Βιβλιο

Κεφάλαιο Μαρία Μήτσορα

Η ιέρεια του underground μιλάει στην A.V.

33446-75562.JPG
Ευγενία Μίγδου
ΤΕΥΧΟΣ 473
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
63003-139472.jpg

Μετά από μια παρατεταμένη σιωπή, η Μαρία Μήτσορα ετοιμάζει το 7ο βιβλίο της, μια σειρά διηγημάτων που θα βγει μέχρι το τέλος του χρόνου. Με ένα στριφτό τσιγάρο καρφωμένο στα χείλη και με το «μικρό Βοναπάρτη» Λουρ ή Λουρίδα – (ο καινούργιος γάτος που πήρε το όνομά του από τον Λου Ριντ και που τον μοιράζεται με τη φίλη της Πάττι), να περιφέρεται στο χώρο, μιλάει για όλα. Στις 5 συναντήσεις μας, σχολίασε την κρίση και την πολιτική κατάσταση, μίλησε για τη σκηνή του underground, για drugs και Rock n’ Roll, για τον Λου Ριντ και τη γνωριμία τους, για την περσόνα της, για τα πράγματα που της έσωσαν τη ζωή, για το σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, για το νέο βιβλίο της και άλλα.

«Λεκτική», σε πνευματική εγρήγορση, με αιχμή και χιούμορ, και με μια πεντακάθαρη φωνή, εύκολα μεταμορφώνεται σε Χαλιμά και οι ιστορίες από τη ζωή και τα βιβλία της συμπλέκονται, καθώς διαδέχονται η μια την άλλη, ώσπου στο τέλος γίνονται μία. Η Μήτσορα έχει τη δύναμη κι ένα δικό της τρόπο να πλάθει τον κόσμο από την αρχή.


Στο προτελευταίο σου βιβλίο «Καλός Καιρός/Μετακίνηση», που βγήκε το 2005, το φόντο μέσα στο οποίο κινούνται οι ερωτευμένοι ήρωες μοιάζει με την Αθήνα του σήμερα. Η πόλη είναι διαλυμένη και πολιορκημένη, ενώ επίκειται Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Άπαντες είναι καταδικασμένοι να κρυώνουν, ενώ όροι σκληροί έχουν επιβληθεί από ένα ξένο είδος στους «ηττημένους κατοίκους». Φαντάζει σαν κάποιου είδους προφητεία. Είναι σαν να πολεμάει η άρνηση την κατάφαση, ο θάνατος τον έρωτα...

Η αλήθεια είναι ότι τότε έμενα στην άλλη πλευρά του Λυκαβηττού και όλα αυτά τα πολύ μικρά μαγαζιά, εκεί στην Ιπποκράτους και την Ασκληπιού, ήταν σα να έβλεπα ότι θα κλείνανε. Όλοι ξέρουμε πολύ περισσότερα από αυτά που νομίζουμε ότι ξέρουμε. Ένα πολύ μικρό ποσοστό του εγκεφάλου μας δουλεύει. Μια φίλη είχε διαβάσει κάπου ότι μόλις γεννιόμαστε χάνουμε μεγάλο μέρος των ιδιοτήτων μας, χάριν της επικοινωνίας. Υπάρχει ένα σχέδιο πίσω από αυτό που δεν το αντιλαμβάνομαι. Μπορεί να είναι ένα κυτταρικό σχέδιο.

Εντέλει, στο βιβλίο νικάει η κατάφαση. Αποφασίζεις ότι «δεν θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου, αλλά ούτε και από ασάφεια». Μου έδωσε την εντύπωση πως υπερέβης τον εαυτό σου.

Μόνο εσύ μου το λες αυτό και ισχύει. Το πάλεψα πολύ, το έκανα με απίστευτο κόπο, ότι συμβαίνει κάτι θετικό επιτέλους. Για να το πιστέψω κι εγώ η ίδια. Κάθε φορά που γράφω ένα βιβλίο δεν ξέρω αν θα υπάρξει επόμενο. Μετά το «Ήλιος Δύω» με έπιασε ένα άγχος ότι θα μείνει σαν τελευταίο αυτό το βαρύ βιβλίο με την ηττοπάθεια, και είπα να γράψω ένα άλλο μπας και…

n

Φωτό: Κ.Θ.

Πώς αντιμετωπίζεις το γεγονός ότι σήμερα αισθανόμαστε ηττημένοι;

Σε μια πόλη σε κατάθλιψη αισθάνομαι κι εγώ συχνά σε μια κατάσταση ημι-ζωής, με το εκκρεμές της διάθεσης να προσπαθεί να το παλέψει. Μου έρχεται συνέχεια ο όρος της «εσχάτης προδοσίας» σε σχέση με πολλούς οι οποίοι μας διοίκησαν και μας διοικούν. Από την αρχαία Ελλάδα πάντα υπήρχε από τη μία ο Σωκράτης και από την άλλη οι τρεις ελάσσονες ποιητές που τον καταδίωξαν. Υπήρχαν οι τριακόσιοι του Λεωνίδα και από την άλλη οι Εφιάλτες. Φαίνεται ότι σήμερα έχουν επικρατήσει οι τελευταίοι.

Πώς ξεπερνιέται αυτό;

Σκέφτομαι εκείνον τον τίτλο του βιβλίου μου «Σκόρπια δύναμη». Να ενώσουμε τη σκόρπια μας δύναμη, να επεκτείνουμε τις μικρές σφαίρες θετικής, προσωπικής επιρροής. Να ενδιαφερθούμε για άλλες πρωτοβουλίες. Θέλω να πω, υπάρχουν θετικά και πρέπει να επικεντρωθούμε σ’ αυτά. Σε τελευταία ανάλυση, μήπως πρέπει να τα κάνουμε λίμπα; Από την άλλη, μήπως θα ήθελαν κάτι τέτοιο για να μας οδηγήσουν σ’ έναν εμφύλιο που θα τον ονομάσουν «Ελληνική Άνοιξη»;

Οι ταραχές ανά τον κόσμο πληθαίνουν και οι εμφύλιοι πόλεμοι εξαπλώνονται. Τι χαρακτηρίζει κατά τη γνώμη σου την εποχή;

Το αδηφάγο, το αφηρημένο χρήμα. Γενικώς, το άυλο και το αφηρημένο με βάζει σε μια καχυποψία. Εγώ αν ήθελα πολλά λεφτά, θα τα είχα σε βαλίτσες κάτω από το κρεβάτι. Δεν θα τα ήθελα αφηρημένα, με ένα μηχανάκι να βλέπω τι τόκους μου αποφέρουν. Μου είναι κάπως αποτρόπαιο. Η αφαίρεση και η εξαΰλωση είναι αρρώστια του δυτικού πολιτισμού. Τα συστήματα που μας κυβερνούν είναι πένθιμα. Ασκείται η τεχνική της απογοήτευσης, όπου φτάνεις να μην πιστεύεις τίποτε και να μην εμπιστεύεσαι κανέναν.

Στην τελευταία παράγραφο της «Περίληψης του Κόσμου», η ηρωίδα λέει: «Θέλω να γνωρίσω κάτι καινούργιο, κάτι στο οποίο να πιστεύω, που να μη με απογοητεύσει ή που να με καταστρέψει εντελώς». Πόσο σε έχει απασχολήσει το θέμα της πίστης σε κάτι που να αξίζει και τη ζωή σου ακόμα;

Αυτό που με απασχολούσε πάντα και με απασχολεί και τώρα είναι πόσο καλύτερο είναι να πεθαίνεις για κάτι παρά από κάτι. Η ηρωική αυτοκτονία, που λέει στη μελέτη του για τους διάφορους τύπους της αυτοκτονίας και ο Ντουρκάιμ. Είναι πολύ μεγάλη στιγμή να πεθαίνεις ηρωικά. Έχει το μειονέκτημα, όμως, να μην μπορείς να δεις μετά αν η πράξη σου άξιζε τη ζωή σου ή αν ενέργησες ματαίως.

Η πορεία σου ως συγγραφέα συνυφαίνεται με τον κύκλο της «Σκηνής» του αθηναϊκού underground. Τι αντιπροσώπευε για σένα;

Μια αντίδραση απέναντι στο κατεστημένο της εποχής, η οποία δεν ακολουθούσε το ρεύμα των στρατευμένα πολιτικοποιημένων. Ωστόσο, ήμασταν πολιτικοποιημένοι. Απολιτίκ δεν υπάρχει, οι επιλογές μας έχουν πάντα πολιτική χροιά. Αυτό είναι καταγεγραμμένο, ότι δηλαδή υπήρξε τότε και αυτή η μορφή αντίδρασης. Είχε στοιχεία και αισθητικά και ηθικά. Μπορεί στην αρχή να την αγνοούσαν, γιατί ήμασταν μια μικρή παρέα, αλλά σιγά-σιγά εξαπλωθήκαμε. Δεν θέλαμε να βγούμε στον αφρό. Τα πρώτα 30 χρόνια που έγραφα, έδωσα δύο συνεντεύξεις και έκανα μία φωτογράφιση (σ.σ. με τίτλο «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίδα» από τον Αλέξη Μπίστικα). Δεν ήθελα να εκτεθώ. Από τους πρώτους που μου είχε ζητήσει συνέντευξη ήταν ο Γιώργος Λιάνης, μετέπειτα υπουργός. Μόλις είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο. Θα ήταν για το «Βήμα» και του είπα ότι θα το πάρω να δω πώς είναι σαν εφημερίδα και θα του απαντούσα. Φυσικά δεν εμφανίστηκα. Πολύ μεγαλύτερη άρχισα να βγαίνω και να μιλάω για τα βιβλία μου, μικρή ήμουν σκληροπυρηνική και καχύποπτη. Δεν έχω μετανιώσει. Θα μπορούσα να είμαι περισσότερο γνωστή, αλλά δεν ήταν αυτό το αιτούμενο. Ήθελα να κάνω αυτό που είχα στο κεφάλι μου. Και οι υπόλοιποι αυτό θέλανε, να μην ξεπουλήσουν κάτι από τον εαυτό τους. Γιατί βλέπαμε πως όλα ξεπουλιόντουσαν. Λειτουργούσε τότε και μια εξιδανίκευση, έψαχνε κανείς την ιδιαιτερότητα. Σήμερα, η εξιδανίκευση συστηματικά καταργείται. Προβάλλεται μια χρυσή τομή και το θέμα είναι να ταυτιστείς. Τώρα βέβαια έγινε της μόδας το underground, και μένα με τα χρόνια μού κόλλησαν την ετικέτα «ιέρεια του underground».

Πιστεύεις ότι κάπου αυτό που πρεσβεύατε εντάχθηκε τεχνηέντως στην αποδεκτή πραγματικότητα, στο σύστημα εν ολίγοις;

Αισθάνομαι, μερικές φορές, πως έχω δουλέψει χωρίς να το θέλω σαν πράκτορας υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Και αυτό με βαραίνει. Όσα πιστεύαμε τότε και ήμασταν πρωτοπόροι, σήμερα εισχώρησαν υποβολιμαία στο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα. Η επαναστατικότητα εκείνη νοθεύτηκε, έγινε αυτό που μας επιβάλλεται.

Το πρώτο βιβλίο το έγραψες μετά τα 30. Πότε κατάλαβες ότι θα γινόσουν συγγραφέας;

Πριν τα 30 δεν έγραφα, πάντα όμως είχα μαζί μου ένα τετράδιο και ένα στυλό. Μπορεί να έγραφα για έναν ολόκληρο χρόνο την ίδια φράση: ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΘΑ ΦΥΓΩ. Σα να το ήξερα πάντα πως κάποτε αυτό θα έκανα. Άρχισα εντελώς παρεΐστικα. Μας ζήτησαν να γράψουμε για το «ΣΗΜΑ» (τεύχ. 9, Η Σκηνή) και έγραψα ένα διήγημα. Άρεσε σε κάποιους άλλους στο «ΤΡΑΜ», οπότε ακολούθησε ένα δεύτερο και αμέσως μετά ένα τρίτο για τον «ΚΟΥΡΟ», που μου ζήτησε ο Χρηστάκης. Υπήρξε μια ζήτηση και ακολούθησαν τα επόμενα. Αλλά το πρώτο ήταν απλώς για να συμμετέχω στο «ΣΗΜΑ», όχι επειδή νόμιζα ότι θα γίνω συγγραφέας.

Η περσόνα σου, ως ιέρεια του underground, ως γυναίκα-σύμβολο μιας καλλιτεχνικής σκηνής, φέρει ως αναπόσπαστα στοιχεία τα drugs και το rock n' roll;

Μέχρι τα 17 έκλινα προς το να γίνω παραδοσιακά αριστερή. Κάτι με φώτισε όμως μετά, ότι είχα πέσει στην αντίληψη του Στάλιν και θα με έστελνε κι εμένα για λοβοτομή. Ευτυχώς, είχα μια άλλου είδους αποκάλυψη, περισσότερο αισθητικής κατεύθυνσης, το Rock n’ Roll. Όχι μόνο σαν μουσική, αλλά ως τρόπος ζωής. Δύο πράγματα μου έσωσαν τη ζωή, το Rock n’Roll, που λέει και ο Λου Ριντ, και μετά κάτι κείμενα βουδιστικά και ζεν που διάβαζα εκεί 18-20 χρονών. Τα ναρκωτικά δεν θα έβγαινα ποτέ να τα υμνήσω, γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν καταστραφεί ή τρελαθεί. Είναι μια προσωπική επιλογή, που μακάρι να την έκανε κανείς έχοντας απόλυτη επίγνωση του τι κάνει και όχι παρασυρόμενος. Όμως, ένα είδος απολογίας που έκανα τότε που τα έπαιρνα, ήταν να μην το κρύβω. Όχι γιατί ήθελα να κάνω φιγούρα, ο ναρκισσισμός μου δεν ήταν προς αυτή την κατεύθυνση. Το έκανα με την έννοια ότι δεν αφορά εμένα και δεν πρέπει να αφορά τους άλλους τι κάνει κάποιος στην προσωπική του ζωή. Εφόσον δεν βλάπτει τον διπλανό του ούτε το κοινωνικό σύνολο, από τη στιγμή που δεν πάει στο σπίτι των άλλων να τους κλέψει ή να ξεράσει στο χαλί τους, δεν ξέρω γιατί πρέπει να τους αφορά. Αν υπάρχει μια έννοια ιδιωτικού κήπου, καθένας μπορεί να την καλλιεργήσει, εφόσον είναι ενήλικας.Τελικά, αν για κάποιο λόγο σας αρέσουν τα βιβλία ή η περσόνα μου, και τα ναρκωτικά είναι μέρος τους, και θα το δεχτείτε γιατί δεν κινδυνεύετε σε τίποτα από αυτό. Αν πάλι δεν θέλετε…

Πώς γνώρισες τον Λου Ριντ;

Eίχα πάει, αρχές ’70, για ένα μήνα στη Νέα Υόρκη και μια φίλη, μέσω ενός πετρελαιά εκατομμυριούχου, βρήκε το τηλέφωνό του. Μόλις είχε διαλύσει με τους Velvet. Του είπα στο τηλέφωνο ότι αυτός είναι η Νέα Υόρκη για μένα, και είχε την ευγενή καλοσύνη να με συναντήσει. Ήταν η εποχή που έμενε στο Long Island. Είχε τότε μια γκόμενα που είχε πάει να κόψει τα μαλλιά της στο κέντρο, σε ένα «hair parlor», έτσι μου το είπε. Όση ώρα αυτή κουρευόταν, είχαμε καθίσει πλάι σε έναν πυροσβεστικό κρουνό και μιλάγαμε. Και οι δύο εκείνο τον καιρό ήμασταν στα ηρεμιστικά, παίρναμε valium. Θυμάμαι του είχα πει πως αν ήμουν σταρ του Warhol το ψευδώνυμό μου θα ήταν «Valium 10» και πως αν ήμουν ζωγράφος θα μου άρεσε να βάψω τις φλέβες μου ασημένιες. Γύρισε και μου είπε, κάνοντας λογοπαίγνιο μεταξύ ματαιότητας και φλέβας: «You’re a vain woman». Το έπιασε αμέσως. Με αποχαιρέτησε με ένα: «la di da».

Είσαι ματαιόδοξη;

Στην πρώτη συνέντευξη που είχα δώσει, στην «Αυγή», είχα πει πως δεν με ενδιαφέρει μόνο το γράψιμο, μην τρελαθούμε. Και απεδείχθη και εκ των υστέρων. Τη μια φορά έκανα 12 χρόνια να γράψω, και τώρα, μετά από 6-7 χρόνια, κάτι αξιώθηκα να αρχίσω και ξαφνικά ανακάλυψα πως το τελειώνω κιόλας. Τότε με ενδιέφεραν τα ρούχα μου, οι έρωτές μου, το δέρμα μου. Ήθελα τόσο να αρέσω, ώστε, όταν ήμουν μικρή, προχωρώντας γύριζα και έριχνα μια ματιά και στον πιο άσχημο άντρα που με είχε κοιτάξει. Και αυτό ήταν πολύ μυστηριώδες: να περπατάει μια ωραία γυναίκα, φοβερά ντυμένη, να είναι ο άλλος «τέρας»… ε, γύριζα. Και ο άλλος έμενε άφωνος. Αυτή ήταν η ύστατη υπογραφή της κοκεταρίας, ένα μοιραίο βλέμμα. Από την άλλη, πάντα έλεγα ότι θέλω ένα πολύ δυνατό φως να με ρίξει στα γόνατα, κάτι αποκαλυπτικό. Γενικώς, νομίζω ότι μου αρέσουν τα ακραία πράγματα, όπως σε όλους.

Σπούδασες στη Γαλλία, και έμεινες πάνω από μια δεκαετία. Τι σε έφερε πίσω;

Γύρισα για τη γλώσσα στην Ελλάδα, παρόλο που μίλαγα τέλεια γαλλικά. Άρχισε να με ενοχλεί, έχοντας μείνει τόσο καιρό εκεί, ότι έλεγα μία φράση και όλοι καταλάβαιναν ότι είμαι ξένη. Επέλεξα να μην έχω τέλεια προφορά, γιατί θα ήταν σα να φορούσα μια μάσκα. Στο τέλος αυτό γύρισε κατά πάνω μου και παράτησα το διδακτορικό. Είχα αρχίσει να ψιθυρίζω πια, δεν μπορούσα να μιλήσω δυνατά. Το ανήκουστο: είχα διαβάσει τον Προυστ σε μία σειρά βιβλίων. Ήταν 14 τόμοι. Διάβασα όλο το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», 13 τόμοι, και άρχισα να διαβάζω και τον «Ξανακερδισμένο χρόνο». Δεν μου φάνηκε εφάμιλλο αυτού που περίμενα ως ξανακερδισμένου χρόνου και σταμάτησα. Λέγοντάς το αυτό σε μία παρέα Γάλλων, γυρίζει ένας και λέει «να σ’ άκουγε ο Προυστ να το λες αυτό και μάλιστα με την προφορά σου». Εκείνη την ώρα μου ήρθε κάτι πολύ περίεργο. Λέω εδώ θα είμαι πάντα κάτι αλλιώτικο, είχα αρχίσει να αισθάνομαι λίγο exotic. Επιπλέον, αισθάνθηκα ότι δεν θέλω να αφομοιωθώ και να κάνω καριέρα ακαδημαϊκή, ενδεχομένως να μπορούσα. Με ενοχλούσε σαν επίτευγμα. Δεν με ενδιέφερε να είμαι μία Ελληνίδα η οποία πέτυχε στη Γαλλία.

Παρακολουθείς τι γίνεται καλλιτεχνικά;

Παλιά ήμουν αγοραφοβική. Τώρα που το ξεπέρασα, δεν μου κάνει κέφι να βγαίνω, γιατί η Αθήνα είναι μια πόλη σε κατάθλιψη. Πήγα, όμως, σινεμά, είδα τη «Miss Violence» του Α. Αβρανά και μου άρεσε πάρα πολύ. Πριν από μερικές μέρες πήγα να δω και το θεατρικό του. Από σύμπτωση τον γνώρισα και μου φάνηκε εξαιρετικά ευφυής και συμπαθής. Φαίνεται να φέρνει το σκάνδαλο, και αυτό είναι απαραίτητο στην τέχνη. Να πω, όμως, προσλαμβάνω από το περιβάλλον το γνωστό κόμπλεξ απέναντι σε κάποιον που επιστρέφει με ένα μεγάλο βραβείο και δεν ανήκει σε κλίκες. Ξεκινώντας από τον Αβρανά, άρχισα να βλέπω ότι γίνονται πολύ αξιόλογα πράγματα από νέους στον κινηματογράφο. Η κρίση φέρνει ενδιαφέροντα πράγματα στην τέχνη. Τελευταία, ξανα-ανακάλυψα τον Πουλικάκο. Είναι υπέρ του όχι μόνο ότι δεν το βάζει κάτω και φτιάχνει τραγούδια όπως «Το όνειδος του Αδώνιδος», αλλά και που η φωνή του γίνεται συνεχώς καλύτερη.

Μετά το πρώτο σου βιβλίο με διηγήματα (1978), ακολούθησαν 5 μυθιστορήματα. Πώς αποφάσισες να επιστρέψεις στα διηγήματα;

Νομίζω ότι είμαι για διηγήματα φτιαγμένη, αυτή η φόρμα μου πηγαίνει. Μου αρέσει η επιλογή που σου προσφέρουν. Ποτέ δεν τα διαβάζω γραμμικά τα διηγήματα, πάντα ψαχουλεύω μέσα στο βιβλίο, πάω από δω, από κει, τα διαλέγω. Άλλωστε, όπως έχει πει και ο Μπόρχες, από κάθε μυθιστόρημα μια σκηνή θυμόμαστε. Επίσης, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί την εποχή του ζάπινγκ ήταν της μόδας τα «τούβλα».

Τι ετοιμάζεις ακριβώς;

Θέλω να είναι ένα λεπτό βιβλιαράκι, και τα διηγήματα μικρά κομψοτεχνήματα. θα περιέχει μερικά παλιά, 3 ή 4, όσα από αυτά μου αρέσουν. Θα είναι ή 9 ή 11 γιατί έχω αντιπάθεια στους ζυγούς αριθμούς. Σκέφτομαι να τα μοιράσω, να είναι ένα καταθλιπτικό, γιατί και αυτό το περιέχω, και ένα πιο διασκεδαστικό. Δεν νομίζω πως η εποχή ενδείκνυται για να βαρύνεις ακόμα περισσότερο όποιον έχει ατυχήσει. Όλα έχουν ως θέμα ζευγάρια κυρίως, ακραίες ανθρώπινες σχέσεις. Τις ιστορίες τις ξέρω, τις διηγούμαι στον εαυτό μου, δεν ξέρω τι με πιάνει και θέλω να τις αποτυπώσω.

Διαλέγοντας ένα απόσπασμα

Αυτό το διήγημα ξεκινάει με μια παραλλαγή από μία ιστορία του «1.000 και 1 νύχτες». Κάποιος συνεχώς ονειρεύεται να σκοτώσει μια γυναίκα και συνεχώς την αφήνει να ζήσει.

Για μία ωραία φράση θα έπεφτα στα γόνατα; Ερωτηματικά εισπνέοντας, θαυμαστικά εκπνέοντας, ψάχνω τη στιγμή. Διάβαζα χτες την ιστορία του Χουάτζια Χασάν Ελ Χαμπάλ, από τις 1.000 και 1 νύχτες, που πλούτισε χάρη σε ένα κομμάτι μολύβι. Το έδωσε πρόθυμα στο γείτονά του τον ψαρά, που το χρειαζότανε για βαρίδι στα δίχτυα του, και κείνος του υποσχέθηκε την πρώτη ψαριά από το μεγάλο ποτάμι. Μα όταν έριξε τα δίχτυα έβγαλε μόνο ένα μεγάλο ψάρι ως μία πήχη μακρύ και ως μία πιθαμή χοντρό. Τι κι αν τα έριξε πάλι και πάλι και γέμιζαν μέχρι να σπάσουν.Στον Χουάτζια Χασάν Ελ Χαμπάλ αναλογούσε εκείνο το πρώτο ψάρι. Το πήρε ευλογώντας τον Θεό και το έδωσε στη γυναίκα του, που κι αυτή απόρησε βλέποντας μόνο ένα και τέτοιο ψάρι. Καθώς το έξυνε όμως στην κουζίνα, βγήκε μέσα από την κοιλιά του ένα πετράδι τόσο μεγάλο και λαμπερό που εκείνη τη νύχτα φώτισε ολόκληρη την κάμαρα. Σε ποια νερά μαύρα και κρύα κολυμπάει το ψάρι μου ή μήπως είναι πράσινα και διάφανα και στον πάτο μού κρύβεται κάποιας λίμνης; Τρέχει και κρύβεται ανάμεσα σε κοφτερά βράχια, τρέχει και τρέμει γιατί είμαι η μοίρα του. Όμως γι’ αυτό όλοι του οι δρόμοι οδηγούν σε μένα. Ακόμα και μέσα σε μια λακκούβα με νερό της βροχής έχω διακρίνει την ουρά του. Δεν έχω ούτε αγκίστρι ούτε μαχαίρι, αλλά ακόμα κι αν μπορούσα να το αρπάξω με γυμνά χέρια, μόλις το ένιωθα να σπαρταράει θα το πετούσα πίσω στο νερό. Ούτε πάνω σε πέτρες μπορώ να το χτυπήσω, είναι μυστήριο που δεν μπορώ να το λιώσω με τα χέρια μου και να κάνω την αγωνία του διαμάντι, και να κάνω την ασφυξία του αεράκι, που να φυσάει μέσα από τις αράδες, φέρνοντας τις λέξεις πίσω μπρος για να διηγηθούν, έτσι μόνες τους, την ιστορία μου. Την ιστορία κάποιου που δεν θέλει, που δεν μπορεί να σκοτώσει με τα χέρια του, κι όμως, σκοτώνει συνεχώς με το μυαλό του την ίδια πάντα γυναίκα.


Κεντρική Φωτό: Χρήστος Διαμάντης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ