Βιβλιο

Μισέλ Φάις: Γιορτάζοντας ένα πένθος

71 κείμενα, τόσο προκλητικά διαφορετικά μεταξύ τους, που βουλιάζουν σε μια εξουθενωτική ενδοσκόπηση

32014-72458.jpg
A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
thumbnail-4__1_

Ο Δημήτρης Φιλιππίδης γράφει κριτική για το βιβλίο του Μισέλ Φάις, Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων, συλλογή διηγημάτων, εκδοσεις Πατάκη.

Η συλλογή διηγημάτων του Μισέλ Φάις «Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων» θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 19/12 στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη (Ακαδημίας 65) στις 19:00. Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Βασίλης Κάλφας (καθηγητής φιλοσοφίας ΑΠΘ), Κατερίνα Σχινά (κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας) και ο Δημήτρης Φιλιππίδης (πανεπιστημιακός, αρχιτέκτονας). Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει ο ηθοποιός Αντώνης Μυριαγκός.

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ*

Πρέπει κανείς να είναι σχολαστικά προσεκτικός όταν διαχειρίζεται τα τόσο εσωστρεφή, «κλειδωμένα» κείμενα του Μ. Φάις, ώστε να μην αυθαιρετήσει, να μην παρασυρθεί σε εύκολες διαπιστώσεις και συσχετίσεις. Στην περίπτωση της Εξουθένωσης αυτό ισχύει ιδίως για τη σημασία της ερώτησης του Βίττγκεσταϊν στην προμετωπίδα: «Γιατί να φοβάται κανείς μια αντίφαση περισσότερο από μια ταυτολογία;» Μια δήθεν αθώα απορία, που όμως εξηγεί τα πάντα διαπερνώντας τα επιφαινόμενα: τους χαρακτήρες και τις επί σκηνής πράξεις, το πώς ντύνονται ή κάνουν τα μαλλιά τους, ή τι τρώνε — τρεις κώδικες που περιγράφονται σχολαστικά κάθε φορά. Αν κανείς αγνοήσει ένα τέτοιο «φόβο» κλονισμού της τάξης, έχει παρασυρθεί σε δόλιους ατραπούς. Και προς θεού, να μην αποζητήσει πρόσθετη δραματοποίηση. Γιατί οι αντιφάσεις είναι εδώ το κεντρικό θέμα και όχι τα αδιέξοδα που εικονογραφούνται. Για να φέρουμε ένα μόλις παράδειγμα, το διήγημα «Μεταλλικό κρεβάτι» (σ.149) είναι ακατανόητο αν το δεις σαν μια σκηνή διαπληκτισμού που περνά στο τέλος σε σουρεαλιστικές ακρότητες. Αλλά η αντίφαση ήταν ενσωματωμένη σε κάθε ακρωτηριασμένη φράση του διαλόγου που προηγήθηκε, τίποτα δεν είχε αλλάξει ενδιάμεσα — και όμως κάνουμε πως δεν το βλέπουμε. 

Καθώς προχωράς στο διάβασμα, μπορεί να σκεφτείς ότι ο συγγραφέας γιορτάζει ένα πένθος, αλλά δεν αφήνει να θρηνήσουμε μαζί του. Μπορεί η φράση «κάτι αστεία πικρό» (σελ.99) να εκπροσωπεί ό,τι περίμενε από τον αναγνώστη. Μας αποτρέπει άλλοτε έμμεσα και άλλοτε βίαια, επιδεικτικά χυδαία. Παράδειγμα η σαρκαστική φράση για την απαιτούμενη απόσταση: «Τρίτον, το μελό και το κιτς ναρκώνουν ιδανικά τον αναγνώστη. Τέταρτον, οι μικρές ιστορίες προορίζονται για ηλίθιους» (σ.246). Πάνω σε αυτό το ασταθές έδαφος συνεχώς να απορυθμίζει και να υποσκάπτει, να δοκιμάζει τις αντοχές του αναγνώστη, ο Φάις παίζει. Γι’ αυτό ίσως σου εντυπώνεται η ερώτηση που κάνει: «θα μιλάμε σαν κουφοί;» (σ.156) Κάνοντας ένα λογοπαίγνιο, θα λέγαμε: τι ανακούφιση θα ήταν κι αυτή, αλήθεια!

Όμως δεν τελειώνουν εδώ οι αρχικές επισημάνσεις. Οφείλει ο αναγνώστης να χειριστεί εξίσου από την πρώτη στιγμή την ηθελημένη ισορροπία στον τίτλο ανάμεσα σε «εξουθένωση» και «όνειρα», με κλειδί τον τεχνικό όρο «ντοκιμαντέρ», δηλαδή την αληθοφάνεια της αναπαράστασης ως αντίδοτο της μυθοπλασίας. Αλλιώς, θα πελαγοδρομούσε ανάμεσα στις «δυστοπίες» μιας απροσδιόριστης «εξουθένωσης» που παρελαύνουν, συλλογικά και ατομικά προκαλώντας στον αναγνώστη/θεατή μια έντονη αίσθηση ασφυξίας. Που δεν είναι τελικά το θέμα μας όμως, αλλά μόνο το μέσο. Ένα μέσο διεκπεραίωσης αυτής της καυτής ύλης. 

Ο Φάις έχει στραφεί εδώ και καιρό στο θέατρο, τον ρουφάει, τον ιδιοποιείται, τον μετατρέπει σε δικό του εργαλείο. Σαν μια ακόμα γλώσσα επικοινωνίας, που ελέγχει απόλυτα. Δεν διασκεδάζει, είναι ανελέητος: μας ανοιγοκλείνει σκηνές-μινιατούρες, τη μια μετά την άλλη, και πριν συνέλθουμε, έχει προχωρήσει στην επόμενη, και στην παρακάτω, με διαφορετικούς ρυθμούς, άλλοτε ιλιγγιώδεις και άλλοτε αργόσυρτους, βασανιστικούς. Στις σκηνικές οδηγίες του, ανακαλεί τόπους και στήνει ατμόσφαιρες, αλίμονο όμως αν κάποιος θελήσει να βγάλει κάτι από αυτή την παρέλαση. Να βρει μια συνοχή, ένα νήμα επεξήγησης. Να καταλάβει πώς μερικά «διηγήματα» είναι μικροσκοπικά πεζά και άλλα μακροσκελή ποιήματα. Εδώ ο Φάις μοιάζει να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας με τα μαγικά τεχνάσματα, και να δοκιμάζει τη μια μετά την άλλη τις ενδυμασίες των ρόλων. Και πόσους έχει να παίξει, αλήθεια.

Η βαριά μυρωδιά της αυτοβιογραφίας είναι κεντρικό υπόστρωμα των διηγημάτων της Εξουθένωσης

Αλλά κακά τα ψέματα, η βαριά μυρωδιά της αυτοβιογραφίας είναι κεντρικό υπόστρωμα των διηγημάτων της Εξουθένωσης. Δεν είναι μικρή υπόθεση να παρατάξει κανείς 71 κείμενα, έστω βαφτίζοντάς τα ντοκιμαντέρ, τόσο προκλητικά διαφορετικά μεταξύ τους, τόσο απίστευτα ποικίλα στη θεματολογία, τη δραματουργία, και όλα τα σχετικά, και σε τελική ανάλυση αυτά να βουλιάζουν σε μια εξουθενωτική ενδοσκόπηση – ίσως επιτέλους, ομολογημένη η επεξήγηση του τίτλου του βιβλίου. Ο παραλογισμένος που χοροπηδάει μπροστά μας, περνώντας από είδωλο σε είδωλο, εκλιπαρώντας την προσοχή μας, δεν είναι άλλος από τον ανενδοίαστο συγγραφέα, που τα βγάζει όλα στη φόρα, ό,τι μπορεί να σκαρφιστεί. Κάτι που δεν το κάνει για πρώτη φορά, άλλωστε. Ακούραστος κι ανεξάντλητος. Όσο για την εξουθένωση, είναι κι αυτή μια πόζα μπροστά στον καθρέφτη.

Ο Φάις αγαπάει τη μουσική και τον κινηματογράφο, μιλάει γι’ αυτά, παραθέτει κάποτε αυτούσιους στίχους τραγουδιών, αλλά δεν γράφει μουσική ούτε γυρίζει φιλμ. Για παράδειγμα, τα δύο κείμενα («ταινίες») για αυτούς που «σκεφτομιλάνε» στη Φλωρεντία και Ελσίνκι ενώ βλέπουν τη Νύχτα του Αντονιόνι (σ.174 και 177) είναι μικρογραφίες σεναρίων, που λάμπουν επειδή βρίσκονται σε ειρωνική αντιπαράθεση – το διάσημο φιλμ είναι ντεκόρ.

Ένα ακόμα από τα εργαλεία του είναι η φωτογράφιση. Ο Φάις έχει ασχοληθεί σοβαρά με τη φωτογραφία, κι εδώ εκμεταλλεύεται το παιχνίδι της πραγματικότητας, χλευάζοντας τα πάντα σαν τον τέλειο γελωτοποιό. Δείγμα η ακραία εξομολογητική δήλωση: «φωτογραφίζοντας αυτοφωτογραφίζομαι» (σ.259), και λίγο πιο κάτω, ένας ακόμα αυτοσαρκασμός: «εκεί που η νυσταγμένη Αυτοβιογραφία μου κυκλοφορεί γυμνή […] άντε και γαμήσου» (σ.263-264). Βέβαια, κρατάει μια λεπτή γραμμή πριν την εξαχρείωση της διακωμώδησης, ένα τελευταίο ρούχο, προτάσσοντας τη σύζευξη: «γιατί οι ιστορίες που λέμε είμαστε εμείς […] οι ιστορίες που δεν λέμε είμαστε εμείς» (σ.191). Έτσι κι αλλιώς, όλα έχουν βγει στη φόρα, δεν έχει τίποτα να κρύψει, αλλά μόνο να επιτρέψει την ψευδαίσθηση πως τάχα έκρυβε κάτι. Το διήγημα «Μαύρο κιπά» (σ.131) είναι όσο χρειαζόταν αυτοβιογραφικό. Δεν μας θέλει παρηγορητές αλλά μόνο εγκεφαλικά σκεπτόμενους θεατές. Μάρτυρες δημόσιας έκθεσης που αντί για εξαχρείωση καταλήγει σε αποθέωση: «το κορμί αυτό το παγωμένο, αυτό το φλεγόμενο αρχείο» (σ.197).

Οι αντιφάσεις λάμπουν ιδιαίτερα όταν μετατρέπονται σε συντομογραφίες. Ο Φάις δεν ξεφεύγει ποτέ από τον ελλειπτικό λόγο, κι όσο περισσότερες σκηνικές οδηγίες αραδιάζει, τόσο λιγότερο σε αφήνει να πας πιο μέσα. Στην τύχη διαλέγω τρία δείγματα γραφής του, ένα τίτλο: «δύο χρυσοκαφέ αλογόμυγες» (σ.231) και λίγο πιο κάτω, μια φράση: «ακτινοβολώ κάτι σκοτεινό» (σ.239). Τέλος, τον υποδειγματικό μινιμαλισμό του ελάχιστου εκείνου διηγήματος «spaghetti al pomodoro» (σ.200), με τον νεκροθάφτη που ξεσκονίζει νωθρά τα γύρω του μπροστά σε μια αχνιστή μακαρονάδα ενώ διερωτάται: «Ήθελα να ‘ξερα από πού πέφτει όλη αυτή η σκόνη». Μια παρτίδα σκάκι με τον Άμλετ.

*Ο Δ. Φιλιππίδης είναι πανεπιστημιακός και αρχιτέκτονας.

michel-fais-exouthenosi

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ