Κινηματογραφος

Ανθυποβισκοντισμός

Μια διαφορετική ματιά σε μια ταινία που εγκωμιάστηκε κατά κόρον

4755-35205.jpg
Ανδρέας Παππάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
mv5bnji1njgyotg1m15bml5banbnxkftztgwode0odczmzi._v1_sx1500_cr001500999_al_.jpg
© 2017 - Sony Pictures Classics

Έχω γράψει πρόσφατα στην «Α.V.» δύο κείμενα με κινηματογραφικό θέμα: ένα με τίτλο «Ο Σμαραγδής, ο Βούλγαρης και ο Γούντι Άλεν» και ένα για την ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα» με τον Γκάρι Όλντμαν στον ρόλο του Τσόρτσιλ. Δεν διεκδικώ, προφανώς, ιδιότητα κινηματογραφικού κριτικού. Ωστόσο, η ανταπόκριση σε αυτά τα κείμενα, καθώς και κάποιες παραινέσεις, με ωθούν να επανέλθω σε κινηματογραφικό θέμα. Επιπλέον, μιας και κάποιοι με ρώτησαν γιατί δεν γράφω πλέον στην «A.V.» αμιγώς πολιτικά κείμενα, υπάρχει ένας ακόμα λόγος για αυτή τη στροφή προς πιο κοινωνικά ή/και καλλιτεχνικά θέματα. Όπως και αρκετοί άλλοι γραφιάδες, έχω καταλήξει ότι κείμενα στα οποία επισημαίνονται και καυτηριάζονται η ανεπάρκεια και οι αθλιότητες της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου λίγη αξία έχουν πια. Τα είπαμε, τα ξαναείπαμε, σε όλους τους τόνους, με όλους τους τρόπους, με κάθε είδους αφορμές. Όσοι ήθελαν να καταλάβουν και όσοι ήταν διατεθειμένοι να δουν τι συμβαίνει γύρω μας είδαν και κατάλαβαν. Στο κάτω κάτω της γραφής, είναι και ψυχοφθόρο να ασχολείσαι κάθε μέρα που περνάει με τα χαΐρια της χειρότερης κυβέρνησης που είχε η χώρα από την εποχή του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου το 1973-74.

Ας επανέλθω λοιπόν στο σινεμά. Μια από τις ταινίες που εξυμνήθηκαν, που συζητήθηκαν, και που επιπλέον διεκδικούν και οσκαρικές διακρίσεις (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), είναι και το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» του Λούκα Γκουαντανίνο, που παίχτηκε πρόσφατα – και παίζεται ακόμη. Μάλιστα, οι κριτικοί Έλληνες και ξένοι, με λιγοστές εξαιρέσεις, λίγο-πολύ εγκωμίασαν την εν λόγω ταινία. Μετά συγχωρήσεως, που λένε, αλλά η ταπεινή άποψή μου –άποψη ενός ανθρώπου που, αν και δεν είναι επαγγελματίας κριτικός, βλέπει ωστόσο συστηματικά κινηματογράφο τα τελευταία πενήντα χρόνια– είναι πολύ διαφορετική.

Πρόκειται για ταινία ρηχή, άψυχη, φτηνή θα τολμούσα να πω, για ταινία όπου το συναίσθημα, ο αισθησιασμός, ακόμα και ο αισθητισμός, «καρτποσταλοποιούνται». Ωραία τοπία, ωραία εξοχικά σπίτια, ωραίες εικόνες από την ύπαιθρο και από κάποιες μικρές πόλεις της βόρειας Ιταλίας. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι συμπαραγωγή με τον… Ιταλικό Οργανισμό Τουρισμού. Η επαγγελματική ενασχόληση του φιλοξενούμενου Αμερικανού και του πατέρα του νεαρού ήρωα με την αρχαιοελληνική τέχνη και το αρχαιοελληνικό κάλλος είναι επιδερμική, ρηχή, ελάχιστα πειστική (μέχρι και αρχαιοελληνικό άγαλμα από τη λίμνη Γκάρντα τούς βλέπουμε να ψαρεύουν!). Ο «αισθητισμός», εκβιασμένος, ασούμπαλος, ξώπετσος τελικά, εξαντλείται σε βόλτες με ποδήλατα σε γειτονικές πόλεις, πολίχνες και εξοχές, που καλούνται να παίξουν τον ρόλο του καρτποσταλικού φόντου ενός ελάχιστα πειστικού ερωτισμού, ο οποίος, όταν δεν ποδηλατεί ή δεν κολυμπάει, βολεύεται και με... φρούτα εποχής.

Οι χαρακτήρες παραμένουν ανεπεξέργαστοι, σχηματικοί. Οι κοπέλες με τις οποίες παράλληλα νταραβερίζονται οι δυο ήρωες μπαίνουν στην αφήγηση και βγαίνουν αυθαίρετα, ξεκάρφωτα, ξεκούδουνα, σχεδόν σαν καρικατούρες, χωρίς ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος (ο 90 ετών πια Τζέιμς Άιβορι, παρακαλώ!) να έχουν δουλέψει έστω και ελάχιστα τους χαρακτήρες τους. Άσε εκείνος ο μονόλογος του «όλο κατανόηση» πατέρα στο τέλος, που δεν πείθει με τίποτα, κι αυτό όχι βέβαια λόγω του ελευθεριάζοντος περιεχομένου του.

Όλες οι αρνητικές κρίσεις που προηγήθηκαν δεν έχουν, προφανώς, να κάνουν με αυτό καθαυτό το θέμα της ταινίας, τη σχέση μεταξύ ενός εφήβου και ενός πιο ώριμου άνδρα, αλλά με τον τρόπο προσέγγισής του και απόδοσής του. Το εν λόγω θέμα έχει δώσει αριστουργήματα κατά το παρελθόν, και μπορεί να δώσει κι άλλα. Όχι, όμως στα χέρια κάποιου όπως ο Λούκα Γκουαντανίνο, ο οποίος αδυνατεί να εμφυσήσει πνοή στην ιστορία που επιλέγει να αφηγηθεί. Σε κριτικές αλλά και σε απλές παρουσιάσεις διάβασα πως η ταινία είναι, λέει, «βισκοντική». Κι ο άντρας της μυλωνούς με τους πραματευτάδες! Όταν ο Βισκόντι έκανε ταινίες, ο ερωτισμός, ομόφυλος ή ετερόφυλος, έκδηλος ή λανθάνων, ξεχείλιζε από κάθε πλάνο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα προφανή, όπως τον αριστουργηματικό «Θάνατο στη Βενετία», αλλά και σε ταινίες όπως ο «Λούντβιχ», με τον Χέλμουτ Μπέργκερ στον ρόλο του Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας και τον Τρέβορ Χάουαρντ στον ρόλο του Βάγκνερ, ή ακόμα και στο υπέροχο όσο και χαμηλότονο «Conversation Piece» («Η γοητεία της αμαρτίας», όπως μεταγλωττίστηκε παρ’ ημίν), με τον ηλικιωμένο Μπαρτ Λάνκαστερ, που ζει μόνος του στο διαμέρισμά του στη Ρώμη και που η ζωή του αναστατώνεται από τους νέους γείτονές του, έφηβους και άλλους.

Ακόμα και ο Αλμοδόβαρ, σε ένα κινηματογραφικό ιδίωμα πιο «λαϊκής» οπωσδήποτε αισθητικής και πιο πρωτογενούς ερωτισμού, ξέρει ο άνθρωπος για τι μιλάει όταν κάνει ταινίες επικεντρωμένες σε σχέσεις μεταξύ ομοφύλων. Σε αντιδιαστολή με τον κύριο Γκουαντανίνο, ο οποίος μπορεί να εζήλωσε τη δόξα του Βισκόντι, αλλά τελικά βούλιαξε στα ρηχά νερά ενός καρτποσταλικού ανθυποβισκοντισμού.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ