Βιβλιο

Ο Τζόναθαν Κόου, ο «κύριος Γουάιλντερ κι εγώ»

Στο νέο του βιβλίο, μια νεαρή Ελληνοβρετανή από την οδό Αχαρνών βρίσκεται στον μαγικό κόσμο του διάσημου σκηνοθέτη του Χόλιγουντ, Μπίλι Γουάιλντερ

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 775
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», Τζόναθαν Κόου, εκδ. Πόλις
«Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», Τζόναθαν Κόου, εκδ. Πόλις

Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Τζόναθαν Κόου, «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

Μετά τη «Μέση Αγγλία», ο Τζόναθαν Κόου κάνει μια στροφή στη θεματική του πιάνοντας μια περιοχή που αφορά πιο πολύ στο μέσα μας. Τα πράγματα για τα οποία μιλάει στο τελευταίο του βιβλίο «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» (εκδ. Πόλις, μτφ. Άλκηστις Τριμπέρη) δεν είναι από τα πιο εύκολα, όμως φτιάχνει μια ιστορία απολαυστική και που μας κάνει να χαμογελάμε – με λίγα λόγια παρηγορητική.

Από την Ευρώπη στην Αμερική, κι από εκεί στην Ελλάδα, στο Μόναχο, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, με αφετηρία και βάση τη Βρετανία, παρακολουθούμε τους κεντρικούς χαρακτήρες να κάνουν φλας μπακ στα γεγονότα της ζωής τους που τους σημάδεψαν.

Το «εγώ» του τίτλου είναι η Καλυψώ, μια ελληνοβρετανή συνθέτρια κινηματογραφικής μουσικής, μητέρα δύο κοριτσιών που περνούν το κατώφλι της ενηλικίωσης. Οι δυσκολίες στις σχέσεις τους την οδηγούν να αναπολεί τα χρόνια που ήταν η ίδια νεαρή, όταν είχε την τρομερή τύχη να γνωρίσει έναν από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ και από το οικογενειακό διαμέρισμα στην Αχαρνών να βρεθεί στον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου. Μέσα από την ιστορία ενηλικίωσής της ανακαλύπτουμε τον Μπίλι Γουάιλντερ, τον οποίο ο συγγραφέας γνωρίζει καλά ήδη από τα χρόνια της δικής του νεότητας, θαυμάζει και ερευνά περαιτέρω για να γράψει το βιβλίο του, συνθέτοντας μία λογοτεχνική του βιογραφία. Το «εγώ» του τίτλου παραπέμπει λοιπόν και στον ίδιο τον συγγραφέα, είναι το δικό του βλέμμα θαυμασμού που κινηματογραφεί τον ήρωά του, ένα βλέμμα αγάπης που μας κάνει να θέλουμε μετά να ψάξουμε τις ταινίες του, να γνωρίσουμε και τον σκηνοθέτη, οι νεότεροι, αφού πρώτα έχουμε «νιώσει» τον άνθρωπο στην πιο δύσκολη στιγμή του, όταν πια κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτά που έχει να προσφέρει.

Ο Μπίλι Γουάιλντερ είναι ένας από τους πιο σπουδαίους και ευφυείς σκηνοθέτες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, σεναριογράφος και παραγωγός των ταινιών του, με τριπλό όσκαρ για την ταινία του «Η γκαρσονιέρα» (1960) με τον Τζακ Λέμον, με ταινίες-ορόσημα όπως «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959), «7 χρόνια φαγούρας» (1956) με τη Μέριλιν Μονρόε και δεκάδες ακόμη, οι περισσότερες φίνες κωμωδίες και εκλεπτυσμένα δράματα.

jonathan-cow.jpg
Όταν τον συναντάει η Καλυψώ είναι 71 χρονών και αναζητά πόρους για να ολοκληρώσει την προτελευταία του ταινία. Η «Fedora» (1978), στα γυρίσματα της οποίας –Κέρκυρα, Μόναχο, Παρίσι– συμμετέχει και η ίδια ως διερμηνέας και βοηθός σεναριογράφου, δεν έχει προοπτικές επιτυχίας αλλά είναι πολύ σημαντική για τον ίδιο, ένα τελευταίο προσωπικό του στοίχημα. Η δύση της καριέρας του σηματοδοτεί την αυγή της επόμενης γενιάς σκηνοθετών, του Σκορτσέζε (με τον «Ταξιτζή») και του Σπίλμπεργκ (με τα «Σαγόνια του καρχαρία» και τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου»), αυτούς τους «χίπηδες με τα μούσια», όπως τους αποκαλεί, τους οποίους λατρεύει ένα ολοένα και πιο νεαρό κινηματογραφόφιλο κοινό.

Αλλαγή φρουράς, με φρέσκο αέρα σε επίπεδο αισθητικής, τεχνικών δυνατοτήτων, θεματολογίας. Και αλλαγή εποχής. Οι νέοι σκηνοθέτες δεν έχουν ζήσει δύο παγκοσμίους πολέμους, δεν φέρουν τα τραύματα του Άουσβιτς, όπως ο κύριος Γουάιλντερ, που ως εβραίος Αυστριακός δραπέτευσε στις αρχές του ’30 από το Βερολίνο για το Παρίσι κι από εκεί στις ΗΠΑ για να διαπρέψει στο Χόλιγουντ, κουβαλώντας μέχρι τέλους την ευρωπαϊκή του κληρονομιά. Η δική του γενιά δεν είχε ανάγκη να βροντοφωνάξει τον τρόμο στην οθόνη, γιατί τον είχε εσωτερικεύσει.

Ένα βράδυ, στο δείπνο της ολοκλήρωσης των γυρισμάτων, απαντώντας σε έναν γερμανό αρνητή του Ολοκαυτώματος, μέλος της παραγωγής, διηγείται τη φυγή του από το ναζιστικό Βερολίνο και την επιστροφή του μεταπολεμικά για να κάνει ταινίες με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εξιστορεί πώς παρακολουθώντας τις μπομπίνες με τα ντοκουμέντα ψάχνει στις σορούς πτωμάτων και τους επιζήσαντες τα ίχνη της χαμένης του οικογένειας. Κι όταν πολλά χρόνια αργότερα, ηλικιωμένος πια, βλέπει τη «Λίστα του Σίντλερ» υποκλίνεται στο μεγαλείο της, συνεχίζοντας να αναζητάει στις επίμαχες σκηνές τους δικούς του. Τα φαντάσματα είναι ζωντανά για τη γενιά που αποχωρεί από το προσκήνιο, αλλά και από την ίδια τη ζωή. O κύριος Γουάιλντερ θα ζήσει σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα, όμως εμείς τον συναντάμε όταν εισέρχεται στη θλίψη και τη μελαγχολία των γηρατειών. «Ξέρω καλά πώς είναι να είσαι γέρος και μπορώ να σου πω ότι πρόκειται για μεγάλο μπελά». Η ταινία του μιλάει για τον χρόνο, τον δικό του χρόνο, που τελειώνει.

Μπίλι Γουάιλντερ
Ο Μπίλι Γουάιλντερ πέθανε το 2003, 95 χρονών. Συνολικά είχε 21 υποψηφιότητες στα βραβεία Όσκαρ. Εδώ με τον Τζακ Λέμον και τον Τόνι Κέρτις / EPA PHOTO AFPI FILES / HO

«Η ταινία που κάνω τώρα είναι μία από τις σοβαρότερες ταινίες μου – θέλω να είναι σοβαρή, θέλω να είναι στενόχωρη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι, όταν οι θεατές βγουν από την αίθουσα, πρέπει να νιώθουν σαν να τους κρατούσες το κεφάλι μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας για δύο ώρες, με καταλαβαίνεις; Πρέπει να τους προσφέρεις κάτι διαφορετικό, κάτι λίγο πιο φίνο, κάτι λίγο πιο όμορφο. Η ζωή είναι άσχημη. Όλοι το ξέρουμε. Δεν χρειάζεται να πας σινεμά για να το μάθεις. Πηγαίνεις επειδή εκείνες οι δύο ώρες θα δώσουν στη ζωή σου μια μικρή σπίθα, σπίθα χαράς ίσως».

Αν η ζωή είναι άσχημη, η τέχνη μπορεί και να την ομορφαίνει. Ο Κόου γράφει το βιβλίο του όπως ο Γουάιλντερ κάνει τις ταινίες του, μας ψυχαγωγεί με φίνο τρόπο δείχνοντάς μας κάτι στενάχωρο, που λέει ότι οι άνθρωποι παλιώνουν. Πάλιωσε ο κ. Γουάιλντερ, όπως παλιώνει κι η μεσήλικη Καλυψώ, ο ίδιος ο συγγραφέας κι ο καθένας από εμάς, παλιώνουμε επειδή μεγαλώνουμε, παλιώνουν αυτά που μάθαμε και όσα έχουμε να προσφέρουμε, όπως κι η ίδια η Ιστορία παλιώνει γιατί ο χρόνος περνάει και ο κόσμος αλλάζει. Ο κόσμος μετά το Brexit γίνεται ίσως όλο και πιο ξένος για τον συγγραφέα που προσπάθησε να τον καταλάβει και τον κατέγραψε διεισδυτικά στο προηγούμενο έργο του. 

Μια στροφή, λοιπόν, σε κάτι πιο υπαρξιακό. Κι αν όλα αυτά ακούγονται σοβαρά και μελαγχολικά, η αφήγηση παραμένει ελαφριά και πνευματώδης. «Όσο δύσκολα κι αν είναι αυτά που μας συμβαίνουν, η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να έχει κρυμμένες χαρές να μας προσφέρει», διαβάζουμε κάπου στο τέλος και μοιάζει σχηματικό, σαν να βγαίνει εκτός ιστορίας για να μας το πει, όμως το συγχωρούμε γιατί είναι συνεπές με το πνεύμα συμφιλίωσης και το μήνυμα που περνάει το βιβλίο. Ένα πραγματικά ωραίο βιβλίο, που σε εποχές δύσκολες, σαν αυτή που ζούμε, δεν περνάει απαρατήρητο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ