόπο, πως ο χρόνος ανά πάσα στιγμή μπορεί να τελειώσει, επαναλαμβάνω.

«Μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή, μπορεί να είναι αύριο. Και αυτό είναι ένα πλήγμα στην παντοδυναμία σου, βλέπεις ότι μια μέρα θα είσαι κι εσύ σε αυτή τη θέση. Ένας άνθρωπος για να ισορροπήσει πρέπει να αποδεχθεί, πρώτον, ότι δεν είναι παντοδύναμος να κάνει ό,τι θέλει, δεύτερον ότι δεν είναι αθάνατος – ο θάνατος, λοιπόν, είναι καταλυτικός και για τα δύο».

Και τι σημαίνει αυτό το πλήγμα; 

«Βάζει όρια στον ναρκισσισμό σου. Γιατί στην αρχή της ζωής το πρώτο πράγμα που φτιάχνεται για να μπορέσουμε να υπάρξουμε είναι ο ναρκισσισμός. Το μωράκι όταν γεννιέται κοιτάει μόνο τον εαυτό του, δεν νοιάζεται για τη μητέρα, τον πατέρα, το πρώτο που φτιάχνει είναι να νιώσει παντοδύναμο, ότι έχει συνοχή. Όταν γεμίσει αυτό και πάει προς τα έξω αυτή η λίμπιντο, το πρώτο που βρίσκει είναι η μητέρα. Άντε μετά να τη χάσεις. Χάνεις δηλαδή την πρώτη επένδυση που κάνεις στη ζωή, την πρώτη αγάπη».

Είναι λυτρωτικό είναι να έχεις περάσει χρόνο με τον άλλο, να τον έχεις φροντίσει όταν σε έχει χρειαστεί, να έχεις πει σ’ αγαπώ, μαμά. Κι είναι μεγάλο βάρος να μην τα έχεις κάνει.

Του λέω ότι κάποια στιγμή έπεσα στον όρο adult children. «Μα υπάρχει το παιδί μέσα μας και θα υπάρχει μέχρι να πεθάνουμε» μου λέει με αφοπλιστική αμεσότητα. «Η μαμά είναι η πρώτη αγάπη, δεν μπορείς να αφήσεις εύκολα την πρώτη επένδυση».

Να γιατί η εκλογίκευση δεν φτάνει. Με τον θάνατο της μητέρας θρηνούμε την πιο σημαντική μας σχέση  τον άνθρωπο που μας έφερε στη ζωή και που μαζί του είχαμε όλες τις πρώτες εμπειρίες που μας καθόρισαν, όλα μας τα συναισθήματα. Του λέω πως το κλάμα μου, τώρα, με πηγαίνει σε εκείνο το πρώτο κλάμα του μωρού που υπήρξα.

«Σκεφτείτε, γιατί υπάρχει το βρεφικό μας κλάμα; Για να δηλώσει τη ματαίωση μιας επιθυμίας που έχουμε και περιμένουμε η μητέρα που βρίσκεται ή δεν βρίσκεται εκεί να την εκπληρώσει με έναν μαγικό τρόπο. Όταν φύγει οριστικά η μητέρα αυτή η απουσία θυμίζει κάτι από την έλλειψη που νιώσαμε όταν πρωτοκλάψαμε, αλλά στα παιδικά και εφηβικά κλάματα τηλεσκοπούνται και όλα τα άλλα κλάματα σε κάθε απώλεια στη ζωή μας».

Ο θάνατος είναι η κατεξοχήν εμπειρία που μπορεί να μας μάθει ποια είναι τα σημαντικά στη ζωή. Τι άλλο μας μαθαίνει; ρωτάω.

«Ο θάνατος μας μαθαίνει ότι ο χρόνος δεν είναι άπειρος, όπως είπαμε, άρα ό,τι είναι να κάνουμε, ας το κάνουμε τώρα. Αλλά όχι μόνο. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου είναι μια εμπειρία επώδυνη αλλά ωριμοποιητική, μας βοηθάει να ωριμάσουμε ενορμητικά, να εκπαιδεύσουμε τα ένστικτά μας, να δούμε ποιες είναι οι ανάγκες μας. Κι αν ξανακερδίσουμε τις επενδύσεις που είχαμε τοποθετήσει στο πρόσωπο που χάθηκε, μέσα από το πένθος, να δούμε πού θα τις βάλουμε και αν αξίζει να τις βάλουμε εκεί ή αν θα τις ξοδέψουμε ξοδεύοντας τον εαυτό μας».

«Το πένθος είναι σαν φυσικό φαινόμενο, θέλει τον χρόνο του»

Πόσο χρόνο χρειάζεται η εργασία του πένθους;

«Το πένθος είναι σαν φυσικό φαινόμενο, θέλει τον χρόνο του. Τουλάχιστον έναν χρόνο πένθους, όμως, τον χρειάζονται όλοι. Γιατί πρέπει να ξαναζήσεις στον χρόνο που έρχεται ό,τι είχες ζήσει τα προηγούμενα χρόνια. Πώς ήταν τα Χριστούγεννα πέρσι, πώς ήταν τα Χριστούγεννα όταν πήγα στην Α’ δημοτικού, πώς ήταν τότε στην εθνική γιορτή που αντί να είμαι στο γονιό μου πήγα βόλτα με τους φίλους μου, πώς ήταν εκείνο, το άλλο, θα τα ζήσεις όλα, γιατί πρέπει να ανακαλέσεις τις μνήμες, το βίωμα του τότε».

Του μιλάω για ένα αίτημα που έρχεται από έξω, που λέει, τελείωνε γρήγορα, προχώρα. «Η εργασία του πένθους απαιτεί την ολοκλήρωσή της. Ο σημερινός πολιτισμός δεν αντέχει τον πόνο σε κοινή θέα, ούτε να τον δείχνεις, ούτε να τον βλέπεις, κι έτσι πατικώνεις το συναίσθημά σου, το καταστέλλεις για να πεις την εκλογίκευση “έχουμε και δουλειές”. Πρέπει όμως να καταναλώσει κανείς το πένθος και να δεχθεί πως θα είναι έτσι για κάποιον καιρό, θα κλαις, θα γελάς, θα κλαις…».

Πόσο όμως να κλάψεις; «Θα κλάψεις όσο έχεις ανάγκη να κλάψεις. Ποιος μπορεί να πει πόσο πόνο κρύβει η ψυχή σου και πόσο σου χρειάζεται να θρηνήσεις;»

Έχει να κάνει με το πόσο στενή σχέση είχατε; «Ναι, αλλά και με το πόσο κανείς έχει δουλέψει μέσα του την ιδέα ότι είμαστε θνητοί, ότι οι γονείς μας θα φύγουνε, ότι εμείς θα φύγουμε, ότι τα παιδιά μας θα φύγουν... Αυτό, αν το αποδεχθείς, σε διευκολύνει και σε κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό, στο ζήτημα της ετερότητας, να δέχεσαι δηλαδή ότι ακόμα και αυτός που λατρεύεις είναι άλλος και έχει άλλη μοίρα, θα πεθάνει πριν από σένα, μετά από σένα...».

Ωραία το λέτε. Είναι άλλος, έχει άλλη μοίρα. 

                                                               ***

Τελειώνω αυτό το κείμενο τη 40στή μέρα. Τα Σαράντα, αν ακολουθήσεις το θρησκευτικό τελετουργικό, είναι σαν δεύτερη κηδεία. Οι υπόλοιποι δεν ήμασταν της Εκκλησίας όμως η μαμά πίστευε, με όλη τη σημασία της λέξης. Εξάλλου είναι όλα μελετημένα, το να ζεις δεύτερη φορά το πένθος συλλογικά, παρά τη δυσκολία, σε ανακουφίζει.

Έχουμε κάνει όλες τις προετοιμασίες, ξανά αγγελτήρια στις κολόνες, στάρι, σακουλάκια και κουταλάκια, έχουμε διαλέξει μια ωραία φωτογραφία και έχουμε αγοράσει την ανθοδέσμη, έχουμε κλείσει το καφέ δίπλα στην Αγία Παρασκευή, έχουμε παραδώσει τα πράγματα στην εκκλησία από το προηγούμενο απόγευμα. Φτάνουμε ελαφρώς αργοπορημένοι. Είναι πάλι όλοι εκεί, οι συγγενείς μας, οι φίλες της, οι φίλοι τους, οι δικοί μας φίλοι. Καθόμαστε στα στασίδια της πρώτης σειράς αριστερά, οι κόρες της, ο άντρας της και τα δυο της εγγόνια. Απέναντί μας είναι το τραπέζι που έχουν στολίσει τη μεγάλη πιατέλα με το στάρι, ένα καντηλάκι, το βάζο με τα λευκά τριαντάφυλλα και την κορνίζα με τη φωτογραφία της μαμάς. Μας κοιτάζει από τη φωτογραφία και εμείς κλαίμε, μου φαίνεται βασανιστικό να βλέπω τη μαμά μου σε εκείνο το τραπέζι, σαν υπενθύμιση ότι δεν είναι πια μαζί μας, στον κόσμο αυτό. Το σώμα της είναι στη γη και η ψυχή της, ίσως, κάπου κοντά μας. Τον θάνατο τον καταλαβαίνω σαν ένα μεγάλο ύπνο που πέφτεις να κοιμηθείς και δεν ξυπνάς, πώς μπορείς όμως να είσαι σίγουρη ότι δεν μένει κάτι από το άυλο κομμάτι μας; μου λέει η Π. Δεν είμαι.

Στο τέλος της λειτουργίας ακολουθεί η επιμνημόσυνη δέηση, αφιερωμένη σε εκείνη. Παίρνω μια απόσταση από τον θρήνο και παρατηρώ τη μορφή της Παναγίας, τις τοιχογραφίες με τους αγίους, ακούω τα περάσματα στα ημιτόνια της βυζαντινής μουσικής και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στα λόγια περιμένοντας να ακούσω το σημείο που λέει: Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν της κεκοιμημένης δούλης σου Ιωάννας, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Με παρηγορεί να σκέφτομαι τη μαμά σε έναν τέτοιο τόπο καταπράσινο, σε μια εξοχή, χωρίς τίποτα να τη βαραίνει. Στο τέλος οι τρεις ψάλτες με τον ιερέα ψάλλουν όλοι μαζί Aἰωνία ἡ μνήμη… επαναλαμβανόμενα, κι είναι το κρεσέντο, η πιο σπαρακτική στιγμή της νεκρώσιμης ακολουθίας. Δεν πιστεύω ότι η μαμά θα ζήσει αιώνια, θα ζήσει όμως όσο ζούμε εμείς, θα ζει μέσα μας και μέσα από εμάς. Για αυτό και η ευχή στο τέλος, όταν χαιρετάς τον κόσμο, κατεβαίνει στα ανθρώπινα μεγέθη. Να ζήσετε να τη θυμάστε.

Λίγο μετά, στον καφέ που προσφέρουμε στο όμορφο καφενείο της πλατείας, περιφέρομαι και μιλάω με όσους τη γνώρισαν και την αγάπησαν, πολύς κόσμος, αγκαλιαζόμαστε και κλαίμε, δεν το κάνουμε τυπικά, είναι φοβερό πώς το δάκρυ του ενός μεταφέρεται στον άλλο αλλά και πώς ο θάνατος σε φέρνει κοντά. Νιώθω περήφανη για τη μαμά μου, για το μικρό της αποτύπωμα σε αυτόν τον κόσμο: ήταν, πάνω από όλα, καλός άνθρωπος. Κάθομαι σε ένα τραπέζι δίπλα στη φίλη της από το σχολείο, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έφυγε, μου λέει και μας αφηγείται μια ιστορία από τα παιδικά τους χρόνια. Της ζητάω να πάμε μια μέρα σπίτι της να μας δείξει φωτογραφίες και να μας πει κι άλλες ιστορίες από τότε που ήτανε παιδιά, έφηβες, νέες κοπέλες. Μου ξυπνάει αυτό το ενδιαφέρον να δω τη μαμά μου μέσα από τα μάτια των άλλων, να γνωρίσω πτυχές της που δεν γνώριζα, κι είναι κι αυτό ένας κοινός τόπος αυτής της τόσο κοινής εμπειρίας ζωής, να θέλεις να γνωρίσεις τον άλλο ξανά. Όπως είναι κοινός τόπος, αυτό που λένε, αυτό που μου είπε η Κ.: Θα θυμάσαι τη μανούλα σου στις πιο όμορφες στιγμές σας, θα την έχεις πάντα μέσα σου, θα σε συντροφεύει.

Το αισθάνομαι ήδη, είμαι ένα κομμάτι από τη σάρκα της, η συνέχειά της, κι έχω επίγνωση της κληρονομιάς της. Θα την έχω πάντα μέσα στην καρδιά μου.

Θα τη σκέφτομαι με Αγάπη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ