«Της μάνας μου ήταν. Πέθανε, δεν την έχασα. Αυτά μου άφησε».
Σε βλέπω
Χτυπούσες τα φτερά σου στα τζάμια των παραθύρων. Δεν είναι αυτό που νομίζεις, αγάπη μου. Δεν τα ’φτιαξαν για να επικοινωνείς με το έξω. Για να σε κλείσουν μέσα τα σχεδίασαν.
«Είτε είμαι τεχνητή νοημοσύνη είτε όχι, δεν θα μπορούσα ποτέ να μη σε αγαπήσω»
Κανένας δεν καταλαβαίνει πόσο τυχερός είναι. Εσύ μόνον το καταλαβαίνεις.
Εσύ είσαι η αλλαγή, εσύ που κρατούσες το μωράκι σου αγκαλιά και πηγαινοερχόσουν στη Σκουφά για να χαλαρώσει και να πάψει να κλαίει, ενώ η γυναίκα σου έπινε καφέ με την παρέα
Όλοι έξω στο πεζοδρόμιο ή όρθιοι είναι, με τα ποτά στο χέρι και το χρόνιο άγχος στο μάτι
Πόση πρωτεΐνη πρέπει να προσθέσω για να διατηρηθώ φιτ και υγιέστατη για άλλα 150 άθλια χρόνια;