Life

Ημερολόγιο πένθους

Συσπειρώνομαι συνειδητά γύρω απ’ τη γνώση ότι, και χωρίς τη μαμά, συνεχίζει να υπάρχει αγάπη. Κι ότι, επομένως, μπορώ να την ζητήσω. Δεν θέλω καμία σκληρότητα, καμία ένταση, θέλω να παραμείνω μαλακός

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 882
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολόγιο πένθους: Ο θάνατος της μαμάς
© Thoa Ngo / Unsplash

Ο θάνατος της μητέρας, σκέψεις και αισθήματα, ο προσωπικός βουβός θρήνος, η βοήθεια των φίλων

Νομίζω η μαμά διαχειρίστηκε την έξοδό της όχι άσχημα, μπορεί και υποδειγματικά. Μερικά κατωφερικά χρόνια που, αργά, έχανε όλο και περισσότερες από τις λειτουργίες της, και ο κόσμος της όλο και περισσότερα από τα χαρακτηριστικά του. Τα ερωτηματικά της βλέμματα όλο και πλήθαιναν. Κοντά στο τέλος, όταν ήθελε κάτι το έδειχνε. Μετά, ούτε αυτό. Σαν να είχε αδειάσει από επιθυμίες. Ούτε καν για καφέ και τσιγάρο, που ήταν, νομίζω, τα τελευταία που αρνήθηκε. Τελικά, μια διήμερη βουτιά χωρίς καθόλου νερό τροφή ή επικοινωνία, κι αυτό ήταν. Όταν μηδένισε το κοντέρ, εκείνη είχε ήδη φύγει.

Θυμήθηκα ένα πρωινό στα δεκατρία να βγαίνω στη γειτονιά για ψώνια, έκθαμβος και σκανδαλισμένος με την ανακάλυψη ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι που συναντούσα κάνουν σεξ. Και ο χασάπης! Και η μανάβισσα! Και ο διευθυντής του σχολείου μου…! Κάτι ανάλογο συμβαίνει αυτές τις μέρες. Μετά τη μάνα, ξαφνικά ο κόσμος είναι πλημμυρισμένος από μελλοθάνατους, κι εγώ προσπαθώ να μαντέψω την απόσταση που χωρίζει τον καθένα από την τελευταία πράξη του έργου. Μοιράζω σενάρια θανάτου δεξιά κι αριστερά, κι επίσης, στο πίσω μέρος της οθόνης, προβάλλω και τον εαυτό μου ως νεκρό. Πώς θα ’μαι άραγε;

Για τώρα, είμαι μουδιασμένος. Είναι σαν κάποιος μέσα μου να κάνει τον ψόφιο κοριό (playing possum, όπως το λένε στ’ αγγλικά), να προσποιείται δηλαδή ότι είναι λιπόθυμος – όπως κάνουν κάποια ζώα όταν αισθάνονται ότι απειλούνται. Μια άλλη εικόνα είναι ότι ψάχνω να βρω ένα μονοπάτι σ’ έναν χαοτικό αγριότοπο. Τo ξέρω ότι υπάρχει, έχω ξαναπεράσει από εδώ, όμως για τώρα το έχει καλύψει η βλάστηση…

Αμυντικός μηχανισμός, υποθέτω, παρόλα αυτά, απρόσκλητος. Δεν το ζήτησα να μην αισθάνομαι τίποτα. Δηλώνω διαθέσιμος να βουτήξω στα κύματα κι ας με ξεβράσουν στις ξέρες του πένθους. Έχει ξαναγίνει και πια έχω μάθει πως τα συναισθήματα δεν πρόκειται να με σκοτώσουν.

Όμως δεν είναι κάτι που ελέγχεται. Ίσως ο θάνατος απλά να μη μαθαίνεται. Ή, ίσως, να υπάρχει και στη λύπη κάποιου τύπου απαγόρευση. Δεν μπορώ να πλησιάσω εκεί, με κρατάει σε απόσταση ένα διάφανο, άχρωμο φράγμα, κάτι σαν σαστιμάρα. Σαν να πρέπει πρώτα να προβάρω αυτή την απώλεια για να δω άμα τη χωράω.

Μη νιώθοντας κάτι άλλο από αυτή τη σαφώς ύποπτη αποστασιοποίηση, υιοθετώ τις τελετουργικές κινήσεις που κάνουν συνήθως οι άνθρωποι. Ξεδιπλώνω σε όσους ρωτούν την τελευταία σκηνή, κι όλες τις προηγούμενες, με λεπτομέρειες, μένω κοντά στο συμβάν τουλάχιστον με τα λόγια. Κοινωνικοποιώ τον θάνατο για να τον φέρω πιο κοντά μου, μέσα από τον καθρέφτη των άλλων. Που σχεδόν όλοι έχουν παρόμοιες εμπειρίες να μοιραστούν, έχουν δικούς τους θανάτους στην εσωτερική τσέπη, που πρόθυμα βγάζουν και μου τους δείχνουν. Πρόκειται για κάτι ταυτόχρονα συγκλονιστικό και κοινότοπο.

Αυτό βοηθάει να νιώσω λιγότερο μόνος κι αφετέρου κάνει αισθητή την ανακούφιση για την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης έκβασης. Σε άλλους, η απόσβεση είναι σπαρακτικά αργή, μπαινοβγαίνουν σε νοσοκομεία ή μένουν για χρόνια κατάκοιτοι, ο θάνατος κτίζεται σαν σταλαγμίτης. Η δική μου πέρασε δυο μερόνυχτα σε «συνειδησιακή απώλεια» (ο όρος του παθολόγου), κι ύστερα… τίποτα και κανείς.

Όμως εκείνο που καταφέρνει να ανοίξει ένα πέρασμα στο αόρατο εμπόδιο προς τη λύπη είναι όταν ένας φίλος προσφέρεται να ακυρώσει τις διακοπές του για να έρθει στην κηδεία. Κλαίω για πρώτη φορά. Δεν το περίμενα. Μάλλον δεν ήξερα ότι, και χωρίς τη μαμά, συνεχίζει να υπάρχει αγάπη. Κι ότι, επομένως, μπορώ να την ζητήσω.

Τις τελευταίες μέρες συσπειρώνομαι συνειδητά γύρω απ’ αυτή τη γνώση. Δεν θέλω καμία σκληρότητα, καμία ένταση, θέλω να παραμείνω μαλακός. Διαλέγω ανθρώπους με βάση το κατά πόσο μαζί τους μου γεννιέται η προδιάθεση να κλάψω. Αυτούς που λέω «φίλους» μου.

Εκείνους που, στην παρουσία τους, βρίσκω το μονοπάτι προς τη βαθιά λύπη που αναγνωρίζω ως γενέτειρά μου.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ