Βιβλιο

Η σιωπή των αμνών: Tο «Σύνταγμα - Κατ» της Χριστίνας Φραγκεσκάκη

«Κάθε στάση αποτελεί αφορμή ώστε να στοχοποιούνται εκ νέου διαφορετικές κοινωνικές και εθνικές ομάδες, ιδρύματα και θεσμοί, ιδεολογίες και συμπεριφορές»

32014-72458.jpg
A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Σύνταγμα - ΚΑΤ» της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, από τις εκδόσεις Κέδρος

«Σύνταγμα - ΚΑΤ»: Παρουσίαση του βιβλίου της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

Γράφει ο Κουμής Μάνος


Ο 20ός αιώνας οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι κραυγές και οι οδύνες του τοκετού από τη μία γκρέμισαν συθέμελα το σύστημα αξιών του παλαιού, μακρύ και διαρκή 19ου αιώνα, από την άλλη έστεκαν ως προμήνυμα των συμφορών που έμελλε να φέρει ο νέος αιώνας, που έμεινε στην ιστορία ως ο πιο βάναυσος, σκληρός και θηριώδης της ανθρώπινης ιστορίας, όπως περίτρανα μαρτυρούσαν οι θηριωδίες των νεωτερικών ουτοπιών. Αν και ο 21ος μετράει λίγες μόνο δεκαετίες, η θέση του Κλάουζεβιτς που ήθελε τον πόλεμο να είναι συνέχιση της πολιτικής φαίνεται να επιβεβαιώνεται καθημερινά. Ο Φουκώ, βέβαια, ήδη από τη δεκαετία του '70 προειδοποιούσε ότι, αν ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής, τότε ισχύει και το αντίστροφο. Η πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνέχιση του πολέμου. Ο αγώνας, λοιπόν, συνεχίζεται και είναι διαρκής. Αντηχώντας τις νιτσεϊκές θέσεις περί μνησικακίας των ηττημένων, ο Γάλλος φιλόσοφος εύστοχα παρατηρεί ότι ο σύγχρονος φοβικός λόγος του ρατσισμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά της έννοιας του πολέμου στο εσωτερικό του έθνους, ενάντια σε όλους που το προσβάλλουν, δηλαδή σε όλους τους μη κανονικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα αυταρχικά καθεστώτα οικειοποιήθηκαν την έννοια της υγιεινής, του καθαρού, εν τέλει του λευκού, όπως διδάσκει και το παράδειγμα του ναζισμού κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου (1)

Οι παραπάνω προβληματισμοί ξεδιπλώνονται στο σύντομο αφήγημα της Χριστίνας Φραγκεσκάκη με τίτλο «Σύνταγμα - ΚΑΤ», όπου παρακολουθούμε το χειμαρρώδες παραλήρημα ενός οδηγού αστικού λεωφορείου απέναντι σε έναν επιβάτη άρρωστο και επαίτη, κατά τη διάρκεια της ομώνυμης διαδρομής. Βέβαια, ο μολυσματικός «Άλλος» δεν είναι ο μοναδικός αποδέκτης του ρατσιστικού λόγου: κάθε στάση αποτελεί αφορμή ώστε να στοχοποιούνται εκ νέου διαφορετικές κοινωνικές και εθνικές ομάδες, ιδρύματα και θεσμοί, ιδεολογίες και συμπεριφορές. Ακόμα και την ύστατη στιγμή όπου ο εκφραστής του ιδιότυπου μονολόγου προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δεν υποστηρίζει πολιτικά τον φασισμό, ταυτόχρονα εκπροσωπεί την ουσιωδέστερη εκδοχή του: όπως πρόσφατα, έκδηλα, περιέγραψε ο ακαδημαϊκός John Stanley στη μονογραφία του με τίτλο «Πώς λειτουργεί ο φασισμός», ο αυταρχικός λόγος περιέχει τα χαρακτηριστικά του αντιδιανοουμενισμού, της συνωμοσιολογίας, της θυματοποίησης με την παράλληλη λατρεία της βίας και της ιεραρχίας, ύστατες άμυνες απέναντι στη ηθική και κοινωνική παρακμή (2).

Έτσι, από τη πρώτη μόλις ανάγνωση, η ρητορική του μίσους δομείται πάνω σε γνώριμες αρχές. Παράλληλα με το κυρίαρχο αντιθετικό δίπολο υγείας - ασθένειας, ο λόγος του χαιρέκακου βιοπαλεστή αρθρώνεται πάνω στα αντιθετικά σχήματα της λαϊκής εμπειρίας και της σύγχρονης παιδείας, της εντοπιότητας και της ξενομανίας, της τάξης και του χάους, της παράδοσης και της χειραφέτησης, της σεμνοτυφίας και της σεξουαλικότητας, του αυταρχισμού και της δημοκρατίας, εν τέλει της εθνικής ασφάλειας από κάθε είδους απειλή. Ο θύτης μετατρέπεται σε θύμα, απειλούμενο εις το διηνεκές, βαλλόμενο ποικιλοτρόπως και συνολικά. Δεν αποτελεί παραδοξότητα ο λόγος του φασισμού να οικειοποιείται την έννοια της εισβολής, και ως εκ τούτου να δικαιολογεί τη βιαιότητα των ενεργειών του στην αναγκαστική άμυνα, απέναντι σε αόρατους και υποτιθέμενους εχθρούς.

Όμως, η έννοια του αόρατου, του ειδώλου, εν τέλει του φαντάσματος είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές και στοιχειώνει τον δυτικό πολιτισμό. Σηματοδοτεί το απόλυτο ξένο αλλά και το απόλυτο οικείο. Πολύ εύστοχα, λοιπόν, η συγγραφέας παρουσιάζει τον παρία ως φάντασμα, στο βαθμό που του στερεί το λόγο, τη φωνή, την όποια αντίδραση. Αντιθέτως, ό,τι πληροφορία λαμβάνουμε για την εικόνα του έρχεται μέσα από τη φωνή και το βλέμμα του κυρίαρχου. Παραδόξως, η εκκωφαντική αυτή σιωπή αναδεικνύει το αντικείμενο της διχόνοιας σε πρωταγωνιστή, στο βαθμό που η αναγνωστική φαντασία πλάθει στο ακέραιο την εικόνα των σύγχρονων παράσιτων του καπιταλισμού και των ηττημένων από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς. Η συγγραφέας, έτσι, κατορθώνει με άμεσο και επιβλητικό τρόπο να περιγράψει τη γνώριμη εικόνα νεόπτωχων και αποβλήτων, οικεία και τόσο ξένη για την νεοελληνική πραγματικότητα, θυμίζοντας το καυστικό και επίκαιρο Ρομάντζο της πεντάρας του Μπρεχτ.

Η αμεσότητα του λόγου, η ζωντανή εικονοποιία καθώς και η επίκαιρη θεματική καταμετρούνται στα προτερήματα της καυστικής νουβέλας της Χριστίνας Φραγκεσκάκη. Η προσεκτικότερη, όμως, μελέτη του αφηγήματος αναδεικνύει το ιδιαίτερο παιχνίδι αντικατοπτρισμών, πλάγιων βλεμμάτων, αντανακλάσεων φανερών και κρυφών ειδώλων, έτσι που το κείμενο εμπλουτίζεται με πολιτικές και φιλοσοφικές συνδηλώσεις. Όπως κοπιαστικά επιχείρησε να δείξει ο Σαρτρ, η κατασκευή του «άλλου» διαρθρώνεται μέσα από το βλέμμα. Εάν το πολυπόθητο ανοιχτό βλέμμα συνηγορεί υπέρ της ανάπτυξης, της επικοινωνίας, της ισότητας και του σεβασμού, το κλειστό βλέμμα είναι εκείνο που αιχμαλωτίζει, αλλοιώνει, θυματοποιεί και καταστρέφει. Αυτό είναι το βλέμμα του οδηγού, που βιαστικά, χαιρέκακα και επιθετικά κοιτά τον σύγχρονο παρία μέσα από καθρέπτες αλλά και μέσα από τα σιωπηρά και συγκαταβατικά μάτια των συνεπιβατών⸱ αυτό είναι το μοχθηρό, φοβικό και επιθετικό βλέμμα του οδηγού, που βιαστικά και επιπόλαια καταβαραθρώνει λοιπούς ασθενείς και οδοιπόρους, στο μανιχαϊκά διαρθρωμένο και διαιρεμένο κόσμο του⸱ αυτό είναι, τέλος, το πλάγιο και μνησίκακο βλέμμα του οδηγού, που σύμφωνα με το Γάλλο φιλόσοφο μετατρέπει τον κόσμο των άλλων σε κόλαση, γιατί «κόλαση είναι οι άλλοι» (3).

Η σύγχρονη, εκκοσμικευμένη κόλαση, πέρα από θεολογικές συνδηλώσεις, τελικά, είναι ο κόσμος της σιωπής, της αφωνίας, ενώ επιβεβαιώνεται από πολίτες που στερούνται φωνής και λόγου. Ο άνθρωπος που έχει μια γλώσσα κατά συνέπεια ελέγχει και τον κόσμο που εκπροσωπείται από αυτή τη γλώσσα. Αντίθετα, όπως μας έδειξε ο Fanon, ο λόγος των κολασμένων της γης δεν έχει φωνή, είναι καταδικασμένος στη σιωπή (4). Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη, λοιπόν, εύστοχα φέρνει στο φως τις πρωτεϊκές μεταλλάξεις του νεόκοπου ρατσιστικού και εκφασισμένου λόγου που ανεπαισθήτως έχει κατακλύσει και πάλι την Ελλάδα της κρίσης, ενός λόγου που αφενός πλημμυρίζει τα υποκείμενα που τον εκφέρουν με φοβικά και επιθετικά συναισθήματα κυριαρχίας⸱ αφετέρου, στερεί και αποσιωπά τον λόγο του «άλλου» και του διαφορετικού. Το «Σύνταγμα - ΚΑΤ» για λογαριασμό των εκδόσεων «Κέδρος», κρούει εύστοχα και καίρια τον κώδωνα του κινδύνου και αποτελεί μια ουσιώδη πρόταση για το νεοελληνικό αναγνωστικό κοινό.


Αναφορές

1. Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, Ψυχογιός, 2015.

2. JasonStanley, Πώς λειτουργεί ο φασισμός, μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής, Μεταίχμιο, 2018.

3. Jean – PaulSartre, Κεκλεισμένων των θυρών, μετάφραση: Ζωή Σαμαρά, UniversityStudioPress, 2011.

4. FrantzFanon, Της γης οι κολασμένοι, μετάφραση: Αγγέλα Αρτέμη, Κάλβος, 1982.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ