Βιβλιο

Χρίστος Ρουμελιωτάκης: Πολιτικός Πρόσφυγας στην ποίηση

Η γραφή της ευχαριστίας και της δωρεάς

316546-624073.jpg
Δημήτρης Ραυτόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 648
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χρίστος Ρουμελιωτάκης

Αυτογνωσία, ως άσκηση ή δοκιμή, χαρακτηρίζει ο ποιητής Χρίστος Ρουμελιωτάκης όλα τα πεζά κείμενά του που έχει εκδώσει σε μια δεκαετία: Ασκήσεις Αυτογνωσίας (2008), Αποθήκες υφάλων όπλων. Δοκίμιο Αυτογνωσίας (2009), Έφοδος στον ουρανό. Ασκήσεις αυτογνωσίας (2012) και το τελευταίο Χθεσινός κόσμος. Ιωνία, η πόλη μας. Δοκίμιο αυτογνωσίας (2017). Συγκεντρώνονται σ’ αυτά κριτικές αναγνώσεις βιβλίων, προσωπικές αναμνήσεις και γνωριμίες, ή στοχαστικές παρεμβάσεις, κυρίως για τη σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής ή για τις περιπέτειες της Αριστεράς.

Αυτή τη φορά, η αυτογνωσία εστιάζεται στις απαρχές της, στο τέλος της αθωότητας και την ενηλικίωση, μετά το ξερίζωμα της οικογένειάς του από την Κρήτη και την εγκατάστασή της στη Νέα Ιωνία, σε συνθήκες πενιχρές ώς άθλιες – πρώτα σ’ ένα νοικιασμένο δυάρι της «αποκατάστασης», έπειτα σ’ ένα αυθαίρετο, χωρίς παράθυρα, θέρμανση και ηλεκτρικό, πίσω από μια ρεματιά. Ταχυδρομική διεύθυνση: Τραλλέων όπισθεν…

Χρίστος Ρουμελιωτάκης «Χθεσινός Κόσμος - Ιωνία, η Πόλη μας»
Η δική του προσφυγιά, του εμφυλίου, συναντά τη μεγάλη προσφυγιά του Μικρασιατικού ελληνισμού σ’ ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της μετοικεσίας. Ο γενέθλιος τόπος και μαζί του η συναίσθηση της εντοπιότητας δίνουν τη θέση τους στον τόπο της υποδοχής και της αυτοσυνείδησης. Τώρα δηλώνει: «Και παραμένω πάντοτε πρόσφυγας εκ πεποιθήσεως και μάλιστα από το Μπουλντούρ της Πισιδίας, την πατρίδα του φίλου μου του Δαμιανού Κοκκινίδη-Κιρμίζογλοιυ…», στη μνήμη του οποίου αφιερώνεται το βιβλίο. Οπωσδήποτε παραμένει, θα έλεγα, πολιτικός πρόσφυγας στην Ποίηση, την παγκόσμια πατρίδα.

Με την καταγωγική Κρήτη τον συνδέει περισσότερο ο Ερωτόκριτος που τραγουδάει ο ολιγογράμματος κομμουνιστής πατέρας του, δηλαδή, η γλώσσα και η μουσική της ή το μυθικό παρελθόν πιο πολύ, παρά το βίωμα και ο ορίζοντας παρόντος/μέλλοντος. Στης ξενητιάς τη στράτα κι αυτός, όπως ο «Ρωτόκριτος», σε περαζούμενους καιρούς, με την πίκρα του διωγμού και της σχεδόν ορφάνιας από την εξορία του πατέρα, ριζώνει στη γη του διαμελισμένου ελληνισμού της Ιωνίας και ταυτόχρονα στην ουτοπία που ευαγγελιζόταν ισότητα και αδελφοσύνη.

Ο ορισμός του «τόπου» διευρύνεται στην έννοια του «πεδίου», η εντοπιότητα συνδέεται με τη βιωμένη ιστορία και την κουλτούρα, στην εγκατοίκηση. Έτσι, π.χ. «τόπος σημαντικός της αυτογνωσίας μας» ονομάζονται από τον Χρ. Ρ. τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής, σε δοκίμιό του για το βιβλίο της Αλεξάνδρας Μπουφέα με το θέμα αυτό (2008).

Σ’ αυτή την ταυτοτική μετατόπιση συντελούν παράγοντες ιδιαίτερα ισχυροί σε μια ποιητική προδιάθεση και ευαισθησία, όπως είναι η κοινή μοίρα των ξεριζωμένων, η επιβίωση και η αξιοπρέπειά τους. «Η λέξη “πρόσφυγας” είχε άκρως απαξιωτική και υβριστική σημασία», θυμίζει στο πιο ιστορικό από τα κεφάλαια του βιβλίου («Η εποποιία των προσφύγων») που αναφέρεται ιδιαίτερα στην πολιτιστική συμβολή τους: «…η έλευση των προσφύγων υπήρξε η αφετηρία για μια νέα αναγέννηση του ελληνισμού».

Η παλιά Νέα Ιωνία των προσφύγων δεν είναι απλώς το κάδρο ενός πολιτισμικού χρονικού. Η ίδια η πόλη γίνεται μια περσόνα του «χθεσινού κόσμου» που ξαναζωντανεύει στις σελίδες αυτές. Είναι ο χρόνος που έχει γίνει χώρος και κόσμος για μια στιγμή, όσο διαρκεί μια νεότητα αλλά και μια λογοτεχνική διάρκεια – φαντασιακή αιωνιότητα, με άλλα λόγια. 

Αποσπώντας την από την αιματηρή ιστορία και από την άμορφη ανάπτυξη, η νοσταλγία του Χρ. Ρ. σώζει την πόλη που υπήρξε και τους πολίτες της, προς στους οποίους αισθάνεται «ανεξόφλητο χρέος». Αν και αποφεύγει την αυτοβιογραφία «και τις εγγενείς παγίδες της» όπως λέει, προσπαθεί να ξαναδεί «με τα μάτια και τις αισθήσεις» των χρόνων εκείνων.

Το «μαγικό άρωμα» της συνοικίας, το ύφος της, ο παλμός της αποδίδεται στους ανθρώπους της, «σπουδαίους και βαθύτατα πολιτισμένους». Αποδίδεται στην προσαρμοστικότητα και τον δυναμισμό τους, στην πρακτική δραστηριότητα και στη γιορτή, σε όλα εκείνα που κάνουν τη συμβιωτική κουλτούρα και την κυριολεκτική οικειότητα:

«Αν συναντούσα εκατό πρόσωπα, λέω, με χαιρετούσαν και χαιρετούσα τα ενενήντα. Τώρα το σπίτι του Μηλιώρη και το σπίτι του Μένου Φιλήντα δεν υπάρχουν και στη θέση τους υπάρχουν οικοδομές πολυώροφες· και στη θέση που ήταν το σπίτι του Άγγελου Σημηριώτη έχει ανεγερθεί το κατάστημα του ΟΤΕ. Και εδώ, στην αρχή της Ελ Αλαμέιν, γωνία με τη Σμύρνης, ήταν το μπακάλικο του κυρ Μιχάλη του Λεοντιάδη – που ο γιος του ο Δανήλος σκοτώθηκε στον Εμφύλιο κι εγώ υπήρξα παραγιός του. Εκατό μέτρα πιο πέρα, πάντα στην Ελ Αλαμέιν, ήταν το μπακάλικο του Αχιλλέα Δημητριάδη, που επίσης υπήρξα παραγιός του».

Η λιτότητα της γραφής δεν είναι απλώς μια πατίνα υφική, αλλά παραμερισμός και αφομοίωση του ατομικού σε μια βιογραφία συνόλου. Και αντιστοιχεί απόλυτα στη σχεδόν ντροπαλή εκδήλωση αλληλεγγύης και αγάπης των λαϊκών ανθρώπων:

«Και η γειτόνισσά μας η Δόμνα Αϊβάζογλου από το Ζόγκουλντακ, εργάτρια στο υφαντουργείο του Καβαδία, που έμενε στο πλινθόκτιστο δωματιάκι δυο επί τρία, δίπλα σ’ ένα στάβλο, και είχε δυο παιδιά, έπρεπε να βρίσκει κάθε φορά κάποιο αληθοφανές πρόσχημα για να μοιραστεί μαζί μας το φαγητό της ή το καρπούζι της. Ότι τάχα “δε χωράει στο φανάρι”, ότι θα χαλάσει μέχρι αύριο κ.λ.π. κ.λ.π. Και άλλοι και άλλοι».

Οι «και άλλοι και άλλοι» κάνουν ένα λαό· ο οποίος δεν είναι πάντα τέτοιος – αλλά ας μη βγούμε εκτός θέματος. Επί του θέματος είναι η αφετηρία του κοινωνισμού ως ήθους - αδελφοσύνης, αγάπης και όχι μίσους ή υπερανθρωπισμού. Και η σωτηρία διά της ποιήσεως, η μεγάλη Υπέρβαση.

Το πολιτικό όραμα του κομμουνισμού μεταφράζεται στο «Ποιητικό Κοινόβιο» που σχεδιάζουν, αμέσως μετά το Γυμνάσιο, η παρέα: Χρήστος, Τάσος Γαλάτης, Γιώργος Μιχαηλίδης, Δαμιανός Κοκκινίδης-Κιρμίζογλου· με αρκετούς άλλους «παροικούντες», όπως αποφάνθηκαν οι ιδρυτές «με την προσήκουσα αλαζονεία». Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και στενοί φίλοι: Ν. Γαζέπης, Γ. Χατζόπουλος, Β. Βογιατζόγλου, Δ. Αθηνάκης, Ντ. Θανόπουλος, Ν. Ντουμάνης...

Τι απέγινε το Κοινόβιο; «Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα ας διαβάσει πάλι την Αργώ του Θεοτοκά. Κι ας αναζητήσει τη Μυθολογία του Δάσους του Τάσου Γαλάτη, το μόνο, πέραν της μνήμης και της νοσταλγίας ημών των περιλειπομένων, όστρακο που διασώθηκε». «Να κονταροχτυπηθούμε με το ανέφικτο» κήρυσσε ο Γ. Μιχαηλίδης (προφητεύοντας τον επαναστατικό λυρισμό του Παρισινού Μάη του ’68). Σε νομιζόμενα εφικτά στρέφονταν οι συζητήσεις της δεκαετίας του ’50, με αφορμή λ.χ. τις ιδέες του Καμύ (Ο επαναστατημένος άνθρωπος), του Λενινισμού και του αναθεωρητισμού, ή του ρόλου της Αριστεράς.

Πέραν του Κοινοβίου ή των «παροικούντων» ένας μεγάλος κύκλος φιλαναγνωστών σχηματιζόταν στη βιβλιοθήκη του Ιωνικού Συνδέσμου και σε σπίτια μεγαλυτέρων, είδος «μαιτρ», που έγιναν ταπεινά φιλολογικά σαλόνια, όπως το σπίτι του αξέχαστου Δημ. Δούκαρη· εκεί γνωρίστηκαν με πολλούς ήδη επώνυμους: Γ. Σινόπουλος, Μιχ. Κατσαρός, Άρης Δικταίος, Μηνάς Δημάκης, Ζωή Καρέλλη, Β. Λεοντάρης...

«Από δω πέρασαν αιθέριες υπάρξεις, όπως η Μαρία η χορεύτρια, η θυελλώδης Μαρία Μαρκάκη, η αγγελόμορφη Μαίρη Χομπίτη, η σεμνή και ταπεινή και πανέμορφη Νίκη Τριανταφυλλίδη και ακούστηκε η απελπισμένη κραυγή «την αγαπώ, την αγαπώ, την αγαπώ».

Τόσο μόνο... «Η καλύτερη και η μόνη αληθινή βιογραφία μας είναι τα ποιήματά μας». Το πεδίο «αυτογνωσίας» άλλη μια φορά ορίζεται ανάμεσα σε Ποίηση και πολιτική. Οι πολιτικές μνήμες και το εμφυλιακό βίωμα εισβάλλουν στα ποιήματά του: «Χωρίς να με ρωτήσουν. Και μου αποκαλύπτουν την ίδια τη ζωή μου. Ναι, λοιπόν, μ’ αυτή την έννοια είμαι πρωτίστως ποιητής πολιτικός». Στο τέλος, η απάντησή του στο ερώτημα αν υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει πολιτική ποίηση είναι αρνητική, έστω με επιφύλαξη: «...νομίζω ότι θα υπάρχει μόνο ως ελεγεία».

Ο ελεγειακός χαρακτήρας στην ποίηση του Χρ. Ρ. με έχει απασχολήσει αλλού διά μακρών. Την ίδια ιδέα και διάθεση αποπνέουν οι αναμνήσεις που συγκεντρώνονται εδώ. Άλλωστε μέσα σ’ αυτές επανέρχονται αυτούσιοι στίχοι και ολόκληρα ποιήματα, δικά του και άλλων. Η συλλογή ανοίγει με το νοσταλγικό «Δόξα σοι…» του Άγγελου Σημηριώτη, και κλείνει με το δικό του αριστουργηματικό «Για τις υφαντουργίνες», Μνήμη Δόμνας Αϊβάζογλου – θυμάστε… της υφαντουργίνας που μοίραζε ντροπαλά το φτωχικό της δείπνο.

Με την ίδια σεμνότητα μοιράζεται το καρπούζι της αυτή η γραφή της ευχαριστίας. Απέναντι στην πτώση της πολιτικής και τον ευτελισμό της αριστερής ιδέας, η ποιητική δωρεά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ