Μουσικη

Ο Γιώργος Κουβαράς έπιασε το μικρόφωνο - και όχι για να μας πει τις ειδήσεις

Ο γνωστός δημοσιογράφος και παρουσιαστής ειδήσεων μιλάει για τις εμφανίσεις του στην πίστα και όχι μόνο

Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Γιώργος Κουβαράς έπιασε το μικρόφωνο - και όχι για να μας πει τις ειδήσεις

Ο Γιώργος Κουβαράς και η Τζένη Διαγούπη τραγουδούν στο Major Seven και απαντούν στο ερώτηµα «Μάντεψε τι κάνω τα βράδια».

Κάθε Μαγιάτικη Δευτέρα, στη μικρή πίστα του Major Seven, συμβαίνει το απρόσμενο. Το όσο εικονοκλαστικό φαντάζεσαι, όταν ένας γνωστός παρουσιαστής των ειδήσεων συμπράττει με μια αντισυμβατική καλλιτέχνη για να κοινωνήσουν στο κοινό τραγούδια που αγαπούν, αυτά που σιγοψιθύριζαν μια ζωή στο «μπάνιο» της ιδιωτικότητάς τους. Ο Γιώργος Κουβαράς και η Τζένη Διαγούπη μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να σου φανούν από άλλο ανέκδοτο ο καθένας. Όμως, μόνον από τα αταίριαστα που τελικά επικοινωνούν υπόγεια μπορεί αβίαστα να βγει κάτι καινούριο. Και αυτό το πρόγραμμα δεν έχει τίποτα από τις επαγγελματικές πίστες, τις μικρές ή τις μεγάλες, όπως τις ξέραμε ως τώρα . Μπορεί να κλείνει το μάτι στην παλιά μπουάτ, πιο πολύ, όμως, μοιάζει με φεγγαρόφωτο βράδυ στην καλοκαιρινή παραλία της εφηβείας μας, όπου κάποιος πιάνει την κιθάρα γύρω από μια φωτιά για να ανάψει το κέφι, τον έρωτα, μια ξεχασμένη αίσθηση του φλερτ, μια μελωδική ηδονή μέσα στο μισόφως. Ίσως να ’ναι και μια επιστροφή στις οικογενειακές βραδιές με τις καντάδες που μεγάλωσαν τον Γιώργο σε κάποια αυλή της Ιθάκης, μια παλιά φωτογραφία Ιόνιου κεφιού που αποκτά χρώμα και κίνηση. Μπορεί να φταίνε και τα τραγούδια, που δεν λένε να καθίσουν ήσυχα, να ακολουθήσουν μια λογική, μια συγκεκριμένη εποχή, ένα στυλ. Ρεμπέτικο, νέο κύμα, ελαφρύ λαϊκό και λαϊκό, τίτλοι και ρεφρέν που αλλάζουν την τελευταία στιγμή ανάλογα με τη διάθεση, παρεΐστικες κουβέντες, που τις νοιώθεις να σε πιάνουν από τον ώμο, άμα έχεις τα κότσια της έκθεσης κανείς δεν θα σου πει όχι. Αυτό το πρόγραμμα είναι diy, χειροποίητο, αυθόρμητο, δεν έχει πίσω του καλλιτεχνικό διευθυντή να οργανώσει το συναίσθημα, τη μπάσα στιγμή, την κορύφωση, τις ανάσες, ένα οργανωμένο συναίσθημα. Η βραδιά ανασαίνει μόνη της, στον δικό της, προσωπικό ρυθμό, με εξίσου απρόσμενους καλεσμένους, όπως ο αειθαλής και εσαεί-έφηβος, Μιχάλης Βιολάρης, η Μαρία Κηλαηδόνη, οι Γιαγκίνηδες ή ο Γιάννης Σαββιδάκης.

Αυτές οι νύχτες κυρίως αποκαλύπτουν αυτό που όλοι είμαστε αλλά σπάνια εκφράζουμε. Κυρίως το ότι η ερώτηση «τi μουσική ακούς;» είναι μάταια και χωρίς απάντηση. Γιατί εν τέλει, ο μουσικός μύλος του καθενός από μας, ανενδοίαστα όλα τα αλέθει: και τα ποπ και τα σοβαρά και τα δύσκολα και τα εύκολα και τα παλιά και τα καινούρια και όλοι κρατάμε μέσα μας γλυκά ένα ποτ-πουρί από την απεραντοσύνη της μουσικής: κάτι ξένο, κάτι ελληνικό, κάτι ρεμπέτικο, μια σκληρή ροκιά αλλά και το χιτάκι της εποχής.

Καθώς τυγχάνουμε γείτονες με τον Γιώργο, πάνω από ένα καφέ στα ανοιξιάτικα Ιλίσια, οι ερωτήσεις συνωστίζονται και εύκολα χάνουν την κατεύθυνσή τους. Γιατί αυτός ο απέραντα ευγενής, χαμηλών τόνων Κουβαράς, κρύβει πολλά κουβάρια μέσα του και σε βάζει σε πειρασμό να τα ξετυλίξεις όλα.

Από την Πάτρα όπου γεννήθηκες και τα καλοκαίρια στην Ιθάκη της καταγωγής σου, πόσους σταθμούς μετρά η ζωή σου;
Σπούδασα Νομική στην Αθήνα και μετά έκανα το μεταπτυχιακό μου στη δημοσιογραφία στο City University του Λονδίνου, μαζί με τον Νικόλα Βαφειάδη και τη Μάρα Ζαχαρέα. Επιστρέφοντας, έπιασα την πρώτη μου δουλειά στη Μεσημβρινή και μετά έμεινα για 20 χρόνια στον Ελεύθερο Τύπο. Από την αρχή ασχολήθηκα με τα διεθνή θέματα, το πολιτικό ρεπορτάζ, την ενημέρωση.

Πώς δεν υπέκυψες στις Σειρήνες του λάιφ-στάιλ που τη δεκαετία του ’80 ήταν σχεδόν μονόδρομος στην Αθήνα;
Το επάγγελμα στη ζωή μου πάντα το αντιμετώπισα σαν κάτι που χρειάζεται έρευνα, προσπάθεια, αναζήτηση, μελέτη. Από μικρός ήμουν άρρωστα θεατρόφιλος και μάλιστα παράλληλα με το Πανεπιστήμιο παρακολούθησα και κάποιες θεατρικές σπουδές στο Κύτταρο, βλέποντας ταυτόχρονα, φανατικά θέατρο. Αλλά δεν ήμουν άγριο νιάτο. Και όση αγάπη και να έχω με τη μουσική, όσο και να με ενδιέφεραν τα πολιτιστικά αλλά και η μόδα, δεν θα έκανα ποτέ το κέφι και το χόμπι μου επάγγελμα. Θεωρώ πως όταν μπαίνεις στη δημοσιογραφία η πολιτική είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι γιατί ασχολείσαι με τα Κοινά που έχουν τεράστιο ενδιαφέρον.

Πώς ήταν η πρώτη σου επαφή με την τηλεόραση;
Στην αρχή με καλούσαν σε εκπομπές σαν σχολιαστή της πολιτικής επικαιρότητας. Αρχικά ήμουν λίγο «ψάρι» αλλά πολύ γρήγορα άρχισα να το διασκεδάζω. Δεν μου φαινόταν κάτι δύσκολο. Οπότε, με μεγάλο ενθουσιασμό δέχτηκα την πρόταση του Διονύση Παναγιωτάκη που με κάλεσε να στήσουμε μαζί το Δελτίο Ειδήσεων του καινούριου τότε, Action 24. Kαι για 7 χρόνια αυτή ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή στην καριέρα μου γιατί καταφέραμε παρά την κρίση, να στήσουμε κάτι ωραίο, μέσα από μια απόλυτη ελευθερία. Γιατί οι παρέες φτιάχνουν, τελικά Και τις ειδήσεις και σ’αυτή τη δουλειά όλοι καταθέσαμε την ψυχή μας. Από εκεί έφυγα όταν ένοιωσα ότι έκλεισε ένας κύκλος αλλά δυσκολεύτηκα πολύ. Σαν να άφηνα πίσω μου έναν αδελφό. Πέρασαν, όμως, χρόνια μέχρι να κάνω κάτι δικό μου στην τηλεόραση. Μια πρωινή εκπομπή με τη Μάριον Μιχελιουδάκη, το Σαββατοκυριακάτικο δελτίο του ΣΤΑΡ με τη Μάρα Ζαχαρέα και τον Νίκο Χατζηνικολάου. Στο κεντρικό δελτίο της ΕΡΤ πήγα σε μια ευτυχή συγκυρία, μέσα στην κινητικότητα μιας προεκλογικής περιόδου. Έτσι σιγά-σιγά, ξεκινώντας από τον γραπτό λόγο και το ραδιόφωνο πέρασα με απόλυτη εμπιστοσύνη στην τηλεόραση.

Γιώργος Κουβαράς

Μαζί σου «κόλλησα» για πρώτη φορά στις ειδήσεις. Για τον κουλ τρόπο που μας τις μετέφερες, χωρίς εξάρσεις και κορώνες. Μαζί σου άρχισα να εμπιστεύομαι την είδηση χωρίς να κάνω δεύτερες σκέψεις. Αυτό που κυρίως πρόσφερες ήταν θαρρώ μια αντικειμενικότητα, μια ήπια αντιπολίτευση ακόμη και μέσα από ένα κρατικό κανάλι.
Η αλήθεια είναι πως δεν μυθοποίησα ποτέ τις Ειδήσεις. Ακόμα και σαν θεατής. Ποτέ δεν τους έδωσα υπερβολική σημασία. Όταν δεν συμφωνώ με τον συνομιλητή μου, θέλω να φαίνεται και να το αντιλαμβάνονται όλοι. Πάντα προτιμώ να κάνω τον συνήγορο του διαβόλου. Ακόμη και να συμφωνώ μαζί σου θέλω να σε αμφισβητήσω για να προσπαθήσεις να με πείσεις. Δεν είναι δουλειά μας να συμφωνούμε με τους ανθρώπους από τους οποίους παίρνουμε συνέντευξη. Αν συμφωνείς με τον απέναντι δεν έχει ενδιαφέρον η συνέντευξη και νομίζω ότι αν κάποιος νοιώθει ελεύθερος μέσα του, αυτό το χαίρεται. Ακόμη και αν δυσκολεύεται να εξηγήσει κάτι, τελικά το χαίρεται.

Υπάρχει συναίσθημα στις ειδήσεις;
Υπάρχει. Και σε όλες τις πολιτικές συνεντεύξεις. Ο ορθολογισμός, η ορθολογική αντιμετώπιση δεν είναι αποσυνδεδεμένη από το συναίσθημα. Όταν μιλάς για τη walk ατζέντα, για τον Τραμπ, για την οικονομία και την ακρίβεια, από κάτω υπάρχει συναίσθημα. Δεν υπάρχει πολιτική χωρίς συναίσθημα. Όποιος το πίστεψε αυτό, πήγε άκλαυτος. Ενίοτε μάλιστα, υπάρχει υπερβολικό συναίσθημα και η κατάχρησή του οδηγεί στον λαϊκισμό και τη δημαγωγία.

Ξέρουν περισσότερα από μας για το μέλλον του κόσμου οι άνθρωποι των ειδήσεων;
Ισχύει σε ένα βαθμό. Όταν λες τις ειδήσεις οφείλεις να είσαι ενημερωμένος αλλά δεν νομίζω ότι τότε που έλεγα το δελτίο είχα καλύτερη εικόνα του πού πάει ο κόσμος ή ότι ήμουν καλύτερα ενημερωμένος από ό,τι τώρα. Η ενημέρωση, ξέρεις, σου γίνεται δεύτερη φύση. Ξυπνάω το πρωί και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να διατρέξω τα σάιτ, να δω τι έχει-και τί δεν έχει- γραφτεί και με το χρόνο αυτή η εμπειρία σε κουράζει. Δημιουργεί ένα κλίμα κυνισμού στο οποίο αισθάνεσαι ότι μετέχεις και αυτό δεν είναι διόλου ευχάριστο.

Έχω μια αίσθηση ότι στο άμεσο μέλλον η πολιτική δεν θα μοιάζει καθόλου με αυτό που ξέραμε ως τώρα
Η δική μας γενιά έχει ζήσει απίθανες αλλαγές που κάποιοι τις αντιμετωπίζουν με περιέργεια και άλλοι με δυσπιστία. Τώρα πια, η πολιτική είναι υποδεέστερη της τεχνολογικής ανάπτυξης. Και ίσως στο μέλλον οι πολιτικοί να μην καθορίζουν το μέλλον μας. Και οι ίδιοι εξάλλου ψάχνονται να βρουν ποιο ακριβώς κομμάτι θα καθορίζουν στο μέλλον. Μπορεί να βρισκόμαστε στο τέλος της πολιτικής ή μιας μεταπολιτικής που θα είναι πιο ενδιαφέρουσα, πιο χαρισματική, πιο ελπιδοφόρα. Προς το παρόν, εκεί όπου υπάρχουν ισχυρές ηγεσίες δεν υπάρχουν ισχυρές δημοκρατίες. Δυστυχώς οι μεγάλοι ηγέτες σήμερα ταυτίζονται με μη δημοκρατικές διαδικασίες. Ακόμη και στις ΗΠΑ αμφισβητούνται δημοκρατικοί θεσμοί. Ανησυχώ με τις αλλαγές που ζούμε, για το πόσο δυνατή θα είναι στο μέλλον η δημοκρατία. Γιατί ιστορικά η δημοκρατία ισχυροποιήθηκε και έλαμψε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα και μόνο επί των ημερών μας. Η αριστερά και η δεξιά σαν έννοιες δεν αρκούν πια για να στήσουμε γύρω τους μια θεωρία και οι ιδεολογίες έχουν εκπέσει. Ο Μαρξ ή ο Μάο δεν εκφράζουν πια τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Οπότε, θα χρειαστεί να αναζητήσουμε καινούρια μοντέλα.

Πόσο ο εαυτός του είναι ένας παρουσιαστής των ειδήσεων;
Στις ειδήσεις δεν μπορείς να αποκαλύψεις την άποψή σου, ταυτόχρονα, όμως, ο παρουσιαστής σφραγίζει εκφραστικά αυτό που κάνει με την προσωπικότητά του. Σε ένα δελτίο υπάρχουν πράγματα που μπορείς να δεχτείς και άλλα που δεν μπορείς. Ένα δελτίο, όμως, το χρεώνεσαι. Δεν είσαι απλός εκφωνητής, είσαι δημοσιογράφος. Ωστόσο, πολλές φορές μπορεί να νοιώσεις πως δεν υπάρχεις και με αυτό έχω πρόβλημα, γιατί δεν μπορώ να μην υπάρχω. Το δελτίο έχει στεγανά και εγώ ομολογώ πως μέσα σ’ αυτά ασφυκτιώ. Τις παρεμβάσεις στη δουλειά μου δεν τις αποδέχτηκα ποτέ.

Στο «Μίλησέ μου», τις ραδιοφωνικές συνεντεύξεις σου στα Παραπολιτικά, έχεις καλέσει τους πάντες, επιστήμονες, αθλητές, καλλιτέχνες, πολιτικούς. Εκεί οι άνθρωποι ανοίγονται, μιλούν για τα πάντα και συ έχεις τη διάθεση να τους ξεκλειδώσεις, να αποκαλύψεις τη βαθύτερη ουσία τους. Τις παρακολουθώ φανατικά, γιατί ανακαλύπτω σημαντικούς ανθρώπους, φωτεινά μυαλά που δεν γνώριζα και αναρωτιέμαι: τόσοι ουσιαστικοί άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα και να μην καταφέρνει να κυβερνηθεί όπως της αξίζει;
Όλοι οι πολιτικοί, για να χρεώσουν κάπου τις αποτυχίες τους, λένε ότι η Ελλάδα είναι μη κυβερνήσιμη χώρα. Δεν το πιστεύω. Φταίνε και οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό. Όλοι ξεκινάνε με καλές προθέσεις, αλλά μετά μπαίνουν σε λούκι και αρχίζουν να μοιάζουν ο ένας με τον άλλον. Νομίζω ότι αυτό που λέμε «σύστημα» έχει τη δύναμη να ομογενοποιεί. Και αυτό είναι σήμερα το μεγάλο πρόβλημα. Όλοι μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Σαν διαφορετικές, πολλές όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό νοιώθει και ο κόσμος και μπορεί μέσα στη γενίκευσή του να είναι κάπως άδικο, αλλά σίγουρα κάπου βασίζεται.

Ο Γιώργος Κουβαράς έπιασε το μικρόφωνο - και όχι για να μας πει τις ειδήσεις

«Παν μέτρον Άνθρωπος», πόσο ισχύει στην πολιτική;
Υπάρχει μόνον σαν ψέμα, σαν μια ιδέα που συνεχώς καταπατάται. Έχω την αίσθηση ότι πια κυριαρχεί ένας ατομισμός που στηρίζεται μόνο στην αξία του χρήματος. Όλα όσα η γενιά μας απόλαυσε σαν ηδονές, από τη μουσική, μέχρι την τέχνη και τη μόδα, από κάτω έκρυβαν ένα οικονομικό υπόβαθρο. Αν δεν γυρίσουμε σε συλλογικά «πιστεύω» η πολιτική θα πρέπει να αλλάξει εντελώς ταυτότητα. Είμαστε σε μια μεταβατική φάση που εξηγεί και την πολιτική ρευστότητα που ζούμε. Κανείς δεν τολμά να πει ότι δεν είναι ο Άνθρωπος το πιο σημαντικό, γιατί θα φάει ξύλο αλλά στην πραγματικότητα ο Άνθρωπος δεν είναι πια το μέτρο. Παν μέτρο Χρήμα, λοιπόν, αλλά φοβάμαι ότι ακουγόμαστε ηθικολόγοι και διδακτικοί και αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Καλύτερα, λοιπόν, να τραγουδάμε. Είναι πιο ασφαλές. Το πιο αυθεντικό και το πιο χρήσιμο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να ακολουθήσει αυτό που του λέει η ψυχή του. Στη διάχυτη ρευστότητα γύρω μας, δεν βρίσκω τίποτα πιο σταθερό από τη μουσική. Ό,τι και να μου έχει συμβεί, αν ακούσω ή σιγοτραγουδήσω κάτι που μου αρέσει, νοιώθω ξανά ότι η ζωή είναι ωραία.

Όταν σε έβλεπα στις ειδήσεις ένιωθα πως έχεις μέσα σου το σόου. Κάτι το πολύ καλλιτεχνικό σε σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους σου. Δεν ήξερα αν τραγουδάς ή αν είσαι πολύ καλός κωμικός, ας πούμε. Όμως πίστευα πως μπορείς να το κάνεις και πολλές φορές στεναχωριόμουν να σε βλέπω με τη γραβάτα να μιλάς για τον πόλεμο στη Γάζα και τα λοιπά θλιβερά και άκρως δυσάρεστα που συμβαίνουν στον κόσμο. Και ξαφνικά, μας «έσκασες» μέσα από μια πετυχημένη «Παρέα» σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν φοβήθηκες να τσαλακώσεις το προφίλ του σοβαρού δημοσιογράφου;
Στην Ελλάδα έχουμε μπερδέψει τη σοβαρότητα με τη σοβαροφάνεια. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σοβαρό και προσπαθώ να μην είμαι. Και κλείνοντας πια έναν κύκλο στις ειδήσεις έχω την ωριμότητα να συνδυάσω το κέφι με το επάγγελμα, αφού ένοιωσα ότι στις ειδήσεις δεν είχα πια κάτι άλλο να προσφέρω. Η μουσική είναι ο καλύτερός μου φίλος, η πρώτη μου μνήμη και ήταν πάντα εκεί όταν τη χρειαζόμουν. Μαζί της έχω μόνο καλές αναμνήσεις, προσωπικές αλλά και οικογενειακές από μαζώξεις και γλέντια στο πατρικό μου σπίτι. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τραγουδάω. Στα ακούσματά μου μπλέκονται τα πάντα: ο Χατζηδάκις, ο Θεοδωράκης, η τζαζ και η Νίνα Σιμόν με τη Μπίλι Χαλειντέι, η Ισαβέλα Βάργκας, η Αμάλια Ροντρίγκες, ο Ανταμό, ο Αζναβούρ, ο Ζακ Μπρελ, οι Beatles και οι Queen.

Είπες λοιπόν να μαζέψεις μια «Παρέα» και να καλέσεις κι εμάς το Σαββατόβραδο.
Όταν ξεκίνησα ήμουν απόλυτα συνειδητοποιημένος. Ήθελα να μαζέψω μια παρέα όπως θα το έκανα σπίτι μου. Όπως το θέλω εγώ. Όπως έκανα και με την ενημέρωση τελικά. Πάντα με τον δικό μου τρόπο. Στην αρχή, ακόμα και οι συνεργάτες μου δυσκολευόντουσαν να με δουν σε αυτό το ρόλο και ίσως να έκαναν και δεύτερες σκέψεις, αν όντως γνωρίζω το αντικείμενο και αν έχω ασχοληθεί με τη μουσική. Μετά από κάποιες εκπομπές, νομίζω ότι τελικά τους έπεισα ότι μπορώ να το κάνω.

«Παρέα» ή ειδήσεις; Τι είναι πιο δύσκολο;
Ο συντονισμός δεν είναι εύκολο πράγμα αλλά το είχα μάθει από τις βραδιές των εκλογών και τις πολιτικές εκπομπές. Στην Παρέα, όμως, τα χρειάστηκα λίγο, γιατί εδώ πρέπει να σε νοιάζει το πώς αισθάνεται ο κάθε καλεσμένος και αν περνάει καλά. Με μια ματιά πιάνω αμέσως το κλίμα και αν δω κάποιον να μην περνάει καλά, αγχώνομαι, στην περίπτωση φυσικά που δικαιολογημένα δεν περνάει καλά. Αν δεν περνάει καλά αδικαιολόγητα, λέω άστον, αυτός δεν θέλει να περάσει καλά. Όταν με δεις να τρίβω τα δάχτυλά μου, είμαι αγχωμένος, γιατί αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι η κοιλιά, ακόμη και αν ξέρω ότι η εκπομπή είναι μαγνητοσκοπημένη και μπορεί να σωθεί στο μοντάζ. Το τραγούδι, όμως, λειτουργεί για όλους σαν βάλσαμο. Στο τέλος των γυρισμάτων βγαίνω εξουθενωμένος. Χαρούμενος μεν, που έχω καταφέρει να κάνω μια εκπομπή που ονειρευόμουν, όπως αυτή που αφιέρωσα στο Νέο Κύμα ή μια άλλη για τον Μπιθικώτση ή τον Διονυσίου, αλλά εντελώς εξαντλημένος. Μετά δεν θέλω να γυρίσω σπίτι, θέλω να ανοίξω ένα κρασί, να βγω, να χαλαρώσω. Ενώ στις ενημερωτικές εκπομπές, γύριζα σπίτι χαλαρός, έτρωγα ένα γιαούρτι και έπεφτα για ύπνο.

Τι σου έδωσε η «Παρέα», πέρα από την ευκαιρία να πιάσεις και εσύ το μικρόφωνο για να μας τραγουδήσεις και να ανακαλύψουμε όλοι άλλο ένα κρυφό ταλέντο σου;
Είναι τρομερή χαρά που γνώρισα τον Μιχάλη Βιολάρη, την Πόπη Αστεριάδη, τη Τζένη Διαγούπη. Και άλλους που ήξερα, όπως τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη αλλά σε άλλου τύπου συνεντεύξεις. Επίσης, άρχισαν να καλούν και εμένα σε ψυχαγωγικές εκπομπές, οπότε είχα τη χαρά να συναντήσω τη Μαρία Μπεκατώρου, τη Φαίη Σκορδά, τον Ανδρέα Μικρούτσικο, τον Δημήτρη Ουγγαρέζο, ανθρώπους που συμπάθησα πολύ. Υπάρχουν, ξέρεις, γύρω μας άνθρωποι που δεν τους γνωρίζεις σωστά μέσα από την τηλεόραση και αν σου δοθεί η ευκαιρία να πιεις μαζί τους έναν καφέ, χαίρεσαι που τους συνάντησες στη ζωή σου. Οι καλεσμένοι μου είναι για μένα πλούτος, ευτυχείς συγκυρίες. Χάρηκα, ας πούμε, που γνώρισα την Άννα Βαγενά και την κόρη της τη Μαρία, που μετέφεραν τόσο συγκινητικά και ανθρώπινα το ποιος ήταν ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Επίσης μεγάλη μου χαρά ήταν η συνάντηση με τον Γιώργο Μαργαρίτη που είναι αριστούργημα. Το πιο ωραίο είναι ότι οι καλεσμένοι μου έρχονται ακομπλεξάριστοι και αυτό έχει γράψει ένα χαμόγελο και στη δική μου ζωή, σαν να άνοιξε μπροστά μου ένα ανοιξιάτικο παράθυρο, γιατί όπως και να το κάνεις, οι ειδήσεις, είναι ο χειμώνας. Πολύ λίγες φορές χρειάστηκε να ντιλάρω με την ελληνική σοβαροφάνεια που λέγαμε, όταν ας πούμε, κάλεσα την παρουσιάστρια μιας ψυχαγωγικής εκπομπής και αρνήθηκε με τη δικαιολογία ότι κάνει εκπομπή λόγου και δεν πάει σε μουσικές εκπομπές. Γελάω μ’αυτά!

Πώς σου φαίνεται που κάθε Δευτέρα τώρα πια μπαίνεις εσύ στη θέση και τον ρόλο του καλλιτέχνη;
Κάνω το κέφι μου και το κάνω φυσικά, όπως το έκανα μια ζωή στις παρέες μου. Δεν χτίζω προφίλ ούτε κάνω στροφή στην καριέρα μου και εφόσον έχω την έγκριση των δικών μου ανθρώπων γιατί να μην το κάνω; Εξάλλου, είδες με ποιο τραγούδι κλείνω το πρόγραμμα: «Σ’ όσους αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε!». Μέσα μου δεν υπάρχει πάλη. Μόνον η πάλη των τάξεων και αυτή πλέον σε άλλες βάσεις…

Τζένη ∆ιαγούπη και Γιώργος Κουβαράς στο Major Seven
Τζένη ∆ιαγούπη και Γιώργος Κουβαράς στο Major Seven

Για του χρόνου τι μας ετοιμάζεις;
Θέλω πολύ να κάνω μια εκπομπή για τον Σταύρο Ξαρχάκο αλλά όσο υπέροχος άλλο τόσο δύσκολος είναι. Θέλω επίσης να φέρω τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Δήμητρα Γαλάνη και να κάνω κάποια μουσικά αφιερώματα σε καλλιτέχνες που έχω αγαπήσει, όπως ο Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου.

Φαίνεται πως έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς με τη μουσική!
Ναι, και μάλλον θα τους κλείσω όταν κλείσω τα μάτια μου!

Info
Μουσική σκηνή Major Seven, Βιργινίας Μπενάκη 7, Μεταξουργείο.
Τελευταία παράσταση: Δευτέρα 26/5

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY