- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Γιάννης Παπαϊωάννου (ΙΟΝ): Δεν θέλω να εξηγήσω ή να αποδείξω, θέλω να καταγράψω, να θυμηθώ
Η μουσική πλευρά του γνωστού δημοσιογράφου σε νέες περιπέτειες
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, με τη μουσική ιδιότητά του ως ΙΟΝ μιλάει στην Athens Voice για την νέα του συλλογή
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες το “Soundscapes Vol 2”, την καινούργια του μουσική ως ΙΟΝ σε κασέτα και σε 50 μόλις κομμάτια. Μιλάει για τη νέα του αυτή κυκλοφορία, που φέρνει μαζί της κάτι πολύ περισσότερο από τις 20 συνθέσεις, που την αποτελούν.
Μερικές συζητήσεις έχουν μεγαλύτερη αξία από άλλες. Όχι μόνο επειδή υπάρχουν μουσικοί που έχουν να πουν περισσότερα από άλλους -ισχύει κι αυτό- αλλά το μεγάλο θέμα είναι αλλού: κάποιοι άνθρωποι, κάποιες στιγμές έχουν καρδιά ανοιχτή για συζητήσεις βαθύτατες.
Τη μουσική του Γιάννη Παπαϊωάννου τη γνωρίζω από την εποχή των Rehearsed Dreams, την εποχή των Raw, την εποχή της Elfish. Παρακολουθούσα πάντα την πορεία του ως ΙΟΝ αλλά και την πορεία του με τους Mechanimal. Πάντα μου άρεσαν οι δουλειές του. Μου άρεσε πολύ το “Soundscapes Vo. 1” αλλά με το Vol. 2 τα πράγματα πήγαν πολύ πιο μακριά: κόλλησε στα ακουστικά των καθημερινών μου μετακινήσεων από την πρώτη ακρόαση και φαίνεται πως θα μείνει εκεί για καιρό. Είναι ένας βαθιά συναισθηματικός δίσκος, ένας σπουδαίος δίσκος. Ένας δίσκος που κυλάει τόσο ειλικρινά και όμορφα, όσο κι η συζήτηση που ακολουθεί…
Τι συμβολισμό έχει αυτό το επίμονο 02:22 σε κάθε κομμάτι του "Soundscapes Vol. 2" αλλά και του Vol. 1 πιο παλιά;
Το 02:22 για εμένα δεν είναι μια διάρκεια, είναι περισσότερο κάτι σαν μια υπενθύμιση. Διατηρεί ένα σταθερό beat μέσα στο χάος του χρόνου, και συνοδεύει αυστηρά το Soundscapes project. Είναι σαν να ρίχνω κάθε τόσο μια άγκυρα, ή να βάζω μια καρφίτσα στη μνήμη του χρόνου, ένα Google Maps point, μια συντεταγμένη, δηλαδή, ενός τόπου απ’ όπου έχω περάσει και έχω κρατήσει ηχητικές σημειώσεις με το recorder. Kάτι που στην ουσία είναι ρευστό, πιο προσωπικό και άγνωστο ή ανείπωτο μέχρι να αφεθεί στην κυκλοφορία. Αλλά και πάλι, το Soundscapes για μένα δεν είναι ένα μουσικό project με τη συμβατική έννοια. Είναι ένα ηχητικό ημερολόγιο (ή, καλύτερα, μια σειρά από ακουστικές σημειώσεις) γραμμένο όχι τόσο για τον κόσμο, αλλά για να μην ξεχάσω εγώ. Ποιος ήμουν, πού ήμουν, τι συχνότητα με διαπέρασε. Και κάπως έτσι, το 02:22 ήρθε σχεδόν εμμονικά. Από την αρχή. Κάτι ανάμεσα σε αριθμολογική αισθητική και ασκητική πειθαρχία. Είναι αρκετός χρόνος για να δημιουργήσεις ένα τοπίο, αλλά όχι αρκετός για να βολευτείς μέσα του. Είναι ένα χρονικό πλαίσιο που σε κρατάει σε εγρήγορση, σαν να σου λέει ότι δεν έχεις απεριόριστο χρόνο, ούτε για να μιλήσεις, ούτε για να ζήσεις. Πρέπει να κρατήσεις την ουσία. Όπως και στη ζωή: δεν υπάρχει replay, μόνο ένας χρονογράφος που τρέχει ακόμα κι όταν δεν τον κοιτάς.
Πόσο διαφορετικό σε βρίσκει το Vol. 2 σε σχέση με το Vol. 1; Σαν άνθρωπο πρώτα… Τι έχει μεσολαβήσει στη ζωή σου; Και πόσο διαφορετικό σε βρίσκει σε μουσικό επίπεδο;
Θα έλεγα ότι το Vol. 2 με βρίσκει πιο σιωπηλό και πιο εκτεθειμένο. Ανάμεσα στο Soundscapes Vol. 1 και το Vol. 2 δεν μεσολάβησαν απλώς μερικά field recordings ή κάποια ακόμα layers στο Ableton. Μεσολάβησε η απώλεια της μητέρας μου. Άλλαξε η αίσθηση του πατρικού, η αίσθηση της ρίζας, του καταφυγίου. Άλλαξαν και τα day job τοπία και οι άνθρωποι γύρω μου: συνεργάτες που υπήρξαν κομμάτι ενός κοινού ρυθμού εξαφανίστηκαν απ’ τα γραφεία, άλλοι αποσύρθηκαν ή μεταμορφώθηκαν, σαν να τράβηξε κάποιος την κουρτίνα και άλλαξε η σκηνή. Και κάπως έτσι εγώ, που για χρόνια έγραφα για τους άλλους, βρέθηκα να ξαναγράφω για μένα. Η δημοσιογραφία έγινε πιο φασματική, πιο μοναχική, λιγότερο συνομιλητική. Κι αυτό ίσως εξηγεί γιατί το Vol. 2 μοιάζει πιο εσωστρεφές. Είναι σαν να ηχογραφείς με το μικρόφωνο γυρισμένο προς τα μέσα. Σαν άνθρωπος νιώθω λιγότερο επιτακτικός. Δεν θέλω να εξηγήσω, δεν θέλω να αποδείξω. Θέλω να καταγράψω. Να θυμηθώ. Να δώσω χώρο σε κάτι που ξεφεύγει από τη γλώσσα, από την ανάλυση και από την γαμημένη ροή των ελληνικών media, που ναι, βέβαια, είμαι κι εγώ ένα μικρό μέρος της. Οπότε, ως μουσικός, ήθελα να αγγίξω το Vol. 2 πιο συναισθηματικά, αλλά με έναν τρόπο πιο ψυχρό, παρατηρητικό, σχεδόν αποστασιοποιημένο. Σαν να κοιτάς στο χάρτη σου, να βλέπεις έναν τόπο, ένα σπίτι, ένα γραφείο απ’ όπου πέρασες ή έζησες, ξέροντας ότι κάποτε εκεί έγινες κομμάτια, αλλά τώρα είναι απλώς ένα GPS tag.
Είναι καθαρά αστικό το τοπίο που “περιγράφεις” και με την κυκλοφορία αυτή. Αθήνα;
Όχι μόνο. Η Αθήνα είναι βέβαια πάντα εκεί (σαν βουβή ταπετσαρία), μια πόλη-ήχος που δεν σ’ αφήνει ποτέ να την ξεχάσεις, ούτε ακόμα όταν νομίζεις πως την έχεις εγκαταλείψει. Αλλά το Soundscapes Vol. 2 δεν είναι μόνο για την Αθήνα. Είναι για κάθε ενδιάμεσο τόπο. Ήχοι από ένα παλιό road-trip από Αθήνα στο Βερολίνο, ήχοι από την Αιδηψό, ψίθυροι από νυχτερινές βόλτες στη Βασιλεία, αμμόλοφοι στη Νάξο, λιβάδια στη Θεσσαλία, οι σιωπηλοί διάδρομοι του νοσοκομείου Αλεξάνδρα, μια αξέχαστη βόλτα στο Père Lachaise… Οπότε, το τοπίο παραμένει μετέωρο, αστικό, ναι, τις περισσότερες φορές αλλά και πάλι όχι δείχνοντας την "πόλη" με την έννοια της αρχιτεκτονικής. Περισσότερο "πόλη" με την έννοια της μνήμης. Άλλωστε, το Vol. 2 γράφτηκε κυρίως εκεί που τελειώνουν τα σύνορα, εκεί που ο ήχος γίνεται περισσότερο συναίσθημα και λιγότερο τόπος.
Είναι βαθιά χειμερινό το τοπίο του εξωφύλλου… Θέλεις να μου πεις πώς νιώθεις κάθε διαφορετική εποχή στην πόλη σου;
Για την ακρίβεια το εξώφυλλο είναι τόσο μουντό θέλοντας να τονίσω περισσότερο την αίσθηση της ομίχλης και όχι τόσο της χειμωνιάτικης γκριζάδας. Αλλά η κάθε εποχή στην πόλη λειτουργεί σαν διαφορετικό φίλτρο στη μνήμη. Δεν αλλάζει τόσο τα πράγματα, όσο τον τρόπο που τα βλέπεις. Τα τελευταία χρόνια πιστεύω όλο και περισσότερο πως ο χειμώνας είναι ο πιο αληθινός. Οι ήχοι απογυμνώνονται, η πόλη δεν παριστάνει τίποτα, δεν πουλάει καλοκαιρινό ρομάντζο. Η άνοιξη είναι πάντα λίγο ψεύτικη. Πολύ αισιόδοξη, πολύ γρήγορη, πολύ Instagram, αν και σ’ αυτήν εμφανίζονται μικρές λεπτομέρειες στον ήχο, όπως μια κουβέντα σε κάποιο παγκάκι. Το καλοκαίρι... Κάποτε το λάτρευα, τώρα το βλέπω σαν να είναι ένα είδος εξορίας. Και τιμωρίας. Οι δρόμοι καίνε, οι ήχοι θολώνουν από τη ζέστη. Ό,τι κι αν πεις το καλοκαίρι ακούγεται λίγο πιο κουρασμένο και το ηχοτοπίο της Αθήνας γίνεται μονότονο, σαν air condition που δεν κλείνει ποτέ. Το φθινόπωρο θα είναι πάντα μεταβατικό. Σαν πρόλογος σε κάτι που αλλάζει. Είναι η εποχή που ακούω περισσότερο τα βήματά μου.
Έχω μια παράξενη αίσθηση ότι είναι κάπως πιο φωτεινή αυτή η δουλειά από την προηγούμενη. Έχει "Δεκαπενταύγουστο", έχει "Αγάπη Για το Καλοκαίρι"... Από την άλλη και το πρώτο Soundscapes είχε "Aegina", είχε "She Sings For The Sea"... Τι με κάνει ν’ ακούω πιο φωτεινό το Vol. 2;
Έχεις δίκιο, και χαίρομαι που το εντοπίζεις. Το Vol. 2 είναι πράγματι πιο φωτεινό, όχι επειδή αγνοεί το σκοτάδι, αλλά γιατί το έχει αποδεχτεί. Είναι πιο ανέμελο, με έναν τρόπο ώριμο. Και πιο θαρραλέο στο να αφεθεί. Σαν να μην ντρέπεται πια να πει «αυτό είναι που αισθάνομαι, και δεν χρειάζεται να το τυλίξω με κανένα μυστήριο». Η "Αγάπη για το Καλοκαίρι" ή ο "Δεκαπενταύγουστος" μιλούν για την εσωτερική μου διάθεση να πλησιάσω το φως, χωρίς να φοβάμαι ότι θα καώ. Το πρώτο Soundscapes ήταν μια προσπάθεια καταγραφής της νοσταλγίας. Το δεύτερο είναι πιο αποφασιστικό: «είμαι εδώ, και ακούω και γράφω ακόμα». Όχι σαν παραίτηση, αλλά σαν επιλογή. Είναι άλλο να στέκεσαι μπροστά στη θάλασσα και άλλο να τη σκέφτεσαι. Είναι άλλο να τη νοσταλγείς, και άλλο τελικά να βουτάς μέσα της χωρίς να σε νοιάζει αν θα βγεις παγωμένος.
Και μ’ έναν υπόγειο τρόπο, το ακούω και πιο μελωδικό. Το νιώθεις έτσι;
Ναι, κι εγώ το νιώθω πιο μελωδικό. Ίσως γιατί, στην πραγματικότητα, ο ION ήταν πάντα αφοσιωμένος στη μελωδία, ακόμα και όταν βυθιζόταν στον πιο θορυβώδη ήχο, στην πιο αυστηρή techno φόρμα, ακόμα και στις πιο αφηρημένες ambient συνθέσεις. Η μελωδία δεν ήταν ποτέ φανερή με τον συμβατικό τρόπο, αλλά πάντα λειτουργούσε σαν υπόγεια ροή. Στο Vol. 2 αυτή η μελωδικότητα μπορεί να βγαίνει πιο μπροστά, ίσως επειδή δεν φοβάμαι πια μήπως ακουστεί «ευάλωτη». Δεν με απασχολεί αν θα θεωρηθεί «συναισθηματική», γιατί είναι. Όπως είναι και η εμπειρία του να χάνεις, να θυμάσαι, και να ηχογραφείς ή να παίζεις αληθινά, χωρίς αμυντικά φίλτρα. Ναι, κάπως έτσι, η μελωδία γίνεται το πιο τίμιο εργαλείο επικοινωνίας: μια γραμμή ανάμεσα σε σένα και σε κάποιον άλλον, που ίσως καταλάβει τι παίζει χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσεις.
Οι ηλεκτρονικές δουλειές σου μοιάζουν με soundtrack φανταστικών ταινιών. Κι απ’ όσο ξέρω αγαπάς ιδιαίτερα την εικόνα. Ποιες μορφές της και με ποιους τρόπους;
Αγαπώ τη φωτογραφία, και την εικόνα γενικότερα, σχεδόν όσο και τη μουσική. Ξεκίνησα μικρός, όταν απέκτησα μια Agfamatic 3000, μια κάμερα που για μένα τότε ήταν σαν να κρατάω μηχανή του χρόνου. Δεν είμαι επαγγελματίας φωτογράφος και ούτε προσπαθώ να το παίξω. Τη φωτογραφία την υπηρετώ όπως και τον ήχο: με αφοσίωση, αλλά χωρίς να μου γίνεται φετίχ. Με ενδιαφέρει, λοιπόν, η εικόνα ως αφήγηση, όχι ως επίδειξη. Οι φωτογραφίες μου είναι πιο πολύ σημειώσεις μνήμης, ένα είδος πεισματικής καταγραφής για να μην ξεχαστεί αυτό που φεύγει. Και γενικά, με βλέπω σαν έναν πολυμεσικό άνθρωπο. Όχι γιατί είναι της μόδας, αλλά γιατί έτσι έμαθα να ζω, χρόνια τώρα. Φτιάχνω μουσική με ηλεκτρονικά όργανα, άλλοτε τη συνοδεύω με λόγια, στίχους, κι άλλοτε τη συμπληρώνω με εικόνες, όπου μπορώ. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Από τις μορφές εικόνας, αγαπώ τη φωτογραφία δρόμου, τις αναλογικές ατέλειες, τη σκόνη, τις αστικές ρωγμές, τα καμένα φιλμ, αλλά και το βίντεο και την τεχνητή νοημοσύνη (όταν λειτουργούν σαν μια καλαίσθητη πλάνη). Οι εικόνες δεν χρειάζεται να είναι τέλειες· χρειάζεται να κουβαλούν μια στιγμή που αλλιώς θα χανόταν. Και αυτό είναι το πιο κοντινό που ξέρω στο δικό μου σινεμά, ένα σινεμά χωρίς κάμερα, χωρίς συνεργείο, χωρίς τίτλους τέλους. Μόνο μια στιγμή στο χρόνο που τα κατάφερε και επιβίωσε.
Τι σε δένει με το format της κασέτας; Καθώς είναι βέβαιο ότι σε οικονομικό επίπεδο να κυκλοφορείς 50 κασέτες δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, τι σε κάνει να κυκλοφορείς δουλειά σου σε κασέτα;
Η κασέτα ήταν το πρώτο μέσο στο οποίο (κάποιοι από εμάς) μάθαμε πώς να ακούμε. Όχι παθητικά, όπως με το βινύλιο, αλλά ενεργητικά. Να επιλέγουμε, να γράφουμε, να ηχογραφούμε τη δική μας μουσική, ή να φτιάχνουμε συλλογές για φίλους, εραστές, πιθανούς συνεργάτες. Ήταν αληθινά μια DIY πράξη και ταυτόχρονα βαθιά συναισθηματική. Ένα κομμάτι πλαστικό που κουβαλούσε μνήμες, απορρίψεις, εφηβικές δηλώσεις και σπιτικές ηχογραφήσεις με πάθος και θόρυβο. Σήμερα, φυσικά, δεν έχει "νόημα" οικονομικά. Το να κυκλοφορείς 50 κασέτες εννοείται ότι δεν είναι business plan. Αλλά είναι μια μικρή πράξη αντίστασης. Αντίστασης στην ταχύτητα, στην ευκολία, στην υπερέκθεση. Κανένας (ή σχεδόν κανένας) δεν έχει κασετόφωνο. Κι όμως, αυτοί οι λίγοι που έχουν, ακούνε αλλιώς. Ακούνε με την καρδιά τους. Για μένα η κασέτα είναι μια τελετουργία, ισάξια με εκείνη του βινυλίου. Να την ανοίξεις, να τη βάλεις, να περιμένεις. Δεν κάνεις skip. Δεν κάνεις scroll. Δέχεσαι τον ήχο όπως ήρθε, με τα λάθη του, με το hiss, με την ατέλεια. Όπως ακριβώς δεχόμαστε (ή θα θέλαμε να δεχτούμε) και τους ανθρώπους. Η κασέτα είναι το μέσο που ταιριάζει στο Soundscapes. Όχι για να γίνει retro cool, αλλά γιατί μιλάει στον χρόνο διαφορετικά. Και, πίστεψέ με, αυτό έχει περισσότερη αξία από οποιαδήποτε πλατφόρμα streaming.
Διάβασα πρόσφατα το βιβλίο που έγραψε ο Μάκης για τον Σπύρο Φάρο, με τον οποίο είχατε συναντηθεί στους Rehearsed Dreams. Τι θυμάσαι πιο έντονα από τον Σπύρο;
Με τον Σπύρο Φάρο είχαμε μια ιδιαίτερη, δυναμική, και διαφορετική σχέση από τις περισσότερες συνεργασίες του. Υπήρχε μια ισορροπία. Μια καλλιτεχνική ισοτιμία που, με έναν τρόπο, περιόριζε την πολύ έντονη, ηγετική του περσόνα. Αυτό δεν σήμαινε λιγότερη ένταση ή πάθος, το αντίθετο. Αλλά το πλαίσιο ήταν πιο "δημοκρατικό", με την έννοια ότι δεν υπήρχε ένα άτομο που να καθοδηγεί τα πάντα. Χτίζαμε τα κομμάτια μαζί και με τον Βασίλη Σορίλο στα τύμπανα, και αυτή η συνεργατική ενέργεια άφησε πολύ δυνατά ίχνη. Κυριολεκτικά: σε κάθε πρόβα κουβαλούσαμε ένα deck κασετόφωνο για να γράψουμε τα πάντα. Για να μη χαθεί καμία στιγμή. Όλες αυτές οι κασέτες υπάρχουν ακόμα στο αρχείο μου. Είναι, θα έλεγα, ντοκουμέντα μιας κοινής ζωής, όχι απλώς μουσικά drafts. Και αυτό είναι που πλέον θέλω να θυμάμαι πιο έντονα από τον Σπύρο: την επιθυμία του να συμμετέχει, όχι να επιβάλλεται. Γιατί αυτό (για όποιον τον γνώριζε καλά), ήταν και το πιο σπάνιο χάρισμα του.
Με τον Μάκη πώς ήταν η συνεργασία στους Raw;
Η συνεργασία μου με τον Μάκη Φάρο στους Raw ήταν ένας από τους πιο όμορφους και δημιουργικούς σταθμούς της ζωής μου. Ήταν μια σύμπραξη με ουσία, χωρίς περιττά λόγια, με εσωτερική πειθαρχία και απόλυτη εμπιστοσύνη στην ένταση της στιγμής. Δουλέψαμε με ακρίβεια, με προσωπικό βάρος, και με μια κοινή γλώσσα που δεν χρειαζόταν να ειπωθεί φωναχτά. Δεν το βλέπω ως παρελθόν. Ήταν κάτι πλήρες, που άφησε σημάδι και αυτό είναι αρκετό.
Με τι γεύση σε άφησε η εμπειρία της Elfish, της δισκογραφικής εταιρείας που τρέχατε στα early nineties με το Μάκη;
Η Elfish, για μένα, δεν έκλεισε ποτέ. Ναι, η εταιρεία ως φυσική οντότητα σταμάτησε να υπάρχει, αλλά η ιδέα της, αυτή η πίστη στο DIY, στην ευθύνη απέναντι στον ήχο, στη φροντίδα για το αντικείμενο και τον άνθρωπο πίσω απ’ αυτό, συνεχίζει να με καθοδηγεί μέχρι σήμερα. Ήταν μια εμπειρία που μου έμαθε πώς να φτιάχνεις κάτι από το μηδέν χωρίς καμία εγγύηση επιβράβευσης, και πώς να το κάνεις αυτό με πλήρη συνείδηση και επιμονή. Eίναι κάτι που δεν το νοσταλγώ, αλλά συνεχίζω να το κουβαλάω.
Από τους δίσκους που είχατε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή, ποιους θα θεωρούσες επίκαιρους σήμερα;
Αν έπρεπε να κρατήσω έναν δίσκο από εκείνη την εποχή ως επίκαιρο σήμερα, θα ήταν το City των Raw. Όχι γιατί "κολλάει" με τις τάσεις, αλλά γιατί κουβαλάει μέσα του εκείνη την υπόγεια, σκονισμένη εγκατάλειψη της Αθήνας κι αυτήν την αίσθηση ότι η πόλη είναι πάντα λίγο παρατημένη, λίγο παραμορφωμένη, λίγο εκτός χρόνου. Το City δεν ήταν ποτέ δήλωση. Ήταν καταγραφή. Κι αυτή η καταγραφή, όσο περνούν τα χρόνια, αποκτά βάρος. Οι ήχοι του, οι λέξεις του, ακόμη και οι σιωπές του, μοιάζουν να ανήκουν και στο τώρα, σ’ αυτό το παρόν που δεν ξέρει αν τελειώνει ή αν ξαναρχίζει.
Τι θυμάσαι ευρύτερα από την εποχή εκείνη και τη μουσική της;
Όσα χωράει ο σκληρός δίσκος στο κεφάλι μου. Τα περισσότερα απ’ όσα αγάπησα, και μερικά απ’ όσα με πόνεσαν. Ό,τι δεν θυμάμαι, το ψάχνω πάλι, σε παλιούς δίσκους, σε παλιές κασέτες, σε ξεχασμένα σημειωματάρια, ή το ξαναγράφω με ήχους. Αλλά η δεκαετία του ’80, τουλάχιστον όπως τη ζήσαμε εδώ, δεν ήταν ούτε "εύκολη" ούτε "ρομαντική". Δεν ήταν αυτά τα «αισθητικοποιημένα» 80s που βλέπει η Gen Z μέσα από φίλτρα VHS και ρετρό playlists. Ήταν μια εποχή έντασης, αντιφάσεων, έντονης καχυποψίας από την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και αναζήτησης. Τότε μαθαίναμε ακόμα τι σημαίνει "ανήκω", πολιτικά, μουσικά, υπαρξιακά. Το να κάνεις μουσική τότε δεν ήταν χόμπι. Ήταν δήλωση. ‘Η μάλλον τρόπος επιβίωσης. Έπαιζες χωρίς εξοπλισμό, χωρίς ελπίδα "καριέρας", και το βασικότερο χωρίς YouTube tutorials. Αλλά με κάτι που ίσως λείπει σήμερα: μια εσωτερική αναγκαιότητα. Αν με κάποιο μαγικό τρόπο ένας σημερινός 20άρης γυρνούσε πίσω στα 80s, δεν είμαι σίγουρος πως θα το άντεχε. Όχι επειδή θα του έλειπε το Wi-Fi. Αλλά επειδή θα του έλειπε η αίσθηση του άμεσου feedback. Και, κυρίως, θα του έλειπε η "ασφάλεια", γιατί τότε, το να είσαι νέος και διαφορετικός, μπορούσε να γίνει και επικίνδυνο. Κι όμως, ήταν εκείνη η εποχή που μας έδωσε μαζί με τις πρώτες σκιές και τα πρώτα φώτα, και πάνω απ’ όλα τις πρώτες μουσικές που έμοιαζαν με εμάς. Και γι’ αυτό, παρά την απόσταση, την κουβαλάω ακόμα αυτήν την δεκαετία σαν φυλαχτό. Όχι ως διακόσμηση, αλλά ως προέκταση της μνήμης μου.
Με τους Mechanimal τι ετοιμάζεις; Πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα νέος δίσκος;
Ναι, ετοιμάζεται κάτι νέο και για τους Mechanimal, μόνο που αυτή τη φορά δεν θα είναι όλα όπως πριν (αν κι έχουμε ξεκινήσει να γράφουμε κάποια κομμάτια μαζί με τον Freddie). Απλώς, για εμένα, το να επαναλαμβάνεις ένα μοτίβο μόνο και μόνο επειδή κάποτε λειτούργησε, είναι σαν να μιλάς στον καθρέφτη, να επιμένεις να του λες «are you talking to me?» και να μην παίρνεις καμία απάντηση. Επίσης, το 2012, όταν εμφανίστηκαν οι Mechanimal, υπήρχε πραγματική ανάγκη για αυτό τον ήχο. Ήταν κάτι σχεδόν προφητικό μέσα στο χάος της Αθήνας. Ένα soundtrack αστικής επιβίωσης, όχι στυλιζαρισμένο. Σήμερα, όμως, όλοι μιλούν με σπασμένη φωνή πάνω σε νεκρά beats. Το spoken word έχει γίνει μανιέρα, το darkwave ντεκόρ και το post-punk τσιχλόφουσκα. Δεν με αφορά το να μπω ξανά σε μια στυλιζαρισμένη υποκουλτούρα για να επαναλάβω κάτι που τότε είχε νόημα, και τώρα απλά παίζει καλά στο feed. Και κάπου εδώ έρχεται η σύγκλιση με τον ION. Αντί να συνεχίσω μια αφήγηση που έχει κορεστεί, προτιμώ να τη διαλύσω και να την ξανασυνθέσω από την αρχή. Να ενώσω τα δύο projects όχι ως concept, αλλά ως μια άλλη ψυχική αναγκαιότητα. Να φτιάξω έναν δίσκο που θα είναι ένα glitch ανάμεσα σε ό,τι ήμουν/ήμασταν και σε ό,τι είμαι ή θέλουμε να είμαστε τώρα. Ούτε νέο Mechanimal. Ούτε ION με στίχους. Κάτι άλλο. Κάτι που σίγουρα δεν θα είναι άνετο, αλλά θα είναι αληθινό.
Η δημοσιογραφική σου πλευρά έρχεται να κοντραριστεί κάποιες φορές με τη μουσική σου ή ζουν σε αρμονία;
Ζουν σε ένα είδος εύθραυστης ανακωχής. Η δημοσιογραφική μου πλευρά είναι πιο δομημένη, πιο νηφάλια (αν και όχι πάντα), συχνά κυνική, σαρκαστική, αλλά και πολύ πικρή με όλα πρέπει να καταγράψει σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, ξέρει πώς να διαβάζει τα συμφραζόμενα, και πώς να ξεγυμνώνει την πρόθεση πίσω από τις λέξεις. Η μουσική, από την άλλη, δεν εξηγεί τίποτα. Κι όμως, λέει τα πάντα. Είναι πιο γενναία. Δεν την απασχολεί αν γίνεται κατανοητή, απλώς να υπάρχει. Κι αν με ρωτάς ποια κερδίζει, θα σου πω: η μουσική δεν έχει ανάγκη να απαντήσει σε ερωτήσεις. Η δημοσιογραφία, πρέπει να το κάνει. Και, μάλιστα, σε πολύ δύσκολες ερωτήσεις, όταν ως άνθρωπος βλέπεις τα πάντα γύρω σου να καταρρέουν, ηθικά και υπαρξιακά. Όταν οι λέξεις καλούνται να εξηγήσουν πώς γίνεται να μιλάμε για τεχνητή νοημοσύνη και ψηφιακή αθανασία, ενώ παιδιά πνίγονται στη Μεσόγειο και βομβαρδίζονται μαζικά στη Γάζα, ή όταν ένας εργάτης στην Αθήνα πνίγεται κάθε φορά μπροστά από τα ράφια με τις τιμές των σούπερ μάρκετ. Η δημοσιογραφία προσπαθεί να βρει το νόημα μέσα στο χάος. Η μουσική, απλώς το αντέχει. Το κουβαλάει μέσα της. Και ίσως τελικά, γι’ αυτό εμπιστεύομαι περισσότερο τον ήχο, γιατί δεν έχει σκοπό να πείσει κανέναν. Μόνο να σε συνοδεύσει. Οπότε ναι, μπορεί να συγκρούονται πού και πού, αλλά όταν έρθει η ώρα, είναι η μουσική αυτή που ρίχνει πάντα την αυλαία.
Τι άκουσες τελευταία που σου άρεσε πολύ;
Ακούω πολλά λόγω της δουλειάς, αλλά τίποτα δεν μπορώ να πω ότι μου πήρε τα μυαλά, όπως συνέβαινε κάποτε. Ωστόσο, θα ξεχωρίσω τα νέα άλμπουμ των Sparks, των Μark Pritchard & Thom Yorke και των Stereolab, μια σειρά από εξαιρετικά νέα ambient άλμπουμ των Markus Guentner, Benoît Pioulard και Purl και σταθερά το "On Giacometti" της Hania Rani εν ώρα δημιουργικής δημοσιογραφικής γραφής και σκέψης.
Και τι διάβασες;
Το τελευταίο βιβλίο ήταν το "Ζώντας με τον Καύσωνα" της Bonnie Schneider, που εντάξει δεν είναι λογοτεχνία, αλλά είναι ένα αναγκαίο, κατά την αποψή μου, ανάγνωσμα για να καταλάβει κανείς πόσο γαμημένη είναι η κατάσταση του πλανήτη, και το οποίο κάπως με προετοίμασε για ένα ακόμα "κολασμένο" καλοκαίρι στην Αθήνα.
Τι να περιμένουμε από τη μουσική σου πλευρά στο επόμενο διάστημα;
Αυτό που δουλεύω αυτόν τον καιρό είναι μια σειρά ζωντανών εμφανίσεων των Soundscapes, με πρώτη στάση την Αθήνα το φθινόπωρο και μετά στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα εννιαίο σετ, χωρίς παύσεις, χωρίς ομιλίες, χωρίς καθοδηγήσεις. Μόνο ήχος, σε συνεχή ροή ένα ταξίδι που ενώνει υλικό από το Vol. 1 και το Vol. 2, μετασχηματισμένο αποκλειστικά για τη σκηνή με live electronics και περισσότερο αυτοσχεδιασμό με φίλους μουσικούς επί σκηνής. Κάτι ανάμεσα σε ακουστική εγκατάσταση και ambient , με ζωντανή επεξεργασία του ηχητικού πεδίου, ηλεκτρονικά όργανα, αλλά και πνευστά, γιατί κάπως θέλω να κρατήσω ζωντανό και το στοιχείο της αναπνοής. Κι όλα αυτά θα ξεδιπλωθούν σε επιλεγμένα σημεία/χώρους της πόλης οι οποίοι μπορούν να υποστηρίξουν τη σιωπή, την ησυχία, τη λεπτομέρεια και τη φόρτιση του ήχου.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το μουσικό σύνολο Les Arts Florissants ερμηνεύει Μπαχ με όργανα εποχής
Το ανδρόγυνο στιλ και οι πυρετικές κραυγές του ενσάρκωσαν το πνεύμα και τον ήχο της ροκ κοσμογονίας
Ο διαγωνισμός τραγουδιού θα πραγματοποιηθεί στην Αυστρία τον Μάιο
Ο πρόεδρος Χέρτσογκ χαιρετίζει την απόφαση της EBU
Υπήρξε βασικό μέλος των Blues Brothers, του συγκροτήματος των Τζον Μπελούσι και Νταν Ακρόιντ
Η σπουδαία καλλιτέχνιδα επιστρέφει στη χώρα μας
Ποιες χώρες ανακοίνωσαν ότι θα απέχουν από τον διαγωνισμό
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Ένα από τα σημαντικότερα ονόματα του σύγχρονου metal ήχου
Οι παραγωγοί του Voice 102.5 μιλούν για το ραδιόφωνο
Σχέδιο με το σύνθημα «Another Prick in the Wall» μετά τις προσβλητικές δηλώσεις
Το βίντεο φαινόταν να προωθεί τη καμπάνια του κατά της παράνομης μετανάστευσης
Το πρόγραμμα της εορταστικής μουσικής βραδιάς - Με έργα από την Αναγέννηση έως τον 20ό αιώνα
Η ποπ σταρ μοιράστηκε το επίσημο τρέιλερ του φιλμ «The Eras Tour: The Final Show»
Μια ονειρική βραδιά για τους νοσταλγούς του πανκ ροκ των 90s
Ο Ασάφ Αβιντάν μιλάει στην Athens Voice για τον νέο του δίσκο, τις δυσκολίες και όσα του έλειψαν από τις ζωντανές εμφανίσεις
Η θέση των διαχειριστών των πνευματικών δικαιωμάτων του Μίκη με αφορμή το ζήτημα της περιοδείας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.