Κοσμος

Η πτώση των γεννήσεων τρομάζει νομοθέτες και σχολιαστές

Η παγκόσμια μέση τιμή συνολικής γονιμότητας εκτιμάται σήμερα σε 2,25 γεννήσεις ανά γυναίκα, σημειώνοντας πτώση από τα επίπεδα του παρελθόντος

Athens Voice
A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η πτώση των γεννήσεων τρομάζει νομοθέτες και σχολιαστές
© Getty Images For Unsplash+

Οι χώρες με πολλά παιδιά και οι χώρες με λίγα παιδιά

Είμαστε μια από τις χώρες με χαμηλή γεννητικότητα, αλλά υπάρχουν και «χειρότερα» —υπό την έννοια ότι, σε μερικές, η γεννητικότητα είναι τόσο χαμηλή ώστε δεν επιτυγχάνεται ούτε οριακή αντικατάσταση του πληθυσμού. Όσο για τις χώρες με υψηλή γεννητικότητα είναι κυρίως εκείνες της Υποσαχάριας Αφρικής, όπου η πρόσβαση σε αντισυλληπτικά μέσα είναι περιορισμένη, το επίπεδο εκπαίδευσης, ιδιαίτερα των γυναικών, είναι χαμηλό, ενώ συντρέχουν πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις που ευνοούν τις πολυμελείς οικογένειες ή την ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή ανεξαρτήτως οικογενειακού πλαισίου. Συχνά, προστίθεται ο παράγοντας της οικονομικής εξάρτησης των γονέων από την εργασία των παιδιών. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα, οι χώρες με τις υψηλότερες τιμές συνολικής γονιμότητας (TFR) είναι το Τσαντ και η Σομαλία, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και ο Νίγηρας με 6 παιδιά ανά γυναίκα. Γενικά, η Αφρική συνολικά παρουσιάζει τον υψηλότερο περιφερειακό δείκτη γονιμότητας, με μέσο όρο 4 γεννήσεις ανά γυναίκα. 

Αντίθετα, πολλές ανεπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν δημογραφικές προκλήσεις λόγω χαμηλών ποσοστών γεννητικότητας, που συχνά βρίσκονται κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης πληθυσμού (2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα). Οι κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την τάση περιλαμβάνουν το υψηλό κόστος ζωής και ανατροφής παιδιών, την καθυστερημένη τεκνοποίηση λόγω επαγγελματικών και εκπαιδευτικών επιδιώξεων, την έλλειψη υποστηρικτικής πολιτικής για οικογένειες και, προπάντων, τις αλλαγές στις κοινωνικές αξίες και τις προτεραιότητες. Έτσι, στο Χονγκ Κονγκ, στη Νότια Κορέα, στη Σιγκαπούρη και την Ταϊβάν, οι γυναίκες δεν κάνουν πάνω από ένα παιδί, ενώ στην Ευρώπη ο συνολικός δείκτης γονιμότητας είναι 1,38 γεννήσεις ανά γυναίκα, σημαντικά κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης πληθυσμού των 2,1. Η Βουλγαρία καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη με 1,81, ενώ η Μάλτα τον χαμηλότερο με 1,06. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού αυξήθηκε σε 29,8 έτη το 2023, με την Ιταλία να έχει τον υψηλότερο μέσο όρο στα 31,8 έτη και τη Βουλγαρία τον χαμηλότερο στα 26,9 έτη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2024, ο TFR ανήλθε σε 1,63 γεννήσεις ανά γυναίκα, ελαφρώς αυξημένος από το ιστορικό χαμηλό των 1,62 το 2023· όμως, παραμένει κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης. Οι γεννήσεις από γυναίκες ηλικίας 40-44 ετών ξεπέρασαν για πρώτη φορά αυτές των εφήβων, αντανακλώντας την τάση καθυστερημένης τεκνοποίησης. Οι ισπανόφωνες και Ασιάτισσες παρουσίασαν αύξηση στη γεννητικότητα κατά 4% και 5% αντιστοίχως, ενώ οι λευκές σημείωσαν μείωση. Στην Αυστραλία, το 2023, ο TFR έφτασε στο ιστορικό χαμηλό των 1,50 γεννήσεων ανά γυναίκα, με προβλέψεις για περαιτέρω μείωση στα 1,4 το 2024-25. Η δε ηλικία πρώτης μητρότητας ανήλθε στα 31,9 έτη. Στην Αυστραλία, η αύξηση του πληθυσμού οφείλεται κυρίως στη μετανάστευση.

Στη Βραζιλία, ο TFR κυμαίνεται σε 1,57 γεννήσεις ανά γυναίκα, με προβλέψεις για περαιτέρω πτώση στα 1,44 έως το 2041. Η Βραζιλία αναμένεται να φτάσει στο ανώτατο πληθυσμιακό της επίπεδο το 2041, μετά το οποίο προβλέπεται μείωση. Γενικά, στη Λατινική Αμερική, ο μέσος TFR μειώθηκε από 5,8 το 1950 σε 1,8 το 2024, με τις περισσότερες χώρες να βρίσκονται κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης. Η Χιλή, η Ουρουγουάη, η Κόστα Ρίκα και η Κούβα παρουσιάζουν τους χαμηλότερους δείκτες, περίπου 1,5. Η περιοχή αναμένεται να φτάσει στο ανώτατο πληθυσμιακό της επίπεδο το 2053, με μέση ηλικία τα 40 έτη. 

Η παγκόσμια μέση τιμή συνολικής γονιμότητας εκτιμάται σήμερα σε 2,25 γεννήσεις ανά γυναίκα, σημειώνοντας πτώση από τα επίπεδα του παρελθόντος. Οι προβλέψεις δείχνουν περαιτέρω μείωση, με τον παγκόσμιο πληθυσμό να αναμένεται να κορυφωθεί γύρω στο 2080 και στη συνέχεια να μειωθεί.

Η Ταϊβάν έχει δαπανήσει πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια προσπαθώντας να πείσει τους πολίτες της να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά. Το 2009, μετά από δεκαετίες μείωσης των ποσοστών γεννήσεων, άρχισε να προσφέρει έξι μήνες γονικής άδειας μετ' αποδοχών, με αποζημίωση 60% του μισθού ενός νέου γονέα — και πρόσφατα αύξησε το ποσοστό στο 80%. Η κυβέρνηση έχει εισαγάγει ένα χρηματικό επίδομα και φορολογική ελάφρυνση για τους γονείς μικρών παιδιών και έχει επενδύσει σε κέντρα φροντίδας παιδιών. Παρόμοια μέτρα έχουν πάρει πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και η Κίνα, όπου, μετά από δεκαετίες πολιτικής του ενός παιδιού, ο πληθυσμός συρρικνώνεται για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1960.

Η πτώση των γεννήσεων έχει τρομάξει τόσο τους νομοθέτες όσο και τους σχολιαστές: πολλές οικονομίες δεν διαθέτουν αρκετούς νέους εργαζόμενους για να καλύψουν θέσεις εργασίας και να πληρώσουν φόρους. Για να ανακόψουν την τάση, οι ηγέτες του κόσμου έχουν δοκιμάσει τα πάντα, από γενναιόδωρα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας μέχρι εκστρατείες ευαισθητοποίησης, πενταψήφιες επιταγές και συγκαλυμμένες απειλές, όλα με σχετικά μικρό αποτέλεσμα. «Ακόμα και οι πλουσιότερες, πιο έξυπνες και πιο αφοσιωμένες κυβερνήσεις έχουν δυσκολευτεί να βρουν πολιτικές που προκαλούν διαρκείς αυξήσεις στη γονιμότητα», δήλωσε στο περιοδικό Vox ο Τρεντ Μακναμάρα, καθηγητής ιστορίας στο Texas A&M, ο οποίος έχει γράψει για τα ποσοστά γονιμότητας. Η αποτυχία των πολύ δαπανηρών πολιτικών υπέρ της γεννητικότητας πρέπει να αναζητηθεί λιγότερο στην οικονομία και περισσότερο στον τρόπο ζωής, στις επιλογές του σύγχρονου ανθρώπου και ιδιαίτερα της σύγχρονης γυναίκας. Από πολλές απόψεις, η μείωση του ποσοστού γεννήσεων είναι success story· αποτέλεσμα του ότι οι νέοι, ιδίως οι γυναίκες, έχουν περισσότερες επιλογές και ελευθερίες από ποτέ, του ότι είναι σε καλύτερη θέση να ελέγχουν τη γονιμότητά τους από ό,τι στις προηγούμενες δεκαετίες. Αν και η απόφαση Dobbs και οι επακόλουθες κρατικές απαγορεύσεις στις αμβλώσεις ίσως αλλάξουν την κατάσταση στις ΗΠΑ, αλλά προς το παρόν αυτό δεν έχει γίνει φανερό.

Ένα πιεστικό πρόβλημα σχετικό με τη μείωση του νεανικού πληθυσμού είναι η μείωση των ανθρώπων που θα μπορούν να φροντίζουν τους ηλικιωμένους. Το 2010, για παράδειγμα, υπήρχαν περισσότερα από επτά μέλη της οικογένειας διαθέσιμα για να φροντίζουν κάθε άτομο άνω των 80 ετών. Μέχρι το 2030, θα υπάρχουν μόνο τέσσερα. Μια γηράσκουσα κοινωνία σημαίνει λιγότερους εργαζόμενους σε βασικούς κλάδους και λιγότερους ανθρώπους που πληρώνουν σε προγράμματα όπως η κοινωνική ασφάλιση.

Αυτές οι προοπτικές τείνουν να προκαλούν πανικό στους συντηρητικούς, οι οποίοι υιοθετούν έναν ηθικολογικό και μερικές φορές ξενοφοβικό τόνο στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Ο Τζέι Ντι Βανς προειδοποίησε για τους κινδύνους της «αριστεράς χωρίς παιδιά» και της «απόρριψης της αμερικανικής οικογένειας» από αυτήν. Στην Κίνα, άνδρες αξιωματούχοι του Κ.Κ. σε συνεδρίασή τους για τα γυναικεία ζητήματα παρέκαμψαν οποιαδήποτε συζήτηση για την ισότητα των φύλων και προέτρεψαν τις γυναίκες να «εδραιώσουν τη σωστή άποψη για τον γάμο και την αγάπη, τον τοκετό και την οικογένεια». Στην Ουγγαρία, ο Βίκτορ Όρμπαν προέτρεψε τους πολίτες να αναπαραχθούν αντί να επιτρέψουν στον πληθυσμό της χώρας να αυξηθεί μέσω της μετανάστευσης, λέγοντας: «Η μετανάστευση για μας είναι ήττα».

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY