- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Καίγοντας το κείμενο, ή: ChatGPT > Ρίλκε
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ: ΧΕΙΜΕΡΙΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ…
Αχ, τι κακιά δουλειά που είναι το γράψιμο, τι λάθος επιλογή, πόσο κακομοίρικα τα λεφτά που βγάζεις από τα βιβλία, αν δηλαδή βγάλεις και καθόλου. Τι λάθος χόμπι επίσης, τι παράλογη «δημιουργική απασχόληση», τι επιπόλαιη απόφαση ήταν έτσι κι αλλιώς κι αυτή.
Αλλά, οκέι, έχει και φαν. Κακά τα ψέματα. Έχει ένα κάποιο γούστο. Αφενός. Αφετέρου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την πολιτική και τον παραγοντισμό στον αθλητισμό, αυτές τις δύο καλλίπυγες Σειρήνες, άπαξ και εμβαπτιστείς στα νάματα της λογοτεχνίας («λογοτεχνίας»: λέμε τώρα…), δεν πρόκειται ποτέ σου να ξαναβγείς, ό,τι και να γίνει, ό,τι και να σου δείχνουν οι άλλοι και η ζωή. Θα μείνεις εκεί, γιατί γλυκάθηκες. Κι ας πονάει.
Γιατί δεν παύει, και ποτέ δεν θα πάψει, να είναι μια αθλιότητα, μια μιζέρια. Κάτι άχαρο. Ένα βάρος στην καρδιά, μια ψυχολογική πίεση που θα σε ακολουθεί μέχρι τον τάφο, ένα μεροδούλι-μεροφάι που σε εξουθενώνει. Σηκώνεσαι. Καθαρίζεις τη λεκάνη της γάτας. Αλλάζεις το νερό στο μπολ της. Φτιάχνεις καφέ. Κοιτάς το μέιλ και τα μηνύματα. Ρίχνεις μια επιπολής ματιά στις ειδήσεις. Κάνεις κι άλλο καφέ. Και, αχ, κάθεσαι να γράψεις λέξεις. Λέξεις. Λέξεις που δεν έχουν ξαναγραφτεί σ’ αυτή τη σειρά. Και τώρα θα το κάνεις εσύ. Κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει. Θα τις κατεβάσεις από το κεφάλι σου και θα τις πληκτρολογήσεις, μία-μία. Αυτός είναι ο λόγος που κοιμάσαι με βαρύ κεφάλι και ξυπνάς με βαριά καρδιά: οι καινούργιες λέξεις, μία-μία με τη σειρά. Γιατί δεν είναι εύκολο. Ποτέ δεν ήταν.
Ακόμη χειρότερα: αυτός είναι ο ΕΝΑΣ λόγος. Ο άλλος είναι βέβαια η έκθεση του «εσωτερικού σου κόσμου» στην κρίση των άλλων. Πόσο μάλλον που δεν είναι καθόλου ο εσωτερικός σου κόσμος αυτός, εδώ που τα λέμε: είναι κάτι που σκαρφίστηκες. Αυτό είναι που θα κρίνουν, στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη, δεν θα το δει κανείς για να το κρίνει.
Αλλά είναι και το άλλο: θα το κρίνεις κι εσύ — και θα το βρεις άθλιο. Δεν έχεις να κάνεις πάντα με το σύνδρομο του απατεώνα: ΕΙΣΑΙ απατεώνας. ΕΙΣΑΙ κακός συγγραφέας. Το βλέπεις, το ξέρεις, είναι φως φανάρι. «Είναι κάπως καλό;» αναρωτιέσαι. «Όχι, δεν είναι», απαντάς μόνος σου. «Ποιος είμαι εγώ για να το γράψω αυτό το πράγμα; Σοβαρά τώρα; Αλίμονο, ποιον πάω να κοροϊδέψω;» Αλήθεια: ποιον πας να κοροϊδέψεις;
Από ένα σημείο και μετά, το κεφάλι σου δεν μπορεί να κατεβάσει καινούργιες ιδέες, η άνεση που (νόμιζες ότι) είχες παλιά δείχνει να έχει εξατμιστεί σαν νερό στα πλακάκια τον Αύγουστο, η όποια πνευματική ηρεμία μπορούσες να εξασφαλίσεις από κάπου έχει κι αυτή χαθεί, η αυτοπεποίθησή σου έχει πιάσει πάτο, δεν έχεις καμία «κοινότητα» που να σε συντρέξει, οι φίλοι σου δεν διαβάζουν τίποτε έξω από τις ομάδες με τα παράξενα ονόματα στο Στοίχημα, είσαι απομονωμένος, κατάμονος, ενώ η δημιουργική (λέμε τώρα…) διαδικασία είναι μια αγχώδης δοκιμασία στυγνής αυτοκριτικής, ένας στενός διάδρομος που το τέλος του βγάζει στην άνευ όρων παράδοση στη λησμονιά. Στην ήττα. Στον θάνατο διά της μοναχικότητος. Κι αν τύχει μια μέρα και νιώσεις πως κρατάς στα χέρια σου κάτι αληθινό, κάτι καινούργιο, κάτι που πράγματι αξίζει τον κόπο… την επόμενη κιόλας σού φαίνεται σκουπίδι. Και πιθανότατα είναι. Έτσι, το μόνο που έχεις (ξανά) να κάνεις είναι να επιστρέψεις στη σιωπή για να γλείψεις τις πληγές σου που δεν λεν να κλείσουν· μόνο που κι αυτή, η σιωπή, είναι πιο εκκωφαντική απ’ όσο θα ήθελες, ή από όσο μπορείς να αντέξεις.
Καταταχτείτε, μας έλεγαν. Θα γνωρίσετε καινούργιους κόσμους, μας έλεγαν.
Καλά πήγε αυτό.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, ΚΥΡΙΕ ΡΙΛΚΕ…
Βέβαια, μπορείς απλώς να τα παρατήσεις, σωστά; Υπάρχει και ένας πολύ εύκολος τρόπος — ο ευκολότερος του κόσμου.
Λοιπόν, κάποιοι θα θυμάστε ίσως τι είπε ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε στα «Γράμματα σ’ ένα Νέο Ποιητή»: «Αναρωτήσου: “Αν δεν γράψω, θα πεθάνω;” Εάν απαντήσεις ναι, τότε γράφε». Τέλειο;
Ή καλύτερα, ας δούμε πρώτα όλο το απόσπασμα του γράμματος, γιατί απ’ ό,τι είδαμε στο ελληνικό ίντερνετ κυκλοφορεί μασκαρεμένο:
«Καταβυθίσου εντός σου. Αναζήτησε τον λόγο που σε καλεί να γράψεις. Ανακάλυψε αν έχει απλώσει τις ρίζες του ίσαμε τα βάθη της καρδιάς σου. Ομολόγησε στον εαυτό σου αν θα έπρεπε να πεθάνεις έτσι και σου απαγορευόταν να γράψεις. Αυτό, αυτό πάν’ απ’ όλα: την πιο ήσυχη ώρα της νυκτός, αναρωτήσου: “Πρέπει στ’ αλήθεια να γράψω;” Σκάψε βαθιά μέσα σου για μια βαθιά απάντηση. Κι αν η απάντηση ετούτη αντηχεί σαν συναίνεση, αν απαντάς σε αυτό το επείγον ερώτημα με ένα δυνατό και απλό, “Ναι· πρέπει”, τότε πορεύσου στη ζωή σύμφωνα μ’ αυτή την αναγκαιότητα. Όλη σου η ζωή, ακόμα και στην πιο αδιάφορη και φτενή της ώρα, οφείλει να γίνει σημάδι και μάρτυς αυτής σου της παρόρμησης».
Και τώρα ξαναρωτώ: ΤΕΛΕΙΟ;
Όχι. Μπαρούφα ολκής. Ή, τέλος πάντων, για να μην εκφραστώ έτσι για έναν ποιητή τέτοιου διαμετρήματος, που μπροστά του εγώ είμαι ένα τίποτα, ας πω ότι η αποστροφή αυτή εκφράζει μια βαθύτατα ρομαντική, σχεδόν μυστικιστική, αντίληψη για την τέχνη και τη δημιουργία. (Ίσως το ’σωσα. Ίσως πάλι και όχι). Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω θέση, ότι η δημιουργία πρέπει να είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, μια ισχυρή εσωτερική επιταγή, αποτελεί ένα πολύ υψηλό και υπερβολικά απαιτητικό κριτήριο, τόσο υψηλό και απαιτητικό που (συμπαθάτε με) καταντά αφόρητα κιτς.
Η συγγραφική επιδίωξη είναι φύσει πολυδιάστατη. Η τέχνη δεν είναι πάντοτε προϊόν μιας βασανιστικής, υπαρξιακής ανάγκης: για την ακρίβεια, δεν είναι σχεδόν ΠΟΤΕ προϊόν μιας βασανιστικής, υπαρξιακής ανάγκης. Αυτά είναι σάχλες που έλεγαν στις γκαρσόνες των παρισινών καταγωγίων οι μάτσο ποιητές το ’25 — το ’25 του περασμένου αιώνα. (Και ίσως το λένε ξεσκονισμένο και περασμένο με μπράσο, ακόμα και σήμερα, σε τίποτα Εξάρχεια). Οι άνθρωποι ξεκινούν —και συνεχίζουν— να γράφουν, όχι επειδή μιλάνε με τον Θεό, με τη μούσα, με τον μεγάλο Μανιτού, ή επειδή είναι ο Μποντλέρ και ο Στρίντμπεργκ, αλλά για λόγους πολύ πιο πεζούς, εξίσου όμως (κατά τη διόλου ταπεινή μας, δε, άποψη ΠΟΛΥ ΠΙΟ) έγκυρους και παραγωγικούς.
Καταρχάς, η χαρά της δημιουργίας και της αφήγησης είναι ένας απόλυτα επαρκής λόγος. Τελειώσαμε εδώ πέρα. Η απόλαυση της πλοκής, η ευχαρίστηση του να χτίζεις κόσμους και χαρακτήρες, η αγάπη για τη γλώσσα και το παιχνίδι των λέξεων, αποτελούν ισχυρά κίνητρα: αναγκαία, και ικανά. Η συγγραφή σαν χόμπι, σαν τρόπος έκφρασης ή σαν μέσο επικοινωνίας (βλ. και ερωτικής/σεξουαλικής) μπορεί να είναι εξαιρετικά ικανοποιητική, χωρίς να χρειάζεται να είναι μια υπαρξιακή κρίση, ή κάτι που θυμίζει ανησυχητικά πολύ συμπτώματα μάσησης μαγικών μανιταριών. Ο Ρίλκε, προϊόν της εποχής του —εχμ, και του εαυτού του—, υπονομεύει χωρίς να το καταλάβει την αξία του συγγραφέα που γράφει από αγάπη για την τέχνη και όχι από απελπισμένη ανάγκη, λες και το γράψιμο ανήκει μόνο στους σαλούς τού λόγου. (Hint: δεν ανήκει).
Επιπλέον, ο Ρίλκε παραβλέπει την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση της συγγραφής. Η επιθυμία για αναγνώριση, για επιρροή, η ανάγκη να μοιραστεί κανείς μια οπτική γωνία ή απλώς να γίνει αποδεκτός σε έναν κύκλο που εκτιμά τη διανόηση και την καλλιτεχνική έκφραση, ή απλά το να θες να είσαι κουλ στις παρέες χωρίς ντε και καλά να ξυρίζεις το μισό σου κεφάλι, είναι ανθρώπινα και απόλυτα κατανοητά κίνητρα. Πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες είχαν κίνητρο την επιθυμία για φήμη και κοινωνική καταξίωση, και αυτό δεν μείωσε την ποιότητα του έργου τους. Ακόμη περισσότεροι είχαν σαν κίνητρο τα λεφτά: ΟΥΤΕ αυτό μείωσε την ποιότητα του έργου τους, κι ας μην άρεσε στον Μπλουμ.
Η απόλυτη εσωστρέφεια και απομόνωση που υπαινίσσεται ο Ρίλκε ως προϋπόθεση της αυθεντικής τέχνης δεν είναι μονάχα μη ρεαλιστική: είναι ανεπιθύμητη. Δεν είναι καν εστετίστικη: είναι απλώς λάθος. Για να μην πούμε, εδώ, ότι αυτό το ριλκεϊκό «ελευθερία ή θάνατος», αυτό το έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες, δημιουργεί ένα αφόρητο ψυχολογικό βάρος και ενθαρρύνει μια στάση αυτοκαταστροφικής έντασης γύρω από τη δημιουργία. Η τέχνη μπορεί να προκύψει και από την ηρεμία, από την παρατήρηση, από τη μελέτη, από τη συστηματική εργασία και τη συνειδητή επιλογή — όχι μόνο από το χείλος του γκρεμού, λες και παίζουμε σε ταινία τού βωβού, βαμμένοι με πούδρα στο μούτρο και ΚΟΚΚΙΝΑΔΙ στο στόμα. Η συγγραφή ως επιδίωξη, ως επάγγελμα, ως τέχνη και τεχνική που μαθαίνεται και βελτιώνεται με την εξάσκηση, είναι η πιο έγκυρη προσέγγιση. Η θέση του Ρίλκε, ποιητικά ισχυρή βεβαίως-βεβαίως, αποκλείει από τον χώρο της τέχνης όσους δεν βιώνουν τη δημιουργία σαν ένα μαρτύριο, όσους δεν αυτομαστιγώνονται κολλώντας βλεννόρροια σε ένα ζοφερό, νοτερό υπόγειο σαν άλλοι τραγικοί ήρωες, κάπου στην Τρούμπα της Βουδαπέστης. Για όνομα του καλού Θεού: η τέχνη είναι μια γοητευτική ανθρώπινη δραστηριότητα.
Συγγνώμη, Ράινερ-Μαρία.
ΕΝΤΑΞΕΙ, ΑΛΛΑ ΟΜΩΣ ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ;
Οπότε τι κάνουμε τώρα; ακούγεται να λέει από το βάθος ένας νεαρός επίδοξος συγγραφέας. Από τη μια είναι μια τέχνη για τον καθένα, από την άλλη είναι μια τέχνη δύσκολη, που σε οδηγεί στη φτώχεια και σε απομονώνει από τον πραγματικό κόσμο — τι να κάνουμε;
Τέσσερα πράγματα να κάνετε:
[1] Να διαβάζετε. Το διάβασμα είναι η μάνα, ο πατέρας και η τροφός της συγγραφής.
[2] Να διαβάζετε ακόμη περισσότερο, να σας γίνει μανία γιατί μόνο έτσι θα δείτε τα δικά σας κενά· που είναι πολλά.
[3] Ναι: να διαβάσετε κι άλλο, γιατί δεν νοείται συγγραφέας στα τριάντα του να βγαίνει και να λέει πως ανακάλυψε, ξέρω γω, τον Κνουτ Χάμσουν, ή την Περλ Μπακ. Κι έπειτα, αν δεν έχεις λιώσει το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, τι τα θες τα βιβλία; Τι το φοράς αφού σε κόβει;
[4] Για να ξεπεράσει κανείς την απομόνωση και να αναπτύξει την τέχνη του, πρέπει να αναζητήσει ανατροφοδότηση: αν το διάβασμα είναι η τροφός της συγγραφής, το feedback είναι η γκουβερνάντα της.
Ωστόσο, η ανατροφοδότηση πρέπει να είναι ποιοτική και δομημένη. Ο συγγραφέας χρειάζεται έναν «χάρτη» για να καταλάβει πού βρίσκεται το έργο του. Υπάρχουν διάφοροι δρόμοι για να βρει κανείς βοήθεια, πέρα από το να τη ζητήσει από φίλους, κινδυνεύοντας να τους χάσει:
[1] Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής: Όσο πιο επαγγελματικά-επιστημονικά, τόσο το καλύτερο. Μην ξεχνάτε πως στο εξωτερικό υπάρχουν πανεπιστημιακές έδρες Δημιουργικής Γραφής, πολλές από τις οποίες είναι υψηλοτάτου επιπέδου. Δεν νοείται σύγχρονος συγγραφέας που θέλει να κάνει καριέρα και να μεταφραστεί στο εξωτερικό χωρίς πτυχίο. Αυτό προτείνουμε. Και δεν έχει να κάνει μόνο με την ανατροφοδότηση βέβαια: το γράψιμο είναι τέχνη που διδάσκεται — όπως όλες οι άλλες.
[2] Ομάδες Γραφής: Διαδικτυακές ή διά ζώσης κοινότητες. Προσφέρουν ένα ασφαλές περιβάλλον, στο οποίο συγγραφείς με κοινούς στόχους ανταλλάσσουν κείμενα και παρέχουν συγκεκριμένη, επικεντρωμένη στη δομή, τον ρυθμό, την ανάπτυξη χαρακτήρων κ.ο.κ. κριτική.
[3] Σύμβουλοι Γραφής: Η πρόσληψη ενός editor με μακρά προϋπηρεσία σε εκδοτικό οίκο, ή και ενός έμπειρου writing coach, για μια αναγνωστική αξιολόγηση μπορεί να φαίνεται —και να είναι— μια επένδυση, λεφτά που δεν σου περισσεύουν, αλλά παρέχει ανατροφοδότηση με ρίζες στην αγορά και την εμπειρία.
[4] Beta Readers: Αναγνώστες που διαβάζουν το κείμενό μας με σκοπό να δώσουν μια αίσθηση της αναγνωστικής εμπειρίας (πού μπερδεύτηκαν, πότε βαρέθηκαν, αν ένιωσαν συναισθηματική σύνδεση κλπ.). Δεν πρέπει να είναι συγγενείς ή φίλοι μας.
[5] Η Τεχνητή Νοημοσύνη: What?! Δεν θέλω what. Ναι, η Τ.Ν. — αλλά SOS: είναι μεγάλη παγίδα. Εννοούμε την ΤΝ σαν συμπληρωματικό εργαλείο, όχι σαν αντικαταστάτη σας. Αυτή τη στιγμή, ναι, είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά. Και είναι και τζάμπα.
Η δυσπιστία απέναντι στην Τεχνητή Νοημοσύνη είναι δικαιολογημένη όταν πρόκειται για τη δημιουργία ενός έργου, αλλά η απαγόρευση της χρήσης της ως εργαλείου ανατροφοδότησης απλώς αγνοεί τις δυνατότητές της. Όχι: είναι απολύτως καλό και, σε πολλές περιπτώσεις, εξαιρετικά χρήσιμο να ζητά κανείς ανατροφοδότηση από την Τ.Ν., υπό τον όρο ότι την αντιμετωπίζει σαν έναν απρόσωπο, ακατάβλητο βοηθό, και όχι σαν κριτικό τέχνης ή συν-συγγραφέα. Η Τ.Ν. δεν μπορεί να κρίνει το συναισθηματικό βάθος μιας ιδέας ή τη μοναδική φωνή του συγγραφέα. Αυτά είναι ανθρώπινα στοιχεία. Ωστόσο, υπερτερεί σε συγκεκριμένες, τεχνικές πτυχές που συχνά αγνοεί ένας αρχάριος:
[1] Μπορεί να αναγνωρίσει άμεσα την πρωτοτυπία (ή μη) μιας ιδέας — εφόσον τη ρωτήσετε.
[2] Μπορεί να εντοπίσει λογικά κενά (plot holes), ασυνέπειες στους χρόνους ή στους χαρακτήρες, και να αξιολογήσει τον ρυθμό του κειμένου (πού είναι αργός, πού είναι βιαστικός κ.ο.κ.). Αυτές είναι τεχνικές παρατηρήσεις που ένας επιμελητής θα χρέωνε ακριβά, και καλά θα έκανε.
[3] Μπορεί να λειτουργήσει σαν ένας εξαιρετικά γρήγορος και λεπτομερής διορθωτής-επιμελητής, επισημαίνοντας λάθη, προτείνοντας συντομεύσεις ή σαφέστερες διατυπώσεις σε αμήχανες ή περίπλοκες προτάσεις κλπ.
[4] Μπορεί να προσφέρει άμεση και ιδιωτική ανατροφοδότηση. Για έναν συγγραφέα με έλλειψη αυτοπεποίθησης, η άμεση πρόσβαση σε ένα μάτι που του επισημαίνει συγκεκριμένα σημεία βελτίωσης (αντί για μια γενική —και γενικόλογη— απόρριψη) μπορεί να λειτουργήσει σαν καθοδηγητική άσκηση.
Η Τ.Ν. είναι ένα εργαλείο: όπως το λεξικό, ας πούμε. Ο στόχος είναι να χρησιμοποιείται για να ενισχυθεί η αυτονομία του συγγραφέα, επισημαίνοντάς του επί παραδείγματι τα τεχνικά σημεία που πρέπει να δουλέψει, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί στη συνέχεια στο αμιγώς δημιουργικό κομμάτι, ή ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή του — αρκεί να μην την ακούει όταν τού λέει πόσο ωραία είναι τα κείμενά του: γιατί εκεί η Τ.Ν. είναι ρυθμισμένη έτσι που να λέει ψέματα.
Πολλοί τη φοβούνται, και όχι άδικα: δεν είναι φίλος, ούτε καλλιτέχνης· δεν αισθάνεται, δεν κατανοεί, δεν συγκινείται. Όμως, αν τη χρησιμοποιήσουμε σωστά, μπορεί να γίνει ένας καθρέφτης μας: μπορεί να μας δείξει τη δομή, τον ρυθμό, τις ασυνέπειες· μπορεί να εντοπίσει πού επαναλαμβανόμαστε ή πού η φράση χάνει το νόημά της· μπορεί να μας βοηθήσει να το κάνουμε καλύτερο — να μας ξεκολλήσει από το τέλμα της αμφιβολίας, και να μας προτείνει τρόπους για να βρούμε μόνοι μας τις λύσεις. Το λάθος είναι να ζητάμε από την Τεχνητή Νοημοσύνη να γράψει αντί για εμάς. Το σωστό είναι να τη χρησιμοποιούμε για να γράψουμε εμείς καλύτερα. Όπως θα κάναμε με έναν καλό επιμελητή, έναν δάσκαλο, ή έναν συνομιλητή που δεν βαριέται να διαβάζει τα κείμενά μας. Δεν είναι υποκατάστατο της φωνής μας· είναι ένα εργαλείο που μας βοηθά να τη βρούμε. Ένα ψηφιακό καλέμι.
Κάθε συγγραφέας έχει μέσα του δύο εαυτούς: αυτόν που γράφει, και αυτόν που θέλει να σβήσει, και να σκίσει, και να κάψει. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν θα εξοντώσει τον δεύτερο, αλλά μπορεί να τον κάνει λιγότερο θορυβώδη. Κι αν τη χρησιμοποιήσουμε με μέτρο, με επίγνωση και με πίστη στη δική μας φωνή, τότε δεν είναι πια απειλή — αλλά σύμμαχος.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
[1] ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ’ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ
Το βιβλίο που διαβάζουν οι πάντες στην εφηβεία τους — και πολύ καλά κάνουν και το διαβάζουν. Μια από τις πιο συγκινητικές, καλογραμμένες, και γλυκές μαρτυρίες για τη διαδικασία της καλλιτεχνικής και εσωτερικής ωρίμανσης. Περιλαμβάνει τις δέκα επιστολές που έγραψε ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926) στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μεταξύ 1903 και 1908, προς τον Φραντς Ξάβερ Κάπους, νεαρό επίδοξο ποιητή που φοιτούσε σε στρατιωτική σχολή της Αυστροουγγαρίας, όταν ο τελευταίος τού ζήτησε να μπει στον κόπο να διαβάσει τα ποιήματά του για να του πει αν άξιζε ή όχι «να γίνει ποιητής», να παρατήσει δηλαδή τη στρατιωτική του καριέρα και να ακολουθήσει τον δρόμο της λογοτεχνίας.
Οι επιστολές ξεπερνούν πολύ γρήγορα τα όρια μιας απλής αλληλογραφίας περί ποιήσεως. Ο Ρίλκε, με τη χαρακτηριστική του καθαρότητα και τη σχεδόν μυστικιστική εσωστρέφεια που τον χαρακτήριζε, δεν απάντησε στον νεαρό Φραντς με τεχνικές συμβουλές, αλλά προσφέροντάς του μια βαθιά και διαχρονική καθοδήγηση για τη ζωή, την τέχνη, τη δημιουργικότητα και την ψυχική ωρίμανση. Τον προτρέπει να μη ζητά επικύρωση από τους άλλους, αλλά να βρει τη δική του, προσωπική αλήθεια στην ίδια την πράξη της δημιουργίας· να στραφεί προς τον εαυτό του και να αναζητήσει μέσα του τους λόγους που τον ωθούν να γράφει· να μάθει να αντέχει τη μοναξιά, τη σιωπή, και την αναμονή — απαραίτητες συνθήκες για τη δημιουργία και την αυτογνωσία. Τον καθοδηγεί επίσης στον τρόπο αντιμετώπισης της θλίψης και της αμφιβολίας, θεωρώντας τες απαραίτητα εξελικτικά στάδια που οδηγούν στην προσωπική ανάπτυξη και την καλλιτεχνική ωριμότητα. Του μιλά, τέλος, και για τον έρωτα.
Η γλώσσα του Ρίλκε είναι ήρεμη, πνευματική, γεμάτη κατανόηση. Κάθε επιστολή μοιάζει να ανασαίνει ρυθμικά· κυλά με έναν οικουμενικό τρόπο, σαν να απευθύνεται όχι μόνο σ’ έναν άνθρωπο αλλά σε κάθε νέο που αγωνιά για τη θέση του στον κόσμο. Ύμνος και πνευματικό ημερολόγιο μαζί, τα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» είναι ένα μικρό, φωτεινό εγχειρίδιο για τη ζωή. Στα ελληνικά, κυκλοφορεί πάντα η κλασική έκδοση του Ικάρου, στη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη.
[2] IMPOSTOR SYNDROME
Το Σύνδρομο του Απατεώνα μπορεί να μην είναι κάποια «επίσημη» ψυχική διαταραχή, αλλά δεν είναι ακριβώς και για πέταμα. Πρόκειται για την ψυχολογική εκείνη κατάσταση κατά την οποία το άτομο αμφισβητεί συνεχώς τις ικανότητές του, τα ταλέντα του ή τα επιτεύγματά του, παραλύοντας από έναν εσωτερικό, μόνιμο, επίμονο φόβο μήπως εκτεθεί στα μάτια του κόσμου σαν ψεύτικος, σαν κάλπης, σαν απατεώνας — σαν κάποιος που δεν του αξίζει κανένα καλό και καμιά επιτυχία. Ο άνθρωπος αυτός έχει την εδραία πεποίθηση πως δεν είναι ούτε τόσο έξυπνος ούτε τόσο ικανός ούτε τόσο ταλαντούχος όσο πιστεύουν οι γύρω του ότι είναι. Αποδίδει την επιτυχία του στην τύχη, στη συγκυρία, ή και στην παραπλάνηση των άλλων, παρά στην πραγματική του αξία ή στη σκληρή δουλειά και στον ιδρώτα που χύνει. Νιώθει ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος θα ανακαλύψει την «αλήθεια» και θα τον παραδώσει σαρκάζοντας στη χλεύη της αγοράς. Και ότι πολύ καλά θα του κάνει.
Σε παλαιότερους χρόνους είχε διαπιστωθεί πως από το Σύνδρομο του Απατεώνα έπασχαν κυρίως γυναίκες, αλλά είναι πλέον γνωστό ότι επηρεάζει εξίσου όλα τα φύλα σε όλους τους τομείς της ζωής τους, ειδικά δε σε κρίσιμες μεταβατικές περιόδους: στο ξεκίνημα μιας νέας καριέρας, για παράδειγμα, ή με αφορμή μια προαγωγή, ή, όπως στην περίπτωση των συγγραφέων, τη στιγμή που αρχίζεις ένα καινούργιο βιβλίο ή όταν είναι να το εκθέσεις στη ματιά ενός τρίτου.
Το σύνδρομο γεννά στους συγγραφείς ατέρμονη αναβλητικότητα, ανάγκη για υπερβολική επεξεργασία (ο φόβος να μην είναι αρκετά καλό ένα κείμενο τους κάνει να μην το τελειώνουν ποτέ — λες και κάτι μπορεί όντως να έχει ένα κάποιο «οριστικό» τέλος…), και εντέλει αδυναμία να στείλουν το έργο τους για κρίση, πόσο δε μάλλον για έκδοση.
[3] FANFICTION
Το fanfiction, ή αλλιώς fanfic, είναι μυθοπλασία που γράφεται από τους φαν ενός ήδη υπάρχοντος έργου. Οι ερασιτέχνες αυτοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τους χαρακτήρες, τον κόσμο και τις καταστάσεις του πρωτότυπου υλικού —που γνωρίζουν καλά, και το αγαπούν— για να αναπτύξουν νέες ιστορίες και πλοκές, συχνά αναποδογυρίζοντάς το και φέρνοντάς το τα μέσα έξω. Είναι λογοτεχνική παραγωγή —καλή ή κακή, δεν έχει σημασία— που βασίζεται σε φανταστικούς κόσμους και πρόσωπα που έχουν δημιουργηθεί από άλλους, και που συνήθως είναι γνωστά στους πάντες.
Το πρωτότυπο έργο μπορεί να είναι ένα βιβλίο ή μια σειρά βιβλίων, μια ταινία, μια τηλεοπτική σειρά, ένα κόμικς, anime ή manga, ένα βιντεοπαιχνίδι — κυριολεκτικά, οτιδήποτε. Οι συγγραφείς τού fanfiction δημιουργούν τις δικές τους εκδοχές και εξελίξεις για τους αγαπημένους τους χαρακτήρες, διερευνώντας εναλλακτικές πραγματικότητες, πιθανές συνέχειες, ή απλώς τοποθετώντας τους σε εντελώς διαφορετικά, παράταιρα ή ασυνήθιστα σκηνικά. (Υπάρχει και πορνό fanfiction, όπου πρωταγωνιστούν ακόμη και χαρακτήρες από παραμύθια, ή ήρωες της κλασικής λογοτεχνίας).
Το fanfiction ποικίλλει σε μήκος —από λίγες παραγράφους και μικρά διηγήματα, μέχρι το μέγεθος ενός ογκώδους μυθιστορήματος— και δημοσιεύεται συνήθως δωρεάν σε διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Archive of Our Own, το FanFiction.Net, ή βέβαια στο Wattpad. Το fanfiction θολώνει τα όρια μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, καθώς οι ίδιοι οι φαν αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του κόσμου που αγαπούν. Κάποιες φορές, έργα fanfiction έχει τύχει να εκδοθούν. Κάποια από αυτά έγιναν τεράστιες επιτυχίες.
[4] WATTPAD
Το Wattpad είναι μια πρωτοποριακή ψηφιακή πλατφόρμα κοινωνικής αφήγησης, που ξεκίνησε στον Καναδά το 2006 και έχει εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες ανάγνωσης και συγγραφής σε όλο τον κόσμο. Ουσιαστικά, λειτουργεί σαν ένα παγκόσμιο κοινωνικό δίκτυο που φέρνει σε άμεση επαφή ερασιτέχνες και ανερχόμενους συγγραφείς με εκατομμύρια αναγνώστες. Στο Wattpad, οι συγγραφείς έχουν τη δυνατότητα να αναρτούν κεφάλαιο-κεφάλαιο τα έργα τους —μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, fanfiction: το Wattpad είναι η πιο δημοφιλής πλατφόρμα για τη δημοσίευση, την ανάγνωση και την ανταλλαγή ιστοριών fanfiction—, συχνά εμπλουτίζοντάς τα με εικόνες, βίντεο και GIF.
Η καινοτομία της πλατφόρμας έγκειται στην έντονη αλληλεπίδραση. Οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν πάνω σε συγκεκριμένες παραγράφους των κειμένων, να ψηφίζουν τα αγαπημένα τους κεφάλαια και να επικοινωνούν απευθείας με τον συγγραφέα, δημιουργώντας μια άμεση σχέση που θυμίζει λέσχη βιβλίου. Τα πιο δημοφιλή είδη στο Wattpad είναι η ρομαντική μυθιστοριογραφία, η εφηβική λογοτεχνία (Young Adult), και το φανταστικό. Το Wattpad παρέχει ένα τεράστιο και ενεργό κοινό για κάθε είδους fanfic, μια ισχυρή κοινότητα γύρω από κάθε fandom: από ιστορίες βασισμένες σε διάσημες σειρές, ταινίες και βιβλία, μέχρι και fanfiction για μουσικά συγκροτήματα, για ηθοποιούς κ.ά.π.
Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που έχουν ξεκινήσει από το Wattpad και είδαν τις ιστορίες τους να γίνονται viral, να αποκτούν τεράστια αναγνωσιμότητα, και να οδηγούν σε συμφωνίες με μεγάλους εκδοτικούς οίκους, ακόμη και σε παραγωγές για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το Wattpad έχει αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού στον εκδοτικό χώρο, προσφέροντας έναν ελεύθερο χώρο δημιουργίας και ανακάλυψης νέων φωνών.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.