Βιβλιο

Νάνι Μπαλεστρίνι: Μαφία δεν είναι μόνο ο Νονός

Μια ιστορία για τα φτωχά παιδιά του ιταλικού νότου που δουλεύουν για τη φατρία.

68158-151454.jpg
Βασίλης Βασιλικός
ΤΕΥΧΟΣ 594
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
332957-690270.jpg

Ο Νάνι Μπαλεστρίνι και το βιβλίο του «Σάντοκαν- Μια ιστορία της Καμόρα». Ο Βασίλης Βασιλικός γράφει στην Athens Voice για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος

Η εικόνα είναι πιο ισχυρή από τη λέξη, αφού τα μάτια είναι πιο απαραίτητα από τα αυτιά. Αυτό το λέω γιατί, όταν ακούμε «πυγμαχία», ο νους μας ανατρέχει στην ταινία «Ρόκυ» (1 και 2 και 3 και 4 στη νιοστί) και ποτέ στο καταπληκτικό βιβλίο του Νόρμαν Μέιλερ  για τον Κάσιους Κλέι. Έτσι και όταν λέμε «Μάφια» (ή φατρία) κτλ. ο νους μας πάει κατευθείαν στο «Νονό» (1 και 2 και 3) και στους Μάρλον Μπράντο και Κόπολα ή ενδεχομένως και στις ταινίες του Σκορσέζε.

Αυτήν ακριβώς την εικόνα που έχουμε για τη «μάφια» έρχεται να ανατρέψει εκ βάθρων και βαράθρων το μυθιστόρημα του Νάνι Μπαλεστρίνι «Σάντοκαν - Mια  ιστορία για την Καμόρα» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, σε εξαιρετική μετάφραση (σαν να γράφτηκε κατευθείαν στη γλώσσα μας) του Αχιλλέα Καλαμάρα. Διότι ο Μπαλεστρίνι δεν ασχολείται με τους νονούς, αλλά με τα φτωχά κι αμόρφωτα παιδιά του χωριού που βλέπουν γύρω τους το χρήμα να θάλλει, με βίλες-οχυρά και Μερσεντές τελευταίας κοπής. Δηλαδή με τους «εκτελεστές», με αυτούς που καθαρίζουν «αντιπάλους του οργανωμένου εγκλήματος» εν μέση οδό, που τους τσιμεντώνουν σε πυλώνες ή διαλύουν τα πτώματά τους με οξέα. 

Με μια γλώσσα φτωχή και άκρως απλουστευτική (αν και χωρίς καμία στίξη, όπως εξάλλου το συνηθίζει ο Μπαλεστρίνι σε όλα του τα μυθιστορήματα) διαβάζουμε εμείς το κείμενο χωρίς καμία δυσκολία και μέσω της «μουσικότροπης» σύνταξης, ακούμε τη γλώσσα των ίδιων των πρωταγωνιστών, που βρίσκονται στο «σημείο μηδέν» της δυνατότητας να εκφράσουν οι ίδιοι. Κι αυτή «η λογοτεχνική ένδεια» αναδίνει, μυστηριακά (κι αυτό είναι το επίτευγμα της μεγάλης λογοτεχνίας) το πραγματικό άρωμα της αληθινής φτώχειας. Το έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου «Το μεγάλο άλμα» αρχίζει ως εξής: «Η δολοφονία του Σιμεόνε σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής το τέλος ενός συγκεκριμένου είδους φατρίας που στην περιοχή συνδέεται ακόμα σε μεγάλο βαθμό με τη γεωργία με τη γη με τον έλεγχο της γης [...] (ενώ) σήμερα ο μοναδικός τρόπος για να βγάλεις χρήματα είναι να κάνεις χοντρό παιγνίδι να ριχτείς με τα μπούνια στις μεγάλες εγκληματικές δραστηριότητες που εκείνη την εποχή ήταν κυρίως  διακίνηση τσιγάρων διακίνηση ναρκωτικών που ξεκινάει εκείνη την εποχή διακίνηση όπλων και εργολαβίες [...] και για να φτάσουν σ’ αυτό πρέπει να συντρίψουν να εξολοθρεύσουν την υπάρχουσα φατρία [...] η δολοφονία του Σιμεόνε είναι και μια συμβολική πράξη και κυρίως ένα ισχυρό μήνυμα που έστειλαν στον Κούτολο και τις φατρίες της Νάπολης [...] οι Μπαρντολίνο δολοφονώντας τον Συμεόνε ουσιαστικά θέλησαν να χαράξουν μια κόκκινη γραμμή και επομένως να αποκλείσουν τη φατρία του Κούτολο από τις περιοχές που τους ανήκαν».    

Ο αρχηγός με το ψευδώνυμο «Σάντοκαν» (τίτλος και του βιβλίου) εξολοθρεύει τη φατρία των «Μπαρντολίνο», αρχή κάνοντας από τον αρχηγό της Αντόνιο Μπαρντολίνο. Με τον Μάριο Γιόβινε, τον επικεφαλής της ομάδας των «επίλεκτων εκτελεστών» του, ο Σάντοκαν τον παγιδεύει σε μια ακτή της Βραζιλίας, «αλλά (όταν) το πιστόλι του Μάριο Γιόβινε μπλοκάρει τότε ο Σάντοκαν τον χτυπάει στον αυχένα με μια βαριά ύστερα τον χτυπάει στο κεφάλι τσακίζοντάς το στο τέλος τυλίγουν το σώμα του σε ένα χαλί και το θάβουν σε ένα λάκο στην παραλία».

Το μυθιστόρημα του Μπαλεστρίνι κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 2004, πριν αφορμίσει η πληγή «Λαμπεντούζα» και πάρει η χώρα του Λεοπάρντι την κάτω βόλτα με την κρίση και το προσφυγικό. Ωστόσο κρατάει ακέραια την επικαιρότητά του γιατί αναδεικνύει το βάθος του έλους αδιαφορώντας για την επιφάνειά του. Από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα «Τα θέλουμε όλα» το 1971 (στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Στοχαστής») με την ίδια από τότε άστικτη γραφή ανέδειξε «τους αγώνες του εργάτη μάζα στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της βόρειας Ιταλίας». Έτσι ο φίλος μου ο Νάνι ως γνήσιος απόγονος του Γκράμσι ασχολήθηκε με αυτά τα δύο βιβλία του με την υπερτροφία του ιταλικού Βορρά και την ατροφία του ιταλικού Νότου. Οπαδός της «γκραμσιανής αρχής» του «οργανικού διανοούμενου», είναι ποιητής, εικαστικός, πεζογράφος,  αγωνιστής της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (Potere operaio) ώσπου καταδικασμένος ως «τρομοκράτης» στην πατρίδα του το 1979  στα «πέτρινα χρόνια» (anni di piombo) δραπέτευσε στο Παρίσι έως την οριστική απαλλαγή του από τις κατηγορίες δέκα χρόνια μετά. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ