Κοσμος

Ο Τραμπ φτάνει στο σημείο καμπής της απόλυτης κυριαρχίας του

Δημοσκοπήσεις, οικονομία και εσωκομματικές ρωγμές απειλούν την πολιτική παντοδυναμία του

Νικόλας Μολφέτας
Νικόλας Μολφέτας
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Τραμπ φτάνει στο σημείο καμπής της απόλυτης κυριαρχίας του
Ντόναλντ Τραμπ © Tom Brenner/Getty Images

Η δημοσκοπική πτώση, η ακρίβεια και οι ρωγμές στους Ρεπουμπλικάνους φέρνουν τον Ντόναλντ Τραμπ σε καμπή

[Δημοσιογράφος]: Κύριε Πρόεδρε, στις συγκεντρώσεις σας αυτή την εβδομάδα, αναφερθήκατε στην κρίση ακρίβειας. Δέχεστε ότι είναι σοβαρό πρόβλημα;

[Τραμπ]: Όχι, είναι ένας επινοημένος όρος, η ακρίβεια. Η οικονομία είναι πολύ ισχυρή. Όλοι είναι μια χαρά, από τους δισεκατομμυριούχους μέχρι τους φτωχούς, φτωχούς εκατομμυριούχους για τους οποίους προσευχόμαστε κάθε βράδυ. Κι αυτό είναι ένα θαύμα, γιατί κληρονόμησα μια οικονομία χάους από τις απαίσιες προεδρίες που προηγήθηκαν, όπως του Μπάιντεν και του Τραμπ.

Θα ομολογήσω ότι σας εξαπάτησα: τα παραπάνω λόγια δεν είναι του πραγματικού Ντόναλντ Τραμπ, αλλά του σωσία του στη σατιρική εκπομπή «Saturday Night Live» του NBC. Ο λόγος, όμως, που αυτή η σάτιρα είναι τόσο δημοφιλής κι επιτυχημένη, είναι επειδή ακριβώς βρίσκεται εξαιρετικά κοντά στην πραγματικότητα. Ο Πρόεδρος Τραμπ μπορεί να μην έφτασε στο σημείο να μιλήσει για «φτωχούς εκατομμυριούχους» ή να ρίξει το φταίξιμο στη δική του προηγούμενη θητεία, αλλά έχει όντως πει ένα σωρό απίθανα πράγματα, όπως ότι η λέξη «affordability» (το αντίθετο της «ακρίβειας») έχει επινοηθεί από τους Δημοκρατικούς! Σύμφωνα με το λεξικό Merriam-Webster, βέβαια, η λέξη απαντάται στην αγγλική γλώσσα από το 1647.

Ο Τραμπ λέει επίσης συνεχώς ότι η οικονομία πηγαίνει εξαιρετικά (πρόσφατα έδωσε στον εαυτό του τη βαθμολογία «A+++++») κι ότι οι τιμές των αγαθών μειώνονται, και με αυτό τον τρόπο «αρνείται την οικονομική πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενες οικογένειες» όπως επεσήμανε ο Ντέιβιντ Άξελροντ, πρώην σύμβουλος στρατηγικής του Προέδρου Ομπάμα. Σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό The Atlantic, ο Άξελροντ εξηγεί ότι αυτό είναι ακριβώς το ίδιο λάθος που είχε κάνει προεκλογικά ο Μπάιντεν: «Όσο περισσότερο ο Μπάιντεν υποτιμούσε την κρίση ακρίβειας κι επέμενε να διεκδικεί εύσημα για επιτυχία στην οικονομία, τόσο χειροτέρευε η εικόνα του στους Αμερικανούς».

Οι πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης επιβεβαιώνουν αυτό τον παραλληλισμό. Οι θετικές γνώμες για τον Τραμπ έχουν μειωθεί από 51,6% τον Ιανουάριο σε μόλις 42,7% τώρα, σύμφωνα με τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων που υπολογίζει ο στατιστικολόγος Νέιτ Σίλβερ. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τις αρνητικές γνώμες (που έχουν αυξηθεί δραματικά), βλέπουμε πως η «καθαρή αποδοχή» έχει καταρρεύσει από τις +11,7 μονάδες στις -11,2. Συγκριτικά, στην αντίστοιχη περίοδο της θητείας του ο Μπάιντεν βρισκόταν στις -8 μονάδες και ο Ομπάμα στις +4,1. Ο μόνος Πρόεδρος που έχει πάει χειρότερα είναι ο ίδιος ο Τραμπ στην πρώτη του θητεία, καθώς βρισκόταν ήδη στις -19 μονάδες τέτοια εποχή το 2017.

Ενώ κάποτε πολλοί «παραδοσιακοί συντηρητικοί» δικαιολογούσαν την ψήφο τους λέγοντας «τουλάχιστον ο Τραμπ θα βάλει τάξη στην οικονομία και στο μεταναστευτικό», τώρα αυτό φαίνεται να το πιστεύουν όλο και λιγότεροι

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η ίδια αρνητική εικόνα επιβεβαιώνεται κι όταν οι πολίτες ερωτώνται συγκεκριμένα για τον πληθωρισμό, την οικονομία και τη μετανάστευση, ζητήματα που θεωρούνταν πάντα «προνομιακά» για τους Ρεπουμπλικάνους και ειδικά για τον Τραμπ, και τα οποία τον βοήθησαν να επανεκλεγεί πέρυσι. Στο παρακάτω γράφημα από την ιστοσελίδα του Νέιτ Σίλβερ, φαίνεται καθαρά η δημοσκοπική κατάρρευση σε όλους αυτούς τους τομείς. Με άλλα λόγια, ενώ κάποτε πολλοί «παραδοσιακοί συντηρητικοί» δικαιολογούσαν την ψήφο τους λέγοντας «τουλάχιστον ο Τραμπ θα βάλει τάξη στην οικονομία και στο μεταναστευτικό», τώρα αυτό φαίνεται να το πιστεύουν όλο και λιγότεροι.

silver_bulletin_-_ο_ντοναλντ_τραμο_σε_καμπη_


Ποσοστά αποδοχής του Τραμπ στα θέματα της μετανάστευσης (πράσινο χρώμα), του εμπορίου (γαλάζιο), της οικονομίας (κόκκινο) και του πληθωρισμού (πορτοκαλί) από την ιστοσελίδα του στατιστικολόγου Νέιτ Σίλβερ.

Αυτή η απογοήτευση με την αποτυχία του Τραμπ να εκπληρώσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις για γρήγορη μείωση της ακρίβειας, βοήθησε σημαντικά τις υποψήφιες κυβερνήτες των Δημοκρατικών να κερδίσουν στις Πολιτείες της Βιρτζίνια και του Νιου Τζέρσεϊ τον Νοέμβριο, και βέβαια τον Ζοχράν Μαμντάνι να κερδίσει τη δημαρχία της Νέας Υόρκης, όπως συζητούσαμε εδώ τον προηγούμενο μήνα. Οι επιτυχίες αυτές συνεχίστηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στη δημαρχία της πόλης του Μαϊάμι (την οποία είχαν οι Ρεπουμπλικάνοι επί 28 χρόνια!) και στην πολιτειακή Βουλή της Τζόρτζια, σε μια περιφέρεια όπου εδώ και χρόνια οι Δημοκρατικοί έχαναν με πάνω από 20 μονάδες διαφορά. Ακόμα όμως και σε περιφέρειες όπου οι Ρεπουμπλικάνοι κατάφεραν να κερδίσουν, όπως στις έκτακτες εκλογές στο Τενεσί στις 2 Δεκεμβρίου, είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται δραματικά, παρά την προσωπική εμπλοκή του Προέδρου της Βουλής Μάικ Τζόνσον και του ίδιου του Τραμπ. Ο γνωστός Γερουσιαστής Τεντ Κρουζ μίλησε για «επικίνδυνο οιωνό» για το κόμμα του εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών(midterms) του επόμενου Νοεμβρίου, όπως έκανε και ο συνάδελφός του στη Γερουσία, Τομ Τίλις. Η βουλευτής Νάνσι Μέης, που διεκδικεί την υποψηφιότητα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις εκλογές κυβερνήτη στη Νότια Καρολίνα, δήλωσε στο CNN ότι η ακρίβεια είναι το «υπ’ αριθμόν 1 θέμα» στην Πολιτεία της, διαψεύδοντας ανοιχτά τον Τραμπ.

Ακόμα και ο ίδιος ο Τραμπ όμως, σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal την προηγούμενη Παρασκευή, όταν ερωτήθηκε αν οι Ρεπουμπλικάνοι θα χάσουν τον έλεγχο της Βουλής στις εκλογές τoυ 2026, απάντησε: «Δεν μπορώ να σας πω. Δεν ξέρω πότε θα αρχίσουν να έχουν αποτέλεσμα όλα αυτά τα χρήματα», αναφερόμενος στις επενδύσεις που έχει εξαγγείλει. «Έχω δημιουργήσει τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ιστορία. Αλλά ο κόσμος μπορεί να χρειαστεί κάποιο χρόνο για να τα καταλάβει όλα αυτά».

Με τον πληθωρισμό να έχει σκαρφαλώσει πάλι στο 3% (εν μέρει λόγω των δασμών) και την ανεργία να ανεβαίνει στο 4,6%, σίγουρα θα χρειαστεί να αλλάξουν πολλά για να αντιστραφεί η εικόνα. Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές μιλάνε πλέον για «οικονομία σε σχήμα Κ», με τις κορυφαίες μετοχές του χρηματιστηρίου και τα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού να πηγαίνουν προς το καλύτερο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πάνε προς το χειρότερο.

Ο Πρόεδρος Τραμπ ως «κουτσή πάπια»
Η συνειδητοποίηση της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει επισπεύσει ένα γνωστό φαινόμενο για προέδρους στη δεύτερη θητεία τους: το χαρακτηρισμό «lameduck» - κατά λέξη «κουτσή πάπια», μεταφορικά «τελειωμένος», κάποιος που δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε άλλο. Σε αυτή τη φάση, συνήθως στον τελευταίο χρόνο της θητείας ενός προέδρου, οι απόψεις του δεν λαμβάνονται το ίδιο σοβαρά όπως πριν, ακόμα κι από τους πολιτικούς του δικού του κόμματος, καθώς όλοι γνωρίζουν πως σύντομα θα έχει φύγει από το σκηνικό, περιορίζοντας τη δυνατότητά του να επηρεάσει τις εξελίξεις.

Στην περίπτωση του Τραμπ βέβαια είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, όχι μόνο επειδή έχει άλλα τρία χρόνια θητείας, αλλά κι επειδή συνεχίζει να έχει το φανατικό του κοινό στη βάση του κόμματος και σε μεγάλη μερίδα στελεχών, ενώ ταυτόχρονα έχει φροντίσει να επεκτείνει πρακτικά τα όρια της εκτελεστικής εξουσίας. Ο λόγος όμως που πολλοί αναλυτές έχουν αρχίσει να του αποδίδουν αυτό τον χαρακτηρισμό (π.χ. η Πέγκυ Νούναν στη Wall Street Journal, η Μέρεντιθ Χιλ στο Politico, ο Μαρκ Λίμποβιτς στο Atlantic, κι αρκετοί ακόμα), είναι πως το τελευταίο διάστημα φαίνεται να έχει σπάσει πλέον η απόλυτη κυριαρχία που είχε στο κόμμα του όλους τους προηγούμενους μήνες.

Ένα πολύ σαφές δείγμα αυτής της τάσης είχαμε τον Σεπτέμβριο, όταν τέσσερις Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές υπέγραψαν αίτημα προς τον Πρόεδρο της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, να γίνει ψηφοφορία για τη δημοσίευση των αρχείων της υπόθεσης Έπστιν, κάτι με το οποίο ήταν γνωστό ότι είναι απολύτως αντίθετος ο Τραμπ. Το αίτημα αυτό («discharge petition») είναι μια πρόβλεψη του κανονισμού της Βουλής που χρησιμοποιείται εξαιρετικά σπάνια για να παρακαμφθεί η δυνατότητα του Προέδρου της Βουλής να ελέγχει ποια νομοσχέδια τίθενται προς ψηφοφορία. Παρά τις προσπάθειες του Τζόνσον, ο οποίος είχε καθυστερήσει επί 50 μέρες την ορκωμοσία μιας νέας βουλευτού των Δημοκρατικών, τον Νοέμβριο συμπληρώθηκαν οι απαραίτητες 218 υπογραφές ώστε να προωθηθεί το αίτημα. O Τραμπ έκανε ό,τι μπορούσε για να μεταπείσει τους «στασιαστές», κι όταν είδε πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε, «την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος» πρότεινε δημοσίως σε όλους τους βουλευτές να υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο. Η Γερουσία, που ήταν το τελευταίο ανάχωμα στο οποίο ήλπιζε ο Τραμπ, ενέκρινε το νομοσχέδιο με απόλυτη ομοφωνία, κι έτσι μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή (19 Δεκεμβρίου) το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι υποχρεωμένο να δημοσιεύσει τα αρχεία.

Μία από τους 4 βουλευτές που είχαν υπογράψει το αρχικό αίτημα ήταν η Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, η οποία εκλέγεται στην Τζόρτζια από το 2020 ως φανατική υποστηρίκτρια του Τραμπ. Η Γκριν άρχισε να διαχωρίζει τη θέση της από την ηγεσία του κόμματος το περασμένο καλοκαίρι με αφορμή την αμερικανική βοήθεια προς το Ισραήλ, καθώς θεωρούσε πως αυτή η πολιτική είναι αντίθετη με τη λογική του «America First». Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα διακηρύξει με αυτό το σύνθημα πως οι ΗΠΑ πρέπει να επικεντρωθούν στα εσωτερικά τους θέματα, αντί να ξοδεύουν πόρους για να βοηθούν άλλες χώρες, αλλά στην περίπτωση του Ισραήλ έκανε μια σαφή εξαίρεση. Οι διαφωνίες της Γκριν επεκτάθηκαν σταδιακά σε μια σειρά από θέματα όπου επέμενε στην ιδεολογική καθαρότητα του τραμπισμού περισσότερο από τον ίδιο τον Τραμπ, με κατάληξη την ανακοίνωσή της πως θα παραιτηθεί από βουλευτής τον ερχόμενο Ιανουάριο.

Παρόλο που ελάχιστα στελέχη έχουν συγκρουστεί με τον Τραμπ σε αυτό τον βαθμό (π.χ. ο βουλευτής Τόμας Μάσι από το Κεντάκι, ο πρώτος που ξεκίνησε το αίτημα για τα αρχεία Έπστιν), υπάρχουν σε μεμονωμένα θέματα όλο και περισσότερα δείγματα ξεκάθαρης «ανυπακοής» προς τον άλλοτε απόλυτο ηγέτη των Ρεπουμπλικάνων. Χαρακτηριστική περίπτωση η τοπική Γερουσία στην Πολιτεία της Ιντιάνα, η οποία καταψήφισε το σχέδιο επαναχάραξης των εκλογικών περιφερειών, για το οποίο πίεζε έντονα και ανοιχτά ο Τραμπ. Η επαναχάραξη αυτή γίνεται κανονικά μόνο στην αρχή κάθε δεκαετίας, με βάση την απογραφή του πληθυσμού, ο Τραμπ όμως είχε ζητήσει από Πολιτείες όπου έχουν τον έλεγχο οι Ρεπουμπλικάνοι, να την κάνουν εκτάκτως και φέτος, με τρόπο που να αυξάνει τις πιθανότητες του κόμματος να διατηρήσει την πλειοψηφία στην ομοσπονδιακή Βουλή μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Στην Ιντιάνα, 21 από τους 40 Ρεπουμπλικάνους Γερουσιαστές καταψήφισαν το σχέδιο, προκαλώντας τη δημόσια οργή του Προέδρου.

Ο ρυθμός των εσωκομματικών αντιδράσεων φαίνεται πλέον να επιταχύνεται

Ο ρυθμός των εσωκομματικών αντιδράσεων φαίνεται πλέον να επιταχύνεται, καθώς μέσα στις δύο μέρες που γραφόταν αυτό το άρθρο, είχαμε ήδη άλλα δύο τρανταχτά παραδείγματα: Τη Δευτέρα είχαμε τις καταδικαστικές δηλώσεις πολλών στελεχών (όπως η ομογενής βουλευτής Νικόλ Μαλλιωτάκη, οι γερουσιαστές Τεντ Κρουζ και Τζον Κένεντι, και πολλοί άλλοι) για την απαράδεκτη ανάρτηση του Τραμπ σχετικά με τον θάνατο του σκηνοθέτη Ρομπ Ράινερ και της γυναίκας του. Παρόλο που παρόμοιες αναρτήσεις του δεν είναι δυστυχώς πρωτοφανείς, οι Ρεπουμπλικάνοι ως τώρα απέφευγαν επιμελώς να τις σχολιάσουν.

Το δεύτερο γεγονός ήρθε χθες, όταν το περιοδικό Vanity Fair δημοσίευσε ένα άρθρο βασισμένο σεσυνεντεύξεις της προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Σούζι Γουάιλς, στις οποίες εμφανίζεται εξαιρετικά επικριτική προς τον Τραμπ, τον Αντιπρόεδρο Βανς, την υπουργό Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι, τον Ίλον Μασκ, και πολλούς άλλους. Η Γουάιλς με ανάρτησή της στο Χ δήλωσε πως το άρθρο απομονώνει αποσπάσματα των συνεντεύξεων και παραλείπει πολλά θετικά που έχει πει, με σκοπό να αφήσει μια υπερβολικά αρνητική εικόνα. Δεν αμφισβήτησε πάντως την αυθεντικότητα των όσων αναφέρονται, και δεδομένου του ότι η ίδια έδινε αυτές τις συνεντεύξεις στο περιοδικό επί έντεκα μήνες, γεννάται το ερώτημα γιατί το άρθρο δημοσιεύτηκε τώρα. Αν η ίδια δεν είχε δώσει κάποια ανεπίσημη έγκριση, η πιο λογική εξήγηση είναι πως το περιοδικό βλέπει να διαμορφώνεται ένα συνολικό κλίμα κριτικής κατά του Προέδρου, και θεώρησε πως το άρθρο ταιριάζει στην πολιτική συγκυρία.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε αρκετά ακόμα στοιχεία που ενισχύουν την παραπάνω εικόνα, όπως τα εμπόδια που βάζει σταδιακά η Δικαιοσύνη στις ενέργειες της κυβέρνησης. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως είναι οι αποφάσεις που ακυρώνουν τους διορισμούς δύο εισαγγελέων που συνδέονται προσωπικά με τον Τραμπ, της Λίντσεϊ Χάλιγκαν στη Βιρτζίνια και της Αλίνα Χάμπα στο Νιου Τζέρσεϊ, καθώς είχαν διοριστεί χωρίς την έγκριση της Γερουσίας και καθ’ υπέρβαση του ορίου των 120 ημερών που δίνει ο νόμος για προσωρινούς διορισμούς. Μεγάλο ενδιαφέρον θα έχει επίσης η επικείμενη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για την νομιμότητα των δασμών που έχει επιβάλλει ο Τραμπ, κάτι που θα κατέστρεφε τα θεμέλια της οικονομικής του πολιτικής. Η δικαστική εξουσία μπορεί να τρέχει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από την εκτελεστική, κάτι που επέτρεψε στον Τραμπ να αυθαιρετεί για αρκετούς μήνες, αλλά σιγά-σιγά έρχεται το πλήρωμα του χρόνου.

Τα πιθανά επακόλουθα της αλλαγής στο πολιτικό κλίμα
Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η σταδιακή αλλαγή του κλίματος για τη συνέχεια; Τώρα που έγινε η αρχή, είναι πολύ πιθανό να δούμε περισσότερες και συχνότερες τέτοιες εκδηλώσεις αμφισβήτησης. Οι πολιτικές του Τραμπ άλλοτε ξεφεύγουν από την παραδοσιακή «Ρεϊγκανική» ιδεολογία του κόμματος, κι άλλοτε έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τη λαϊκή βάση, αλλά ως τώρα οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί γνώριζαν πως αν αντιδρούσαν δημόσια, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με την οργή του Προέδρου, ο οποίος δεν δίσταζε να στηρίξει νέα πρόσωπα αφοσιωμένα στον ίδιο, οι οποίοι «εκθρόνιζαν» Βουλευτές και Γερουσιαστές από τις έδρες τους, μέσω των εσωκομματικών προκριματικών εκλογών.

Όσο όμως η επιρροή και τα επίπεδα ενέργειας του Τραμπ δείχνουν να φθίνουν, και με δεδομένο το ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος (παρά τις κατά καιρούς φήμες και δηλώσεις περί παράκαμψης του Συντάγματος), το αποτέλεσμα των υπολογισμών αλλάζει. Τώρα πλέον ο μεγαλύτερος κίνδυνος που βλέπουν πολλοί Ρεπουμπλικάνοι για τις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου είναι να βρεθούν αντιμέτωποι με τη μήνιν των ψηφοφόρων για τη συνεχιζόμενη ακρίβεια και τις ανεκπλήρωτες προεκλογικές υποσχέσεις, αλλά και με τις αντιδράσεις των φανατικών του κινήματος MAGA (στη γραμμή που ακολουθεί η Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν) που θεωρούν ότι κάποιες κινήσεις του ηγέτη τους έρχονται σε αντίθεση με το επαναστατικό / λαϊκιστικό πνεύμα της ρητορικής του.

Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι το ρήγμα στην απόλυτη κυριαρχία του Τραμπ ισοδυναμεί με πιθανή απώλεια εξουσίας

Ταυτόχρονα, όμως, δεν πρέπει να θεωρούμε ότι το ρήγμα στην απόλυτη κυριαρχία του Τραμπ ισοδυναμεί με πιθανή απώλεια εξουσίας. Ο Πρόεδρος συνεχίζει να έχει ευρείες εξουσίες, και μπορεί να λάβει αποφάσεις σε πολλά ζητήματα χωρίς να χρειάζεται την έγκριση του Κογκρέσου — το οποίο άλλωστε ήδη παρακάμπτει όσο μπορεί, είτε νόμιμα είτε παράνομα. Είναι πιθανό μάλιστα να προβεί και σε κάποιες ακραίες κινήσεις, όπως η διαφαινόμενη στρατιωτική εμπλοκή στη Βενεζουέλα, είτε ως προσπάθεια επίδειξης ισχύος για να αντισταθμιστεί η εικόνα αδυναμίας, είτε για να αποσπάσει το ενδιαφέρον της δημοσιότητας από δυσάρεστες εξελίξεις όπως η επικείμενη δημοσίευση των αρχείων Έπστιν.

Στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν υπάρχουν ούτε πρόωρες εκλογές, ούτε η έννοια της απώλειας ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής. Η περιβόητη διαδικασία του «impeachment» αφορά νομικά παραπτώματα του Προέδρου και είναι τόσο δύσκολο να ολοκληρωθεί επιτυχώς, που ως τώρα είχε αποτέλεσμα μόνο μια φορά στην Ιστορία των ΗΠΑ, κι αυτό ήταν έμμεσο (ο Νίξον εξωθήθηκε σε παραίτηση από το ίδιο του το κόμμα, υπό την απειλή της παραπομπής). Η μόνη άλλη διαδικασία αντικατάστασης του Προέδρου, αυτή που προβλέπεται στην 25η τροποποίηση του Συντάγματος, χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη του Αντιπροέδρου, της πλειοψηφίας του υπουργικού συμβουλίου και της αυξημένης πλειοψηφίας του Κογκρέσου, πως ο Πρόεδρος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε πραγματική επανάσταση από τους φανατικούς του MAGA με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, κι επομένως είναι εντελώς απίθανο να επιχειρηθεί.

Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να σκεφτούμε τη συνέχεια της Προεδρίας Τραμπ είναι με τους όρους του χειμερινού ηλιοστάσιου, που μας έρχεται σε λίγες μέρες. Όλοι γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι από την άλλη εβδομάδα οι νύχτες θα μικραίνουν και οι μέρες θα μεγαλώνουν, κανείς όμως δεν περιμένει ότι θα σταματήσει το κρύο και η βροχή που μόλις άρχισαν. Αντίστοιχα, όσο ο Τραμπ είναι αρκετά καλά στην υγεία του ώστε να ασκεί τα καθήκοντά του, θα βλέπουμε να συνεχίζει την τακτική των προηγούμενων μηνών, έστω και με αυξανόμενες αντιδράσεις, ή με τους περιορισμούς που πιθανόν να του επιβάλλει η δικαστική εξουσία. Οι έντεκα μήνες μέχρι τις επόμενες εκλογές είναι θεωρητικά ικανό διάστημα για να αντιστρέψει την αρνητική εικόνα της κυβέρνησής του. Αν όμως συνεχιστεί η τωρινή διολίσθηση, το αποτέλεσμα του ερχόμενου Νοεμβρίου θα αλλάξει αποφασιστικά τις ισορροπίες.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY