Βιβλιο

Στις «κουΐντες» της Ιστορίας

Ο Μένης Κουμανταρέας μάς μιλά για το τελευταίο του βιβλίο

114745-648383.jpg
Φοίβος Σακαλής
ΤΕΥΧΟΣ 238
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
89673-201557.jpg

Γιατί επιλέξατε ως όχημα για τη συγγραφή του βιβλίου σας «Το show είναι των Ελλήνων» (εκδόσεις Κέδρος) την Ιστορία και ποια είναι η κοινή συνισταμένη των τριών διηγημάτων που το αποτελούν;

Νομίζω ότι η Ιστορία με επέλεξε. Γιατί και τα τρία περιστατικά είναι –τόσο η συνάντηση του Δημήτρη Μητρόπουλου με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, όσο και η ιστορία του κυρίου Μπατερφλάι και η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών το ’44–γεγονότα στα οποία υπήρχα. Ως βρέφος, ως έφηβος και ως νέος. Είναι στιγμές, όπως αυτή του ’44, που με σφράγισαν. Την ώρα που γίνονται οι συσκέψεις τον Δεκέμβριο του ’44, με τον Τσόρτσιλ την πρώτη μέρα και με τους Έλληνες πολιτικούς αρχηγούς τη δεύτερη μέρα προκειμένου να υπάρξει λύση στα Δεκεμβριανά, εγώ βρίσκομαι όμηρος στα χέρια των Ελασιτών, στο Περιστέρι, μαζί με τη μάνα μου. Καταλαβαίνετε τι αντίκτυπο είχε σε μένα ένα τέτοιο γεγονός σε ηλικία έντεκα χρονών. Θυμάμαι μάλιστα ότι οι Ελασίτες με είχαν ρωτήσει τι εφημερίδα διαβάζουμε στο σπίτι και είχα την προνοητικότητα να απαντήσω «τον Ριζοσπάστη». Μας άφησαν να φύγουμε. Την ανάμνηση της ομηρίας μου ήρθε να την ανασκαλέψει ο Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος μού ζήτησε πριν από τρία χρόνια να γράψω ένα θεατρικό έργο με θέμα αυτές τις δύο συσκέψεις. Το θεατρικό έργο των δύο πράξεων μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά στη νουβέλα που έχουν οι αναγνώστες στα χέρια τους.

Η δεύτερη ιστορία διαδραματίζεται με άξονα την περίφημη παράσταση της Μαντάμ Μπατερφλάι τέσσερις μέρες πριν από την έκρηξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου. Σε μια ατμόσφαιρα πανηγυρική, ο τορπιλισμός της Έλλης στις 15 Αυγούστου έχει ξεχαστεί από τους Αθηναίους –είχε μάλιστα έρθει και ο υιός Πουτσίνι με τη γυναίκα του–, ανεβαίνει η παράσταση μέσα σε ένα κλίμα φιλίας ανάμεσα στα δύο κράτη. Αλλά ξαφνικά κατά τη διάρκεια της παράστασης, την επόμενη μέρα έρχεται το περίφημο τελεσίγραφο του Τσιάνο. Ο Γκράτσιε, πρεσβευτής της Ιταλίας αλλά φιλελεύθερος άνθρωπος, πρέπει από τη μία να υπηρετήσει το φασιστικό καθεστώς της χώρας του και από την άλλη δεν θέλει να δυσαρεστήσει τους Αθηναίους φίλους του. Την ατμόσφαιρα αυτών των ημερών διηγείται ένας φιλότεχνος δικηγόρος. Την ιστορία αυτή την ήξερα από την περίοδο που ήμουν στο διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όπου ψιθυριζόταν πάντα αυτός ο θρύλος για την τρομερή Μπατερφλάι του πολέμου, όπως την αποκαλούσαν, όπου πρωταγωνιστούσε η Ζωή Βλαχοπούλου.

Για την πρώτη νουβέλα που λέγεται «Μια μέρα από τη ζωή τους» χρησιμοποίησα μια πληροφορία που έμαθα συμπτωματικά από τη Λέσχη του Δίσκου. Ότι ο Μητρόπουλος συναντήθηκε ένα βράδυ με τον Καβάφη, όπου ο μουσικός τού έπαιξε στο πιάνο και τού τραγούδησε τα μελοποιημένα από τον ίδιο ποιήματά του. Με οδηγό ένα σημείωμα που βρήκα στη Νέα Εστία, για το τι είχε πει ο Μητρόπουλος εκείνη την ημέρα, αναπαριστώ αυτή την πραγματικά τρομερή συνάντηση στο σπίτι της Ελένης Ουράνη τον Οκτώβριο του ’32 και φαντάζομαι τι πράγματα μπορεί να έγιναν ανάμεσα στους δύο άντρες. Παράλληλα κάνω μια βουτιά στην ατμόσφαιρα της εποχής, διαπιστώνοντας ότι και ο Καβάφης και ο Μητρόπουλος είναι εντελώς ξένοι στο επικρατούν κλίμα της εποχής. Και οι δύο είναι κάθε άλλο παρά ρομαντικοί.

Υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός και στις τρεις ιστορίες του βιβλίου.

Κοιτάξτε, υπάρχει ένα κοινό νήμα που διατρέχει και τις τρεις νουβέλες του βιβλίου. Είναι οι κουΐντες της Ιστορίας. Βλέπουμε την Ιστορία από τις κουΐντες σαν να βλέπουμε μια παράσταση. Στη συνάντηση του Καβάφη με τον Μητρόπουλο υπάρχει και ένας υφέρπων αισθησιασμός. Μ’ αρέσει πολύ να φαντάζομαι ότι ο Καβάφης θα φλερτάριζε τον Μητρόπουλο. Είχαν και τεράστια διαφορά ηλικίας. Εβδομήντα ο ένας και τριάντα τριών ο άλλος. Και στην Μπατερφλάι υπάρχει ένας υφέρπων ερωτισμός, γιατί ο ήρωας αρέσκεται στο να πηγαίνει με διάφορες πόρνες. Άλλωστε η πόρνη που πρωταγωνιστεί στην όπερα είναι σε αντίστιξη με τις πόρνες που βρίσκονταν εκείνη την εποχή έξω από το Βασιλικό Θέατρο, που δόθηκε η παράσταση, ή έξω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, που μαζεύονταν οι πουτάνες. Αλλά και στην τρίτη νουβέλα, παρότι στα δραματικά γεγονότα που συνέβαιναν στους δρόμους της Αθήνας το ’44 δεν χωρά ερωτισμός, επειδή την ιστορία την αφηγείται ένας παλιός κονδυλούχος του υπουργείου Εξωτερικών σε ένα νεαρό υπάλληλο, τελικά κι εκεί δημιουργείται ανάμεσά τους ένα κλίμα αισθησιασμού. Κοιτάξτε, αν δεν υπάρχει αισθησιασμός σε ένα βιβλίο, είναι νεκρό. Αισθησιασμός με την οποιαδήποτε μορφή. Ακόμα και στην ίδια τη γραφή που μπορεί να είναι αισθησιακή. Η Ιστορία μπορεί να είναι ξερή, αλλά η λογοτεχνία όταν αναπαριστά την Ιστορία δεν είναι καθόλου.

Μοιάζει να κάνετε ταυτόχρονα αναφορές στο θέμα του υψηλού και του χαμηλού στην τέχνη, καθώς και στη διαφορά μεταξύ αστών και λαϊκών στρωμάτων.

Υπάρχει πράγματι κι ένα άλλο στοιχείο που παραμονεύει συνέχεια στο βιβλίο. Είναι η αίσθηση της διαφοράς ανάμεσα στον αστικό κόσμο, ο οποίος δύει σιγά-σιγά, και στο λαό. Στον Καβάφη υπαινίσσομαι ότι η Αθήνα είναι μια πόλη της Μπελ Επόκ, ανυποψίαστη γι’ αυτά που πρόκειται να ’ρθουν. Το ’40 είναι σίγουρα μια τομή, μια που ο πόλεμος θα τα ανατρέψει όλα και θα σαρώσει την αμεριμνησία των αστών. Και φυσικά στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών απεικονίζεται η διαπάλη ανάμεσα στο κατεστημένο, τη δεξιά και την πλουτοκρατία, με το προλεταριάτο. Ήταν μια πάλη των τάξεων.

Σήμερα θεωρείτε ότι η αστική τάξη παράγει πολιτισμό;

Νομίζω ότι μόνο η αστική τάξη παράγει πολιτισμό. Δυστυχώς. Ο λαός ακολουθεί την αστική τάξη, είτε με τη μορφή της οικονομικής καταπίεσης είτε λόγω της έλλειψης αρκετής γραμματοσύνης. Παρ’ όλα αυτά, οι καλύτεροι καλλιτέχνες από την αστική τάξη έχουν λαϊκές καταβολές.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αθήνα παίζει ίσως τον κεντρικότερο ρόλο στα έργα σας;

Ό,τι και να γράφω, η Αθήνα είναι η πρωταγωνίστρια. Είτε αναφέρομαι στο παρόν είτε στο παρελθόν, η Αθήνα είναι από κάτω. Μάλιστα νομίζω ότι στο «Show είναι των Ελλήνων» –φράση που είπε ο Τσόρτσιλ και από κει προήλθε ο τίτλος του βιβλίου– ασκώ και μια κριτική στη γενέτειρά μου. Δεν τη χρησιμοποιώ απλώς σαν ένα γραφικό μπακγκράουντ.

Έχετε μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για τους μετανάστες και την ελληνική γλώσσα.

Θεωρώ ότι πέρα από το ότι οι μετανάστες κάνουν όλες τις δουλειές που δεν θέλουμε να κάνουμε εμείς, και στα χωράφια και παντού, εμείς πλέον έχουμε τεμπελιάσει, για να μην πω και ερωτικά, το μεγάλο κέρδος που έχει από τους μετανάστες η Ελλάδα είναι η εξάπλωση της γλώσσας. Αυτή τη στιγμή πας στο Βουκουρέστι, τη Σόφια και τα Τίρανα, και ακούς ελληνικά. Είναι μια τεράστια ευκαιρία να βγει η γλώσσα μας από τα στενά πλαίσια της Ελλάδας και να εξαπλωθεί τουλάχιστον στην Ανατολική Ευρώπη. Βγαίνουμε από το γκέτο της γλώσσας μας.


Φωτό: Πηνελόπη Μασούρη

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ