Βιβλιο

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: Νοέμβριος

Πάλι κεντάει ο στρατηγός!

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
80437-162448.jpg

Τριάντα τρεις ιστορίες, λες και τις νύχτες, που όλοι κοιμούνται, ένας σκαντζόχοιρος κρυμμένος στο μαξιλάρι του δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Εμπεριέχονται στον «Νοέμβριο», το τελευταίο του βιβλίο, και διατρανώνουν την πεποίθησή μας ότι είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή έλληνας συγγραφέας.

Γειτονιές, δρόμοι, στέκια, κτήρια, άνθρωποι, συνήθειες, ιστορίες. Μεταλλάσσονται ή χάνονται, αλλοιώνονται ή εξαφανίζονται νομοτελειακά. Η πόλη όμως συνεχίζει, η ζωή προχωρά, αναρωτιέμαι: Μήπως στον «Νοέμβριο», όπως βέβαια και σε αρκετές από τις πρότερες διηγηματογραφίες σου, επιθυμείς να διασώσεις ένα κομμάτι ανθρώπων, τόπων και συμβάντων που δεν θα έπρεπε να τους λάχει λήθη; Η πρόθεση δεν είναι να τους διασώσω ως απλή μνήμη, αλλά να τους εντάξω σε ιστορίες οι οποίες εκπέμπουν νοήματα και αινίγματα πέραν των ιδίων. Αναβιβάζονται, δηλαδή, σε πρωταγωνιστές μύθων οι οποίοι περιέχουν και εκλύουν (ή κρύβουν, ταυτόχρονα) και άλλες, πολλαπλές σημάνσεις – πάντα βέβαια με την έγνοια της αναγνωστικής απόλαυσης. Διογκώνω ή μινιμάρω πλευρές ανθρώπων και τόπων, έτσι ώστε να υπηρετούν μια σύλληψη που τους ξεπερνάει, μέσα σε μια θραυσματική, αλλά αυτάρκη διήγηση η οποία υπάρχει, πια, καθεαυτή. Όλο το παίγνιο είναι τι επιλέγεις και το πώς το λες, ελλειπτικά, με ποια εκφραστικά μέσα, ρυθμό και μοντάζ. Τότε παύει να είναι ένα περιστατικό, πραγματικό ή επινοημένο, και αποκτά κράση λογοτεχνίας, με πολλαπλά στρώματα ανάγνωσης. Αυτονομείται εντελώς, ζει διαχρονικά εν εαυτώ.

Θυμάμαι, σε μια δημόσια ομήγυρη, μια εκρηκτική σου τοποθέτηση: το τουρκομπαρόκ που κατατροπώνει τη Θεσσαλονίκη δεν αλλάζει με ψευτοενέσεις μοντερνιάς. Μόνο, είπες, αν ανατινάξουμε την πόλη, θα μπορέσουμε και να τη χτίσουμε από την αρχή. Αλλιώς, κάθε προσπάθεια να συμβαδίσουμε με τη νεωτερικότητα είναι καταδικασμένη σε φτηνή μίμηση και ψοφοδεή επαρχιωτικό μηρυκασμό. Η Θεσσαλονίκη κάνει σημειωτόν εδώ και χρόνια. Σχεδόν σαπίζει. Χρειάζονται μεγαλοφάνταστες και τολμηρές επεμβάσεις για να προλάβει αισθητικά αυτό που έχει συμβεί σε άλλες πόλεις, και αρχιτεκτονικά, και συγκοινωνιακά, και αισθητικά, και καλλιτεχνικά. Δεν μπορούμε ακόμα να έχουμε ως σύμβολο της πόλης μια κυλινδρική, οθωμανική φυλακή θανατοποινιτών και καταλύματος των γενιτσάρων. Θέλουμε μελλοντολογικά γλυπτά στην προκυμαία, των μεγαλύτερων καλλιτεχνών του κόσμου, ανισόπεδες διαβάσεις, γέφυρες και διάπλατες λεωφόρους, τρελούς φωτισμούς και υπερ-μοντέρνα κτήρια σε συνομιλία με τα παλιά και με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πόλης. Με συμπληρώματα κακής διατροφής δεν λύνεται τίποτε, απλώς διαστέλλεται το κιτς ή παρηγοριέται επικαιρικά ο μέσος όρος.

athensvoice.gr

Στον «Νοέμβριο» ισορροπείς δεξιοτεχνικά μεταξύ της Μεγάλης Ιστορίας και των ανθρωπίνων μικρών ιστοριών, που μένουν στο κατόπι της, σαν λογαριασμοί που τρέχουν και καμιά φορά παραμένουν εις το διηνεκές ανεξόφλητοι. Και ίσως οι δεύτεροι είναι που σε ωθούν να τους νταγιαντεύεις, να τους ξαναγεννάς και να τους ξαναπλάθεις. Οι παλιές Παρασκευές που πέρασαν. Γιατί το χθες δείχνει να σε συνεπαίρνει τόσο πολύ κι όλο το τριβελίζεις; Υπάρχουμε στο τώρα, αλλά κυρίως υπάρχουμε ως χθες, ως υποστάσεις μνήμης, για να φτιάξουμε το αύριο. Το χθες είναι η προηγούμενη μέρα, και το αύριο οι προηγούμενοι αιώνες – όλα αυτά σε συνδυασμό, ως συνείδηση, και σε δυναμική συνέχεια που γίνεται αέναο άλμα προς τα μπρος. Ο Καβάφης μιλάει για την τωρινή κρίση με απόλυτη ευστοχία, γράφοντας για μια «Μεγάλη ελληνική αποικία του 200 π.Χ.». Η ανθρώπινη κατάσταση στις άπειρες ποικιλίες της έχει σταθερές και μεταβλητές πέραν της επιφανειακής ροής του χρόνου. Αλλά και για το αύριο να γράψω, σε λίγο κι αυτό θα γίνει χτες. Τίποτε δεν γερνάει γρηγορότερα από το μέλλον. Ο χρόνος είναι σχετικός κι ένα οποιοδήποτε συμβάν ή διήγηση νοηματοδοτείται από τον τρόπο που τη φωταγωγούμε, τις σχετικότητες με τις οποίες τη συνδέουμε. Ένα γερμανικό καταφύγιο στο γήπεδο του Άρεως από μόνο του δεν λέει τίποτε, αν δεν το συσχετίσω συνειδητά με άλλα γεγονότα, παράπλευρες μνήμες και τωρινούς συνδυασμούς, για να λάβει νέα ζωή και διαρκές νόημα.

Με ενδιαφέρει να μάθω αυτό που σου συμβαίνει πριν να γράψεις. Πού και πώς σε βρίσκει η ιδέα, αλλά και πού την κυνηγάς και τη βρίσκεις εσύ. Ποια είναι αυτή η γενεσιουργός αιτία που σε κινεί, σε συνταράσσει, σου φέρνει αυτό το ρίγος, προαπαιτούμενο υποθέτω, για να πλάσεις. Είναι πέραν της συνείδησης, οπότε δύσκολο να περιγραφεί. Απλώς συμβαίνει, όταν έρθω σε επαφή με μια εικόνα, ακούσω μια φράση, δω μια χειρονομία, ή εμπλακώ σε ένα περιστατικό. Τότε προκύπτει μια ένδον ανάφλεξη, αυτό που λέμε έμπνευση, και σπαργανώνεται μια καταρχήν ιστορία. Αυτή τη ζυμώνω σιωπηρά, ώσπου να φτάσει σε ένα σημείο. Μετά αρχίζει η βάσανος της γραφής, όπου παίρνει άλλες κατευθύνσεις και μορφές, μέσα στην επεξεργασία και τη διαπάλη με τη γλώσσα. Αλλά δεν μπορείς αυτή την αρχική στιγμή ούτε να την προκαλέσεις συνειδητά, ούτε να τη σκηνοθετήσεις. Κατάλαβα, όμως, νωρίς, ότι όσο πιο πολύ λογυρνάω, και ψάχνω, και συναναστρέφομαι, και ταξιδεύω, και μιλώ με άλλους ανθρώπους, και βλέπω νέα πράγματα, και πηγαίνω σε χώρους που δεν κατέχω, και βασανίζομαι, τόσο πιο συχνά συναντώ την αφορμή, την έμπνευση. Χρειάζεται διαρκές ψάξιμο και διαθεσιμότητα, πυρετική παρατήρηση, άπειρες σημειώσεις. Σκυλίσια εγρήγορση.

Γιατί «Νοέμβριος»; Ουρανός βαρύς, σκοτεινιασμένος, φύση γυμνή, κρύο, βροχή, σεκλέτια. Παλιά, στους τίτλους έπαιζες ασύστολα: «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος», «Γερνάω επιτυχώς», «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας»… Είπα να αλλάξω κάπως στιλ. Έπειτα η λέξη «Νοέμβριος» περιέχει ή εκπέμπει μιαν αίσθηση εσωστρέφειας, καταβύθισης, παλτού, αναδίπλωσης και αναστοχασμού. Απομόνωσης. Επίσης είναι μεταβατικός χρόνος, οδηγεί στην κορύφωση του χειμώνα αλλά και στις γιορτές και στην ιερότητά τους, στον μύθο τους. Όμως, και ηλικιακά είμαι στον Νοέμβριο. Και μέσα σε αυτή τη λέξη ακούω το νους, έμβρυο και ιός, ή Ία. Δεν ξέρω. Τη νιώθω σαν να μου λέει περισσότερα από αυτά που καταλαβαίνω. Ακούω ακατανόητες αντηχήσεις, υπαινιγμούς και θροΐσματα που την ίδια στιγμή μου διαφεύγουν.

Παραμένεις εμμονικά προσηλωμένος σε κάποιες σταθερές, αν μου επιτρέπεις. Ζώα, αγιογραφίες, εμφύλιος, λαϊκά τσα τσα, ιερή τοπιογραφία, όπως το φαρμακείο του Πεντζίκη, το βιβλιοπωλείο Μόλχο, ο Τάκης Κανελλόπουλος στο Ντορέ, συμβάντα επί της μακεδονικής γης, είτε αφορούν τους μαχητές της Απολλώνιας Ίλης είτε τις μέρες του Παύλου Μελά. Κέντρα διασκέδασης, αλμυρά νερά, τρανζιστοράκια, αναγνωστικά του δημοτικού και ενδοοικογενειακές συναντήσεις σαν άλυτα μυστήρια. Ανασκάπτεις, να το πω, σε συγκεκριμένα εδάφη, επιδιώκοντας συγκεκριμένα κοιτάσματα. Γιατί; Κάθε συγγραφέας, ή δημιουργός γενικότερα, έχει έναν κόσμο με βασικές ορίζουσες, και με ρευστά όρια, φυσικά. Και ιδρύει ένα λογοτεχνικό σύμπαν ανάλογο, αντίστοιχο, διακριτό. Η επανάληψη θεμάτων σε παραλλαγές είναι άξονες όρασης, συνδέσεις και βαρύκεντρα της οντότητάς του. Βασικοί κόμβοι του καμβά. Αν ζούσα, ας πούμε, στην Αλάσκα, σίγουρα θα υπήρχαν στις αφηγήσεις μου αρκούδες και ιγκλού. Αν ήμουν μουσουλμάνος, θα υπήρχαν μιναρέδες. Πέραν τούτων, στον πιο εσωτερικό κύκλο του καθενός ενυπάρχουν εκδοχές θεμάτων από τα οποία επιλέγει, ανάλογα με την ιδιοπροσωπία του. Ο Παπαδιαμάντης έχει τις εκκλησιές, ο Καβάφης τους κούρους και τον στοχασμό, ο Σολωμός το Μεσολόγγι, ο Φώκνερ τον Αμερικάνικο Νότο, και λοιπά. Για τον καθένα μας, εξάλλου, υπάρχουν κάποιες σταθερές, βασικές αναφορές, που τον κάνουνε ξεχωριστό, του δίνουν πρόσωπο. Τα κοιτάσματα που ψάχνω υπάρχουν δίπλα μας, ή λίγο πιο εκεί, αρκεί να μπορέσω να τα δω. Και από ένα σημείο και πέρα αυτό γίνεται σχεδόν συνειδητή, εντατική όραση. Αγρυπνία. Εκούσιο πάθος.

Είσαι χορτασμένος, το ξέρω: έρωτες, γλέντια, φίλοι, ταξίδια, διαβάσματα, υγεία καλή, καταξίωση επαγγελματική, συναστροφή με εξαίσιους ανθρώπους. Παρόν αύταρκες και λαμπρό ως στιγμής. Όμως κάτι σου λείπει, κάτι σε κουλαντρίζει, σε τσιμπάει, δεν σε αφήνει να ησυχάσεις, σε κρατά διαρκώς εμπύρετο. Τι; Και αν ισχύει αυτό που λέω, μήπως εδώ κρύβεται ο υπαρξιακός πυρήνας της τέχνης σου αλλά και της ζωής σου; Μάλλον ναι. Σίγουρα, θα έλεγα. Όταν δεν γράφω, τίποτα δεν έχει ιδιαίτερα σημαντικό νόημα. Σε μια φάση δυστοκίας νιώθω σχεδόν σαν να μην υπάρχω. Πως είμαι ένα άχρηστο κέλυφος. Άχθος αρούρης. Η ζωή, παρότι αγαπώ τη γυναίκα μου, τους φίλους, κι άλλους ανθρώπους, ζώα και πράγματα, την Τέχνη σε όλες τις εκδοχές της, μου φαίνεται λειψή, επιφανειακή, έως μάταιη. Μάλλον πρόκειται για κάποιου είδους αρρώστια, ή ιδεοκαταναγκασμό. Για κάποιου είδους αγωνία να πω πράγματα που έχω μέσα μου κι ακόμα δεν έχουν βγει. Άγχος, να προλάβω. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα απαλλαγώ από αυτήν την εμμονή και θα ζήσω σαν άνθρωπος κανονικός, ήρεμος, πλήρης, απολαμβάνοντας την οικογένεια, το διάβασμα, τους φίλους, τα σκυλιά μου, το αλκοόλ, τη μουσική, το σινεμά, την περιπλάνηση, καθεαυτά, χωρίς όλα ετούτα να αναφέρονται ύπουλα στη λογοτεχνία. Ίσως, όμως, τότε, να είναι και η απαρχή ενός βαθύτερου τέλους, που μακάρι να έρθει έτσι. Να φύγω ανάλαφρα, χωρίς χρεωστούμενα, χωρίς έγνοια, σαν πουλάκι.

Ο «Νοέμβριος» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης παρουσιάζει το βιβλίο του την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Ianos της Θεσσαλονίκης (Αριστοτέλους 7). Θα μιλήσουν οι Έλσα Κορνέτη - ποιήτρια, Στέφανος Τσιτσόπουλος - διευθυντής περιοδικού Soul, Κώστας Χατζηαντωνίου - συγγραφέας-ιστορικός. Ώρα έναρξης: 19:00. 

athensvoice.gr

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.