Κοινωνια

Το τηλέφωνο δεν είναι πια για να μιλάμε

Το να μην απαντάς δεν θεωρείται πλέον αγενές, έχει γίνει επιλογή

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το τηλέφωνο δεν είναι πια για να μιλάμε
© Getty / Unsplash

Η άρνηση των, κατά τα άλλα μονίμως συνδεδεμένων με τα κινητά τους τηλέφωνα, εφήβων να απαντούν στις κλήσεις αντικατοπτρίζει μια αλλαγή στις κοινωνικές νόρμες

Μια καινούργια τάση έχει αρχίσει να παίρνει μορφή ανάμεσα στους εφήβους. Ενώ τα κινητά τηλέφωνά τους φαίνεται πλέον να είναι προέκταση του χεριού τους –και μεταξύ μας, αυτό ισχύει και για τους περισσότερους από εμάς–, ωστόσο δεν απαντούν όταν αυτά χτυπούν. Αυτή η τάση, η οποία είναι οικεία σε πολλούς γονείς, μπορεί να φαίνεται παράλογη ή ακόμα και ανησυχητική σε μερικούς, όμως μας δίνει πολλές πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι –13 έως 18 ετών– συνδέονται πλέον (ή δεν συνδέονται) με άλλους. Και παρόλο που τα smartphones είναι παρόντα στην καθημερινή ζωή τους, αυτό δεν σημαίνει ότι τα χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι ενήλικες.

Αυτή η απροθυμία να «σηκώσουν το τηλέφωνο» δεν είναι απλώς ένα γενεαλογικό χαρακτηριστικό: σηματοδοτεί μια βαθύτερη μεταμόρφωση στις πρακτικές επικοινωνίας, τους κοινωνικούς κανόνες και την ψηφιακή εθιμοτυπία. Στην πραγματικότητα, κρύβονται πολύ περισσότερα πράγματα πίσω απ’ αυτή τη σιωπηλή προσέγγιση στην επικοινωνία από το κλισέ του «απρόσιτου» εφήβου.

Υπάρχουν πολλά αστεία memes στο διαδίκτυο που αφορούν κυρίως είτε τους εσωστρεφείς ανθρώπους είτε αυτούς που ανήκουν στη γενιά των millennials, οι οποίοι φαίνεται να απεχθάνονται τις τηλεφωνικές κλήσεις, είτε είναι αναγκασμένοι να πάρουν κάποιον τηλέφωνο είτε να απαντήσουν σε κάποιον που τους τηλεφωνεί. Το πρόβλημα αυτό, ομολογώ, το έχω κι εγώ. Δεν μου αρέσει να μιλάω στο τηλέφωνο, εκτός κι αν είναι απολύτως απαραίτητο ή πρόκειται για μια ολιγόλεπτη επικοινωνία η οποία θα διευκολύνει μια υπό άλλες συνθήκες περίπλοκη διαδικασία.

Οι περισσότεροι φίλοι μου, επειδή γνωρίζουν το θέμα μου αυτό, θα μου στείλουν ένα μήνυμα πρώτα για να με ρωτήσουν εάν μπορούν να με πάρουν τηλέφωνο. Kαι με μια φίλη μου η οποία, αντίθετα, σιχαίνεται τα μηνύματα αλλά αγαπά τις κλήσεις, έχουμε μια συμφωνία ότι θα με παίρνει όποτε θέλει, αλλά γνωρίζει ότι δεν θα απαντήσω εάν δεν είμαι σε θέση να το κάνω. Και βέβαια, θα την πάρω εγώ το συντομότερο δυνατό. Εάν η επικοινωνία επείγει, μπορεί να μου στείλει ένα μήνυμα. Η κατανόηση αυτή, όπως επίσης και ο αμοιβαίος σεβασμός, με κάνουν να σηκώνω το τηλέφωνο πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι το έκανα στο παρελθόν ή θα το έκανα υπό άλλες συνθήκες.

Δεν είναι παραξενιά ούτε αντικοινωνικότητα. Δεν είναι αγνόηση ούτε αποφυγή ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Είναι, πάρα πολύ απλά, ότι υπάρχουν στιγμές που ένα τηλεφώνημα φαντάζει σ’ εμένα και σε άλλους ανθρώπους σαν κι εμένα, ως ένα είδος παραβίασης προσωπικού χώρου και χρόνου. Και ότι, εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το τηλέφωνο είναι σχεδόν πάντα δίπλα μου, δεν είμαι και δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να είναι διαθέσιμος και πρόθυμος να επικοινωνήσει, είτε τηλεφωνικά είτε αλλιώς, 24 ώρες το 24ωρο.

Αυτός φαίνεται να είναι και ο τρόπος σκέψης αυτών των εφήβων, καθότι, βάσει ερευνών που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια, για τους περισσότερους οι φωνητικές κλήσεις δεν αποτελούν πλέον τον προεπιλεγμένο τρόπο επικοινωνίας, αντιθέτως, γίνονται η εξαίρεση και χρησιμοποιούνται σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, στιγμές δυσφορίας ή όταν απαιτείται άμεση επικοινωνία ή παρηγοριά.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η αποστολή μηνυμάτων είναι η προτιμώμενη επιλογή. Ο λόγος δεν είναι η τεμπελιά: η γραπτή επικοινωνία όλων των διαθέσιμων ειδών προσφέρει μια εντελώς διαφορετική σχέση με τον χρόνο, τα συναισθήματα και τον αυτοέλεγχο. Το να σηκώνεις το τηλέφωνο σημαίνει να είσαι διαθέσιμος εδώ και τώρα, χωρίς δίχτυ ασφαλείας και χωρίς καθυστέρηση. Για πολλούς εφήβους, αυτή η αμεσότητα γίνεται αντιληπτή ως πηγή άγχους ή ως απώλεια ελέγχου. Και ναι, ακόμα κι εγώ, στα 42 μου, αισθάνομαι ότι μια τηλεφωνική κλήση σε μια προσωπική στιγμή εσωστρέφειας ή επιλεκτικής απομόνωσης και χαλάρωσης είναι αγχωτική και παρεμβατική.

Η επιθυμία για έλεγχο του χρόνου, των λέξεων και των συναισθημάτων δεν είναι απλώς μια εφηβική ιδιοτροπία, μας λέει η Αν Κορντιέ, καθηγήτρια Επιστημών Πληροφορικής και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Λωραίνης. Αντανακλά έναν ευρύτερο τρόπο πλοήγησης στις κοινωνικές σχέσεις μέσω οθονών, έναν τρόπο στον οποίο κάθε άτομο παραχωρεί στον εαυτό του το δικαίωμα να επιλέξει πότε, πώς και πόσο έντονα θα συνδεθεί. Είναι πιο εύκολο να επικοινωνείς αποτελεσματικά όταν μπορείς πρώτα να παραμείνεις σιωπηλός.

Το να μην απαντάς στο κινητό δεν θεωρείται πλέον αγενές και έχει γίνει επιλογή – ένα δικαίωμα στη σιωπή

Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, λοιπόν, στις μέρες μας, τα τηλέφωνα έχουν γίνει εργαλεία για να αποφεύγεται η ομιλία. Ή, πιο συγκεκριμένα, εργαλεία για να αποφασίζεται πότε και πώς να επικοινωνούμε. Το να μην απαντάς δεν θεωρείται πλέον αγενές και έχει γίνει επιλογή – ένα δικαίωμα στη σιωπή: ένας σκόπιμος τρόπος να τεθούν όρια σε έναν υπερσυνδεδεμένο κόσμο, όπου θεωρούμε δεδομένο ότι όλοι είναι άμεσα «προσβάσιμοι» ή διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή και σε πολλά διαφορετικά μέσα (ή εφαρμογές).

Σ’ αυτόν τον νέο τρόπο διαχείρισης της διαθεσιμότητάς σου, η σιωπή είναι από μόνη της μια μορφή επικοινωνίας. Δεν σηματοδοτεί απαραίτητα απόρριψη: μάλλον μοιάζει με έναν έμμεσο κανόνα όπου η διαθεσιμότητα δεν θεωρείται πλέον δεδομένη. Πρέπει να ζητηθεί, να συζητηθεί και να δημιουργηθεί.

Για πολλούς ενήλικες, η απουσία φωνητικής απάντησης θεωρείται προσβολή και παραβίαση βασικών κανόνων επικοινωνίας. Από την οπτική γωνία ενός εφήβου, όμως, το να μην απαντήσεις δεν σημαίνει απόρριψη: απλώς υπογραμμίζει την εμφάνιση νέων κωδίκων δεοντολογίας. Αυτοί οι κώδικες επαναπροσδιορίζουν τα περιγράμματα αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί «ψηφιακή ευγένεια». Ενώ ένα τηλεφώνημα κάποτε θεωρούνταν χειρονομία φροντίδας, τώρα μπορεί να εκληφθεί ως παρεμβατικό.

Εν τω μεταξύ, η απάντηση μέσω μηνύματος τους προσφέρει δομή, χρόνο για σκέψη και μια ευκαιρία για σαφέστερη έκφραση, καθώς και την επιλογή να αναβάλουν ή να παρακάμψουν την απάντηση χωρίς να προκαλέσουν ανοιχτή σύγκρουση. Δεν είναι ότι οι έφηβοι στερούνται ενσυναίσθησης. Απλώς την εκφράζουν διαφορετικά, με πιο δυσδιάκριτους, ασύγχρονους τρόπους.

Η Κορντιέ τονίζει το γεγονός ότι είναι σημαντικό να μάθουμε να αποδεχόμαστε τη σιωπή, και ότι το να μην απαντάμε αμέσως (ή καθόλου) δεν είναι σημάδι απόρριψης ή αδιαφορίας. Μερικές φορές είναι απλώς ένας τρόπος να αναπνεύσουμε, να επαναπροσδιορίσουμε την προσοχή μας και να προστατεύσουμε τον νοητικό μας χώρο. Είναι μια μορφή αυτοσεβασμού. Μια μορφή που ομολογουμένως ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς μας, οι οποίοι βέβαια δεν βρίσκονται στα 40 και στα 50, αλλά στα 70, δυσκολεύονται να διαχειριστούν και να αποδεχτούν.

Τέλος, αξίζει επίσης να αναλογιστούμε τις δικές μας συνήθειες: τι θα γινόταν αν εμείς, ως ενήλικες, εξερευνούσαμε νέους τρόπους για να δείξουμε ότι νοιαζόμαστε; Η γεφύρωση του χάσματος των γενεών δεν σημαίνει επιστροφή στα σταθερά τηλέφωνα –τα παιδιά στην εφηβεία δεν ξέρουν καλά καλά τι είναι–, αλλά μάλλον μάθηση για την κατανόηση νέων κωδίκων, όπως επίσης και των επιθυμιών και των ρουτινών ο ένας του άλλου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY