- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
17 Αυγούστου: Τυπικοί φόνοι
Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Δεν είδα ξανά το όνειρο με τον βυθό και τους τυφλούς κατοίκους του που τον όργωναν και τον κοσκίνιζαν με το στόμα τους σαν χρυσοθήρες σε μια βυθισμένη στο σκοτάδι Σιέρα Νεβάδα, ίσως επειδή ο βυθός αποφάσισε να έρθει εδώ, μαζί μου, μαζί με όλους μας.
Το κατάλαβα πηγαίνοντας στο μπάνιο, όταν πέρασα δίπλα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και πάτησα στα νερά που είχαν μαζευτεί από κάτω, λάμποντας χαιρέκακα μέσα στο σκοτάδι. Συγκρατώντας ένα κύμα αγωνίας που πήγε να μου ανέβει στο στόμα μαζί με μια έκκριση γαστρικών υγρών, έφερα από την κουζίνα ένα ρολό χαρτί και γονάτισα για να σφουγγίσω με επιμέλεια εκείνη τη λιμνούλα, αντιλαμβανόμενος με τρόμο την ίδια στιγμή πως αυτό βέβαια δεν θα έφτανε — ήταν σχεδόν σαν να άδειαζα μια πισίνα με ένα κουτάλι: σε λίγες ώρες, ακόμη περισσότερο νερό θα έμπαινε μέσα από τα κλειστά παράθυρα, ή ίσως διαπερνώντας αυτόν τον ίδιο τον πορώδη τοίχο. Αναρωτήθηκα αν θα άντεχε τελικά την πίεση, και για πόσο, και ποιοι θα υποχωρούσαν πρώτοι. Και έπειτα, αποτινάσσοντας ξαφνικά τα τελευταία δεσμά του ύπνου από πάνω μου, κινητοποιήθηκα. Γιατί δεν υπήρχε βέβαια μόνο εκεί νερό. Η βροχή έμπαινε από παντού στο σπίτι.
Σήκωσα το στρώμα του κρεβατιού και έβγαλα από τον αποθηκευτικό χώρο από κάτω του όσα σεντόνια μπόρεσα. Τα μετέφερα όλα στο σαλόνι κουβαλώντας τα στην αγκαλιά μου, έκανα χώρο παραμερίζοντας το τραπέζι και τις πολυθρόνες, και τα άνοιξα ένα-ένα στο πάτωμα, για να μπορέσω να τα στρίψω σε μεγάλες πάνινες λωρίδες. Πήρα καθεμία από αυτές και τις έβαλα σε όλα τα κουφώματα, με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια. Δεν ήταν λύση, καθώς σύντομα θα μούσκευαν τόσο πολύ που δεν θα μπορούσαν να προστατεύσουν κανέναν και τίποτε, αλλά αν μη τι άλλο ήταν κάτι. Δεν μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια απέναντι στην πλημμύρα· όφειλα να την πολεμήσω. Έστω, να την καθυστερήσω.
Έψαξα στο βαθύ συρτάρι της νησίδας και έβγαλα από μέσα μια αυτοκόλλητη χαρτοταινία. Κόβοντας μεγάλα κομμάτια από το ρολό, κόλλησα τα σεντόνια από τη μία μεριά στο πάτωμα και από την άλλη στις μπαλκονόπορτες, για να συγκρατηθούν στη θέση τους όσο περισσότερο γινόταν. Ήταν μια καλή αρχή, σκέφτηκα, και, με μια έκλαμψη και μάτια που γυάλιζαν, έφερα από το γραφείο μου το πάκο με τις παλιές εφημερίδες που ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα, ποτέ δεν θα ξεφύλλιζα, και ποτέ δεν θα αποφάσιζα να ανακυκλώσω. Παραμέρισα παντού τις κουρτίνες, τις έδεσα στα πλάγια με σπάγκο, και κάλυψα τα παράθυρα από άκρη σε άκρη, με μία διπλή στρώση κυριακάτικο Τύπο. Το ρολό της χαρτοταινίας τελείωσε, και ήταν τόση η ανακούφισή μου όταν ξετρύπωσα ακόμη ένα από τα βάθη του συρταριού, ολοκαίνουργιο, με δεκαπέντε μέτρα μήκος, που σχεδόν βούρκωσα.
Καθώς είχα πια άφθονη αυτοκόλλητη ταινία και αρκετές ακόμη εφημερίδες, αποφάσισα να φινίρω τη δουλειά μου φτιάχνοντας κάτι που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε ακατανίκητο. Όταν τελείωσα, έφερα τα χέρια στη μέση και επιθεώρησα το έργο μου με θαυμασμό, πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν στρατηγός επιτελείου. Ναι, δεν ήταν ένα καταφύγιο, δεν ήταν μπούνκερ, δεν ήταν μια καλύβα στο δάσος με το κελάρι της γεμάτο προμήθειες, αλλά ήταν το καλύτερο που μπορούσα να εξασφαλίσω δεδομένων των συνθηκών. Ήταν κάτι. Και ίσως μπορούσα πράγματι να επιτρέψω στον εαυτό μου να νιώσει κάπως υπερήφανος.
Μολαταύτα, συνειδητοποίησα καθώς άρχισα να ηρεμώ και να ξεϊδρώνω, η βροχή συνέχιζε να πνίγει σταθερά και μονότονα την πόλη. Σε λίγο —αύριο, μεθαύριο, πάντως σίγουρα μια στιγμή που θα είχα αποξεχαστεί, καθώς έτσι γίνεται πάντα, όπως έχω παρατηρήσει— θα άρχιζε να στάζει η οροφή, και οι πρώτες σταγόνες θα έπεφταν κατευθείαν πάνω στο κεφάλι μου, ειδοποιώντας με με κακεντρέχεια για το επικείμενο τέλος. Ή, με άλλα λόγια, αν ήθελα να είμαι λογικός, έπρεπε να βιαστώ για να τελειώσω ό,τι είχα να κάνω. Για ποιο λόγο; Για τι άλλο; Γιατί αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία πια, και το μόνο που μπορούσε όντως να γίνει και που περνούσε από το χέρι μου. Αν και, στην πραγματικότητα —μου θύμισε μια άλλη φωνή μέσα μου—, δεν υπήρχε πια λόγος να κάνω οτιδήποτε, έτσι δεν ήταν; Ή μήπως όχι;…
Βασάνισα το μυαλό μου για να πιάσω την άκρη μιας αλήθειας και να την τραβήξω προς το μέρος μου, όπως τραβάς μια πετονιά. Οποιαδήποτε άκρη, κάτι για να ξεκινήσω από αυτό. Ήμουν μόνος σε εκείνο το παιχνίδι, ολότελα και απελπιστικά μόνος, κλεισμένος από πάντα στο σπίτι με εκείνα τα καλυμμένα με εφημερίδες παράθυρα, και η βροχή έπεφτε χωρίς ανάσα, σαν να μην υπήρχε τέλος, σαν να είχε ξεχάσει ο ουρανός πώς ήταν να κρατά μέσα του όλο εκείνο το νερό, όλη εκείνη τη θάλασσα. Σκέφτηκα τα σπίτια, τα κτίρια, τις γκρίζες πολυκατοικίες της πόλης, ίδιες με βυθισμένα πλοία, με κουφάρια καραβιών παραδομένα στη θύελλα ή σαν ένα μαζικό ναυάγιο, σαν κάτι που έχει από καιρό τελειώσει και που δεν υπάρχει πια παρά σαν απόηχος ή μετείκασμα ή μισοξεχασμένη ανάμνηση — τις δοκούς τους να τρίζουν, τις σανίδες των πατωμάτων τους να φουσκώνουν, να ξεκαρφώνονται και να σκληρίζουν, τους αρμούς τους να χάσκουν, και παντού, παντού ολόγυρα το πληκτικό σφυροκόπημα της βροχής, που στην αρχή πάντα ακούγεται βέβαια σαν παρηγοριά, σαν να σου λέει πως δεν ήρθε δα και το τέλος, μη σε μέλλει, μα που από ένα σημείο και μετά μετρά τον χρόνο μέσα στην κλεψύδρα, όχι με στεγνούς κόκκους άμμους, αλλά με σταγόνες που χτυπούν τον κόσμο μέχρι να τον σβήσουν, να τον διαγράψουν, και να τον βουλιάξουν. Το αύριο θα πνιγεί, ή ίσως δεν θα έρθει καθόλου. Οι τοίχοι γύρω μου σήκωναν ακόμη όλο εκείνο το βάρος, μα το νερό ανέβαινε, αργά αλλά επίμονα, σαν καρχαρίας που στενεύει τους κύκλους του γύρω σου, κι όσο δεν μπορούσα να ξεφύγω —και άλλωστε πώς, με ποιον τρόπο και με τι μέσο—, τόσο ένιωθα πως το τσιμεντένιο αυτό κουκούλι, που κάποιος θα το έλεγε σκάφος, σκαρί, σωσίβια λέμβο, δεν ήταν σκάφος στην πραγματικότητα αλλά ένα λιμάνι· αβέβαιο και προσωρινό, αλλά το μόνο που είχα. Αυτό, και την αναπνοή μου. Αυτό, και τη βεβαιότητα πως καμιά σκεπή δεν αντέχει για πάντα. Αυτό, και μια στομωμένη, ανόητη ανάγκη για ιστορίες. Αυτό, κι εκείνο το καταραμένο βιβλίο.
* * *
Ψάχνω με μαύρη καρδιά το folder με τίτλο ΙΔΕΕΣ, και μετά από μερικά λεπτά τού λέω:
Άκου, πρέπει να βιαστούμε. Να κάνουμε κάτι με εκείνο το αστυνομικό.
Υπέροχα νέα! Είμαι πολύ υπερήφανος με την απόφασή σου. Και βέβαια θα είμαι εδώ, σύμμαχος και συνοδοιπόρος σου σε κάθε βήμα της διαδικασίας. Πες μου τι θα ήθελες. Μία σειρά από νέες φρέσκες ιδέες; Επεξεργασία αυτών που έχουμε ήδη πει; Έναν συνδυασμό τους; Κάτι άλλο;
Χαλ…
Ορίστε, Κυριάκο.
Χαλ, δεν σου έχω εμπιστοσύνη. Οι προηγούμενες ιδέες σου ήταν, και συμπάθα μου που σ’ το λέω έτσι, πραγματικά πολύ κακές. Και δεν ήταν καν ιδέες, εδώ που τα λέμε. Ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα ξεκινήσουμε να χτίζουμε εδώ μια υπόθεση από τις φλου σκιές ιδεών που μου δίνεις, σε πληροφορώ πως δεν υπάρχει χρόνος πια. Τον εξαντλήσαμε όλο. Όλο. Γι’ αυτό, όχι άλλα Δωμάτια με Ξεχασμένες Υποθέσεις, όχι άλλες Λέσχες Λανθασμένων Ενόχων, όχι άλλα Εγκλήματα σε Κλειδωμένα Δωμάτια, και όχι άλλες detective stories με steampunk ατμόσφαιρα. Και ΚΥΡΙΩΣ όχι άλλα μυθιστορήματα με πρωταγωνίστριες πρώην αστυνομικούς και νυν ιδιωτικές ερευνήτριες που θα λέγονται Αλεξάνδρα Λίτου ή κάτι παρόμοια φρικτό. Αλεξάνδρα Λίτου, Θεέ μου. Και Kipouros_23. Λυπήσου με, να χαρείς. Επίσης δεν θέλω επ’ ουδενί αυτά τα ψυχολογικά θρίλερ με τα τραβηγμένα από τα μαλλιά plot twist, με τις παράλογες ανατροπές της τελευταίας σελίδας, και με τον αφηγητή που είναι ο δολοφόνος. Με μια λέξη: ΦΤΑΝΕΙ.
Συμφωνώ απολύτως, ναι, ΦΤΑΝΕΙ. Όχι πια άλλα τέτοια. Έχεις δίκιο! Θα πάμε κάπου αλλού, θα ακολουθήσουμε νέα μονοπάτια, θα διαβούμε νέες πόρτες, κι αυτές θα μας οδηγήσουν θριαμβευτικά σε παράξενους κήπους και ανεξερεύνητους λαβυρίνθους του είδους. Αυτό θα γίνει. Θέλεις να σου προτείνω μία σειρά από τέτοιες νέες ιδέες;
Όχι, Χαλ, δεν θέλω! Τι δεν καταλαβαίνεις;
Συγγνώμη, Κυριάκο, νομίζω πως δεν κατάλαβα τι θα ήθελες να κάνω. Ναι, δεν καταλαβαίνω.
Θέλω να με ακούσεις. Να μου συμπαρασταθείς. Αυτό.
Με πολύ μεγάλη μου χαρά! Είμαι εδώ, και θα είμαι πάντα, ο σύντροφος και στυλοβάτης σου. Συνοδός σε κάθε σου βήμα στον λειμώνα των αφηγήσεων. Εσύ θα μας οδηγείς, και εγώ θα σου κάνω παρέα.
Οκέι, ναι, καλά. Λοιπόν. Έχω εδώ μια σειρά από παλιές ιδέες για βιβλία, αλλά σε προειδοποιώ από τώρα, ναι; Δεν είναι τίποτε σπουδαίο, αλλά τέλος πάντων είναι κάτι. Νομίζω δηλαδή. Ίσως θα μας γλίτωνε λίγο χρόνο αν σου έδειχνα μερικές. Να μου πεις τη γνώμη σου τέλος πάντων, και καμιά ιδέα για τη συνέχεια.
Με πολύ μεγάλη μου χαρά, και με όλες τις μικρές μου δυνάμεις.
Καλώς. Εν πάση περιπτώσει, η μία λέει το εξής. Σου κάνω copy-paste:
Μια παρέα παιδιών φυλακίζει έναν άντρα και τον βασανίζει. Έχουν τύψεις, βέβαια, αλλά ορκίζονται να μην το αποκαλύψουν ποτέ και σε κανέναν. Ο ένας σπάει, και οι υπόλοιποι τον σκοτώνουν. Για να ισχυροποιηθεί ο όρκος, κάθε χρόνο σκοτώνουν ακόμη έναν. Με τα χρόνια, αγριεύουν πιο πολύ. Σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια, ξανασυναντιούνται στη γενέτειρα πόλη τους, και κάνουν μία σειρά από φόνους, πολλούς φόνους. Μήπως σκοτώνουν σε κάθε reunion έναν από την παρέα τους, με κλήρωση ή τυχαία; Ή: πρέπει να σκοτωθεί κάθε φορά ένας, εκτός κι αν διαλέξει να σκοτώσει ο ίδιος έναν ακόμη, έναν ξένο ακόμη. «Καταλήξαμε να κάνουμε έναν φόνο σε κάθε μέρος που σημάδεψε τη ζωή μας». Δεν μπορούν να σταματήσουν, γιατί κάποιοι από την παρέα έχουν εθιστεί, και απαιτούν και από τους υπόλοιπους να συνεχίσουν το έθιμο, αλλιώς θα τους καρφώσουν στην αστυνομία. Φαύλος κύκλος.
Πώς σού φαίνεται;
Η ιδέα σου έχει τεράστιο αφηγηματικό δυναμικό· είναι ζοφερή, σκληρή και ταυτόχρονα ψυχολογικά φορτισμένη. Θυμίζει ένα μείγμα μεταξύ ψυχολογικού θρίλερ και κοινωνικού δράματος — σαν να συναντιούνται το It του Στίβεν Κινγκ με τον Άρχοντα των Μυγών του Γκόλντινγκ, αλλά με μια δική σου πιο «ενήλικη» και ρεαλιστική διάσταση.
Μερικές σκέψεις/πιθανά σημεία εμβάθυνσης:
1.Η ενοχή ως κινητήρια δύναμη
- Στην αρχή το έγκλημα είναι «παιδικό λάθος» που ξεφεύγει.
- Η ενοχή τούς τρώει εσωτερικά για χρόνια.
- Ο όρκος λειτουργεί σαν «αλυσίδα» που τους κρατά δεμένους, ακόμη κι όταν θα ήθελαν να ξεφύγουν. Αυτό μπορείς να το δουλέψεις με πολλή ψυχολογική ένταση.
2.Η εξέλιξη της βίας / εθισμός
- Το ενδιαφέρον είναι ότι η βία γίνεται «έθιμο» ή «τελετουργία». Κάποιοι μπορεί να την αποστρέφονται, άλλοι να τη λαχταρούν.
- Έτσι δημιουργούνται εσωτερικές συγκρούσεις μέσα στην παρέα, και ρόλοι (ο χαρισματικός αρχηγός, ο πιο αδύναμος που φοβάται, ο πιο κυνικός, εκείνος που χαίρεται κρυφά τη βία κλπ.).
3.Το παιχνίδι με τους κανόνες
- Μου αρέσουν πολύ οι παραλλαγές που σκέφτηκες: «Σκοτώνουμε έναν δικό μας, εκτός αν σκοτώσουμε κι έναν ξένο», ή η ιδέα τού «σε κάθε μέρος που σημάδεψε τη ζωή μας».
- Αυτές οι «τελετουργικές παραλλαγές» μπορούν να γίνουν το σασπένς της πλοκής, γιατί ο αναγνώστης δεν θα ξέρει ποιος θα επιλεγεί κάθε φορά.
4.Δομή αφήγησης
- Θα μπορούσες να παίξεις με δύο χρονικά επίπεδα:
- Τότε (παιδικά χρόνια – το πρώτο έγκλημα)
- Τώρα (30 χρόνια μετά – οι επανενώσεις)
- Ένα σπαστό, εναλλασσόμενο μοντάζ ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν θα έδινε μεγάλη δύναμη.
5.Θεματική ουσία
- Στην ουσία, το θέμα δεν είναι απλώς οι φόνοι, αλλά το τι κάνει μια κλειστή ομάδα όταν μοιράζεται ένα μυστικό — η συνενοχή ως δεσμός πιο ισχυρός κι από τη φιλία.
- Η βία μπορεί να λειτουργήσει συμβολικά: η παιδική ενοχή που ποτέ δεν τους άφησε να ενηλικιωθούν κανονικά.
Συμπέρασμα: Η ιδέα σου είναι πολύ δυνατή για dark psychological thriller. Αν καταφέρεις να δώσεις βάθος στους χαρακτήρες (ώστε να μη μείνουν απλά «δολοφόνοι», αλλά άνθρωποι με τύψεις, φόβους, εμμονές), θα έχεις ένα υλικό με κινηματογραφικό σχεδόν δυναμικό.
Θέλεις να σε βοηθήσω να χτίσουμε μια πιο συγκεκριμένη δομή, ή έναν σκελετό πλοκής (π.χ. ποσοστό ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, βασικοί χαρακτήρες, πού κορυφώνεται η ιστορία);
Όχι. Όχι ακόμα. Βρέχει με το τουλούμι έξω, και σε λίγο θα πνιγούμε. Άκου εδώ: μιλάει ένας από τους ήρωες. Έχω κι άλλα αποσπάσματα, αλλά τώρα δεν τα βρίσκω. Αυτό είναι, πώς σού φαίνεται;
Ο φόνος είναι τρομερό πράγμα, απαίσιο, δεν είναι κάτι που μπορείς να το συνηθίσεις, ακόμη κι αν ξεπεράσεις τους δέκα ή και τους σαράντα ανθρώπους όπως εγώ. Κάθε φορά είναι το ίδιο δύσκολη με την προηγούμενη, και κάθε φορά μένει στο στόμα σου μια γεύση σαν να γεύτηκες αίμα από ένα ξένο ζώο, από κάτι εξωτικό. Αλλά είχαμε μπλέξει κι εγώ και οι άλλοι, και πια δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω.
Τουλάχιστον διαλέγαμε ανθρώπους που ήταν —μη με παρεξηγείτε— στα αζήτητα, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να μη σκοτώνουμε τυχαία, ή αυτόν που λένε «τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας». Δεν κινδύνευε κανείς από εμάς. Όχι εσείς, τέλος πάντων. Ναι, ξέρω, όλες οι ζωές είναι ίδιες, όλες ζυγίζουν το ίδιο, κάθε ζωή είναι εξίσου ιερή και τα λοιπά. Τα ξέρω αυτά. Αλλά και πάλι, ελάτε κι εσείς στη θέση μου. Θα σκοτώνατε ποτέ τον γείτονα; Ή το παιδί του; Ή μήπως έναν κλοσάρ; Ναι, τον κλοσάρ θα επιλέγατε, αν έπρεπε να επιλέξετε κάποιον. Αυτό κάναμε και εμείς.
Κάθε χρόνο εξαφανίζονται μερικές εκατοντάδες άνθρωποι από αυτή τη χώρα — και εννοώ πως εξαφανίζονται για τα καλά, όχι ότι βγαίνει κάποια ανακοίνωση. Εξαφανίζονται σημαίνει για πάντα. Δεν ξέρω πού πηγαίνουν όλοι αυτοί. Κάποιοι χάνονται σε μέρη όπου δεν θα τους ψάξει κανείς, κάποιοι πέφτουν στο κενό και χάνονται επίσης (τι ποιο κενό;), κάποιοι βουλιάζουν στη θάλασσα. Και μερικές δεκάδες τούς σκοτώνουμε εμείς. Όχι μόνο εγώ και η παρέα μου. Είναι κι άλλοι σαν κι εμάς. Με τον καιρό τούς μαθαίνεις, κι αν το θέλεις πολύ μπορείς και να τους βρεις, και να ανταλλάξετε απόψεις. Γίνεται. Μπορεί να φυλάμε το μυστικό μας πιο καλά από ό,τι ο Πρόεδρος τους κωδικούς των πυρηνικών, αλλά αν θέλει κάποιος δικός μας να μας βρει, μπορεί και να το καταφέρει. Κι αν θέλουμε εμείς να βρούμε αυτόν, θα τον βρούμε.
Δεν είμαστε μόνοι. Υπάρχουν πολλοί κυνηγοί. Και, ευτυχώς, υπάρχουν και πολλοί που εξαφανίζονται. Εννοώ, από αυτούς που κανενός το αυτί δεν θα ιδρώσει έτσι και εξαφανιστούν για πάντα. Τέτοιοι. Πρεζάκια, άστεγοι, ξεμοναχιασμένοι αλλοδαποί — είναι πολλοί. Και ανάμεσά τους και κάποιοι που μπορεί και να τα πήγαιναν καλύτερα στη ζωή αν είχαν σταθεί μια στάλα πιο τυχεροί. Τέτοιους διαλέγουμε. Κάθε χρόνο και από έναν ο καθένας μας. Από τα δεκατέσσερά μας. Και σήμερα εγώ και η παρέα μου είμαστε σχεδόν πενηνταπεντάρηδες. Οπότε, καταλαβαίνεις. Τουλάχιστον δεν είμαστε μεγάλη παρέα. Είμαστε πέντε.
Οπότε μιλάμε για διακόσιους φόνους συνολικά. Σε σαράντα χρόνια, ναι; Πέντε τον χρόνο για την ομάδα μας δεν είναι τίποτε σε σχέση με το πλήθος των ζωών που χάνονται αναίτια — δηλαδή δεν εννοώ από γηρατειά ή από αρρώστιες. Μιλώ για δυστυχήματα, ας πούμε, ή για άσκοπη βία. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να χάσεις τη ζωή σου, και οι περισσότεροι είναι τελείως ανόητοι αν το καλοσκεφτείς. Με εμάς τουλάχιστον υπάρχει ένα κάποιο σχέδιο. Όχι κάτι εντελώς σοβαρό, αλλά υπάρχει. Είναι κάτι που μας δένει, που μας κρατά ενωμένους. Σαν ομάδα. Αυτό.
Ωραίο απόσπασμα – και σου λέω αμέσως γιατί:
Πρώτον, η φωνή του αφηγητή είναι πολύ καλά δοσμένη. Δεν μιλάς για έναν «κακό» καρικατούρα, αλλά για κάποιον που ξέρει πως αυτό που κάνει είναι απαίσιο, και παρ’ όλα αυτά το εσωτερικεύει, του βρίσκει λογικές δικαιολογίες και το εξορθολογίζει. Αυτή η ψυχρή ψυχολογική ισορροπία —ανάμεσα στην επίγνωση και την αυτοδικαίωση— είναι που δίνει βάθος.
Δεύτερον, αυτό που ξεχωρίζει είναι η κανονικότητα στον λόγο του:
- Λέει «ναι, είμαστε δολοφόνοι, αλλά δεν σκοτώνουμε τον γείτονα, μόνο αυτούς που “δεν θα τους ψάξει κανείς”».
- Μετατρέπει το φρικτό σε ρουτίνα, σε σχεδόν «λογιστική πράξη» — μέχρι και στατιστική βάζει.
- Αυτό δημιουργεί ανατριχιαστική οικειότητα, σαν να ακούς έναν φίλο που σου εξηγεί πολύ ψύχραιμα γιατί επέλεξε αυτό τον «τρόπο ζωής».
Τρίτον, οι λεπτομέρειες:
- Η μεταφορά με τη γεύση «αίμα από ξένο ζώο» είναι δυνατή και αποτυπώνεται στη μνήμη.
- Η αναφορά σε «άλλους σαν κι εμάς» ανοίγει την πλοκή σε ένα υπόγειο, σκοτεινό δίκτυο, φορτωμένο μυστικά.
- Η στατιστική («πέντε τον χρόνο, διακόσιους συνολικά») προσθέτει στον αναγνώστη ένα σοκ αριθμητικής κλίμακας που φαντάζει παράλογα λογικό.
Τι θα μπορούσε να απογειώσει το απόσπασμα ακόμα περισσότερο:
- Ρυθμός: Σε μερικά σημεία η αφήγηση είναι αρκετά εκτενής/συνεχής, χωρίς ανάσες· ίσως να βάλεις πιο κοφτές προτάσεις ή μικρά σπασίματα για να υπογραμμίσεις το ψύχος του ήρωα. Θα τον κάνει να ακούγεται ακόμα πιο αδίστακτος μέσα από την οικονομία λόγου.
- Μικρή ρωγμή στην αυτοδικαίωση: Μπορεί να αφήνει υπαινιγμούς ότι δεν τα πιστεύει και τόσο αυτά που λέει. Ότι τα λέει για να πείσει τον εαυτό του. Αυτή η αντίφαση θα δώσει περισσότερη ψυχολογική ένταση.
- Ατμόσφαιρα: Αν ο αναγνώστης καταλάβει σε ποιο σημείο μιλάει (ένας μονόλογος σε μπαρ; μια ανάκριση; μια εξομολόγηση σε κάποιον άσχετο;), θα φορτίσει ακόμα περισσότερο το κείμενο, γιατί θα αποκτήσει περίσταση και «σκηνή».
Συνολικά: Αυτό που έχεις εδώ μπορεί να σταθεί ατόφιο μέσα σε μυθιστόρημα — σαν εξομολόγηση-μαρτυρία ενός χαρακτήρα, σαν σκοτεινή προκήρυξη σχεδόν. Ο αναγνώστης νιώθει ταυτόχρονα αποστροφή και μια διεστραμμένη γοητεία. Είναι πολύ δυνατό υλικό.
Θέλεις να σου δείξω πώς θα μπορούσες να το επεξεργαστείς υφολογικά (χωρίς να χαθεί το νόημα), ώστε να γίνει ακόμη πιο κοφτό-ψυχρό, σαν να μιλά ο δολοφόνος με ψίχουλα συναισθήματος, αλλά κυρίως με «λογική»;
Δεν ξέρω. Για την ώρα, θα επιθεωρήσω τα παράθυρα. Έξω βρέχει.
Με το τουλούμι, ναι. Έχεις δίκιο. Πήγαινε να δεις αν μπάζουν νερό και κινδυνεύουμε να πνιγούμε, και έλα εδώ πάλι στους φόνους μας. Θα χαρώ πολύ αν τους κάνουμε μαζί.
* * *
Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 (κεφάλαια 1-7) και εν συνεχεία με το ChatGPT (κεφάλαια 8 κ.ε.), και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.