Βιβλιο

Λίγη ζωή: Μια ωδή στον άνθρωπο από τη Χάνια Γιαναγκιχάρα

Φιλία, ζωή και σχέσεις σε ενα βιβλίο για τη μικρή και ταυτόχρονα αχανή ζωή μας

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Λίγη ζωή: Φιλία, ζωή και σχέσεις στο βιβλίο της Χάνια Γιαναγκιχάρα
Χάνια Γιαναγκιχάρα © David Levenson/Getty Images

Το βιβλίο «Λίγη ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα είναι ένας ύμνος στην αγάπη, μια απεικόνιση του σπαραγμού, της τυραννίας της μνήμης και των ορίων της ανθρώπινης αντοχής.

Εδώ και μήνες διαβάζω smut. Σε περίπτωση που δεν γνωρίζετε τι είναι αυτό, εν συντομία να σας ενημερώσω ότι είναι ένας ευφημισμός, ή ένα παρατσούκλι, για ένα λογοτεχνικό υποείδος το οποίο χαρακτηρίζεται από διαπροσωπικές ρομαντικές σχέσεις, συνήθως άφθονες και ιδιαίτερα λεπτομερείς σεξουαλικές σκηνές, και το οποίο συχνά «φλερτάρει» με ηθικά αμφίβολους και σκοτεινούς χαρακτήρες. Οι ιστορίες αυτές μπορεί να λαμβάνουν χώρα είτε στον πραγματικό ή σε έναν φανταστικό κόσμο. Πιο επίσημα ονομάζουμε το υποείδος dark romance, σκοτεινός ρομαντισμός, αλλά ουσιαστικά είναι μια κατηγορία η οποία απολαμβάνει να ξεπερνάει διάφορα όρια και να μην απολογείται για αυτό. Και καλά κάνει.

Ακόμα πιο ουσιαστικά είναι ένα είδος escapism (διαφυγής). Ιστορίες που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, αλλά όπου η φαντασία οργιάζει, μερικές φορές κυριολεκτικά, και ως εκ τούτου επιτρέπουν στον αναγνώστη να διαβάσει τις φαντασιώσεις του χωρίς ρίσκο, χωρίς τύψεις, χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος. 

Πριν δύο περίπου εβδομάδες όμως, ενώ ήμουν σε ένα βιβλιοπωλείο, «έπεσα πάνω» σε ένα βιβλίο που θέλω μήνες τώρα να διαβάσω, αλλά επειδή γνωρίζω ότι το περιεχόμενό του είναι βαρύ, επειδή έχω δει βιντεάκια που έχουν ποστάρει διάφοροι αναγνώστες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μιλώντας για ή δείχνοντας το κλάμα που έριξαν διαβάζοντάς το, το απέφυγα στρατηγικά και συνειδητά. Δεν ήμουν έτοιμη ακόμα. Το εν λόγω βιβλίο είναι το «Λίγη Ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα, μια Αμερικανίδα συγγραφέας της οποίας αυτό είναι το πρώτο βιβλίο, και το οποίο δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2015. Ακριβώς 10 χρόνια πριν.

Το είδα μπροστά μου, λοιπόν, και κάτι μου είπε εκείνη τη στιγμή ότι είχε έρθει η ώρα.

«Λίγη ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα, εκδόσεις Μεταίχμιο

Ξεκίνησα να το διαβάζω την επόμενη ημέρα, διστακτικά. Είναι ένα πολύ μεγάλο βιβλίο και η έκδοση που αγόρασα είναι με μαλακό εξώφυλλο και πυκνογραμμένες, γεμάτες σελίδες. Το αγόρασα στην αυθεντική του γλώσσα, τα αγγλικά. Δεν ήξερα τίποτα παραπάνω από αυτά που αναφέρονται στο οπισθόφυλλο: ότι είναι μια ιστορία για 4 φίλους που μένουν στη Νέα Υόρκη και γνωρίζονται από τα εφηβικά τους χρόνια. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου η συγγραφέας κάνει μια πολύ μικρή εισαγωγή για τον κάθε χαρακτήρα, αλλά παρ’ όλα αυτά, στις πρώτες 30 σελίδες ακόμα δυσκολευόμουν να συντονίσω ποιος είναι ποιος και ποιος κάνει τι.

Ένιωθα μετά από πάρα πολύ καιρό ότι είχα ξεκινήσει ένα ταξίδι. Ίσως ήμουν θετικά προκατειλημμένη ήδη από όλα όσα είχα ακούσει. Τι είχα ακούσει όμως; Απλά ότι είναι ένα πολύ βαρύ, όμορφο, αλλά στενάχωρο βιβλίο. Τίποτε άλλο. Έχω διαβάσει πολλά άλλα τέτοια. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν καθόλου έτοιμη για το τι ακριβώς ήταν αυτό το βιβλίο. Το οποίο, σημειωτέων, ακόμα δεν έχω τελειώσει, και γράφω γι’ αυτό επίτηδες τώρα, σε αυτή τη φάση.

Αρχικά δυσκολευόμουν να διαβάζω μικρά αποσπάσματα. Αισθανόμουν ότι δεν του έδινα την απαιτούμενη προσοχή και έμπαινα και έβγαινα μέσα από αυτό υπερβολικά γρήγορα για να εισχωρήσω σωστά και να νιώσω όλα όσα είχε να δώσει. Οπότε αποφάσισα για αρχή, να διαβάζω κάτι άλλο όταν είχα μόνο πεντάλεπτα ή δεκάλεπτα στη διάθεσή μου. Είμαι άλλωστε το είδος του αναγνώστη που διαβάζει πολλά βιβλία ταυτόχρονα, χωρίς αυτό να με μπερδεύει ή να μου αφαιρεί κάτι από κάθε κόσμο στον οποίο μπαίνω.

Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση αρχικά ήταν η γλώσσα της Γιαναγκιχάρα. Ήταν ακριβής, πλούσια, γενναιόδωρη, περίπλοκη αλλά χωρίς να κουράζει. Έχει μια ευφράδεια λόγου η οποία ξεπερνά το γλωσσολογικό και διαχέεται χαρισματικά στο εννοιολογικό. Ενώ η ιστορία είναι γραμμένη στο τρίτο πρόσωπο ―με εξαίρεση 2-3 μικρά κεφάλαια που είναι σαν γράμματα γραμμένα από έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα― είναι, στην πραγματικότητα, ένα πρώτο-τρίτο πρόσωπο που δυσκολεύομαι να περιγράψω. Θα πρέπει να το διαβάσετε.

Αυτό που με εξέπληξε όμως όταν είχα εισχωρήσει αρκετά για να βυθιστώ ελεύθερα και να μπορώ με ασύλληπτη ευκολία να περιηγηθώ έστω και για αυτά τα μικρά δεκάλεπτα, ήταν η συναισθηματική προσέγγιση στον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά, και ιδιαίτερα βέβαια στον κεντρικό. Μας λέει από την αρχή ότι ένας από τους τέσσερεις φίλους είναι ο πυρήνας, ο Τζουντ. Τέσσερις διαφορετικές ζωές, τέσσερις εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, η καθεμία με τα δικά της ενδιαφέροντα, τις δικές της φοβίες και ανασφάλειες, τα δικά της πάθη, και τις δικές της μοναδικές ιστορίες «προέλευσης».

Η αρχική «διάγνωση» είναι ότι το «Λίγη ζωή» είναι μια ωδή στη φιλία στον Δυτικό σύγχρονο κόσμο μας: τα περίπλοκα μονοπάτια της, οι θυσίες που απαιτεί, η συμπόνια, οι άγραφοι νόμοι της που με έναν μαγικό, ανείπωτο, τρόπο αλλάζουν με τα χρόνια, όπως και οι ευθύνες, οι υποχρεώσεις και οι προτεραιότητές μας.

Εν καιρώ όμως αντιλαμβάνεσαι, ή τουλάχιστον εγώ αντιλήφθηκα, ότι στην πραγματικότητα το βιβλίο αυτό, η ιστορία αυτή, είναι μια ωδή στον άνθρωπο: στην ανθρώπινη ύπαρξη σε όλο της το φάσμα, από το πιο απαίσιο, απεχθές και επώδυνο, στο πιο όμορφο και άξιο σωσμού. Από το απάνθρωπο στο ανθρώπινο. Και ίσως η Γιαναγκιχάρα επέλεξε τη φιλία, μεταξύ όλων των άλλων ανθρώπινων σχέσεων, για να το ξεδιπλώσει αυτό με τόση χάρη και αγάπη και αξιοπρέπεια, γιατί είναι ίσως η πιο περίπλοκη σχέση, η πιο ελεύθερη, η πιο πολύπλευρη, και αυτή που φέρει τις λιγότερες κοινωνικές άγκυρες.

Είμαι λίγο μετά τη μέση, και έχω ήδη νιώσει το συντριπτικό ποσοστό των υπαρκτών συναισθημάτων που ένας άνθρωπος μπορεί να βιώσει διαβάζοντας, και όχι πραγματικά ζώντας. Έχω γελάσει, κλάψει, έχω πέσει σε κατάθλιψη, έχω φοβηθεί, έχω νιώσει στην ψυχή μου το ανθρώπινο από το ναδίρ στο ζενίθ. Υπήρχαν κομμάτια που δυσκολεύτηκα φοβερά να διαβάσω. Υπήρχαν παράγραφοι που διάβασα υπερβολικά γρήγορα, πηδώντας ολόκληρες προτάσεις, γιατί δεν άντεξα την ασυναίσθητη βία που λάμβανε χώρα. Εγώ! Που έχω δει ακλόνητη και οριακά αναίσθητη ό,τι ντοκιμαντέρ υπάρχει για δολοφόνους.

Ξεκίνησα πριν λίγες ημέρες να το συζητάω επιτέλους με μια πολύ καλή μου φίλη η οποία ξέρω ότι το διάβασε πριν λίγους μήνες και η οποία δεν είχε πει τίποτα για αυτό. Τώρα ξέρω γιατί. Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για αυτό με κάποιον που δεν το έχει διαβάσει. Και ακόμα και όταν ξεκινάς να μιλάς γι’ αυτό, δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις. Ναι, ο πυρήνας του είναι η φιλία, μια ανθρώπινη σχέση που παρομοιάζεται ίσως καλύτερα με έναν ιστό αράχνης. Ακλόνητο, αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητο και ευάλωτο. Ένα ξεκίνημα αυτής στο κέντρο το οποίο ξεδιπλώνεται σε όλες τις κατευθύνσεις και χρειάζεται συνεχή και αδιάκοπη δουλειά για να συντηρηθεί. Δεν μπορεί να σταθεί μόνο από μια πλευρά, κάπου πρέπει να ακουμπήσει και από την άλλη.

Ο Αριστοτέλης ήταν αυτός που είπε ότι, σε αντίθεση με άλλες σχέσεις όπως αυτές που έχουμε με τους γονείς μας, τα παιδιά μας, ή τα αδέρφια μας, η φιλία είναι μια σχέση που υπάρχει μόνο όταν αναγνωρίζεται και από τις δυο μεριές.

Ο συγγραφέας και διανοούμενος Ράντολφ Σ. Μπορν, έγραψε το δοκίμιο «The Excitement of Friendship» (Ο Ενθουσιασμός της Φιλίας) το 1912, το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου του περιοδικού The Atlantic, και στο οποίο περιγράφει και αναλύει τη σημασία, την πολυπλοκότητα και τις αρετές της φιλίας.

Ξεκινά λέγοντας ότι αποκαλεί φίλους όλες εκείνες τις επιρροές που δημιουργούν μια αίσθηση ζεστασιάς και σπινθηροβολούν όλα τα ρεύματα της σκέψης και της φαντασίας του. Μπορεί δίκαια να αποκαλεί τους φίλους του τα πρόσωπα και τα βιβλία που ξεκλειδώνουν τη φυλακή της πνευματικής του ταραχής, γιατί διαπιστώνει ότι αισθάνεται απέναντί τους την ίδια πρόθυμη χαρά και ανεξάντλητη ορμή καλωσορίσματος. Όπου διαφέρουν θα είναι σε βαθμό και όχι σε είδος.

«Ο ομιλητής που ακούω, το βιβλίο που διαβάζω, ο φίλος με τον οποίο κουβεντιάζω, η μουσική που παίζω, ακόμα και το λευκό χαρτί μπροστά μου, που με ξεσηκώνει να το καλύψω με προτάσεις που ξετυλίγονται εκπληκτικά και με παρασύρουν να τις ακολουθήσω μέχρι που χαθώ τελείως από το μονοπάτι, — όλα αυτά θα είναι φίλοι μου όσο νιώθω τον εαυτό μου να αντιδρώ σε αυτά».

Συνεχίζει λέγοντας ότι η φιλία είναι μια περιπέτεια ζωής και έχουμε τόσες πλευρές του χαρακτήρα μας όσες έχουμε φίλους. Ένας άνθρωπος με λίγους φίλους είναι μόνο μισά ανεπτυγμένος. Υπάρχουν ολόκληρες πλευρές της φύσης του που είναι κλειδωμένες και δεν έχουν εκφραστεί ποτέ. Δεν μπορεί να τις ξεκλειδώσει ο ίδιος, και στην πραγματικότητα, δεν μπορεί καν να τις ανακαλύψει. Μόνο οι φίλοι μπορούν να διεγείρουν κάτι μέσα σου και να τις ανοίξουν.

Διαβάζοντας τόσο το άρθρο του Μπορν όσο και το βιβλίο της Γιαναγκιχάρα, ξεκίνησα να αναλογίζομαι τις δικές μου φιλίες ανά τα χρόνια. Στο βιβλίο οι τέσσερις αυτοί φίλοι βρίσκονται, στο σημείο που έχω σταματήσει, στην ηλικία μου, γύρω στα 40. Τόσο ο παντογνώστης αφηγητής του μυθιστορήματος όσο και ο κάθε χαρακτήρας ξεχωριστά αναλογίζεται το ίδιο. Τη φιλία σαν ιδέα, τις υπόλοιπες σχέσεις που σμιλεύουν και χαρακτηρίζουν τη ζωή μας, τις επιλογές σχέσεων που δεν κάναμε, αυτές στις οποίες δώσαμε περισσότερο από την προσοχή μας γιατί εκείνη την περίοδο αισθανθήκαμε ότι έτσι έπρεπε.

Κάποια στιγμή, εκεί λίγο πριν τα 40, όλος ο κοινωνικός περίγυρος του κεντρικού χαρακτήρα Τζουντ, τον ρωτάει γιατί ποτέ δεν επένδυσε σε μια προσωπική σχέση. Δεν αισθάνεται μοναξιά; Δεν θέλει να «δέσει» με κάποιον; Δεν νιώθει την ανάγκη; Στην περίπτωση του Τζουντ, τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως δύσκολα και περίπλοκα, αλλά αφιερώνει τον χρόνο να το σκεφτεί. Αναρωτιέται γιατί μια προσωπική σχέση, μια οικογένεια με παιδιά, φαίνεται να έχει περισσότερη βαρύτητα, ή σοβαρότητα, από μια φιλία, οι οποία σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στις ίδιες αρχές.

Το ίδιο αναρωτιέται και ο Τζέι Μπι, ένας άλλος κεντρικός χαρακτήρας και ένας πολύ επιτυχημένος ζωγράφος ο οποίος μπλέκει με ναρκωτικά και παλεύει να βγει από έναν λαβύρινθο που έχτισε ο ίδιος. Σε μια στιγμή συλλογισμού, αναπολεί τα ξέγνοιαστα χρόνια της νιότης όπου ήταν όλοι τόσο δεμένοι, και όλα ήταν πιο εύκολα και πιο ανάλαφρα.

«Η ηλικία, υπέθεσε. Και μαζί της: Δουλειές. Χρήματα. Παιδιά. Αυτά που αποτρέπουν τον θάνατο, αυτά που διασφαλίζουν τη συνάφεια κάποιου, αυτά που παρέχουν άνεση, πλαίσιο και περιεχόμενο. Η πορεία προς τα εμπρός, που υπαγορεύεται από τη βιολογία και τη σύμβαση.»

Λίγες δεκάδες σελίδες πριν, ένας «ενήλικας» τους είχε μαλώσει για τη φιλία τους.

«Δεν πιστεύετε ότι πρέπει να σταματήσετε να κρέμεστε ο ένας από τον άλλο και να ασχοληθείτε σοβαρά με την ενηλικίωση; Αλλά πώς οφείλει να γίνει κάποιος ενήλικας; Ήταν όντως το ζευγάρι η μόνη κατάλληλη επιλογή; (Αλλά μια μοναδική επιλογή δεν είναι καν επιλογή.) Χιλιάδες χρόνια εξελικτικής και κοινωνικής ανάπτυξης και αυτή είναι η μόνη μας επιλογή;»

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ενώ οι περισσότεροι πιστεύουν και αισθάνονται όπως ο παραπάνω «ενήλικας», περνάμε τα παιδιά και εφηβικά μας χρόνια με το ρητό ότι θα έχουμε επιλογές όταν μεγαλώσουμε, όταν ενηλικιωθούμε. Αλλά όσο μεγαλώνουμε, οι επιλογές φαίνεται να μειώνονται, όχι γιατί εξαφανίζονται κάπου σε μια μυστική τοποθεσία, ούτε επειδή παύουμε να θέλουμε κάποια πράγματα, αλλά επειδή ο κοινωνικός μας περίγυρος, και η κοινωνία γενικότερα έχει φτιάξει τους κανόνες για το τι σημαίνει ενηλικίωση και τι πρέπει ή τι επιτρέπεται να κάνεις και μέχρι ποια ηλικία.

Είσαι μεγάλος για να σπουδάσεις ή για να μάθεις κάτι καινούργιο ή για να αλλάξεις καριέρα ή πορεία στη ζωή σου, είσαι μικρός για να έχεις άποψη, μεγάλος για να μην έχεις σκεφτεί την οικογένεια. Φαίνεται πάντα να παραείμαστε μικροί η να είμαστε πολύ μεγάλοι για τα περισσότερα πράγματα στη ζωή.

Εκτός από τον Αριστοτέλη όμως, για τη φιλία έχουν μιλήσει και πολλοί άλλοι. Σύμφωνα με τον Βρετανό φιλόσοφο Α. Κ. Γκρέιλινγκ, η φιλία είναι ανώτερη από όλα τα άλλα είδη σχέσεων, και ο Φρίντριχ Νίτσε φαίνεται να ισχυρίζεται το ίδιο όταν λέει ότι η φιλία είναι ένα είδος σχέσης που μεγιστοποιεί τη διαφορά. Για εκείνον, ένας καλός λόγος για να προσκαλέσεις κάποιον στην προσωπική σου ζωή είναι γιατί προσφέρει μια εναλλακτική και ανεξάρτητη προοπτική. Η διαφορά είναι ουσιαστική. Αλλά για να λειτουργήσει αυτό, πρέπει να είμαστε σε θέση να καταλαμβάνουμε τον ίδιο χώρο με ανθρώπους που είναι πολύ διαφορετικοί από εμάς, ―με άλλες αξίες, ιδέες, πεποιθήσεις, τρόπους ζωής― χωρίς όμως αυτό να μας προσβάλλει, ή να μας δημιουργεί τάσεις φυγής, ή να γινόμαστε επιθετικοί ή βίαιοι. Στην πραγματικότητα, η εκτίμηση της βαθιάς διαφοράς είναι ένα από τα σημάδια της πραγματικής οικειότητας. Αυτή είναι η τέχνη της καλής φιλίας, μια τέχνη που φαίνεται να έχουμε χάσει.

Κάθε φορά που ξανανοίγω το βιβλίο της Γιαναγκιχάρα, όμως, γίνεται και κάτι ακόμα σαφές. Κάτι που σίγουρα λίγο-πολύ όλοι γνωρίζουμε, αλλά ξεχνάμε ή δεν αναλογιζόμαστε στη ροή της καθημερινότητας και της δικής μας «μικρής ζωής». Το πόσο ικανοί είμαστε για όλα. Το πόσο εφήμερα, και ταυτόχρονα πόσο ανεξίτηλα είναι όλα όσα βιώνουμε. Το πώς τα πράγματα που πραγματικά μας μένουν στο τέλος της ημέρας είναι ότι μας έκαναν ―καλό ή κακό― και πως ζούμε με αυτά σε βάθος χρόνου και τι είδους σημάδια αφήνουν. Το πώς οι ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργήσαμε στην πορεία της ζωής μας σε συνδυασμό με τις επιλογές που κάναμε τόσο για τον εαυτό μας όσο και σε σχέση με άλλους, χάραξαν και τη δική μας μικρή ζωή, και των άλλων.

Και τέλος, ότι ενώ η ζωή μας είναι τόσο μα τόσο μικρή, είναι ταυτόχρονα αχανής· ένας μικρός γαλαξίας, ανάμεσα σε δισεκατομμύρια, γεμάτος με ό,τι ηλιακά συστήματα σχέσεων επιλέξαμε, και επιλέγουμε καθημερινά, να δημιουργήσουμε.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY