Βιβλιο

30 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Μιχάλη Τρεμόπουλου: «Η ‘σκοτεινή’ Θεσσαλονίκη –Εθνικισμός, αντισημιτισμός, δοσιλογισμός, μισαλλοδοξία ενός αιώνα»

62222-137653.jpg
A.V. Team
37’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
329089-680490.jpg

Η 30ή Οκτωβρίου 1944 είναι η μέρα που έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης από την πόλη. Ποτάμια λαού πανηγύριζαν και αρματωμένοι ελασίτες παρέλαυναν ως απελευθερωτές στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Μια νέα ελπιδοφόρα προοπτική ξανοίγονταν για την πόλη και τους ανθρώπους της. Κι όμως. Η επέτειος αυτή, ενταγμένη στους εμφύλιους ανταγωνισμούς και το ρεβανσιστικό πνεύμα των νικητών, αποσιωπήθηκε για δεκαετίες, σαν να μην έγινε ποτέ απελευθέρωση, σαν να θυμίζει «οικεία κακά» και έπρεπε να σβηστεί από το βιβλίο της ιστορίας της πόλης.

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί, παρά την έντονη δράση γερμανοεξοπλισμένων ιδιωτικών στρατών, όχι μόνον έγινε αποκλειστικά από τις τοπικές ΕΑΜικές αντιστασιακές δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ της Μακεδονίας αλλά και κόντρα στις κεντρικές εντολές να παραδοθεί η εξουσία στους Βρετανούς, όπως επέβαλε η συμφωνία της Καζέρτας. Επιπλέον, ένα σύνολο τοπικών χειρισμών εξασφάλισε και τη διάσωση σημαντικών υποδομών της πόλης και την αποφυγή αναίτιας αιματοχυσίας αλλά και τη μη αναπαραγωγή των Δεκεμβριανών της Αθήνας, συνθήκες που επέτρεψαν την παράταση της εαμικής τοπικής διαχείρισης, πριν κυριαρχήσει το καθεστώς της εθνικοφροσύνης.   

Στην Ελλάδα, βεβαίως, έχει επιβληθεί να «γιορτάζουμε» ως εθνική εορτή την έναρξη των πολέμων και όχι τη λήξη τους, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και το έχουμε δυστυχώς συνηθίσει, λες και ένας πόλεμος δεν ταυτίζεται με το αίμα, τον πόνο, τη δυστυχία, την εξαθλίωση, αλλά με μια εντυπωσιακή είδηση -ευκαιρία για να εμβαπτιστούμε και πάλι στα συναισθήματα εθνικής αυτοϊκανοποίησης. Γι’ αυτό και σχεδόν όλοι θυμούνται πότε άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος αλλά ελάχιστοι πότε τελείωσε η γερμανική κατοχή, πότε απελευθε­ρώθηκε η Θεσσαλονίκη. Και αυτό δεν είναι κάποια αστοχία αλλά αντίθετα αποτελεί μια επιτυχία των κυρίαρχων ιδεολογικών μηχανισμών των νικητών του εμφυλίου, που κατάφεραν επί δεκαετίες να αποσιωπηθεί μια ενοχλητική επέτειος, επειδή αναδείκνυε ανεπιθύμητους πρωταγωνιστές.

Συμφωνία Βρετανών και Γερμανών

Από μήνες οι Γερμανοί υποχωρούσαν σ' όλα τα μέτωπα: στη Δύση από τη Νορμανδία μέχρι την Ιταλία, στην Ανατολή από την Πολωνία μέχρι τη Βουλγαρία. Η προέλαση του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια και οι παρτιζά­νοι του Τίτο πίεζαν τον γερμανικό στρατό σε γρή­γορη αποχώρηση, πριν αποκοπούν στην Ελλάδα.

Από την άλλη, αυτό που ενδιέφερε τους Άγγλους ήταν τώρα πια ο μεταπολεμικός πολιτικός χάρτης και η εξουδετέρωση της ένοπλης αριστεράς.

Σύμφωνα με τον Άλμπερτ Σπέερ, υπουργό πολεμικής βιομηχανίας του Χίτλερ, υπήρξε στη Λισσαβόνα μια μυστική συμφωνία μεταξύ Γερμανών και Άγγλων, μία «gentlemen’s agreement» σε υψηλό επίπεδο, όπως του ανέφερε ο αρχηγός του γερμανικού επιτελείου, στρατηγός Γιόντλ:

«Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε, και όπως γνωρίζω μοναδική σ’ όλο το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αφορούσε, όπως μου είπε ο Γιόντλ τουλάχιστον, την εκκένωση απ’ τα γερμανικά στρατεύματα της Ελλάδος, χωρίς Βρετανική ενόχληση. (…) Και πράγματι οι Άγγλοι την ετήρησαν. (…) Ο Φον Όβεν που ήταν διευθυντής τύπου του υπουργείου προπαγάνδας, αναφέρει σε βιβλίο του που έγραψε μετά τον πόλεμο, ότι ο Γκαίμπελς είχε μετάσχει ο ίδιος στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας αυτής. (…) Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη δική μου γνώμη, ήταν να παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς στους Άγγλους, να μπορέσουν να την καταλάβουν αμαχητί και μ’ αυτό τον τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και βέβαια ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δυνάμεις του που κατείχαν τον Ελληνικό χώρο».[2]

Οι Βρετανοί κάνουν βολιδοσκοπήσεις στους Γερμανούς για να επιτευχθεί μια συμφωνία για εκκένωση «χέρι με χέρι»».[3] Και στις 9.9.44 προετοιμάζουν το σχέδιο «Manna» για την ισχυροποίηση της νέας κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ, με την εγκατάσταση βρετανικών στρατευμάτων και έλεγχο τουλάχιστον Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Έρχονται, λοιπόν, σε συνεννόηση με το γερμανικό επιτελείο στην Ελλάδα, ώστε να υπάρξει αρμονική «αλλαγή φρουράς» στην Ελλάδα[4] και ταυτόχρονα να ενισχυθεί η δύναμη των Γερμανών απέναντι στους προελαύνοντες Σοβιετικούς. Το αντάλλαγμα είναι η ομαλή αποχώρηση των Γερμανών, στην ίδια κατεύθυνση με τη συμφωνία της Λισσαβόνας.

Την επομένη κιόλας, στις 10 Σεπτέμβρη 1944, ο Κουρτ-Φριτς φον Γκρέβενιτς σε τηλεγράφημά του προς τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ, σχετικά με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού από την Κρήτη, ενημερώνει ότι: «Οι Άγγλοι αφήνουν συνειδητά άθικτους τους ανθρώπους μας, παίρνοντας υπόψη μια επερχόμενη, που είναι και προς το αγγλικό συμφέρον, χρησιμοποίηση κατά των μπολσεβίκων».[5]

Τη συμφωνία αυτή επιβεβαιώνει και ο Αλμπερτ Σπέερ, εξειδικεύοντάς την και για τη Θεσσαλονίκη: «Παρά τον απόλυτο έλεγχο των Βρετανών στη θάλασσα, επετράπη στις γερμανικές μονάδες να επιβιβαστούν και να ταξιδέψουν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα (…) Σε αντάλλαγμα η γερμανική πλευρά συμφώνησε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στρατεύματα για να κρατήσει την Θεσσαλονίκη έως ότου θα ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις βρετανικές δυνάμεις».[6]

Τον Οκτώβρη του 1944 ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν συμφωνούν ποιες θα είναι οι σφαίρες επιρροής μετά τον πόλεμο στη νοτιοανατολική Ευρώπη: Η Ελλάδα θα ανήκει στους Βρετανούς και στους Αμερικανούς και η υπόλοιπη περιοχή θα αφεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Οι Έλληνες κομμουνιστές όμως θα αρνηθούν να πιστέψουν πως είχε γίνει μοιρασιά και θα ηττηθούν μόνο μετά από μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο και μετά από μαζική βρετανική και αμερικανική στρατιωτική και οι­κονομική υποστήριξη προς τις αντικομουνιστικές δυνάμεις.[7]

Οι τελευταίοι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944, αφού αποτίσουν φόρο τιμής στον Άγνωστο στρατιώτη, και στις 17.10 φτάνει η εξόριστη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Υπήρχε, βεβαίως, το «Σχέδιο Χάος» της σκληροπυρηνικής πτέρυγας των ναζί αλλά στην Αθήνα εφαρμόζεται το σχέδιο «Manna» των Βρετανών. Τμήματα του ΕΛΑΣ μπαί­νουν στην πρωτεύουσα καθώς και τμήματα του βρετανικού στρατού και όλοι γίνονται δεκτοί με εν­θουσιασμό από τους Αθηναίους. Τα Τάγματα Ασφα­λείας αφοπλίζονται αλλά περιορίζονται σε ορισμένους χώρους, έτοιμα να χρησιμοποιηθούν εναντίον του ΕΛΑΣ, όπως και θα γίνει στα Δεκεμβριανά.[8]

Θεσσαλονίκη, το βασίλειο του ταγματασφαλίτη

Στη Θεσσαλονίκη οι εξελίξεις θα είναι διαφορετικές. Οι Γερμανοί, που συνεργάστηκαν εξαρχής στενά με σωρεία καιροσκόπων, εθνικοσοσιαλιστών, δολοφονικών ομάδων και τη γερμανόφιλη ελίτ της πόλης σε μια αντικομμουνιστική και αντιεβραϊκή βάση, ευνοούσαν σαφώς μια σύγκρουση «εθνικιστών» και «κομμουνιστών».

Είναι χαρακτηριστικό το έγγραφο του γερμανικού Α2 για τη Θεσσαλονίκη:

«Το κομμουνιστικό στοιχείο είναι εδώ, όπως και στην Αθήνα, τόσο ισχυρό, που με βεβαιότητα πρέπει να αναμένεται πρώτα η κατάληψη της πό­λης υπό τον EΛΑΣ. Παίρνοντας υπόψη ότι δεν μπο­ρούμε να εμποδίσουμε μια ανάλογη εξέλιξη, που είναι μάλιστα ολότελα επιθυμητή, συνιστάται, για να διατηρηθεί το δικό μας γόητρο, να χρησιμοποιείται γι' αυτά τα ζητήματα εκτεταμένα ο γενικός επιθεωρητής Χρυσοχόου, ο οποίος με πρω­τοβουλία του πρέπει να θέτει σε δράση Τάγματα Ασφαλείας, Αστυνομία και Χωροφυλακή, όπως το έπραξε ο Ράλλης στην Αθήνα. Μ' αυτό τον τρόπο θα καλύπταμε επαρκώς και τη δική μας υποχρέ­ωση και η επιθυμητή κατάσταση του πολιτικού χά­ους θα επικρατούσε, αν προχωρήσουν τα πράγματα σε ένοπλες συγκρούσεις».[9]

Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, επιτελάρχης του στρατηγού Τσολάκογλου και πρώτου δωσίλογου πρωθυπουργού, ήταν τυπικά ο γενικός επιθεωρητής των νομαρχιών Μακεδονίας αλλά ουσιαστικός φρούραρχος του κατοχικού κράτους και θεωρούνταν, μάλιστα, ο πραγματικός αρχηγός της ένοπλης οργάνωσης ΥΒΕ/ΠΑΟ.

Μέχρι το 1944 η Θεσσαλονίκη είχε καταστεί το ένοπλο βασίλειο των λεγόμενων -καταχρηστικά- «Ταγμάτων Ασφαλείας» και πολλών ένοπλων ομάδων συνεργατών των κατακτητών στη Μακεδονία, της ΠΑΟ, του Κυ­ριάκου Παπαδόπουλου (Κισάμπατζακ), του Γ. Πούλου, του Δάγγουλα, του Βήχου κ.ά. Στην ουσία επρόκειτο για ιδιωτικούς στρατούς, που λογοδοτούσαν απευθείας στις γερμανικές υπηρεσίες.

Το καλοκαίρι του 1944 οι Γερμανοί διεξήγαγαν στα βουνά τις τελευταίες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στον ΕΛΑΣ, με στόχο την απελευθέρωση των βασικών συγκοινωνιακών δικτύων. Πλήγματα, όμως, άρχισαν να δέχονται και οι μέχρι τότε ισχυροί Γερμανοί αλλά και οι γερμανοεξοπλισμένες ελληνικές ομάδες που συμμετείχαν στο πλευρό των κατακτητών στην αντικομμουνιστική τους εκστρατεία, συχνά με ιδιοτελή κίνητρα (πλιάτσικο, εκβιασμούς, ιδιοποίηση περιουσιών, εκκαθάριση λογαριασμών κτλ). Οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των γερμανικών τμημάτων και των συνεργατών τους καταγράφονταν πλέον σε καθημερινή βάση, ακόμη και μέσα στις πόλεις. Το ίδιο διάστημα, στα γραφεία των γερμανικών επιτελείων φτάνουν οι πρώτες διαταγές για τη σταδιακή εκκένωση του ελληνικού χώρου από τις υπηρεσίες και τις μονάδες που δεν θεωρούνταν πρώτης γραμμής.[10]

Ήδη, από το καλοκαίρι του 1944, με τη γερμανική ανοχή, τα Τάγματα Ασφαλείας, ο Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ) του Κισά Μπατζάκ, η Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης του Αντώνη Δάγκουλα κι άλλες ομάδες, έχουν καταστεί ανεξέλεγκτα. Κορυφαίες στιγμές της τρομοκρατίας τους, εκτός από τη σφαγή στον Χορτιάτη τις 2.9.44, αποτελούν τα μπλόκα της Καλαμαριάς στις 13.8 και της Κάτω Τούμπας στις 24.9. Η ΟΠΛΑ και η Εθνική Πολιτοφυλακή δίνουν τις δικές τους αιματηρές απαντήσεις. Η πόλη μεταβάλλεται σε πεδίο σύγκρουσης, με στόχο όλων τον έλεγχό της. Και οι καθυστερημένες εκκλήσεις του Δημάρχου, του Μητροπολίτη και των επαγγελματικών οργανώσεων της πόλης προς τις γερμανικές αρχές για την αποκατάσταση της τάξης, απλώς αντανακλούν τον αδύναμο ρόλο αστυνομίας και χωροφυλακής.[11]

Ζυμώσεις, συμφωνίες και ανατροπές

Οι πολιτικές ζυμώσεις για το μέλλον της πόλης και των Ταγμάτων Ασφαλείας εντείνονται. Σε αυτές συμμετέχει η πλειοψηφία του αστικού και πολιτικού κόσμου της Θεσσαλονίκης, η ηγεσία του ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ.

Οι εκπρόσωποι της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας  (ΟΜΜ) του ΕΛΑΣ και της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, όπως έχει υποστηριχτεί, συνυπογράφουν την 1η Σεπτεμβρίου στο Λειβάδι Χαλκιδικής «στρατιωτικό σύμφωνο». Με το σύμφωνο αυτό ο ΕΛΑΣ φέρεται να αναλαμβάνει τη δέσμευση να μην εμποδίσει την υποχώρηση του γερμανικού στρατού και η γερμανική πλευρά να δεσμεύεται στο να διατάξει την αποχώρηση των ταγμάτων ασφαλείας από τη Θεσσαλονίκη, την οποία και -σύμφωνα με μελλοντικό σχέδιο- θα παραδώσει στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στο ΕΑΜ, μαζί με βαρύ οπλισμό, πολεμικό υλικό κ.λπ.[12]

Η γνησιότητα του συμφώνου αυτού μεταξύ του Καπετάν Κίτσου (συνταγματάρχη, διοικητή 2ου τάγματος 3ου συντάγματος του EΛAΣ, με εξουσιοδότηση του καπετάνιου της ΧΙ Μεραρχίας Λασσάνη) και του Εριχ Φένσκε (ταγματάρχη, διοικητή της μονάδας 31756), που θα κατατεθεί ως έγγραφο από τον Εθνικό Σύνδεσμο Ελασιτών Μακεδονίας-Θράκης, έχει αμφισβητηθεί.[13] Όμως το ΚΚΕ θα κατηγορήσει αργότερα τον Βαφειάδη επίσημα γιατί «το Σύνταγμα της Χαλκιδικής (απ’ αυτά που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του) υπόγραψε συμφωνία με τους Γερμανούς» και ότι «έκανε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, όταν φεύγανε, για παράδοση και δεν τους χτύπησε».[14]

Από την άλλη πλευρά, οι Άγγλοι εφαρμόζουν ήδη το σχέδιο «Manna» για την εγκατάσταση βρετανικών στρατευμάτων και τον έλεγχο Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Πιέζουν τον EΛAΣ και πετυχαίνουν στις 26 Σεπτεμβρίου τη Συμφωνία της Καζέρτας (Ουίλσον, Γ. Παπανδρέου, Μακ Μίλαν, Σαράφης, Ζέρβας), που θέτει το Γενικό Στρατηγείο του EΛAΣ υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι. Επιπλέον, με τη Συμφωνία, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίζονται όργανα του εχθρού και εχθρικοί σχηματισμοί και ζητείται η άμεση παράδοσή τους. Ο ΕΛΑΣ και η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή εγγυώνται για την ασφάλειά τους.[15]

Σύντομα στη Μακεδονία, ως υλοποίηση της Συμφωνίας της Καζέρτας για μη είσοδο μονάδων του ΕΛΑΣ στην περιοχή μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα,[16] διαταγή των Σκό­μπι - Σαράφη απαγορεύει στον ΕΛΑΣ να περάσει τον Αξιό ποταμό προς τη Θεσσαλονίκη και καθορίζει ως έδρα των ΟΜΜ τη Βέροια. Επιπλέον, βάζει υπό τις διαταγές του ΕΛΑΣ Μακεδονίας όσους συνεργάστηκαν και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς και ορίζει τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαγεωργίου ως στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης.[17] Όμως η τοπική ηγεσία δεν θα τηρήσει τη διαταγή.

Ήδη από τις 14 Σεπτεμβρίου έχει συνταχθεί πρακτικό μεταξύ του ΕΑΜ και των πολιτικών κομμάτων της Θεσσαλονίκης, που συμφωνούν σε κοινή δράση και κυρίως στην τήρηση κοινής στάσης απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας και στις άλλες «δολοφονικές οργανώσεις»: «Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ και των Πολιτικών κομμάτων τα οποία συμμετέχουν στην σχηματισθείσα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στιγματίζουν όλες τις Εθνικοπροδοτικές και δολοφονικές Οργανώσεις και ορδές (Τάγματα Ασφαλείας, Ειδικής, Πουλικούς, ΕΕΣ, ΠΟΕΤ, ΕΕΕ) που με οποιοδήποτε τρόπο βοήθησαν στο Εθνοκτόνο έργο των μισητών κατακτητών Γερμανοβουλγάρων σαν εγκληματίες του Έθνους δολοφόνους του λαού. Στην άμεση υπακοή τους στην πρόσταξη του Διαγγέλματος να φύγουν από τους Γερμανούς και να περάσουν στο μέρος του Λαού παρέχεται η συγγνώμη του Έθνους».[18]

Ταυτόχρονα και ο Μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ απευθύνει έκκληση σε ελληνική και τουρκική γλώσσα (για τους τουρκόφωνους Πόντιους) προς τους εξοπλισμένους απ’ τους κατακτητές και τους δοσίλογους της περιοχής Κοζάνης και τους καλεί την τελευταία στιγμή να συνέλθουν και να καταθέσουν τα όπλα στον ΕΛΑΣ, δίνοντας την προσωπική του υπόσχεση ότι δεν θα πάθουν τίποτα.[19]

Η «μεγάλη φυγή» και η μεταμόρφωση του δοσιλογισμού

Μπροστά στο ορατό τέλος, αρκετοί αιματοβαμμένοι ταγματασφαλίτες και γερμανόφιλοι οπαδοί του Εθνικοσοσιαλισμού αποφασίζουν να συγκρουστούν μετωπικά με τον «εσωτερικό εχθρό» και κάποιοι άλλοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν τους Γερμανούς στον δρόμο της φυγής.

Στις 12 Σεπτεμβρίου ξεκινά από την Αθήνα μια ειδική αμαξοστοιχία αποτελούμενη από δύο βαγόνια με 40 περίπου «εκλεκτούς» γερμανόφιλους, με προορισμό τη Βιέννη. Ανάμεσά τους η ηγεσία των ΕΕΕ, ο Σαλονικιός δικηγόρος Κ. Γούλας και ο αδελφός του, ο υπεύθυνος προπαγάνδας Κ. Σκανδάλης, ο Ιωάννης Κοσμίδης με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, ο δικηγόρος των ΕΕΕ Βλαχογιάννης κ.α.

Στη Θεσσαλονίκη, στο ίδιο τραίνο της «μεγάλης φυγής» επιβιβάζονται πολύ περισσότεροι γερμανόφιλοι, καθώς και οι οικογένειες όσων παρέτειναν την παραμονή τους στην Ελλάδα για να αποχωρήσουν με τον τακτικό γερμανικό στρατό και δεν προνόησαν να τις απομακρύνουν νωρίτερα. Έτσι, με το ίδιο τραίνο συνταξιδεύουν ο Παζιώνης, ο Σπυρίδης, ο Παπαναούμ, ο Αγάθος, η οικογένεια του Πούλου, οι οικογένειες των διευθυντών της Νέας Ευρώπης και της Απογευματινής, οικογένειες σημαντικών πρακτόρων, καθώς και πολλοί άλλοι.[20] Ξεκινούν για τη Βιέννη, με τελικό προορισμό τη Νυρεμβέργη.[21]

Άλλοι συνεργάτες των Γερμανών προσπαθούν να επιβιώσουν στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην Ελλάδα. Όμως άνθρωποι σαν τον Κισά Μπατζάκ, την ηγεσία του ΕΕΣ (Ελληνικός Εθνικός Στρατός), έχουν αποκηρυχθεί από την εξόριστη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και το Γενικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Παρόλα αυτά, εντείνει τις προσπάθειές του για την προσχώρηση του ΕΕΣ στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα[22] με την υποστήριξη του Χρυσοχόου, που -ως κατοχικός Γενικός Διοικητής Μακεδονίας πια από τις 7.10.1944- επιδίωκε να δημιουργήσει ένα ισχυρό μέτωπο, ικανό να αντιταχτεί στρατιωτικά την κατάλληλη στιγμή στα σχέδια του «αναρχοκομμουνισμού».[23] Τα σχέδια αυτά ήρθε να ενισχύσει απόφαση του δοσιλογικού Υπουργείου Στρατιωτικών, που προέβλεπε τη διάθεση αξιωματικών για τη στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Παράλληλα, οι Γερμανοί αποφυλακίζουν τους αξιωματικούς του ΕΔΕΣ που κρατούνταν στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», με την προϋπόθεση ότι θα στελέχωναν τον ΕΕΣ και δεν θα στρέφονταν κατά του στρατού Κατοχής και με γερμανικά αυτοκίνητα στέλνονται στα τμήματα του Μιχάλαγα.[24] Έτσι, ο ΕΕΣ του Κισά Μπατζάκ γίνεται ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων.

Στις αρχές Οκτωβρίου, όμως, οι Γερμανοί διατάσσουν τον αιμοσταγή Δάγκουλα και κατόπιν τα τμήματα του ΕΕΣ να απομακρυνθούν από την πόλη. Όμως στις 18 Οκτωβρίου ο Κισά Μπατζάκ, όπως είχε κάνει πιο πριν ο Δάγκουλας, επισκέπτεται τον Χρυσοχόου, ο οποίος τον συμβουλεύει να μην απομακρυνθεί πολύ από την πόλη γιατί δεν αποκλειόταν να ζητηθεί η συνδρομή του για να αποτραπεί η κατάληψή της από τον ΕΛΑΣ. Έτσι, ο Κισά Μπατζάκ στις 20 Οκτωβρίου μεταφέρει το στρατηγείο και τους άντρες του ΕΕΣ στον Άγιο Αθανάσιο, 20 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη.[25] Εκεί, η ηγεσία του ΕΕΣ διατάζει τους άντρες να προσθέσουν στο σήμα στα πηλίκιά τους ένα «Δ» και μεταμορφώνονται σε ΕΔΕΣ του Ζέρβα, παρά τη δήλωση του ΕΔΕΣ Θεσσαλονίκης ότι πρόκειται για «πρωτοβουλία δική τους και μόνον».[26] Υπήρχε όμως απευθείας επικοινωνία με τον Ζέρβα ενώ ήδη από τις 8.9.1944 ο Κισά Μπατζάκ έγραφε στον Αντών Τσαούς (Αντ. Φωστερίδη): «Είμαστε όλοι στην πραγματικότητα παιδιά του ΕΔΕΣ και το Δ που μας λείπει από τον ΕΕΣ ελπίζουμε με τη βοήθειά σας να το προσθέσουμε το ταχύτερο».[27] Στην ίδια μεταμόρφωση προχωρούν και ο Δάγκουλας και οι άντρες του, όπως και όλοι οι ένοπλοι που συγκεντρώνονταν στον Άγιο Αθανάσιο χωρίς φανερή συμφωνία με τους εκπροσώπους του ΕΔΕΣ στη Μακεδονία.

Ο ΕΛΑΣ της Μακεδονίας απειθαρχεί και προωθείται

Τμήματα του ΕΛΑΣ προσανατολίζονταν ήδη από το καλοκαίρι -με αρκετές επιχειρήσεις ακόμη και μέσα στην πόλη- σε κατάληψη της Θεσσαλονίκης και είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται ισχυρές δυνάμεις στη Μακεδονία για την τελική αναμέτρηση. Παρά τη συμφωνία της Καζέρτας και παρά την εντολή του διοικητή του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη να περιμένουν την απόβαση των Βρετανών, οι ηγέτες της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας (ΟΜΜ) του ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό διοικητή τον υποστράτηγο Ευριπίδη Μπακιρτζή, καπετάνιο τον Μάρκο Βαφειάδη και επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη πυροβολικού Κ. Λαγγουράνη)[28] δεν υπακούν. Μαρτυρείται ότι η απόφαση να προχωρήσουν είχε παρθεί μυστικά από τους Μ. Βαφειάδη και Λεωνίδα Στρίγγο και μετά από τους καπετάνιους Ευρ. Μπακιρτζή, Πρωτόπαπα (Κικίτσα) και Λασσάνη.[29]

«Ξεσχίσθηκε ο “Δούρειος…” της Καζέρτας», θα πει ο Μάρκος Βαφειάδης. Έχει ενδιαφέρον η περιγραφή του ίδιου για τα γεγονότα:

«Πήγαμε στον Μπακιρτζή μαζί με τον Κικίτσα. Συμφώνησε ότι έπρεπε να καταλάβουμε τη Θεσσαλονίκη αλλά οι διαταγές; Τότες του προτείναμε: Ο στρατηγός με όλο το επιτελείο θα πάγει στη Βέροια, σύμφωνα με τη διαταγή του Γ.Σ. Ο καπετάνιος, χωρίς να… ξέρει τίποτε ο Στρατηγός θα πάρει δύο τάγματα και με απόβαση στη Χαλκιδική και μαζί με τα τμήματα της ΧΙ Μεραρχίας, της Χ Μεραρχίας και την Ταξιαρχία Ιππικού, που την ίδια νύχτα θα κινηθούν προς Θεσσαλονίκη θα καταλάβει την πόλη. Τα παραπέρα, βλέποντας και κάνοντας! Ο Μπακιρτζής ενθουσιασμένος με το σχέδιο είπε: “Παιδιά, δεν είμαι εδώ. Κάντε όπως νομίζετε”. (...) Κατά τις βραδινές ώρες τις 17ης Οχτώβρη στο Ασβεστοχώρι συναντηθήκαμε με τον Λασσάνη και τον Βασβανά και το βράδυ της ίδιας μέρας με τον Βασβανά και τους άλλους συναγωνιστές που ‘ταν μαζί μου κατεβήκαμε στη Σαλονίκη, στην Άνω-Πόλη, και εγκατασταθήκαμε στη βίλα του Μοσκώφ σαν προσωρινή διοίκηση-κλιμάκιο της ΟΜΜ».[30]  

Οι Γερμανοί φεύγουν, οι αντάρτες έρχονται

Σιγά σιγά, λοιπόν, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ προωθούνται, καταλαμβάνοντας τα υψώματα του Xoρτιάτη και του Ασβεστοχωρίου.

Η ΧΙ μεραρχία, με δύναμη περίπου 3.000 αντάρτες, στρατιωτικό διοικητή τον συνταγματάρχη ιππικού Ι. Παπαθανασίου, καπετάνιο τον Γ. Λασσάνη και επιτελάρχη τον λοχαγό πεζικού Θ. Κάρλο[31] πλησιάζει στην πόλη από τη Χαλκιδική.

Το 31ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Χαλκιδικής δίνει μάχες με τα γερμανικά στρατεύματα στα ανατολικά (Βασιλικά, αεροδρόμιο Σέδες, Γεωργική Σχολή) ενώ άλλα τμήματα εισέρχονται από την Πυλαία και τη Χαριλάου, απωθώντας τους ναζί προς το κέντρο της πόλης. Το 19ο Σύνταγμα Νιγρίτας καλύπτει τον ΒΑ τομέα μέχρι το Επταπύργιο και το 3ο Τάγμα του 13ου Συντάγματος Κιλκίς καλύπτει την περιοχή από το Επταπύργιο μέχρι και την οδό Λαγκαδά. Η νότια πλευρά καλύπτεται από τμήματα του 50ου και του 16ου Συντάγματος.

Ο κλοιός περισφίγγει και μικρές ομάδες των μονάδων αυτών, σε συνεργασία με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της πόλης, δίνουν μάχες με μικρές μονάδες Γερμανών σαμποτέρ, για να προστατεύσουν διάφορα καίρια σημεία και υποδομές της πόλης.[32]

Στις 16 Οκτωβρίου τμήματα του ΕΛΑΣ συγκρούονται με ταγματασφαλίτες στη Νεάπολη, τη Βάρ­να, τις Συκιές και την Άνω Πόλη, αφοπλίζοντας τους σταθμούς χωροφυλακής και επεκτείνοντας τον έλεγχό τους στην περιοχή μέχρι την οδό Κασσάνδρου. Το ίδιο βράδυ γίνονται εκεί παρελάσεις ενό­πλων και πανηγυρισμοί καθώς και στην Τούμπα, την Καλαμαριά και τη Χαριλάου, από όπου είχαν αποχωρήσει ήδη οι Γερμανοί.[33]

Η «Έφοδος», όργανο της ΕΠΟΝ, είναι πιο αναλυτική: «Στις 16/10 το πρωί δύναμη από 150 ταγματαλήτες επετέθηκε απ’ όλες τις πλευρές στις συνοικίες Βάρνα, Συκιές, Καλλιθέα, Νεάπολη… Η αντεπίθεση κράτησε 2 ώρες… Αποτέλεσμα της οποίας ήταν να απωθηθούν οι αλήτες αφήνοντας επί του πεδίου της μάχης 8 νεκρούς. Στις 11 επετέθηκε ένα νέο κύμα από 108 ταγματαλήτες, οι 62 με κέντρο τη Νεάπολη». Στις βραδινές διαδηλώσεις αναφέρει 1000 νέους στην Ξηροκρήνη, όπως και στην Αγία Τριάδα, 6000 στην Καλαμαριά, 3000 στην Τριανδρία, στου Χαριλάου το ίδιο, και 3000 στην Τούμπα.[34]

Για τις 16.10 σημειώνει στο ημερολόγιο του ο φυλακισμένος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης «Παύλου Μελά» Λεωνίδας Γιασημακόπουλος: «Το βραδάκι έμεινα έξω, έως τας 6:30 ακούονται ζωηραί αι ζητωκραυγαί της Νεαπόλεως. Οι κατισχύσαντες Εαμίται διασκεδάζουν. Το ευχάριστον ότι οι Γερμανοί είναι απαθείς θεαταί και οι δικοί μας δεν ενοχλούν καθόλου τους Γερμανούς». Και για την επομένη 17.10: «Στην Νεάπολιν επικρατεί το Ε.Α.Μ. Ομοίως στην Τούμπαν και Χαριλάου. Στην λοιπήν Θεσσαλονίκην ακόμη τα Τάγματα».[35] 

Στο στόχαστρο της εφημερίδας «Ελευθερία» του ΕΑΜ μπαίνουν και πάλι οι Χρυσοχόου και Παπαγεωργίου: «Από καιρό τώρα ο Χρυσοχόου, σε στενή συνεργασία με τον Παπαγεωργίου, συσκέπτεται για να σφετεριστεί δικτατορικά την εξουσία ακόμη και μετά το διώξιμο του ξένου καταχτητή. Γι’ αυτό δέχτηκε τελικά, παρόλες τις αρχικές ταλαντεύσεις, το διορισμό που του ‘στειλε ο ετοιμοθάνατος Ράλλης κι ανέλαβε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας… Γι αυτό ακριβώς έστειλε τα τάγματα ασφαλείας και τους αλήτες του Κυριάκου Παπαδόπουλου (Κισάμπατζακ) στις λαϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης για να τις μετατρέψει σε σφαγείο… Με τα παλικάρια του ΕΛΑΣ επικεφαλής σε παλλαϊκό ξεσηκωμό οι κάτοικοι της Νεάπολης και των γύρω συνοικιών τσάκισαν τις ορδές των επιδρομέων και ξάπλωσαν πάνω από 100 νεκρούς και τραυματίες. Έτσι η πρώτη μεγάλη δοκιμή του υποψήφιου διχτατορίσκου απέτυχε».[36]

Οι δυνάμεις Κατοχής και οι συνεργάτες τους συνεχίζουν να είναι επικίνδυνοι. Λίγες ώρες πριν ελευθερωθεί ο Γιασημακόπουλος, στις 19.10, καταγράφει μια γερμανική κλούβα με έξι Γερμανούς της Μυστικής Αστυνομίας Στρατού -G.F.P. με αυτόματα, που «μετέφεραν επτά νέους συλληφθέντας στις Συκιές Θεσσαλονίκης. Εκεί δηλαδή που περιμέναμε να απολυθούμε αυτοί φέρνουν καινούργιους».[37]

Διαδηλώσεις, αποβάσεις, καταστροφές

Στις 20 και 22 Οκτωβρίου οργανώνονται πάλι μαχητικές διαδηλώσεις με αίτημα τη διάλυση των ταγμάτων ασφαλείας.[38]

Θορυβημένος ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Χρυσοχόου, πιέζει για συσπείρωση όλων των αντικομουνιστών. Σε τηλεγράφημά τους προς το αρχηγείο του ΕΔΕΣ Μακεδονίας στις 26.10, ο υπολοχαγός Στ. Πέτροβας κι ο επίλαρχος Βασ. Ζωάκος, από τον Άγιο Αθανάσιο όπου βρίσκονται μαζί με τους άλλους ταγματασφαλίτες, θα αναφέρουν: «Την 23ην τρέχοντος ελάβομεν εντολήν παρά του κ. Υπουργού Γενικού Διοικητού Μακεδονίας Συν/χου Ιππικού Χρυσοχόου Αθανασίου να έλθωμεν εις επαφήν μετά των ανεγνωρισμένων τμημάτων του ΕΔΕΣ ίνα ανακοινώσωμεν ότι Εθνική ανάγκη επιβάλλει το ταχύτερον να σπεύσωσι προς κατάληψιν της πόλεως Θεσσαλονικης ήτις ευρίσκεται ουσιαστικώς υπό Κομμουνιστικήν κατοχήν από εβδομάδος (...) Γενικώς η κατάστασις της πόλεως είναι οικτρά διατελούσα υπό των Κουμμουνιστών πέλμα της εκδικήσεως και της αρπαγής, η δε μείζων και υγιά μερίς του Ελληνικού πληθυσμού της πόλεως ζητεί την απολύτρωσίν του».[39]

Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους περιορίζο­νται από την Εγνατία και κάτω, ελέγχουν όμως μια ζώνη από το αεροδρόμιο του Σέδες και την Καλα­μαριά μέχρι τη δυτική έξοδο της πόλης. Στόχος τους, να ολοκληρωθεί η αποχώρηση των στρατευμάτων τους, που έρχονται καραβιές από τα νησιά.

«Μονάδες συγκροτημένες έβλεπες να κατευ­θύνονται βιαστικά κάθε μέρα για το σταθμό και τις ξεπροβοδούσες με τη σύψυχη ευχή «στον αγύ­ριστο» μα και μονάδες καινούργιες αντάμωνες να ‘ρχουνται για την πόλι.. Πολυβόλα, κανόνια, ξηλώνονταν, φορτώνoνταν κι έφευγαν μα και πολυβόλα, κανόνια στηνόντανε σε θέσι μάχης, στις κε­ντρικές πλατείες και στους δρόμους. Καίγανε, ανα­τινάζανε, καταστρέφανε τα πάντα, η πόλι σειόταν από τις δονήσεις και τους κρότoυς», σύμφωνα με περιγραφή του ‘45.[40]

Οι Θεσσαλονικείς όμως ξεθαρρεύουν. Στις 24.10 γίνεται μεγάλη διαδήλωση με σημαίες και πλακάτ που φτάνει ως το Διοικητήριο, με συνθήματα: «Κάτω τα τάγματα», «Κάτω η τρομοκρατία» κτλ. Και στις 26 Οκτωβρίου, επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης το 1912, βγαίνουν στους δρόμους, συγκεντρώνονται στην πλατεία Αγίας Σοφίας, μιλούν για το νόημα της απελευθέρωσης, παρελαύνουν με τους ανάπηρους της Αλβανίας επικεφαλής και καταθέτουν στεφάνια στα αγάλματα του Βότση και του Καρατάσιου. Την περιφρούρηση αναλαμ­βάνει ο εφεδρικός EΛAΣ της πόλης.[41]

Σύμφωνα με την «Ελευθερία», από νωρίς «πάνω από 150 χιλ. λαού ξεχύθηκαν στους δρόμους ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΕΑΜ και των άλλων εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων. Το πλήθος αποδοκίμασε τον Χρυσοχόου και τα σχέδιά του ζητώντας την τιμωρία όλων των εθνοπροδοτών».[42]

Στους αντάρτες είχε ήδη φτάσει από την προηγούμενη μέρα η διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του EΛAΣ, που «απαγόρευε επιχειρήσεις μέσα και γύρω από την πόλη. Η είσοδός μας -θα πει ο επιτελάρχης της Ο.Μ.Μ. Μιχ. Λάσκαρης- έπρεπε να γίνει μετά από συνεννόηση με τον δήμαρχο και τον μητροπολίτη».[43] Βεβαίως, ο ίδιος θα περάσει τεχνηέντως από την Πιερία με πλοιάριο στη Χαλκιδική για να αναλάβει τη διοίκηση της 11ης Μεραρχίας.

Σύμφωνα με τον Βαφειάδη, «νύχτα, στις 26 προς 27 του Οχτώβρη, από το Ελευθεροχώρι με πλοιάρια του ΕΛΑΝ έγινε η απόβασή μας στη Χαλκιδική. Την ίδια νύχτα, σύμφωνα με διαταγή μας, τμήματα της Χ Μεραρχίας και η Ταξιαρχία Ιππικού που υπάγονταν τακτικά στην ΟΜΜ, άλλα απ’ τη Μεθώνη με τον ΕΛΑΝ και άλλα με σχεδίες από Αλιάκμονα και Αξιό κατευθύνθηκαν προς τον ίδιο στόχο».[44]

Είναι οι δυνάμεις των 13ου, 16ου και 19ου Συνταγμάτων του ΕΛΑΣ που εκδιώκουν τους Γερμανούς και απελευθερώνουν την Άνω Πόλη στις 26 Οκτωβρίου και τα τμήματα του 50ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ από τα Πιέρια και τμήμα του ΕΛΑΝ, του ναυτικού των ανταρτών, που ξεκινώντας από την Ιερισσό θα καταλάβουν τμήμα του λιμανιού,[45] περικυκλώνοντας την πόλη.

Μαζικές συγκεντρώσεις οργανώνει το ΕΑΜ και για την 28η Οκτωβρίου, στην πλατεία Αγίας Σοφίας αλλά και στις συνοικίες. Και το ίδιο βράδυ δυνάμεις του ΕΛΑΣ μπαίνουν στις περιοχές Χαριλάου, Τούμπας και Άνω Πόλης και την επομένη στη Νεάπολη αλλά και σε κεντρικές περιοχές.

Μάχες για τον έλεγχο της πόλης

Η στάση του τοπικού ΕΛΑΣ τελικά, παρόλη την επιβλητική παρουσία του γύρω και μέσα στη Θεσσαλονίκη, θα αποσοβήσει μια εκτεταμένη εμφύλια αιματοχυσία,[46] με δεδομένο μάλιστα ότι οι Έλληνες δοσί­λογοι, μέσα και έξω από την πόλη, ξεπερνούν τις 15.000.[47]

Παρά την απομάκρυνση, η ηγεσία του ΕΕΣ διατηρούσε στενές  επαφές με τον Χρυσοχόου, καθώς και με τον Στρατιωτικό Διοικητή Παπαγεωργίου. Άλλωστε, με βρετανική συγκατάθεση οι στρατιωτικοί διοικητές, ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης στις απελευθερωθείσες περιοχές της χώρας, είχαν αποστολή να παρεμποδίσουν την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας και να διαπραγματευτούν με όσους εγκατέλειπαν τα Τάγματα και παραδίδονταν.[48]

Ο Χρυσοχόου προσπαθεί, σε επαφή με τον Παπαχριστοδούλου και τον Μπακατσέλο, ώστε να σπεύσουν οι ένοπλοι του Κισά Μπατζάκ να μπουν στην πόλη πριν από τον ΕΛΑΣ.[49] Είχαν προσδιορίσει, μάλιστα, την έναρξη της επιχείρησης για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης στις 28 Οκτωβρίου. Ο Κισά Μπατζάκ, που υπέγραφε πια ως μέλος των Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών του αρχηγείου ΕΔΕΣ Μακεδονίας, σημείωνε: «Η απόφασις αύ­τη ελήφθη κατόπιν προσκλήσεως των Αρχών και του Εθνικόφρονος πληθυσμού Θεσσαλονίκης. Ο Γενικός Διοικητής Συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου δι’ αντιπροσωπείας εμπόρων και Αξ/κων παρουσιασθείσης την 25ην τρέχοντος παρέγγελε κατηγορηματικώς και εγγράφως προς ημάς ότι όλοι Αρχαί και νομιμόφρων Λαός είναι παρά το πλευρόν μας προς επιβολήν της τάξεως του Νόμου».[50]

Ο ΕΛΑΣ, η απειλή του οποίου είχε ενώσει το συρφετό των ενόπλων και των ταγματασφαλιτών από όλη τη Μακεδονία, με τις ευλογίες του αστικού κόσμου της Θεσσαλονίκης και της ηγεσίας της κρατικής διοικητικής μηχανής,[51] δε θα τους επιτρέψει να ελέγξουν την πόλη.

Ο ίδιος ο Αθ. Χρυσοχόου θα συλληφθεί στις 28.10 από την Εθνική Πολιτοφυλακή μαζί με άλλους 320 «γκεσταπίτες».[52] Σύμφωνα με τον Βαφειάδη: «Είναι, το λοιπόν, ένα από τα γεγονότα που πανικόβαλε ολόκληρη την εθνοπροδοσία της Μακεδονίας και τους ταγματασφαλίτες που ετοιμάζονταν να αντισταθούν μέσα στην πόλη μέχρι τη στιγμή που θα ‘φταναν τίποτα Εγγλέζοι, αναγκάστηκαν να αφήσουν την πόλη και ύστερα από τη βοήθεια που δώκαν στους Γερμανούς καλύπτοντάς τους σαν πλαγιοφύλακες, ο μεν Πούλος με έξι χιλιάδες περίπου γερμανοντυμένους του και άλλους τόσους από τη Θεσσαλία και Νότια Ελλάδα (συνολικά δώδεκα χιλιάδες περίπου) ακολούθησαν τους Γερμανούς και πέρα από τα σύνορα».[53]

Την ίδια επιλογή με το Ελληνικό Εθελοντικό Σώμα του Πούλου, που με τους άντρες του εγκαταλείπουν συντεταγμένα τις θέσεις τους στη Χαλκηδόνα και ακολουθούν τον γερμανικό στρατό, δίνοντας μάχες μέχρι την άνοιξη του 1945 στη Σλοβενία και την Αυστρία, κάνουν και άλλοι αιματοβαμμένοι συνεργάτες των Γερμανών, όπως ο Γραμματικόπουλος, ο Κυλινδρέας, ο Βήχος κ.α.

Οι άλλοι «ΕΣΕΣίτες -ΠΑΟτζήδες» συγκεντρώνονται στο Κιλκίς. Όπως θα πει ο επιτελάρχης της Ο.Μ.Μ. Μιχ. Λάσκαρης, «δύναμη 5.500 ταγματασφαλιτών μεταφέρθηκε στο Κιλκίς και αποτέλεσε σταθερή πλαγιοφυλακή, για να διαρρεύσουν στη Σερβία οι Γερμανοί».[54]

Την ίδια στιγμή σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης γίνονται μάχες, όπως αυτή στη Μοναστηρίου. Όλες οι δυνάμεις της Χωροφυλακής, Ασφάλειας κλπ, αποφασίζουν να οχυρωθούν στο κτίριο της ΧΑΝΘ. Εκεί «απομονώνεται» μια «δύναμη 2.000 χωροφυλάκων ‘άνευ θητείας’»[55] και δίνεται σκληρή μάχη, που θα λήξει στις 31 Οκτωβρίου, πριν εξαντληθεί το 24ωρο τελεσίγραφο, με την παράδοσή τους στα τμήματα του ΕΛΑΣ.

Οι Γερμανοί αφήνουν χάος, οι αντάρτες διασώζουν υποδομές

Είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις με τα γερμανικά στρατεύματα από στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, με επικεφαλής τον ΕΑΜίτη μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ, με στόχο ν' αποφευχθούν άσκοπες καταστροφές και απώλειες αμάχων.[56] Επειδή δεν καταλήγουν σε συμφωνία, θα αναφέρει ο «Ριζοσπάστης», δίνεται από τη διοίκηση του ΕΛΑΣ η «διαταγή για την όσο γινόταν πιο προσεκτική επίθεση» για την απελευθέρωση της πόλης, στις 6 το πρωί, στις 30 του Οκτώβρη του 1944. «Αντιδρώντας τα γερμανικά τμήματα», συνεχίζει η εφημερίδα, «κάνουν δυο ανατινάξεις στον χώρο του λιμανιού», εννοώντας την Εφορεία Υλικού Πολέμου (στην περιοχή των σημερινών δικαστηρίων) και εγκαταστάσεις στο Τελωνείο (τον επιβατικό σταθμό).

Ήδη όμως οι Γερμανοί είχαν αρχίσει τις καταστροφές. Όπως αναφέρει στο ημερολόγιο του ο Γιασημακόπουλος: «Κυριακή 15/10/44 […] Αι ανατινάξεις συνεχίζονται. […] Χθες μπροστά στην αγορά Μοδιάνο έκαψαν ένα αυτοκίνητο γεμάτο αρβύλες καινούργιες. Επίσης στον Σταθμόν έκαψαν τέσσαρα βαγόνια γεμάτα πανί κάμποτ».[57]

Οι Γερμανοί νιώθουν ασφυκτικά την πίεση και βιάζονται ν’ αποχωρήσουν. Πίσω τους αφήνουν συντρίμμια. Ανατινάζουν αποθήκες, πετρέλαια, εγκαταστά­σεις, δρόμους, γέφυρες, βαγόνια, ατμομηχανές, τον μεγάλο λιμενοβραχίονα της πόλης και όσα επιταγμένα καΐκια και μικρά πλοία ήταν αραγμένα μέσα στο λιμάνι και κατά μήκος της παραλίας, επειδή φοβούνται απόβαση των Βρετανών. Ακόμα και τις γραμμές του τρένου τις ανατινάζουν μία μια σε κάθε σημείο σύνδεσής τους.[58]

Οι ελασίτες προσπαθούν να περισώσουν ό,τι μπορούν.

Τους αλευρόμυλους Αλλατίνι διασώζει λόχος του εφεδρικού ΕΛΑΣ μυλεργατών, που με 120 άτομα αποτρέπει την ανατίναξη των σιταποθηκών και των αλευρόμυλων Αλλατίνι, που είχαν παγιδευτεί με εκρηκτικά.

Άλλες ομάδες ελασιτών διασώζουν το παγιδευμένο κεντρικό υδραγωγείο της πόλης στην περιοχή της Παναγίας Φανερωμένης και το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής της Ηλεκτρικής Εταιρίας (σημερινές εγκαταστάσεις της ΔΕΗ στην Αγ. Δημητρίου), ενός από τα τρία εργοστάσια που λειτουργούν στην πόλη, κ.ά.

«Η αποστολή του Τάγματός μας, που ήταν να εμποδίσουμε την ανατίναξη της Ηλεκτρικής Εταιρίας και του υδραγωγείου, επιτεύχθηκε. Ωστόσο οι Γερμανοί υποχωρώντας ανατίναξαν τις τηλεφωνικές και ηλεκτρικές παροχές έξω από τη Σταυρούπολη», θα πει ο Γιάννης Πατσακίδης, μαχητής του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ.[59]

Ο Νίκος Μπακόλας θα αποδώσει τη μη ανατίναξη του εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού σε εξαγορά των Γερμανών.[60] Όμως ο Γ. Καφταντζής θα περιγράψει συγκεκριμένα πώς έγινε η διάσωση του εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού από τον εφεδρικό EΛAΣ του Πανεπιστημίου:

«Μια οκταμελής ομάδα του Λόχου φοιτητών με επικεφαλής τον Βαγγέλη Μηλιόπουλο άρχισε να περιπολεί στη γύρω περιοχή αναμένοντας το γερμανικό συνεργείο ανατινάξεων. Πραγματικά λίγο προτού νυχτώσει ήρθε μια μοτοσικλέτα με δύο Γερμανούς στρατιώτες απ’ τους οποίους ο ένας φορτωμένος δυναμίτη προχωρούσε προς το εργοστάσιο. Επειδή παρά τις κραυγές των φοιτητών “Άους, άους” συνέχισε την πορεία του, οι φοιτητές πυροβόλησαν και τον σκότωσαν».[61]

Όταν σε λίγο εμφανίζεται ένα γερμανικό ταν­κ αναζητώντας το απόσπασμα, οι ελασίτες διαπραγματεύονται, παραδίδουν τον νεκρό και τον συλληφθέντα και οι Γερμανοί αποχωρούν.

«Στην Εγνατία, μπροστά στην πλατεία Δικαστηρίων, τους περίμεναν μερικά θωρακισμένα αυ­τοκίνητα και τέσσερα τανκς με τις μπούκες στραμμένες προς την Επάνω Πόλη. Ενώθηκαν μαζί τους και εγκατέλειψαν μια για πάντα τη Θεσσαλονίκη. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι».[62]

Στραπατσαρισμένα κορμιά...

«Αγγελιαφόρος που γυρίζει με ποδήλατο τους δρόμους, ειδοποιεί τώρα πως θα περάσουν τα τελευταία γερμανικά τμήματα και συμβουλεύει τον κόσμο να φύγει από το δρόμο. Πολλοί φεύγουν την ίδια ώρα. Άλλοι αμφιβάλλουν και μένουν, μα γρήγορα αναγκάζονται κι αυτοί να κλειστούν στα γύρω σπίτια. Δυο τανκς κάνουν ξαφνικά την εμφάνισή τους και παίρνουν θέση στο μεγάλο δρόμο. Ακολουθούν οι μαυροφορεμένοι των ταγμάτων θανάτου. Παρατάσσονται κι αυτοί από τις δυο μεριές του δρόμου. Ανάμεσά τους περνάει τώρα το τελευταίο τμήμα. Φάτσες στραπατσαρισμένες, φορεσιές σχισμένες, κορμιά, ψυχές εξουθενωμένες. Κάρρα, καροτσάκια, βωδάμαξες, που τα τραβάνε παληάλογα. Βώδια κοκκαλιάρικα κι ελεεινά και γαϊδουράκια ακόμα, αυτά είναι τα μεταγωγικά τους. Τους κοιτάμε και ξανάρχεται στις μνήμες μας η θλιβερή εικόνα των δυστυχισμένων Εβραίων, που πριν δυο χρόνια στο ίδιο χάλι, περνούσανε τον ίδιο δρόμο. Διωγμένοι απ' αυτούς που φεύγουν σήμερα βουτηγμένοι στην ίδια αθλιότητα.

“Όλα εδώ πληρώνονται...” είπε κουνώντας επιδειχτικά το κεφάλι της η γιαγιά...».[63]

Οι ελασίτες αντάρτες τους καταδιώκουν: «Η τέτοια πυκνή και δυναμική παρουσία του ΕΛΑΣ στην πεταλική περίμετρο της Θεσσαλονίκης με τις σφοδρές συγκρούσεις, ήταν πλήρης αιφνιδιασμός για τους Γερμανούς και τους πράκτορές τους και ανάγκασε τους καταχτητές να συντομεύσουν την παραμονή τους στη Θεσσαλονίκη πάνω από 10 μέρες και στις 30 του Οχτώβρη του 1944, μετά το μεσημέρι, τμήματά μας κατέλαβαν όλη την πόλη και άλλα μας τμήματα, σε συνεχή επαφή με τον εχθρό, τον καταδίωξαν μέχρι τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, προκαλώντας του σοβαρές απώλειες».[64]

Απώλειες έχουν και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Όταν οι Γερμανοί και αρκετοί συνεργάτες τους αναγκάζονται να συμπτυχθούν στα υψώματα του Ωραιοκάστρου, συγκρούονται με το 2ο Τάγμα του 13ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, με αρκετές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Αρκετοί τάφοι στο νεκροταφείο της Νέας Σάντας, λίγα χιλιόμετρα από τον χώρο των μαχών, αναγράφουν ως ημερομηνία θανάτου τις 30 Οκτωβρίου 1944.[65]

Μεθύσι χαράς

Η ιστορική 30ή Οκτωβρίου 1944 είναι η «ημέρα της ελληνικής χαράς, της απαλλαγής της ελληνικής πατρίδος από μιαν τυραννίαν παρομοίαν της οποίας δεν εγνώρισε διά μέσου των αιώνων».[66]

Αντάρτες του EΛAΣ έχουν διεισδύσει από πολλές πλευρές της πόλης. Και μέχρι το μεσημέρι την ελέγχουν πλήρως.

Η πρώτη ομάδα ελασιτών που μπαίνει στην πόλη με ένα τάγμα από τα δυτικά έχει επικεφαλής τον ταγματάρχη Κώστα Συνεφάκη (καπετάν Νικήτα), διοικητή του 50ου συντάγματος του EΛAΣ, που με την 11η Μεραρχία είχε μεταφερθεί με πλοιάρια από τις ακτές της Πιερίας. Αντί να τιμηθεί, ο πρώην υπολοχαγός επ’ ανδραγαθεία του ελληνο-ιταλικού πολέμου θα δολοφονηθεί στις 25 Μαρτίου 1945, στην Κατερίνη από Εθνικοφύλακες του 151 Τάγματος και παρακρατικούς. 

Μετά το μεσημέρι, ο καπετάνιος της Ο.Μ.Μ., Μάρ­κος Βαφειάδης, στέλνει το εξής ιστορικό τηλεγράφημα:

«Τμήματά μας εισήλθαν Θεσσαλονίκη σήμερον 3ην μετά μεσημβρία, στοπ, λαός Θεσσαλονίκης έξαλλος από ενθουσιασμό διατρέχει οδούς πό­λεως εναγκαλιζόμενος αντάρτες, στοπ, εργοστά­σια ηλεκτρισμού και μύλος Αλατίνι κατόπιν επεμβάσεως Ε.Λ.Α.Σ., διεσώθηκαν, στοπ. Εστία εθνοπροδοτών ΧΑΝ παρέδωσε βαρύ οπλισμό, στοπ. Θα αναγκαστεί εις παράδοσιν, στοπ. Τμήματά μας προσανατολίζονται προς δυτικόν τμήμα πόλεως για χτυπήματα, στοπ. Επαφή με τμήματα 50ού και 30ού Συνταγμάτων που δράνε κοιλάδα Αξιού δεν έχουμε, στοπ. Γνώμη μας Μπακιρτζής με επιτελείο ομάδας και κρυπτογραφικό τμήμα φθάσει εις Θεσσαλονίκην, στοπ. Παρόν τηλεγράφημα παρακαλώ δοθεί ΠΓ του ΚΚΕ, στοπ. Αναμένω, στοπ. Μάρκος. 30.10.44».[67]

Οι Θεσσαλονικείς πανηγυρίζουν πια σ’ όλες τις συνοικίες. «Τα μπαλκόνια των πλoυσιόσπιτων φορτώθηκαν στη στιγμή σημαίες, και όχι μονάχα ελληνικές, μα όλων των μεγάλων Συμμάχων -πού ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Ακόμα και η σημαία της Κίνας του Τσαγκ Κάι Σεκ έκανε την αινιγματική εμφάνισή της».[68]

Στις 30 Οκτώβρη 1944 γίνεται και η πρώτη μαζική γιορτή, στην Πλατεία Αριστοτέλους, όπου λαός και αντάρτες γλεντούν μαζί μέχρι το πρωί.

«Οι απελευθερωτικές δυνάμεις παραλάμβαναν τις συνοικίες και το κέντρο της πόλης, ενώ παντού ξεχύνονταν κόσμος χαρούμενος, ευτυχισμένος. Μας σκέπαζαν με λουλούδια, μας γέμιζαν με τρόφιμα και φρούτα... Οι δρόμοι της αγοράς πλημμύρισαν από κόσμο. Ένα αυθόρμητο πανηγύρι που δεν περιγράφεται με λόγια. Χιλιάδες λαού κατέφθαναν από τις συνοικίες και κατέκλυσαν την πλατεία Αριστοτέλους».[69]

Στη συγκέντρωση αυτή διαβάζεται, μέσα στον άκρατο ενθουσιασμό, και η Διακήρυξη του ΕΑΜ.

Προς το βράδυ της 30ης Οκτωβρίου οι πανηγυρισμοί κοπάζουν και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται σε πιο υλικά πράγματα. «Είναι γεγονός πως τη βραδιά της απελευθέρωσης, προτού ακόμα αναλάβουν τα όργανα της Λαϊκής Πολιτοφυλακής για να επιβάλουν την τάξη, πλήθη εξαθλιωμένου και εξαγριωμένου λαού των συνοικιών, εισέβαλε αυθαίρετα στις αποθήκες του λιμανιού, καθώς και σε ορισμένα μεγαλoκαταστήματα, στο εμπορικό κέντρο, Εγνατία­-Τσιμισκή-Μητροπόλεως. Αφού σχημάτισαν επιτροπές, μοίρασαν στο λαό το περιεχόμενο των μαγαζιών, διάφορα τρόφιμα, ρουχισμό, υφάσματα. Αυτό κράτησε μόνο μερικές ώρες. Σύντομα όμως επεβλήθηκε υποδειγματική τάξη και τίποτα παρόμοιο δεν επαναλήφθηκε».[70]

Την τάξη επιβάλλουν οι ελασίτες και η Λαϊκή Πολιτοφυλακή, που για μήνες θα διαμορφώσουν ένα καθεστώς λαϊκής εξουσίας, απο­σοβώντας παράλληλα τις πράξεις αντεκδίκησης.

Γιορτασμός, μνημόσυνο στην Αγίας Σοφίας και παρέλαση

Ο γιορτασμός συνεχίζεται και την επόμενη μέρα, 31 Οκτώβρη. Μετά από το μνημόσυνο για τα θύματα της Κατοχής στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, στο οποίο χοροστατεί ο ΕΑΜίτης μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, γίνεται μεγαλειώδης παρέλαση των στρατιωτικών τμημάτων του ΕΛΑΣ, με την παρουσία στην πλατεία και στους δρόμους του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της πόλης. Ο κόσμος υποδέχεται τους αντάρτες με λουλούδια και τραγούδια της λευτεριάς. Το ΕΑΜ κυριαρχεί στα συνθήματα και τα τραγούδια. Πλήθη λαού στην παραλία χειροκροτούν με ενθουσιασμό την έφιππη ταξιαρχία Μπουκουβάλα, επονίτες, αντάρτισσες κ.α. και τους ραίνουν με άνθη.

Συμβολική στην παρέλαση είναι και η παρουσία τμήματος με Γερμανούς αντιφασίστες, που παρελαύνουν και καταχειροκροτούνται ενσωματωμένοι στους σχηματισμούς του ΕΛΑΣ, στο πλευρό του οποίου είχαν εμπλακεί σε συγκρούσεις με τον αποχωρούντα γερμανικό στρατό.

Η περιγραφή του Γιώργου Ιωάννου για τη συγκέντρωση είναι γλαφυρότατη:

«Στο μεταξύ τα χωνιά ωθούσαν τον κόσμο προς την πλατεία της Αγια-Σοφιάς. Εκεί κατέληγαν όλα τα αφρισμένα ποτάμια. Από την οδό της Αγίας Σο­φίας κατέβαιναν, σαρώνοντας τις γειτονιές, τα παιδιά -και όχι μόνο τα παιδιά- του Κουλέ Καφέ, του Άγιου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου (...) Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν, ξυπόλητη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Eφτάλoφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεά­πολη, η Σταυρούπολη, ενώ, αντίθετα, από ανατολικά κατάφταναν μέσα σε σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά, η Τού­μπα -“Τούμπα - Στάλινγκραντ” έλεγαν μόνοι τους, ­η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμα και η τόσο μακρινή Καλαμαριά. Πλημύρισαν δρόμοι και πλατείες. Πανζουρλισμός. Φι­λιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν, χαϊδευόμασταν, δεν ξέραμε τι λέμε από την ταραχή μας. Λέγαμε “Χρι­στός Ανέστη”, λέγαμε “Ελευθερία”, “Ποτέ ξανά”. Σάμπως να ’ταν στο χέρι μας. Αλλά έτσι νομίζεις σε τέτοιες στιγμές».[71]

Συγκινητική είναι και η παρέλαση που ακολουθεί, όπως θα καταγράψει ο Τόλης Καζαντζής:[72]

«Απ’ το Ιπποδρόμιο κατέβαιναν χαρούμενες παρέες με σημαίες, άλλες ελληνικές κι άλλες ρώσικες με σφυροδρέπανα, και σε λιγάκι ο δρό­μος προς τον Πύργο και τα πεζοδρόμια πήξανε στον κόσμιο που ανυπομονούσε. Βγήκανε δυο με το χουνί και φώναξαν πως “O απελευθερωτικός στρατός, ο τιμημένος ΕΛΑΣ βρίσκεται στο Βαρ­δάρι”. Ο κόσμος ζητωκραύγασε και μεις καταφέ­ραμε να σκαρφαλώσουμε στη μαρκίζα του σινεμά “Ηλύσια” κι από κει τα βλέπαμε όλα. Από παντού αντηχούσαν τραγούδια, στα μπαλκόνια απλώσα­νε ο κόσμος τις σημαίες. Τραγουδούσαμε και μεις:

Τα χρυσά σπαθιά των Άγγλων

θα τα κάνουμε σφυριά,

θα τα κάνουμε δρεπάνια

να θερίζει η αγροτιά.

(...) Ώσπου άρχισε η παρέλαση: Μπροστά πηγαίνανε καμιά κατοσταριά καβαλαραίoι, αρματωμένοι σαν αστακοί, με γενειάδες κι αυτόματα και φυσεκλίκια χιαστί στο στήθος. Ύστερα έρχονταν οι πεζοί, κι αυτοί το ίδιο αρματωμένοι, και πιο πίσω καμιά πεντακοσαριά παιδιά που κουβαλούσανε καμένα γερμανικά όπλα, απ’  αυτά που μέρες πριν καίγανε οι Γερμανοί αβέρτα. Αυτούς, δεν ξέρω ποιος τους πρωτοείπε “η καμένη μεραρχία” και σε λιγάκι έτσι τους φώναζε όλος ο κόσμος. Μετά ακολουθούσε μπουλούκι ο κόσμος. Εκεί να δεις σημαίες ελληνικές και ρώσικες, και σηκωμένη τη γροθιά απάνω στα μπαλκόνια, και “θα σας κατε­βάσουμε” φωνάζανε σ' όσους παρακολουθούσαν από κει. Στο μεταξύ, ο κόσμος που περίμενε στα πεζοδρόμια μπουκάρισε στο δρόμο κι αγκάλιαζε τους αντάρτες. Μερικοί είχανε φέρει και γλυκά και τους κερνούσανε, άλλοι μπαίνανε μες στις γραμμές των ανταρτών και τραγουδούσαν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι».

Οι γιορτασμοί και οι παρελάσεις συνεχίζονται και την 1 Νοεμβρίου, τώρα και με την παρουσία Βρετανών στρατιωτών, που μόλις είχαν καταφέρει να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη. Παρελαύνουν, μάλιστα, με κάποια τεθωρακισμένα οχήματα στην παραλιακή λεωφόρο.

Ο επίσημος εορτασμός της απελευθέρωσης θα γίνει στις 2 Νοεμβρίου. Στην επιμνημόσυνη τελετή για τα θύματα της Κατοχής, θα μαζευτούν στην πλατεία Αγίας Σοφίας σχεδόν όλοι οι Θεσσαλονικείς. Μαζί τους και αντιπροσωπείες από τα χωριά που έγιναν ολοκαυτώματα. Μέσα σ’ ένα κλίμα ενότητας, γύρω από ένα ειδικά φτιαγμένο ξύλινο κενοτάφιο θα συνυπάρξουν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, οι Έλληνες και οι Εγγλέζοι αξιωματικοί, οι Ελασίτες και οι αντιστασιακοί.

Στη δοξολογία θα χοροστατήσει ο εαμικός μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, βγάζοντας και ένα συγκινητικό λόγο. Συγκίνηση που θα κορυφωθεί όταν η χορωδία του πανεπιστημίου θα τραγουδήσει το «Επέσατε θύματα...».

Το μνημείο του κενοτάφιου που είχε δημιουργηθεί με φροντίδα του ΕΑΜ, θα πυρποληθεί τις επόμενες μέρες από εθνικόφρονες.[73]

Το στρατήγημα της παραπλάνησης

Έχοντας στόχο τον αιφνιδιασμό των «εξοπλισμένων» ταγματασφαλιτών και των Άγγλων, όπως θα αποκαλύψει ο Βαφειάδης, η παρέλαση των Ελασιτών δεν ήταν αυτή που φαινόταν: «έπρεπε να τους δοθεί η εντύπωση πως οι κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ που κινητοποίησε η ΟΜΜ προς Θεσσαλονίκη βρίσκονται μέσα στην πόλη και μικρά μόνο τμήματα παρενοχλούν τους Γερμανούς που φεύγουν μαζί με τους εξοπλισμένους, ενώ το αντίθετο στην πραγματικότητα γινότανε. Γιατί στη νύχτα 31 Οχτώβρη προς 1 Νοέμβρη, εκτός από την πολιτοφυλακή και υποχρεωτικές από Ελασίτες φρουρές σε χώρους μέσα στη Σαλονίκη και 4 τάγματα σαν εφεδρεία στη διάθεση του συντονιστικού «οργάνου», που αποτελέστηκε από τους Μάρκο και Λασσάνη, όλα τα υπόλοιπα τμήματα που συγκροτήθηκαν σε απόσπασμα κατευθύνθηκαν στον άξονα υποχώρησης των Γερμανών και των εξοπλισμένων, με όση προφύλαξη μπορούσε αυτό να γίνει.

Και πέτυχε το στρατήγημα: Τα μικρά αυτά τμήματα που ‘μειναν στην πόλη γίναν στρατός μεγάλος και παρέλασαν τόση ώρα, όση χρειάζονταν να πειστούν κείνοι που ‘πρεπε, ότι ο ΕΛΑΣ βρίσκεται στην πόλη μέσα. Και στ’ αλήθεια γένηκε στρατός μεγάλος από Επονίτες και Εαμίτες και κομμουνιστές που ντύθηκαν στα γρήγορα μ’ ό,τι βρέθηκε, με θερινά και χειμωνιάτικα και όπως ήτανε με τα δικά τους, τους δώκαμε από ένα τουφέκι γερό ή χαλασμένο, με λίγα φυσίγγια και χωρίς, κι έτσι παρέλασε ο στρατός μας μαχητικός και αποφασιστικός με το τουφέκι του στον ώμο, στρατός, όχι παίξε-γέλασε, από νέους και νέες που απόκτησαν τη λευτεριά με την πάλη τους και με απερίγραφτη λαχτάρα άρπαζε το όπλο που του ‘δινες, έτοιμος για θαύματα! Και παρέλασε ο στρατός μας μαζί με τις πολιτικές, αντιστασιακές και επαγγελματικές οργανώσεις, συνταγμένος σε μια φάλαγγα και μ’ όλη τη Σαλονίκη στο πόδι, στους δρόμους και στα μπαλκόνια». [74] 

Η παραπλάνηση ήταν χρήσιμη για τον ΕΛΑΣ, που είχε συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις στη Μακεδονία για την τελική αναμέτρηση με τον ένοπλο δοσιλογισμό, που με την ονομασία «XI Μεραρχία ΕΔΕΣ Κεντρικής Μακεδονίας» το απόγευμα της 30ης Οκτωβρίου είχε φτάσει στο Κιλκίς και τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης θα αρχίσουν συγκρούσεις με τμήματα του ΕΛΑΣ.

Η μάχη του Κιλκίς, θα είναι η μεγαλύτερη και η φονικότερη που είχε διεξαχθεί έως τότε μεταξύ του ΕΛΑΣ και των αντιπάλων του, όπου περίπου 22.000 άντρες του ΕΛΑΣ, θα συντρίψουν -ακόμη και με σφοδρό βομβαρδισμό- 7.000 έως 10.000 ένοπλους του κόσμου του δοσιλογισμού. Η σύγκρουση αυτή θα σηματοδοτήσει το τέλος του κατοχικού εμφυλίου πολέμου στην Κεντρική Μακεδονία και ταυτόχρονα το τέλος του ενόπλου βασιλείου των Ταγμάτων Ασφαλείας.[75]

Η εξουσία της Θεσσαλονίκης θα περιέλθει στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Η νέα δημοτική αρχή που τοποθετείται από το ΕΑΜ, με επικεφαλής τον καθηγητή Δημήτρη Καββάδα, θα εγκατασταθεί στο κτίριο της ΧΑΝΘ. Στις 8 Νοεμβρίου θα αποβιβαστούν διά θαλάσσης περισσότεροι Βρετανοί, όπως και στις 16, ενώ μια αγγλοϊνδική ταξιαρχία θα στρατοπεδεύσει στο Καραμπουρνάκι. Εκείνες τις μέρες θα εγκατασταθούν και οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, με περιορισμένες όμως εξουσίες.

Η πόλη θα αποφύγει αιματοχυσίες όπως αυτές στα Δεκεμβριανά της Αθήνας. Έτσι, η Θεσσαλονίκη θα γίνει η πρώτη μεγάλη ελληνική πόλη στην οποία θα κυριαρχήσει η «εαμοκρατία», που θα προλάβει να συμβάλλει σημαντικά στο έργο της ανασυγκρότησης της δημόσιας ζωής της. Επικεφαλής θα τεθεί εκλεγμένη Λαϊκή Επιτροπή, την τάξη θα αναλάβει η Εθνική Πολιτοφυλακή και επιτροπές θα διαχειρίζονται ζωτικούς τομείς της λειτουργίας της πόλης και των δημοτικών υπηρεσιών, την ύδρευση, τον επισιτισμό, τη συγκοινωνία κ.α. Παράλληλα, θα προχωρήσουν δικαστικά οι υποθέσεις των δοσιλόγων, σε ευθεία αντιστοιχία με την υπόλοιπη Ευρώπη που διψούσε για Δικαιοσύνη, διαδικασία που θα ανακοπεί από το κράτος των νικητών του εμφυλίου.

Το ΕΑΜ θα διατηρήσει μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 1945 -ουσιαστικά έως τα μέσα Φεβρουαρίου- τον πλήρη έλεγχο της πόλης, όταν ο E.Λ.A.Σ. θα αποσυρθεί με τη Συνθήκη της Βάρκιζας.

Η ματωμένη επέτειος του 1945

«Η σημερινή ημέρα ας χαραχθεί εις το ημερολόγιό σας. Είναι η συμβολική εορτή της απολυτρώσεως», θα γράψει στο κύριο άρθρο της η «Μακεδονία» ένα χρόνο αργότερα.[76]

Μόνο που οι «εθνικόφρονες» είχαν άλλη άποψη. Όσοι μετά την απελευθέρωση της πόλης και στη διάρκεια του ελέγχου της από το ΕΑΜ είχαν λουφάξει, μέσα στο 1945 θα καταφέρουν να οργα­νωθούν. Άλλωστε, το γενικότερο κλίμα τους ευνοεί. Γι’ αυτό και δε θα διστάσουν να επιτεθούν και να αιματοκυλίσουν τις εκδηλώσεις για την πρώτη επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.

Ήδη από τις 26.10 το ΕΑΜ είχε ζητήσει άδεια για να τιμηθεί μαζικά η 30ή Οκτωβρίου. Ο γενικός διοικητής Χ. Φραγκίστας θα πει αργότερα ότι «την πρώτη επέτειoν της απελευθερώσεως η πόλις ώφει­λε να την εορτάσει».[77] Γι’ αυτό και οργανώνεται επίσημη δοξολογία στην Αγία Σοφία, έπαρση σημαίας στον Λευκό Πύργο και επιμνημόσυνη δέη­ση στο ‘Κόκκινο Σπίτι’ στις Σαράντα Εκκλησιές, συνήθη τόπο των εκτελέσεων επί Κατοχής.

Το ΕΑΜ έχει οργανώσει και δική του συγκέντρωση το απόγευμα στο γήπεδο του Ηρακλή με λόγους, ποιήματα, χορούς κτλ. Οι εθνικόφρονες όμως του ΕΜΕ (Εθνικό Μέτωπο Εργαζομένων), της ΒΕΝ (Βασιλική Εθνική Νεολαία), της ΜΕΕΦ (Μορφωτική Ένωσις Εθνικοφρόνων Φοιτητών), της Πατριωτικής Ενώσεως κ.α. θεωρούν τους εορτασμούς πρόκληση. Καταγγέλλουν τις αρχές ως «ευνοούσας» τους κομμουνιστές, ζητούν από την κυβέρνηση την άμεση αντικατάσταση του γενικού διοικητή Χ. Φραγκίστα, του δημάρχου Π. Λεβή, καθώς και ολόκληρου του δημοτικού συμβουλίου, μέλη του οποίου είχαν «σπουδαίαν Eαμικήν δράσιν». Απειλούν με αντισυγκέντρωση και κυκλοφορούν προκηρύξεις συνιστώντας «εις τους εθνικόφρονας εργάτας να μεταβούν εις τας εργασίας των» και προς τους εργοδότες να μη κλείσουν τα καταστήματα κτλ., μια και είχε προγραμματιστεί να κλείσουν στις 10.30 π.μ.[78]

Την ημέρα της επετείου, στις 11 π.μ., στη δοξολογία στον ναό της Αγίας Σοφίας χοροστατεί ο μητροπολίτης Τυρολόης Χρυσόστομος -και όχι ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος- αλλά παρευρίσκονται ολόκληρη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία -με πρώτους τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Χ. Φραγκίστα, τον στρατιωτικό διοικητή Μπιτσάνη, τον δήμαρχο Π. Λεβή, τον ΓΓ της Γεν. Διοίκησης Γ. Μπακατσέλο κ.α.- εκπρόσωποι κομμάτων, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, οι πρό­εδροι των επιμελητηρίων, των συλλόγων, των ορ­γανώσεων της πόλης, πρόξενοι κ.α. Στη συνέχεια, οι επίσημοι μαζί με χιλιάδες λαού -ίσως και 200.000 άτομα, σύμφωνα με τις αριστερές εφημερίδες - κατευθύνονται μέσω της Τσιμισκή προς τον Λευκό Πύργο, για την έπαρση της σημαίας.

Στη διασταύρωση Τσιμισκή και Π. Μελά, όμως, οι εθνικόφρονες, μέλη της ΒΕΝ, της ΜΕΕΦ κ.α. είχαν οργανώνει αντισυγκέντρωση, με συνθήματα και πανό για «μεγάλη Ελλάδα» κτλ. Με παρέμβαση του αστυνομικού διευθυντή Ξανθόπουλου, η πομπή περνάει, αλλά μέσω της παραλίας και της οδού στρατηγού Καλλάρη οι «διαφωνούντες» ξαναβγαίνουν στη Διαγώνιο.

Είναι η στιγμή που περνάνε τα μέλη της ΕΠΟΝ και άλλων εαμικών οργανώσεων. Οι εθνικόφρονες προκαλούν με συνθήματα και ύβρεις και προσπαθούν να διαλύσουν την πορεία. «Ενθαρρυνθέντες» επειδή οι επονίτες φοιτητές «δεν απήντων», επιτίθενται με ρόπαλα και πέτρες από δύο πλευρές και διασπούν την πορεία. Ταυτόχρονα οι «διαμαρτυρόμενοι», «διά συρικτρών εκάλουν εις βοήθειαν τους προ της Νέας Παναγίας ευρισκόμενους χωροφύλακας».[79] Ήδη η τελετή στον Λευκό Πύργο είχε τελειώσει και η τεράστια «πομπή» με τους επίσημους βάδιζε προς το «Κόκκινο σπίτι» για την κατάθεση στεφανιών.

Οι εθνικόφρονες δεν διστάζουν να πυροβολήσουν αρκετές φορές προς την πορεία, με αποτέλεσμα να σκοτώσουν τον Δημήτρη Γεωργιάδη, έναν 25xρoνo κουρέα από την περιοχή του Αλλατίνι, γιου συνταξιούχου τροχιοδρομικού. Συνολικά θα τραυματίσουν άλλα 12 άτομα, με σφαίρες, ρόπαλα, ξυράφια, πέτρες κ.α. και θα σπείρουν τον πανικό στην πορεία.

Η αστυνομία εμφανίζεται καθυστερημένα, παρόλο μάλιστα που και μπροστά στην Αγία Σοφία είχαν υπάρξει προκλήσεις με συνθήματα «Σόφια, Σό­φια» κτλ., αλλά και παρόλο που υπήρξε οργάνωση των επεισοδίων πριν από μέρες, με περιοδείες στους συνοικισμούς.

Αμέσως μάλιστα μετά τα επεισόδια, «τα λεγό­μενα 'εθνικόφρονα' κόμματα έστειλαν εις τας εφημερίδας έτοιμον ρεπορτάζ, γραφομηχανημένον», όπως καταγγέλλει η «Μακεδονία».[80]

Με τηλεγράφημά τους προς τους πολιτικούς, 26 κόμματα και οργανώσεις εθνικοφρόνων ρίχνουν την ευθύνη στις «παρελάσεις με ανθελληνικά εμβλήματα και προκλητικά συνθήματα» και ζητούν την «άμεσον αvτικατάστασιv και εντός εικοσιτετραώρου απομάκρυνσιν ανικάνων οργάνων», εν­νοώντας τον γενικό διοικητή Χ. Φραγκίστα, τον Γ. Μπακατσέλο, τον δήμαρχο Λεβή και τον αστυνομικό διευθυντή Ξανθόπουλο.

Η εφημερίδα «Μακεδονία» παίρνει θέση και καταγγέλλει ότι «η ευθύνη της προμελέτης βαρύνει ακεραία όλους αυτούς οι οποίοι υπογράφουν τα τηλεγραφήματα», αρκετοί -όπως αποδεικνύεται- εν αγνοία τους».[81] Πράγματι, μετά την έκταση που παίρνει το θέμα, αρκετοί φορείς και κόμματα ρίχνουν την ευθύνη της συνυπογραφής σε ατομικές πρωτοβουλίες στελεχών τους.

Κανείς δε συλλαμβάνεται, κανείς δεν τιμωρείται. Αντίθετα, οι εθνικόφρονες πετυχαίνουν να μην ξαναγιορταστεί η επέτειος. Το κλίμα άλλω­στε της περιόδου τους ευνοεί. Προκειμένου να μην καρπωθεί τα πολιτικά οφέλη η Αριστερά, οι «υπερπατριώτες» προτιμούν να θάψουν για δεκαετίες την ίδια την επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς κατακτητές.

Φωτεινό διάλειμμα για την επέτειο

Έπρεπε να περάσουν 36 χρόνια για να ξανατιμήσουν οι Θεσσαλονικείς τη δεύτερη απελευθέρωσή τους στον αιώνα μας.

Ο εορτασμός έγινε στις 30 Οκτωβρίου 1980, με εισήγηση του Κωστή Μοσκώφ, τότε δημοτικού σύμβουλου και υπεύθυνου πολιτιστικών του Δήμου, και του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, Θανάση Γιαννούση, που έκανε αποδεκτή ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Μιχάλης Παπαδόπουλος. Από το πρωί η φιλαρμονική του Δήμου έπαιζε εμβατήρια και αντάρτικα τραγούδια στις συνοικίες ενώ στις 12.00 έγινε η έπαρση της σημαίας στο Δημαρχείο (τότε στην οδό Βενιζέλου). Εκατοντάδες επιζώντες αντιστασιακοί της Κατοχής είχαν συγκεντρωθεί στη μικρή πλατεία μπροστά στο Δημαρχείο, κλείνοντας και την οδό Εγνατία, για να ακούσουν έναν σύντομο χαιρετισμό του δημάρχου. Ακολούθησε πανηγυρική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης, παρουσία δημάρχων και άλλων δήμων του πολεοδομικού συγκροτήματος, εκπροσώπων των αντιστασιακών οργανώσεων και φορέων της πόλης, όπου τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο δήμαρχος Μιχ. Παπαδόπουλος.[82]

Την επόμενη χρονιά, το 1981, ο Δήμος Θεσσαλονίκης συνέχισε τη συνεργασία του με άλλους δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος και η επέτειος τιμήθηκε με εκδηλώσεις που συνδιοργανώθηκαν με την Περιφερειακή Επιτροπή Μακεδονίας-Θράκης της ΠΕΑΕΑ (Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης). Επειδή ο δήμαρχος Μιχάλης Παπαδόπουλος ήταν άρρωστος, τον πανηγυρικό της ημέρας είχε εκφωνήσει ως εκπρόσωπός του ο δημοτικός σύμβουλος Ηλίας Χαρατζίδης.[83] 

Ο εορτασμός συνεχίζεται το 1982, με τον Θανάση Γιαννούση στη θέση του δημάρχου Θεσσαλονίκης.[84] Συμμετέχει και ο νεοεκλεγμένος δή­μαρχος Θεοχάρης Μαναβής, καθώς και οι αριστεροί δήμαρχοι Σταυρούπολης, Αμπελοκήπων και Ευόσμου. Στην κυβέρνηση βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, που είχε αναγνωρίσει μέσω της Βουλής (17.8.82) την Εθνική Αντίσταση 1941-44, και στον επίσημο εορτασμό συμμετέχει και ο κρατικός νομάρχης Λυκ. Σακελλάρης. Στις εκδηλώσεις συμμετέχει και η ΦΕΑΠΘ. Άγημα και φιλαρμονική του στρα­τού συμμετέχει στην έπαρση της σημαίας στο Λευκό Πύργο, ενώ κατατίθενται και στεφάνια στις φυ­λακές του Επταπυργίου, στο Κόκκινο Σπίτι και στην πλατεία Ελευθερίας, στη μνήμη των Εβραίων μαρτύρων.

Ο εορτασμός συνεχίζει να πραγματοποιείται από τον δήμαρχο Θ. Μαναβή μέχρι το 1986, όταν ο νεοδημοκράτης Σωτ. Κούβελας παίρνει τον Δήμο. Στη συνέχεια, κάθε εορτασμός της επετείου απαγορεύεται, ακόμη και η απλή έπαρση της σημαίας στο δημαρχείο. Αντιμετωπίζεται ως μια επέ­τειος που ενοχλεί.

Το υπουργείο Βορείου Ελλάδος και η ΤΕΔΚ θα συνεχίσουν να τιμούν την επέτειο, ώσπου μετά το 1989 χάνεται κάθε αναφορά στην απελευθέρωση της πόλης από τους ναζί, λες και κάτι τέ­τοιο δε συνέβη ποτέ.

Θα επανέλθει αργότερα ως μια απλή εκδήλωση στο ηρώο του Γ΄Σ.Σ., για να ακολουθήσει κάποια αναβάθμισή της, ιδιαίτερα τη φετινή χρονιά.

Ας σημειωθεί ότι στις 30.10.2012 οι επικεφαλής τριών αυτοδιοικητικών κινήσεων Τρ. Μηταφίδης, Γ. Θεοδωρόπουλος και Μ. Τρεμόπουλος, ανήμερα της απελευθέρωσης της  πόλης από τους Ναζί και τιμώντας τους ξεχασμένους σωτήρες-απελευθερωτές της, προχώρησαν σε συμβολική μετονομασία της οδού Κ. Μερκουρίου σε οδό «30ης Οκτωβρίου 1944».[85]  Και δήλωσαν ότι το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης οφείλει να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια, να τιμήσει την ιστορική επέτειο και να απαλείψει το όνομα του διορισμένου από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου κατοχικού δημάρχου Κωνσταντίνου Μερκουρίου.

Η πόλη οφείλει να θυμάται. Και στην καλλιέργεια της ιστορικής της μνήμης πρέπει να συμβάλουμε όλοι, ώστε να ελπίζουμε πραγματικά ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα διαφορετικό μέλλον.


*Ο Μιχάλης Τρεμόπουλος είναι συγγραφέας, δικηγόρος, πρώην ευρωβουλευτής.


[1] Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του Μ. Τρεμόπουλου «Η ‘σκοτεινή’ Θεσσαλονίκη –Εθνικισμός, αντισημιτισμός, δοσιλογισμός, μισαλλοδοξία ενός αιώνα».

[2] Συνέντευξη στον Βάσο Μαθιόπουλο το 1976 στη Χαϊδελβέργη. Η Ελληνική Αντίσταση (1941-44) και οι Σύμμαχοι, εκδ. Παπαζήση, 1994, -βλ. και χ.σ. Οι ναζί για την Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα –Επτά απόρρητες εκθέσεις του Γενικού Επιτελείου του Χίτλερ, εκδ. Δρόμων-Μηνύματα, 2012, σ. 104-5.

[3] Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.655, Ζέκεντορφ Μ., Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, 1991, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 250 – 251.

[4] Παναγ. Κουπαράνης, «Η Θεσσαλονίκη στην κατοχή…», στον τόμο ‘Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912’, ΚΙΘ, 1986, σ. 206-7.

[5] Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών -Βόννη, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τόμ. 1, φ. 43 και φ. 8, Ζέκεντορφ Μ., ό.π., σελ. 252 και 257.

[6] Speer A, Inside the Third Reich, 1979, εκδ. Avon Publishers, σελ. 509-510.

[7] Μαρκ Μαζάουερ, Τα Βαλκάνια, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2002, σ. 220.

[8] Άγις Στίνας, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΟΠΛΑ, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1984, σ. 74.

[9] Παν. Κουπαράνης, ό.π., σ. 207. Επιστολή στις 13.10.1944 του Α2 της Πέμπτης Ομάδας Στρατιών προς το Στρατιωτικό Επιτελείο

[10] Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 439.

[11] Ι.Α.Μ., Δικογραφίες Δοσιλόγων: Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Αριθ. 48, 49, «Σημείωμα» προς τις γερμανικές αρχές, Θεσσαλονίκη, 26.9.1944. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 471.

[12] ΔΙΣ, τόμ. 5 (φάκ. 914/Α/3α), Αριθ. εγγράφου 26, «Παράρτημα-Στρατιωτικόν Σύμφωνον», Λειβάδι, 1 Σεπτεμβρίου 1944. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 472.

[13] Ο ιστορικός H. Fleischer σχολιάζει ότι «οι περισσότερες από τις πλαστογραφίες αυτές είχαν κατασκευασθεί μάλλον αδέξια» (Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης, στο έργο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, 1984, εκδ. Θεμέλιο, σ. 113) και ο ιστορικός H. Richter (ό.π., σ. 179) αναφέρει ότι δεν υπήρχε στη Βέρμαχτ ταγματάρχης με αυτό το όνομα ούτε μονάδα με αυτό τον αριθμό. Δεν έχει όμως απαντηθεί το ότι εντοπίστηκαν μονάδες με αυτόν τον κωδικό (http://www.stampsx.com/ratgeber/stempel-datenbank.php?stempel_id=48832)

[14] ΚΚΕ, Υλικό για τη Γενική Κομματική Συνδιάσκεψη, Παράρτημα, στην «επιθεώρηση για τα ελληνικά και τα διεθνή προβλήματα» Νέος Κόσμος, τ. 9, χρονιά Β’, Σεπτ. 1950, σ. 713.

[15] Εφημ. «Λαϊκή Φωνή», 19 Δεκεμβρίου 1945. Επίσης, Σπύρος Κουζινόπουλος, Ελευθερία, χ.ε., Θεσσαλονίκη, 1985, όπου και τα φύλλα της εφημερίδας του ΕΑΜ Μακεδονίας «Ελευθερία».

[16] Γεράσιμος Αυγερόπουλος (επ.), Στ’ άρματα! Στ’ άρματα! Ιστορία της εθνικής αντίστασης, τόμος Β΄, εκδ. Γιαννίκος, Αθήνα 1964, σ. 177-178. -βλ. και Γιάννη Γκλαρνέτατζη, Η παραμελημένη απελευθέρωση (1944).

[17] Μάρκου Βαφειάδη, Απομνημονεύματα, τόμος 2, 1940-1944, εκδ. Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1985, σ. 217. Ο Μ. Βαφειάδης χαρακτηρίζει «γκεσταμπίτη» τον Παπαγεωργίου.

[18] ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 411, φάκ. 23/4/50: «Πρακτικόν του ΕΑΜ και των Πολιτικών κομμάτων της πόλεως Θεσ/νίκης», 14 Σεπτεμβρίου 1944. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 463.

[19] Εφημ. «Ελευθερία», 18.9.1944.

[20] ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 411, φάκ. 23/4/53: Κ.Κ.Ε., «Προς το Γραφείον Π. Μακεδονίας», 16 Σεπτεμβρίου 1944. ΚΙΘ, Αρχείο Γεωργίου Μαργέτη, φάκ. 15, υποφάκ. 5. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 450.

[21] Ι.Α.Μ., Δικογραφίες Δοσιλόγων: «Έκθεσις εξετάσεως Γεωργίου Κ.», Αθήνα, 20 Αυγούστου 1945. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 450. Επίσης, Ι. Χονδροματίδης, «Η μαύρη σκιά στην Ελλάδα», σ. 83.

[22] C. Μ. Woodhouse, Το μήλο της έριδος -Η ελληνική αντίσταση και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήνα 1976, σ. 151, όπου σημειώνεται ότι, παρόλο που ο ΕΔΕΣ είχε δεσμευτεί στο πλαίσιο του σχηματισμού της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ο Ζέρβας ήταν διατεθειμένος να δει με συμπάθεια τον ΕΕΣ αλλά τελικά «υποχρεώθηκε από τον Βρετανό σύμβουλο του να σκληρύνει την καρδιά του».

[23] Αθ. Χρυσοχόου, Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, σσ. 407-409.

[24] Ι.Α.Μ., Δικογραφίες Δοσιλόγων: «Ένορκες καταθέσεις Χρυσοστόμου Κ. και Ιωάννη Π.», Κοζάνη, 11 και 27 Νοεμβρίου 1944. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 467.

[25] Αθ. Χρυσοχόου, Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, σσ. 435-436. Σε αυτή τη μετακίνηση αναφέρεται προφανώς ο Τομανάς λέγοντας ότι, πριν φύγουν οι ταγματασφαλίτες, «συναθροίστηκαν στην πλατεία Αγίας Σοφίας και, “υπό τας ευχάς των ιερέων των ταγμάτων”, ορκίστηκαν να πολεμήσουν ως το τέλος τους “κομουνιστουλάρ”». Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 253. -βλ. και Γιάννη Γκλαρνέτατζη, Η παραμελημένη απελευθέρωση (1944).

[26] Εφημ. «Ελευθερία», 17.9.1945.

[27] Στέφανος Σαράφης, Άπαντα, Ο ΕΛΑΣ, τόμος Α΄, εκδ. Σύγχρονο Βιβλίο, Αθήνα 1964, σ. 409.

[28] Στέφανος Σαράφης, Άπαντα, Ο ΕΛΑΣ, ό.π., σ. 418.

[29] Στ. Γεωργιάδης, Θεσσαλονίκη η ανυπότακτη πόλη -Μαρτυρίες και έρευνα για τον αγώνα 1941-1945, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 281.

[30] Μάρκου Βαφειάδη, ό.π., σ. 220-1. Ο Σερραίος Ευριπίδης Μπακιρτζής, πρώην συνταγματάρχης του τακτικού στρατού που έμεινε στη μνήμη ως Κόκκινος Στρατηγός, θα κατηγορηθεί στη συνέχεια από το ΚΚΕ σαν πράκτορας των Άγγλων και, απομονωμένος από όλους στην Ικαρία, όπου είχε εξοριστεί, θα αυτοκτονήσει το 1947. Όπως θα σημειώσει ο Τριαντάφ. Μηταφίδης, στο άρθρο του "Θεσσαλονίκη ανυπότακτη πόλη" (alterthes.gr), η Θεσσαλονίκη ουδέποτε τον τίμησε ως απελευθερωτή.

[31] Στέφανος Σαράφης, Άπαντα, Ο ΕΛΑΣ, ό.π., σ. 418.

[32] Στρ. Μ., 

[33] Εφημ. «Ελευθερία», 22.10.44.

[34] Εφημ. «Έφοδος», όργανο του Συμβουλίου Πόλης ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης, 23.10.1944.

[35] Γιώργος Καφταντζής (επιμ.), Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944, τόμοι 2, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1999 και 2001, τόμ. ΙΙ, σ. 317-327.

[36] Εφημ. «Ελευθερία», 22.10.1944.

[37] Γ. Καφταντζής (επιμ.), Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, ό.π.

[38] Γ. Τερζόπουλος, Ελασίτης, εφημ. «Θεσσαλονίκη», 31.10.1983.

[39] Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 480-3.

[40] Γιάννης Σαμαράς, εφημ. «Μακεδονία», 30.10.1945.

[41] Γ. Τερζόπουλος, ό.π.

[42] Εφημ. «Ελευθερία», 28.10.1944.

[43] Μιχ. Λάσκαρης, στρατιωτ. διοικητής 13ου συντάγματος ΕΛΑΣ, εφημ. «Θεσσαλονίκη», 30.10.1982.

[44] Μάρκου Βαφειάδη, ό.π., σ. 220-1.

[45] Σπύρος Κουζινόπουλος

[46] Όπως αφηγήθηκε ο Νίκος Μπακόλας: «Ο κόσμος χαιρόταν την ελευθερία του. Δεν ήθελε να διακρίνει. Παρ’ όλο που πρέπει να πω βέβαια, ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν οργανωμένο τότε στο ΕΑΜ κλπ. Εντούτοις δεν υπήρξαν, για αρκετές μέρες τουλάχιστον, ούτε συγκρούσεις, ούτε παράπονα, ούτε θα έλεγα λογομαχίες, τίποτα. Το κακό άρχισε βέβαια, όταν άρχισαν τα δεκεμβριανά στην Αθήνα». Σπύρος Κουζινόπουλος, http://www.e-dromos.gr/i-apelautherosi-apo-tous-nazi/

[47] Στ. Γεωργιάδης, ό.π., σ. 286.

[48] Λένα Διβάνη, Η πολιτική των εξόριστων ελληνικών κυβερνήσεων 1941-1944, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ. 180. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 479.

[49] Ι.Α.Μ., Δικογραφίες Δοσιλόγων: «Υπόμνημα Αθανασίου Χ.», Θεσσαλονίκη, 18 Μαΐου 1945. Χρυσοχόου, Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, σσ. 436-438. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 480.

[50] Ι.Α.Μ., Δικογραφίες Δοσιλόγων: Ε.Ο.Ε., Ε.Ο.Ε.Α., Αρχηγείον Μακεδονίας ΕΔΕΣ, Αριθ. πρωτ. Α.Π., «Διαταγή», Εκ του Αρχηγείου Μακεδονίας ΕΔΕΣ (Κισσά Μπατζάκ). -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 484.

[51] Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 527.

[52] Εφημ. «Ελευθερία», 28.10.1944.

[53] Βαφειάδη, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 222.

[54] Χρ. Ιγνατιάδης (Φάνης), μέλος της ΠΕ ΕΛΑΣ Κιλκίς και της Δ/σης του 13ου συντάγματος, εφημ. «Θεσσαλονίκη», 30.10.1982.

[55] Μιχ. Λάσκαρης, εφημ. «Θεσσαλονίκη», 30.10.1982.

[56] Στρ. Μ.,

[57] Γ. Καφταντζής (επιμ.), Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, ό.π.

[58] Εφημ. «Θεσσαλονίκη», 30.10.1981.

[59] Ελ. Δροσάκη, ό.π. σ. 127.

[60] ET-1, 1992,

[61] Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής, Παρατηρητής, 1998, σ. 180.

[62] Ελ. Δροσάκη, ό.π. σ. 127.

[63] Γιάννης Σαμαράς, ό.π.

[64] Μάρκου Βαφειάδη, ό.π., σ. 220-1.

[65] Στρ. Μ., 

[66] Εφημ. «Μακεδονία», 30.10.1945.

[67] Βαφειάδη, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 221.

[68] Γιώργος Ιωάννου, «Η παραπεταμένη απελευθέρωση», Το δικό μας αίμα, Κέδρος, 1978, σ. 108.

[69] Ελ. Δροσάκη, ό.π. σ. 127.

[70] Στ. Γεωργιάδης, ό.π., σ. 296.

[71] Γ. Ιωάννου, ό.π., σ. 110.

[72] Τόλης Καζαντζής, Η παρέλαση -Ενηλικίωση, Ερμής, 1976, σ. 66 και 67.                                                                               

[73] Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στα Μικρά κείμενα 1949-1979, εκδ. Γράμματα 1980, σ. 157, αποφαίνεται με σιγουριά ότι «δεν επυρπολήθη παρ’ αγνώστων αλλά από τον χίτη πυροσβέστη Σ. (αδελφό γνωστότατου δικηγόρου της Θεσσαλονίκης)».

[74] Βαφειάδη, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 221.

[75] ΔΙΣ, φάκ. 909/Β/8: «Έκθεσις Καραχισαρίδη». Επίσης, Σαράντης Πρωτόπαπας (Κικίτσας), Χη Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Εθνική αντίσταση στη Μακεδονία, 1941-1944, Αθήνα 1978, σσ. 422-423. Επίσης, Θανάσης Μητσόπουλος, Στα Μακεδονικά βουνά. Το 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, γ' έκδ., Αθήνα 1980, σσ. 405-407. Ι.Α.Μ., Δικογραφίες Δοσιλόγων: Ο Υπολοχαγός Αναστάσιος Σ. προς τον Εισηγητή της XI Μεραρχίας, Κιλκίς, 11 Δεκεμβρίου 1944. -βλ. Δορδανάς, Έλληνες…, ό.π., σ. 495 και 513.

[76] Εφημ. «Μακεδονία», 30.10.1945.

[77] Εφημ. «Μακεδονία», 1.11.1945.

[78] Εφημ. «Μακεδονία», 30.10.1945.

[79] Εφημ. «Μακεδονία», 31.10.1945.

[80] Εφημ. «Μακεδονία», 31.10.1945.

[81] Εφημ. «Μακεδονία», 1.11.1945.

[82] Εφημ. «Μακεδονία», -βλ. Σπ. Κουζινόπουλος

[83] Εφημ. «Μακεδονία», -βλ. Σπ. Κουζινόπουλος, ό.π.

[84] Εφημ. «Μακεδονία», -βλ. Σπ. Κουζινόπουλος, ό.π. Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος είχε καταλήξει στις 31.1.1982.

[85] Σχετικό βίντεο

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ