«Ανήφορος»: Το μοναδικό ανέκδοτο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη κυκλοφορεί
Σαν σήμερα, 26 Οκτωβρίου 1957, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος έλληνας συγγραφέας
Ανήφορος: Το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη κυκλοφορεί από τις εκδ. Διόπτρα μαζί με όλα τα βιβλία του. Η επιμελήτρια Βίκυ Κατσαρού μιλά στην Athens Voice.
Αναμφίβολα, η κυκλοφορία για πρώτη φορά τού έως χθες άγνωστου αυτού μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη είναι το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς αναφορικά με την ελληνική λογοτεχνία. Σηματοδοτείται, μάλιστα, έτσι —με εμφατικό τρόπο— η επανεκκίνηση της εξαρχής έκδοσης όλου του καζαντζακικού έργου από τις Εκδόσεις Διόπτρα, μια απόφαση που καταλαβαίνουμε ότι θα υλοποιηθεί με τη δέουσα προσοχή και τον προσήκοντα σεβασμό.
Τα μαρτυρά όλα αυτά, και μάλιστα σε κάθε τους λεπτομέρεια, ο τόμος που κρατάμε στα χέρια μας: από την επιλογή του ωραίου χαρτιού και τη χάραξη των στοιχείων (όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη θα στοιχειοθετηθούν με αυτή τη νέα, ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά — σπουδαία σε κάθε επίπεδο η δουλειά του Γιάννη Καρλόπουλου, που έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση, και των συνεργατών του) μέχρι την εξονυχιστική δουλειά που, όπως διαβάζουμε, έγινε πάνω στο αυτόγραφο, αλλά και τη γενικότερη εκδοτική επιμέλεια. Από μόνο του το βιβλίο αποπνέει αρχοντιά και μέριμνα. Και αγάπη για την τυπογραφία. Είναι, όμως, παράλληλα και μια πολύ φρέσκια έκδοση, που κύριο target group της έχει βέβαια τις νέες γενιές αναγνωστών, αυτούς που μέχρι τώρα δεν είχαν την ευκαιρία στη ζωή τους να έρθουν κοντά στο έργο του μεγάλου Κρητικού. Και, καθώς ξεφυλλίζουμε και φυλλομετράμε το βιβλίο, αυτό ακριβώς μάς αρέσει περισσότερο. Είναι συνολικά πολύ μοντέρνο, σε όλα του. Με βαθιά γνώση για την παράδοση αλλά και ελαφρύ, σαν να πετάει. Σπουδαία έκδοση.
Δανειζόμενοι στοιχεία από το Επίμετρο του τόμου, που υπογράφουν ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη, σημειώνουμε πως ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε τον «Ανήφορο» —ένα πρωτοποριακό μυθιστόρημα με έντονο υβριδικό χαρακτήρα, μεταξύ μύθου και ιστορίας, (αυτο-)βιογραφίας και χρονογραφήματος— στα μέσα της δεκαετίας του 1940, στην Αγγλία, προκειμένου να εκφράσει τις ανησυχίες του για την ελληνική και παγκόσμια πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, και την αγωνία του για τον βασανιζόμενο άνθρωπο που ζούσε σε μια κρίσιμη εποχή σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Στον απόηχο της βαρβαρότητας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έναν χρόνο πριν κυκλοφορήσει η «Πανούκλα» του Καμύ, ο Καζαντζάκης επιχειρεί μία κοινωνικοπολιτική αποτύπωση της μεταπολεμικής εποχής με έντονη αντιπολεμική διάθεση, τολμώντας να θίξει σημαίνοντα θέματα του πολέμου, όπως η φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και η ατομική βόμβα, και βάζοντας ταυτόχρονα σε πρώτο πλάνο την αντίσταση των συμπατριωτών του στην Κρήτη και τις θηριωδίες που υπέστησαν.
Στο βιβλίο, περιγράφεται η περιπέτεια ενός συγγραφέα που ταλανίζεται μεταξύ θεωρίας και πράξης. Μετά την επιστροφή του πρωταγωνιστή Κοσμά στον τόπο γέννησής του, το Ηράκλειο της Κρήτης (μυθιστορηματικά αναφέρεται ως Μεγάλο Κάστρο), και κατά τη μετέπειτα περιπλάνησή του στο μεταπολεμικό Λονδίνο, παρακολουθούμε την προσωπική του αγωνία και την εσωτερική του πάλη γύρω από το χρέος του σύγχρονού του πνευματικού ανθρώπου απέναντι στα προβλήματα του κόσμου και στην παγκόσμια δεινή κατάσταση.
Θέλουμε όμως να σταθούμε ειδικά στη δουλειά της Βίκυς Κατσαρού, υπεύθυνης έκδοσης της Διόπτρας, που δεν ανέλαβε μόνο την επιμέλεια και τη διόρθωση του βιβλίου, αλλά και τη μεταγραφή του χειρογράφου — δουλειά κοπιώδης και τρομερά υπεύθυνη. Της ζητήσαμε να μας μιλήσει γι’ αυτή την εμπειρία, και την ευχαριστούμε θερμά που το έκανε. Ο λόγος λοιπόν στην ίδια:
Όταν πήρα στα χέρια μου το χειρόγραφο του «Ανήφορου», ένιωσα ένα τεράστιο βάρος, εκείνο της ευθύνης. Για αρχή το έκρυψα στο συρτάρι μου και ξεκίνησα να ασχολούμαι ενδελεχώς με τα εκδοθέντα βιβλία του Καζαντζάκη, ειδικά με τις επιμέλειες του Κάσδαγλη. Το μάτι μου φωτογράφιζε την κάθε λέξη και την αποθήκευε στη μνήμη μου, κι αυτό, πιστέψτε με, έγινε συνολικά για πάνω από 1.500.000 λέξεις. Η καταπόνηση ήταν τέτοια που ένα βράδυ ξύπνησα από τσούξιμο στα μάτια και δάκρυα, κι η όρασή μου ήταν θολή, πέρα από τις ζαλάδες στο φως της μέρας — κάπως έτσι κύλησε το καλοκαίρι μου (όσοι διαβάζουν πολύ, ξέρουν καλά τι εννοώ).
Πήρα τον «Ανήφορο» ξανά στα χέρια μου όταν είχα απομνημονεύσει τα άλλα του βιβλία και αισθανόμουν έτοιμη να ξεκινήσω τη μεταγραφή. Οι δυσκολίες ήταν αρκετές, μιας κι υπήρχαν διαγραφές, προσθήκες, τροποποιήσεις, κείμενο πυκνογραμμένο, και τα πράγματα δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο εκεί που ο Καζαντζάκης χρησιμοποιούσε μολύβι. Όμως είχα εξοικειωθεί πια τόσο με τη γλώσσα του που κατά βάση ήξερα τι ήθελε να πει ο συγγραφέας, και αρωγός σπουδαίος σε αυτό το έργο, όσες φορές χρειάστηκε να επιβεβαιώσω αυτό που διάβαζα, στάθηκε το «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» του κ. Γεώργα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Μην ξεχνάμε ότι ο Καζαντζάκης ναι μεν χρησιμοποιεί την κρητική διάλεκτο, αλλά επιλέγει ιδιωματικούς τύπους από όλη την ελληνική επικράτεια ως υπέρμαχος μιας πανελλήνιας δημοτικής.
Ο κόσμος του Καζαντζάκη έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: σε καταπίνει μέσα του και κάνει όλα τα άλλα να ωχριούν. Το διάστημα εκείνο, τόσο της μελέτης των βιβλίων του όσο και της μεταγραφής, οτιδήποτε άλλο έμοιαζε απελπιστικά ασήμαντο και το μόνο που ήθελα ήταν να επιστρέφω το συντομότερο δυνατό στο καζαντζακικό σύμπαν. Επειδή η θέση μου ως υπεύθυνης έκδοσης στη Διόπτρα περιλαμβάνει κι άλλα καθήκοντα και βιβλία που πρέπει να φροντίσω, οι ώρες συνάντησής μου με τον «Ανήφορο» ήταν από το απόγευμα μέχρι τα ξημερώματα. Μάλιστα, υπήρχαν μέρες που πήγαινα κατευθείαν στο γραφείο. Για αρκετό καιρό (και σίγουρα όλο τον Σεπτέμβριο), το διάλειμμά μου ήταν κατά τις εννιά το βράδυ, όπου πήγαινα στα Everest —το μόνο ανοιχτό takeaway εκείνη την ώρα— να πάρω έναν καφέ, μιλούσα λίγο με μια φίλη μου στο τηλέφωνο για να καθαρίσει το κεφάλι μου και επέστρεφα στον Καζαντζάκη.
Θα σας εκμυστηρευτώ κάτι: σήμερα, έναν μήνα μετά, παρότι ακόμα ίσως χρειαστεί να ξενυχτήσω κάποιες φορές στις επιμέλειες του Καζαντζάκη, μου λείπουν εκείνα τα βράδια. Κάθε λέξη που κατόρθωνα να αναγνώσω από το χειρόγραφο ήταν μια μαγική στιγμή που με έφερνε όλο και πιο κοντά στην καρδιά του αγαπημένου συγγραφέα. Παραταγμένα καφεπότηρα, η Εύα (ο σκύλος μου) να ξαπλώνει πάνω στα τετράδιά μου, αυτή η σιγαλιά της νύχτας και το μοναδικό φως να σπάει το σκοτάδι στη γειτονιά, εκείνο από το πορτατίφ του γραφείου μου, καθώς γινόμουν κοινωνός του μυστηρίου της καζαντζακικής λογοτεχνίας.
Βέβαια ο κάματος δεν τελείωσε εκεί. Γιατί όταν παρέδωσα το χειρόγραφο και σελιδοποιήθηκε, θα σας εκμυστηρευτώ και κάτι άλλο: το διάβασα ακριβώς δέκα φορές. Έπρεπε να του δώσω μορφή, έπρεπε να συγκεράσω την επιμέλεια που θα έκανε ο Κάσδαγλης με τη δική μου, η οποία δική μου ήταν αδιόρατα επεμβατική αλλά αναγκαία. Κι αυτό το μείγμα επιμέλειας που έπρεπε να εφαρμόσω ήταν σπαζοκεφαλιά. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την ορθογραφία των λέξεων, επιλέχθηκε σε κάποιες περιπτώσεις η παλαιότερη γραφή, σε μια προσπάθεια αφενός να αποδοθεί και οπτικά η εποχή της αφήγησης και αφετέρου να γεφυρωθεί το παρελθόν και το παρόν, το παλιό και το νέο, σε μια γλώσσα που δεν υπήρξε ποτέ στατική και που στη γραφή του Καζαντζάκη παίρνει σάρκα και οστά με τρόπο μοναδικό.
Για μένα η μεταγραφή και επιμέλεια του «Ανήφορου» ήταν εμπειρία ζωής και κατά μία έννοια ατσάλωσε την ψυχή μου. Με δυνάμωσε, ειδικά τα βράδια που διάβαζα και ξαναδιάβαζα, με δάκρυα συγκίνησης κάποιες φορές, τα λόγια της Νοεμής, αυτής της τρομαχτικής γυναικείας φιγούρας, του Κοσμά, του καπετάν Σήφακα, κι έβλεπα μπροστά μου κόκκινες, αιμάτινες πατημασιές στον «Ανήφορο» που τραβούσε ο καθένας τους, στον Ανήφορο που ανεβαίνει ο καθένας μας, σ’ αυτή τη μάχη για την ελευθερία της ύπαρξης και το χρέος της αγάπης.
«Σκλάβοι γεννηθήκαμε και πολεμούμε όλη μας τη ζωή να γίνουμε ελεύτεροι».
Η Βίκυ Κατσαρού γεννήθηκε το 1987 και ζει στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Κλασική Φιλολογία, έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, και στη Θεατρολογία. Είναι απόφοιτη του Η΄ Εργαστηρίου Επιμέλειας του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης και της Παλαιογραφίας-Χαρακτικής. Εργάζεται ως υπεύθυνη έκδοσης στη Διόπτρα και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι δυσκολίες μιας οικογένειας μεταναστών στην Αμερική, ένας ύμνος στην αγάπη
Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάριος Μάζαρης εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά μας
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Συνέντευξη με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη με αφορμή την αυτοβιογραφία του «Στον ίδιο δρόμο»
Στο «Θέλω» της Τζίλιαν Άντερσον θα βρείτε μερικές από τις απαντήσεις
Η συγγραφή στο εξωτερικό είναι επάγγελμα και όχι πάρεργο
Ο συγγραφέας μάς εξηγεί όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το νέο βιβλίο του «Πάντα η Αλεξάνδρεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
«Οι βιβλιοπώλες σώζουν ζωές. Τελεία και παύλα», δήλωσε μέσω του εκδότη του
Το τελευταίο της βιβλίο, που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Το Men in Love ξαναπιάνει την ιστορία της διαβόητης παρέας αμέσως μετά το τέλος του καλτ βιβλίου του 1993
O 76χρονος Αμερικανός συγγραφέας έχει αφήσει τη σειρά βιβλίων ημιτελή από το 2011
Μια συζήτηση για το βιβλίο του «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας» (εκδόσεις Κέδρος)
Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρωτας και Ασθένεια του David Morris
Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν διαχειριστές, όχι ηγέτες, η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε
Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της
Η Ιστορία, το βίωμα, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες συμπορεύονται με τη μυθοπλασία
Η χαρισματική αφήγηση του Morris, μέσα από σημαντικές πηγές και σπουδαίο documentation
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.