Life

Περί πένθους

Το πένθος σε αγγίζει ακανόνιστα, περιοδικά, σαν τα κύματα. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να τα προσπεράσεις.

romanos-gerodimos.jpg
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 892
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Περί πένθους
© Ramiro Pianarosa, unsplash

Σκέψεις για το πένθος και την απώλεια με αφορμή έναν θάνατο

Επικίνδυνα Απόβλητα
Ο πατέρας μου πέθανε την Τετάρτη 18 Οκτωβρίου. Την Πέμπτη το πρωί πήγα στον Ευαγγελισμό για να πάρω και να υπογράψω τα σχετικά χαρτιά. Ακόμη και η γραφειοκρατία του ελληνικού κράτους έχει μια ποιητικότητα. H Εντολή Παραδόσεως Νεκρού παρακαλεί το νοσοκομείο να μου παραδώσει τον νεκρό – σ’ εμένα προσωπικά, ονομαστικά. Αν κι αυτά τα διαχειρίζεται (ευτυχώς) το γραφείο τελετών, υπάρχει κάτι όμορφο σ’ αυτό· σαν σκηνή αρχαίας τραγωδίας ή πολεμικής ταινίας όπου ο γιος κουβαλάει στα χέρια του το σώμα του πατέρα. 

Ανεβαίνω στον όροφο της νοσηλείας. Η πόρτα του δωματίου μισάνοιχτη, βλέπω στο βάθος το κρεβάτι του πατέρα μου, αυτό στο οποίο πάλεψε για ένα μήνα, άδειο, καθαρό, κάθε ίχνος των χθεσινών συμβάντων και της ύπαρξης του σβησμένα, αποστειρωμένα. Δεν είναι πλέον το κρεβάτι του πατέρα μου. Παραλαμβάνω τον σάκο με τα λιγοστά υπάρχοντά του. Ο σάκος είναι κίτρινος, από χοντρό πλαστικό, προσεκτικά σφραγισμένος. Έχει τυπωμένο πάνω ένα σύμβολο που το έχω ξαναδεί μόνο σε ντοκιμαντέρ για βιολογικά και χημικά όπλα και τυπωμένες τις λέξεις: «Επικίνδυνα Απόβλητα Αμιγώς Μολυσματικά». 

Οι μπλούζες, οι πετσέτες, τα παπούτσια, τα ξυριστικά, τα αρωματικά μαντηλάκια και το σφουγγάρι του πατέρα μου είναι πλέον «επικίνδυνα απόβλητα». Προς στιγμήν σκέφτομαι να πάρω ταξί για να πάω στο Ηράκλειο. Μετά αλλάζω γνώμη. Γιατί να πληρώσω ταξί αφού υπάρχει συγκοινωνία; Αν δεν είχα λεφτά να πληρώσω ταξί τι θα έκανα; Γιατί να ντραπώ που κουβαλάω τα πράγματα του πατέρα μου; Παίρνω τον κίτρινο σάκο παραμάσχαλα και μπαίνω στο μετρό και μετά στον ΗΣΑΠ. Κάνω τον γύρο της πόλης με έναν σάκο που γράφει Επικίνδυνα Απόβλητα Αμιγώς Μολυσματικά.

Το παζλ και η έκλειψη ηλίου
Όταν οι άνθρωποι αρρωσταίνουν ή γερνάνε είναι σαν ένα παζλ που το αποδομείς αργά αλλά σταθερά. Όταν η σωματική ή πνευματική ή ψυχική τους υγεία εξασθενεί, όταν η σοφία, η υποστήριξη, η ενέργεια και η παρηγοριά που σου παρέχουν στερεύει, όταν η αντίληψή τους για το τι έχεις πραγματικά ανάγκη φθίνει ή εξαφανίζεται και αντιθέτως πρέπει εσύ να τους παρέχεις αυτά που έχουν ανάγκη, όταν μια αρρώστια ή απλώς τα γηρατειά αλλοιώνουν ή αφανίζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ιδιότητες που είναι κεντρικές στην ταυτότητά τους, τότε είναι σαν να αφαιρείς κομμάτια του παζλ. Είναι απολύτως πιθανό να αρχίσεις να πενθείς έναν άνθρωπο –ή τη σχέση που είχατε, ή τη σχέση που δεν αποκτήσατε– πριν ακόμα αυτός φύγει. 

Το περίεργο είναι ότι όταν τελικά ο άνθρωπος αυτός φεύγει, όταν δηλαδή αφαιρέσεις και το τελευταίο κομμάτι του παζλ, δεν σου λείπει μόνο εκείνο το τελευταίο κομμάτι· δηλαδή δεν σκέφτεσαι τον άνθρωπο σου μόνο όπως ήταν στην κοντινή πραγματικότητα, στο τέλος. Σαν σε ολική έκλειψη ηλίου, ξαφνικά το άδειο πλέον παζλ φωτίζεται από πίσω, ο άνθρωπος αποκαθίσταται και τον βλέπεις σε όλη την πορεία της ζωής του. 

Το εγώ
Όταν πεθαίνει ο οποιοσδήποτε –είτε δικός μας άνθρωπος, είτε κάποιος διάσημος– οι άνθρωποι το βρίσκουμε σχεδόν αδύνατο να παραμερίσουμε το εγώ μας. Αντιθέτως, είναι λες και το εγώ μας ξαφνικά το φουσκώνει μια τρόμπα· μπορούμε να αντιληφθούμε την απώλεια του άλλου μόνο αυτοαναφορικά, μέσα απ’ τις δικές μας μνήμες και τα δικά μας συναισθήματα. Αυτό είναι απολύτως ανθρώπινο. Άλλωστε, και τις κηδείες και όλα τα υπόλοιπα για εμάς τους ζωντανούς τα κάνουμε. Για τον άνθρωπο που έχει φύγει δεν έχουν πλέον καμία σημασία· το μόνο που είχε σημασία είναι τι έκανες γι’ αυτόν όσο ζούσε.

Το τείχος και η μυστική αδελφότητα
Είναι μεν κλισέ, αλλά ισχύει, ότι ο θάνατος είναι ακόμα ταμπού στην ελληνική κοινωνία· λίγοι μπορούν να τον διαχειριστούν άνετα. Στα αμέτρητα τηλεφωνήματα που θα λάβεις, στα μηνύματα που θα διαβάσεις και στις διά ζώσης συναντήσεις που θα έχεις, θα βρεις την πλήρη παλέτα των ανθρώπινων αντιδράσεων, από το αυθεντικό και το συγκινητικό μέχρι το κωμικά αμήχανο, ψεύτικο ή εγωκεντρικό. 

Άνθρωποι που δεν το περίμενες ποτέ θα σε νοιαστούν με ιδιαίτερο τρόπο, κι άλλοι που νόμιζες ότι σε νοιάζονται θα εξαφανιστούν, ίσως για τους δικούς τους λόγους. Πολλοί θα πνιγούν από την αμηχανία, ακόμη κι αν εσύ συμπεριφέρεσαι απολύτως φυσιολογικά, ακόμη κι αν παραμένεις αυτός που γνώριζαν ήδη. Μπορεί εσύ να θέλεις να μιλήσεις, μπορεί εσύ να μιλάς ήδη για το πώς νιώθεις, αλλά εκείνοι θα αλλάξουν γρήγορα-γρήγορα το θέμα. Αποφυγή. Λειψή επικοινωνία. Μη επικοινωνία. 

Όταν χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο ξαφνικά ορθώνεται ένα αόρατο τείχος ανάμεσα σ’ εσένα και τους άλλους. Δεν είναι απαραιτήτως κακόβουλο το φράγμα αυτό· δεν είναι σίγουρο ότι οι άλλοι προσπαθούν να ξορκίσουν το κακό απομονώνοντάς σε. Πολλές φορές το τείχος ορθώνεται ακριβώς επειδή οι άλλοι προσπαθούν να σε προστατεύσουν: δεν ξέρουν πώς να φερθούν και τι να πουν, φοβούνται μη σε πληγώσουν, μη σε ταράξουν. Τα λόγια είναι φτωχά· στην καλύτερη περίπτωση ενός ανθρώπου που ταλαιπωρήθηκε ή έφυγε πλήρης ημερών καταλήγουμε σε κλισέ («να ζήσετε να τον θυμάστε», «ζωή σ’ εσάς», «ο κύκλος της ζωής», «ξεκουράστηκε»)· στη χειρότερη περίπτωση ενός ανθρώπου που έφυγε ξαφνικά ή νέος, τα λόγια ακούγονται φθηνά, κακόγουστα. 

Κι όμως είναι αλήθεια ότι και τα λόγια, όσο περιττά ή λίγα κι αν είναι, παίζουν έναν λειτουργικό ρόλο· ακόμα και τα δεκάδες ή εκατοντάδες πανομοιότυπα μηνύματα συλλυπητηρίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοηθούν. Είναι κι αυτά ένα συμβολικό και ουσιαστικό τελετουργικό που σου δείχνει ότι η κοινότητα δημιουργεί ένα πλέγμα προστασίας γύρω σου, σε σκέφτεται, έστω και στιγμιαία. Ταυτόχρονα σε αναγκάζει να αρχίσεις να συνειδητοποιείς τη νέα πραγματικότητα· όπως άλλωστε και όλα τα σχετικά τελετουργικά, από τη γραφειοκρατία στα ΚΕΠ μέχρι τον καφέ μετά την κηδεία.

Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι οι ελάχιστοι άνθρωποι που είτε σε γνωρίζουν και σε νοιάζονται πραγματικά, είτε γνώριζαν βαθιά αυτόν που έφυγε, βρίσκουν τον τρόπο να πουν κάτι πιο ουσιαστικό, δυο λόγια παραπάνω που θα σε συγκινήσουν πραγματικά. Δεσμοί με φίλους παλιούς με τους οποίους μπορεί, λόγω των συνθηκών της ζωής, να είχες χαθεί ή απομακρυνθεί για μερικά χρόνια αναβιώνουν σαν τη φλόγα που ξεπετάγεται απ’ τη χόβολη. 

Υπάρχει δε και μια άλλη πολύτιμη κατηγορία ανθρώπων: αυτοί που έχουν βιώσει αντίστοιχη απώλεια σχετικά πρόσφατα. Αυτοί ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να πουν. Τα λόγια τους αβίαστα σε κάνουν να νιώσεις σαν να έγινες δεκτός στη ζεστή αγκαλιά μιας μυστικής αδελφότητας.

Υπερπτήσεις
Η απολυτότητα του «ποτέ ξανά» –του ότι δεν θα ξαναδείς ποτέ τον άνθρωπό σου– είναι τόσο αδιανόητη όσο και η έννοια του απείρου. Είναι επικίνδυνο για το ανθρώπινο μυαλό να προσπαθήσει να την προσεγγίσει –ύβρις, ίσως– γιατί, σαν μαύρη τρύπα που έλκει και ρουφάει τα πάντα, μπορεί να σε καταπιεί. Το μυαλό μπορεί μόνο να κάνει γρήγορες διερευνητικές πτήσεις γύρω απ' τη μαύρη αυτή τρύπα χωρίς ποτέ να μπει πλήρως μέσα της.

Τα κύματα
Το πένθος σε αγγίζει ακανόνιστα, περιοδικά, σαν τα κύματα, αν και –σε αντίθεση με τη θάλασσα– έχεις έναν βαθμό ελέγχου για το πότε θα αφήσεις τα κύματα να σε ακουμπήσουν. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να τα αποφύγεις, να τα προσπεράσεις· πρέπει να ανοιχτείς, να τα αντιμετωπίσεις καταπρόσωπα, να περάσεις από μέσα τους. Μόνο τότε μπορείς να ξεπροβάλεις από αυτά υγιής.

Είναι μεν κλισέ, αλλά ισχύει ότι ο κάθε άνθρωπος βιώνει τις απώλειες διαφορετικά, με τον δικό του τρόπο, στον δικό του χρόνο, κάτι που σαφώς επηρεάζεται και από τις συνθήκες της υπόλοιπης ζωής του την κάθε δεδομένη στιγμή. Επειδή η ευαισθησία και η προσοχή των άλλων στην απώλειά σου είναι λογικό να φθίνει γρήγορα, κι επειδή δεν είμαστε καλοί στο να ακούμε για τα στενάχωρα συναισθήματα των άλλων, ένας κοινός φόβος είναι το τι θα γίνει αν (ή μάλλον όταν, γιατί είναι θέμα χρόνου) νιώσεις κύματα πένθους εκτός του χρονοδιαγράμματος που επιβάλλει η κοινωνία. Εκείνη τη στιγμή που θα νιώσεις, ίσως, ντροπή, πρέπει να θυμηθείς ότι δεν χρωστάς λογαριασμό σε κανέναν για το τι και πότε θα το νιώσεις. Η συζήτηση με, ή στήριξη από, έναν καλό επαγγελματία ψυχοθεραπευτή που ειδικεύεται στο πένθος είναι απλώς ευεργετική.

Πνευματική εργασία
Αν είσαι τυχερός, αν είσαι πολύ τυχερός, αν, δηλαδή, ο άνθρωπός σου έζησε μια πλήρη ζωή και έφυγε γεμάτος και συνειδητοποιημένος, αν η σχέση σας πρόλαβε να κάνει τον κύκλο που χρειάζεται να κάνει, αν είχες την ευκαιρία να είσαι εκεί και να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς για τον άλλον, και τέλος αν είχες τον χρόνο, τις συνθήκες και τα προειδοποιητικά σημάδια για να προετοιμαστείς ψυχολογικά και πρακτικά, τότε και μόνο τότε είναι αλήθεια ότι η διαδικασία του πένθους είναι αρκετά λιγότερο σοκαριστική, αρκετά πιο βατή. Τότε είναι πιο εύκολο να νιώσεις γαλήνη, αξιοπρέπεια, ευγνωμοσύνη και υπερηφάνεια – και για τη ζωή του άλλου και όσα σου έδωσε και έκανε για σένα, αλλά και για το πώς εσύ το διαχειρίστηκες όλο αυτό. 

Ακόμα και τότε, όμως, το υποσυνείδητό σου δουλεύει υπερωρίες. Το κενό που δημιουργεί η απουσία του άλλου και κυρίως η απολυτότητα του «ποτέ ξανά» μπορεί να διαβρώσει, χωρίς καν να το αντιληφθείς ή χωρίς να θέλεις να το παραδεχθείς, μικρές πτυχές της καθημερινότητάς σου. Όπως το περιγράφει ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Σάββας Σαββόπουλος στην τόσο ωραία (και, όντως, τόσο χρήσιμη!) συζήτησή του με τη Δήμητρα Γκρους: «Στον θάνατο κάποιου προσώπου που έχεις επενδύσει πολύ, όλος ο κόσμος ερημώνει, χάνει την ομορφιά του, χάνει τα χρώματά του, τη μουσική του, γίνεται πιο γκρίζος, χάνει το ενδιαφέρον του». 

Απαιτείται πνευματική και ψυχική εργασία για να ξαναβρείς τις αισθήσεις σου· για να ανακτήσεις την ανταπόκριση της όρασης, της ακοής, της όσφρησης, της γεύσης και της αφής· για να απολαύσεις τις μικρές χαρές της καθημερινότητας. Η διατήρηση της κοινωνικοποίησης –η τακτική επαφή με φίλους, τα φαγητά, οι καφέδες, τα τηλεφωνήματα– είναι καθοριστική, όπως και το να χτίζεις και να ακολουθείς πιστά μικρές τελετουργίες, από τον πρωινό καφέ μέχρι την ανάγνωση του αγαπημένου σου βιβλίου πριν κοιμηθείς. 

Ίσως το βασικότερο εμπόδιο σ’ αυτή τη διαδικασία επιστροφής στην ομαλότητα να είναι η ενοχή, ο φόβος της προδοσίας: σκέφτεσαι ότι αν συνεχίσεις τη ζωή σου σα να μη συμβαίνει τίποτα, αν αποδεχτείς την πραγματικότητα, αν αφήσεις τον άλλον να φύγει, τότε θα είναι σαν να μη σε νοιάζει το ότι πέθανε· σαν να τον διώχνεις· σαν να τον σκοτώνεις εσύ. 

Δεν είναι όμως έτσι. Ο άλλος ζει μέσα από εσένα, αλλά και μέσα από όσους επωφελήθηκαν, έστω και εμμέσως, από την ύπαρξή του.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ