Πολεις

Γιατί πρέπει να πούμε ναι στην πλήξη (και μάλιστα σήμερα)

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιατί πρέπει να πούμε ναι στην πλήξη (και μάλιστα σήμερα)
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ChatGPT.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Γράφει κάπου ο Τσακ Πόλανικ (του «Fight Club» και πολλών άλλων): «Ο Μεγάλος Αδελφός δεν μας παρακολουθεί. Ο Μεγάλος Αδελφός τραγουδάει και χορεύει. Βγάζει κουνέλια από το καπέλο του. Κάνει ό,τι μπορεί για να τραβά την προσοχή σου κάθε μα κάθε σου στιγμή. Κάνει ό,τι μπορεί για να δει τη φαντασία σου να μαραίνεται, μέχρι να σου είναι τόσο χρήσιμη όσο και η σκωληκοειδίτιδα σου. Φροντίζει να έχεις πάντα στραμμένο κάπου το ενδιαφέρον σου. Και αυτό, ξέρεις, είναι πολύ χειρότερο από το να σε παρακολουθούν. Καθώς ο κόσμος σε γεμίζει συνεχώς με εικόνες και λέξεις και πράγματα, κανείς δεν χρειάζεται να ανησυχεί για ό,τι μπορεί να έχεις στο μυαλό σου. Με τη φαντασία όλων μας ατροφική, κανείς δεν θα αποτελέσει ποτέ απειλή για τον κόσμο».

Δεν έχω καμία όρεξη να αποτελέσω απειλή για κανέναν, ούτε για τον «κόσμο» ούτε για κανένα μέλος του, πιστεύω στην πρόοδο, την οποία μάλιστα θεωρώ γραμμική και αδιάκοπη (και έτσι είναι), αγαπώ την τεχνολογία με πάθος και δεν έχω καμία ρανίδα λουδιτισμού μέσα μου — ναι, σε όλα. Αλλά αυτό που λέει εδώ ο Πόλανικ είναι έτσι ΑΚΡΙΒΩΣ.

Ο κόσμος (ο δικός μας, όχι αυτός μιας μελλοντολογικής ταινίας ή ενός δυστοπικού μυθιστορήματος: ο κόσμος εδώ και τώρα) είναι γεμάτος οθόνες, πλημμυρισμένος ειδοποιήσεις (που στο σύνολό τους είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ άχρηστες, false alarm όλες τους: παραδεχτείτε το), έτσι σχεδιασμένες ώστε να μας κρατούν παθητικά απασχολημένους στη δουλειά, και στα ενδιαφέροντα, ενός άλλου. Είτε μιλάμε για τη «ροή» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε για τις σειρές που παίζουν αυτόματα το επόμενο επεισόδιο (μέχρι να μας λυπηθούν: «Είσαι σίγουρος πως συνεχίζεις να βλέπεις; Μπας και κοιμήθηκες; Μπας και πέθανες;»), η τέτοιου τύπου τεχνολογία ΠΙΑ δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα. Και δεν υπάρχει κανένας Μεγάλος Αδελφός εδώ που μας παρακολουθεί με κάμερες ή που μας κρατάει αιχμάλωτους με έναν αδιάκοπο χείμαρρο περιεχομένου. Ή μάλλον, δεν έχει καμιά σημασία η δική του ύπαρξη. Σημασία έχει μόνο ότι υπάρχει ένας Μεγάλος Μ., κι αυτός είμαστε εμείς.

Δεν έχουμε κανένα κενό πια στη μέρα μας, είτε για σιωπή, είτε για σκέψη, είτε για ενδοσκόπηση, είτε για δημιουργία — είτε για ΤΙΠΟΤΕ. Δεν μιλώ για κάποιου είδους… αμφισβήτηση ή κάτι παρόμοιο — άλλωστε, οι πολλοί όλη μέρα αμφισβητούν, αυτογελοιοποιούμενοι. Δεν λέω γι’ αυτό, όχι. Δεν μιλώ καν για τη φαντασία σαν όπλο «που αλλάζει τον κόσμο», ή για το ότι είμαστε «παθητικοί καταναλωτές» που αγοράζουν βουλιμικά και αχόρταγα. Δεν με ενδιαφέρουν και δεν με αφορούν αυτά τα πράγματα, τα πουλάνε άλλοι αυτά.

Εγώ μιλάω απλώς για το χάσιμο (βλ.: το ξόδεμα) της μόνης όντως περιουσίας μας, που είναι ο χρόνος. Και για το δικαίωμά μας στη ΣΙΩΠΗ. Για το δικαίωμά μας να ΜΗ μας νοιάζει τι λέει ο κόσμος: ο φίλος στα σόσιαλ, ο βλαξ ινφλουένσερ, ο τάδε κομπιναδόρος πολιτικός και ο δείνα φαλακρός αγιογδύτης. Μιλώ απλώς για το δικαίωμα στην απομόνωση. Δηλαδή στη δημιουργικότητα, και στην επιθυμία, και στη σιωπή, και στη μοναξιά, και στην πλήξη.

Αναζητήστε την πλήξη όσο μπορείτε, με όλες σας τις δυνάμεις.

Πείτε όχι στον ψηφιακό πολυκόσμο, φτύστε στα μούτρα τις συστάσεις του Αλγορίθμου και τη διαδικτυακή βαβούρα, έστω και για μισή, μακάρι μία ώρα τη μέρα. Το να είσαι συνεχώς «γεμάτος» δεν είναι ελευθερία — είναι μια μορφή αφηρημένης δουλείας. Και είναι κάτι που το κάνουν ΟΛΟΙ. Τι αξία έχει να είσαι ΕΣΥ «πλήρης» όταν ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΡΕΙΣ; (Απάντηση: καμία). Γι’ αυτό, αν θέλετε:

  • Αποσυνδεθείτε.
  • Επιλέγετε.
  • Απομονωθείτε.
  • Διαβάστε.
  • Γράψτε.
  • Κεντήστε.
  • Αντισταθείτε.
  • Μη φοράτε αυτά τα τεράστια λευκά ακουστικά.
  • Πάρτε ένα περγαμόντο.
  • Και κόψτε το binge watching.

Όχι γιατί έτσι υποβαθμίζεται η κριτική σκέψη, ή επειδή εξασθενεί η πολιτική συμμετοχή, ή επειδή η ανθρώπινη σύνδεση αντικαθίσταται από like και share, μπλα-μπλα-μπλα. Για όνομα, δεν θα παίξουμε το παιχνίδι των ούλτρα λαϊκιστών.

Αλλά για το γαμώτο.

* * *

ΧΑΙΡΕ, ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΕ

Έβαλα και είδα κι εγώ, στο Ertflix, το «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος», και πέρασα μια ώρα με την πιο μεγάλη συγκίνηση που μπορούσα να φανταστώ. Ψέματα: δεν το μπορούσα. Είχα ακούσει ένα σωρό καλά λόγια από ανθρώπους που εμπιστεύομαι, αλλά η εμπειρία αυτή ήταν άλλου μεγέθους. Με συγκλόνισε. Και κυρίως, ξαναλέω: με συγκίνησε. Δεν γίνομαι πιο ευσυγκίνητος μεγαλώνοντας, το ’χω από πάντα αυτό το κουσούρι. Οπότε κάτι τόσο δυνατό, τόσο καλλιτεχνικό, τόσο σαββοπουλικό, τόσο ελληνικό, δεν μπορούσε παρά να με ρημάξει, να με ρίξει στα πατώματα. Χώρια που άρχισα να τραγουδάω για την υπόλοιπη ημέρα όλα τα τραγούδια. Και έχω άσχημη φωνή, και φάλτσα.

Και πάλι όμως, ξανά πάλι, κάθομαι και σκέφτομαι τι έκανε αυτός ο άνθρωπος, που δεν είχε ξαναγίνει ούτε πριν, ούτε ξανάγινε μετά. Ο Σαββόπουλος επινόησε τον εαυτό του, τον έπλασε, πήρε πηλό από την παράδοση (όχι μόνο τη μουσική παράδοση) και τη διαχρονία της, και κάπου εκεί έπλασε το καλούπι του. Είμαστε όλοι μέσα στο σύμπαν των τραγουδιών του, με τις ευτυχίες και τις δυστυχίες μας, τα τραύματά μας και τα θαύματά μας, τα αδιανόητα λάθη και τις ωραίες παραξενιές μας, ή και τις καθόλου ωραίες, είναι το κατς και οι παπάδες και ο Καραγκιόζης, η ποπ, η ροκ και οι λαϊκοί και οι δημοτικοί, οι μάγκες και τα σοκολατόπαιδα, η βαθιά/υψηλή παιδεία, η πολιτική ανωμαλία, η εξέγερση των αυτονόητων, η πολλή δουλειά και τα ξενύχτια, η τεμπελιά και οι εύφορες κοιλάδες της, οι έρωτες, η άνοιξη, το σκληρό καλοκαίρι, το κεκέδισμα μιας γενιάς που κρατάει μισόν αιώνα τώρα και παραπάνω.

Ευχαριστούμε, τι να πω δηλαδή.

Διονύσης Σαββόπουλος

* * *

ΤΟ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ

Είχαμε ρωτήσει τις προάλλες: «Λοιπόν; Ποιο ήταν το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής σας; Ποιο σάς καθόρισε; Ποιο σάς έκανε τον άνθρωπο που είστε σήμερα; Πολύ θα θέλαμε να μάθουμε. Εάν το σκεφτείτε και το βρείτε, πείτε το μας με ένα μέιλ. Δεν χρειάζονται πολλές λεπτομέρειες. Μόνο το πλαίσιο. Ευχαριστούμε». Έκτοτε, έχουμε λάβει πολλές απαντήσεις. Συνεχίστε να μας στέλνετε! Νά μερικές ακόμα:

Νίκος Φ.: Ήταν η πρώτη φορά που διάβασα το δικό μου όνομα σε ένα βιβλίο. Μια μικρή αναφορά σε μια συλλογική έκδοση. Ήταν σαν να μου είπε κάποιος: «Υπάρχεις».

Τζέσυ Πρ.: Το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή μου ήταν η στιγμή που έμαθα ότι πέτυχα στο Πανεπιστήμιο. Το ήθελα πολύ και ουσιαστικά τα κατάφερα μόνη μου, με ελάχιστο φροντιστήριο, μόνο σε ένα μάθημα. Κατάφερα να μείνω στην πόλη μου, κάτι που βοήθησε και την οικογένειά μου, που τη δεδομένη στιγμή θα ήταν πολύ δύσκολο να στηρίξει τις σπουδές μου σε άλλη πόλη. Νομίζω αυτή η επιτυχία ήταν η αρχή για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. 

Νικόλας Φ.: Ήταν ένα απόγευμα σε μια στάση λεωφορείου. Εγώ, δεκαεννιά, μελαγχολικός, μόνος, χωρίς κανένα πλάνο για τη ζωή μου, τίποτα. Δίπλα μου περίμενε ένας κύριος γύρω στα εξήντα, που εμένα θυμάμαι τότε μού είχε φανεί πολύ ηλικιωμένος. Πρέπει να ήμουν αξιολύπητος, αλλά εν πάση περιπτώσει ο τύπος γυρνάει ξαφνικά και μου λέει: «Ξέρεις, στην ηλικία σου νόμιζα ότι δεν θα ζήσω πολύ. Πέρασα μια αρρώστια από αυτές που σήμερα ούτε που τις θυμάται κανένας. Πήγα και ήρθα. Και σήμερα περιμένω το λεωφορείο για να πάω στο εγγόνι μου να πάμε για παγωτό». Δεν ξέρω γιατί το είπε. Αλλά σήμερα είμαι εξήντα και το θυμάμαι ακόμα.

Αντιγόνη Μ.: Όταν είπα όχι σε πρόταση γάμου. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος. Όλοι μού έλεγαν να μην είμαι χαζή, ήταν κελεπούρι κλπ. Αλλά εγώ ήξερα βαθιά μέσα μου πως, αν έλεγα ναι, θα ακύρωνα εμένα. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα εκείνη την εποχή, ήταν να παντρευτώ. Τέλος πάντων, δεν παντρεύτηκα ποτέ τελικά, ούτε πρόκειται. Δεν το μετάνιωσα. Έμαθα να είμαι το ταίρι του εαυτού μου. Πολλές φορές βέβαια νιώθω τρομερά μόνη. Περνάει με σοκολάτα και Netflix.

Κ. Ν.: Η στιγμή που σταμάτησα να κρύβω την κατάθλιψή μου. Το είπα στην καλύτερή μου φίλη, και εκείνη δεν το είδε στραβά. Ίσα-ίσα. Μου είπε: «Είσαι ακόμα εδώ. Αυτό είναι ήδη σπουδαίο, είσαι θαρραλέα. Και το παλεύεις». Από τότε, μιλάω συνεχώς γι’ αυτό. Γιατί τον σιωπηρό πόνο τον νικάς μόνο αν τον φωνάξεις. Να μην το αμελείτε αν σας τρώει. Και να πάτε στον γιατρό σας, θα σας σώσει.

Γ. Π.: Όταν ο πατέρας μου μου είπε: «Είσαι πολύ καλός για να κάνεις αυτό που κάνω εγώ». Όποτε το θυμάμαι, κλαίω μόνος μου στο σπίτι.

Γιατί πρέπει να πούμε ναι στην πλήξη (και μάλιστα σήμερα)

Δήμητρα Π*: Κομμάτια υφάσματος ενωμένα με τέχνη φτιάχνουν το πουκάμισο που φοράω σήμερα, στα σαράντα εφτά μου. Στη θέση της καρδιάς, διάλεξα ένα γαλάζιο σατέν. Όχι εκείνο που στολίζει τα μπαλόνια στις κλινικές για νεογέννητα, αλλά ένα άλλο — αυτό που σκίστηκε από την προωρότητα, με βύθισε σε σιωπές και αγρύπνιες. Μήνες σκέψης, φόβου, αναμονής. Βγήκα ζωντανή… Δεξιά, ένα κομμάτι σε βαθύ μωβ. Το χρώμα της λησμονιάς. Να ξεχνώ, έστω για λίγο, εκείνη την αρρώστια. «Προσωρινή», είπε η γιατρός. Μα για μένα είναι μαχαίρι που σφηνώθηκε στον πνεύμονα και κόβει κάθε μου ανάσα. Αφορά το παιδί μου — και μόνο αυτό φτάνει. Στον γιακά, έραψα χρυσό λαμέ. Φίλοι. Επιλογές σωστές, ακόμη κι όταν τους άφησα πίσω. Το ήξερα — το έκανα για καλό. Για το δικό μου καλό. Το πουκάμισο είναι δικό μου. Καλοραμμένο. Τη ράφτρα —τη ζωή— την πλήρωσα ακριβά. Το φοράω με καμάρι. Μα κυκλοφορώ ακόμη χωρίς μανίκια. Μου είπε εκείνη πως είναι νωρίς. Θα τα προσθέσει αργότερα. Ξέρω από τώρα πως εμπριμέ δεν θα έχει. Δεν μ’ αρέσει. Μ’ αρέσουν οι ρίγες. Τις βλέπω πάντα προς τα πάνω.

Ράνια Τσ.: Γέννησα μέσα σε μια τρομακτική χιονοθύελλα, σε ένα μικρό επαρχιακό νοσοκομείο με μισό προσωπικό και διακοπή ρεύματος. Μιλάμε για κατακλυσμό του Νώε. Μου λέγανε να μην ανησυχώ. Αλλά εγώ έβλεπα τα πρόσωπά τους και καταλάβαινα ότι εκείνοι ανησυχούσαν και με το παραπάνω. Ο γιος μου βγήκε ουρλιάζοντας. Από τότε, όταν ακούω θύελλες, ή και όταν απλά βρέχει δυνατά, γελάω. Φοβάμαι, τρέμω, κόβονται τα πόδια μου, αλλά γελάω κιόλας.

Μάνος Δημητριάδης: Το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου ήταν ένα Σάββατο που δεν ήθελα να πάω πουθενά. Τελικά, πήγα σε μια παρουσίαση βιβλίου φίλου φίλου φίλου. Εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου. Αν είχα μείνει σπίτι, θα ’μουν ακόμη ένας εργένης που μισεί τις παρουσιάσεις. Ούτε τώρα μού αρέσουν, αλλά πηγαίνω σε όσες περισσότερες μπορώ, τιμής ένεκεν.

Ειρήνη Λιάγκα: Μια φορά, ήμουν σε μια συνέντευξη για δουλειά (την ήθελα πάρα πολύ εκείνη τη θέση) και με ρώτησαν: «Πού βλέπετε τον εαυτό σας σε πέντε χρόνια;» Κι εγώ, αυθόρμητα, είπα: «Να μην εξαρτώμαι από καμία συνέντευξη». Δεν με πήραν, φυσικά. Είμαι ελεύθερη επαγγελματίας, προφανώς, πια.

Γιατί πρέπει να πούμε ναι στην πλήξη (και μάλιστα σήμερα)

Λένα Χαρίτου: Δεν ήταν ένα γεγονός, ήταν μια φράση. Είχα μόλις χωρίσει και είπα στον εαυτό μου, φωναχτά, στον καθρέφτη: «Τώρα, αγάπη μου, θα σε φροντίσω εγώ όπως σού άξιζε πάντα να σε φροντίζουν». I can buy myself flowers.

Γιάννης Μ.: Ήταν το βιβλίο που μου δάνεισε η δασκάλα μου στην πέμπτη δημοτικού. Δεν θυμάμαι τον τίτλο, ούτε τον συγγραφέα. Θυμάμαι όμως την αίσθηση: πως κάποιος μιλούσε μέσα από τις σελίδες και μου έλεγε ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος πέρα από την αυλή μου. Και ότι μέχρι τότε ζούσα στη μοναξιά, μέσα στον βυθό, στη θάλασσα, μαζί με τα ψάρια. Ήταν μια εικόνα που γεννήθηκε μέσα μου όπως όταν καταλαβαίνουμε από τι κακό γλιτώσαμε, αλλά όταν όμως έχει περάσει πια ο κίνδυνος. Έκτοτε, διαβάζω σαν να πνίγομαι — και σώζομαι. Μη γελάς, καιρό ήθελα να το πω.

Νίκος Α.: Ήμουν δεκάξι-δεκαεφτά, σε ένα χωριό της Ηπείρου απ’ αυτά που σήμερα δεν πρέπει να υπάρχουν καν. Ο παππούς μου με πήρε να κόψουμε κάτι κλαδιά, κάτι θάμνους. Καθώς δουλεύαμε, μου διηγήθηκε πώς ήταν τότε με τον Εμφύλιο, πώς έχασε τον αδερφό του, πώς ξανάχτισε τη ζωή του από το μηδέν. Δεν ήταν μόνο η ιστορία, αλλά ο τρόπος που την έλεγε — χωρίς πίκρα, με περηφάνια. Δεν είχε σκοτώσει κανέναν, αν και μπορούσε.

Στέλλα Δ.: Η γιαγιά μου, στα 94, λίγες μέρες πριν πεθάνει, μου είπε: «Μην κρατάς τίποτα μέσα σου. Ούτε καλό ούτε κακό. Όλα να τα δίνεις». Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα συναισθηματική, αλλά εκείνη η φράση έγινε κανόνας στη ζωή μου. Δεν κρατάω τίποτα. Ούτε καλό, αλλά ούτε και κακό.

Χριστίνα Κ.: Στα 33 μου, μετά από χρόνια κατάθλιψης, πήρα την απόφαση να ζητήσω βοήθεια. Η πρώτη συνεδρία με την ψυχολόγο μου ήταν σαν να άνοιξε ένα παράθυρο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Δεν έλυσε τα πάντα, αλλά μου έδειξε ότι αξίζω να παλέψω για μένα. Αυτή η στιγμή ήταν η αρχή για να αγαπήσω τον εαυτό μου.

Γιατί πρέπει να πούμε ναι στην πλήξη (και μάλιστα σήμερα)

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Guillaume Musso, «Κάποια άλλη» (μετάφραση Γιώργος Ξενάριος, Εκδόσεις Κλειδάριθμος)

Ο Μισό έχει κάνει τρομερή αίσθηση ήδη από το πρώτο του βιβλίο, και έκτοτε η πορεία του είναι μόνο ανοδική. Από τους πολύ μεγάλους σύγχρονους του ευρωπαϊκού αστυνομικού, με το βλέμμα του να προσανατολίζεται διαρκώς και προς την απέναντι μεριά του Ατλαντικού — όπως άλλωστε είναι το όνειρο κάθε συγγραφέα.

Κάποια Άλλη

Στο «Κάποια άλλη», τώρα, έχουμε τέσσερις αφηγητές, τέσσερις οπτικές του ίδιου εγκλήματος —που φυσικά διαφέρουν όσο η μέρα από τη νύχτα—, μια πρωτότυπη δομή που συνδυάζει ρεπορτάζ, άρθρα και ανακρίσεις, και ένα πέρα για πέρα ανατρεπτικό τέλος που δεν υπάρχει περίπτωση να «το δείτε να έρχεται». Από τα κορυφαία μυθιστορήματα του Μισό, ενός συγγραφέα που του αρέσει το γράψιμο, αγαπά τη δουλειά του και φαίνεται να το απολαμβάνει ακόμη περισσότερο από βιβλίο σε βιβλίο — οι φαν δεν πρέπει να το χάσουν με τίποτε.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

«Ένας έρωτας κουβαλάει πάντα μέσα του, θέλοντας και μη, το τέλος του. Είναι λυπηρό, μα είναι έτσι. Υπάρχει κούραση και βαρεμάρα στο ζευγάρι. Ό,τι κερδίζεις σε άνεση και σιγουριά το χάνεις σε ένταση». Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της όλο ηδυπάθεια και σταμάτησε λιγάκι να σκεφτεί πριν συνεχίσει: «Δεν θυμάμαι ποιος είπε ότι “τα πάντα μας κουράζουν, ακόμη και το να μας αγαπούν”. Είναι αλήθεια. Με τον καιρό όχι μόνο ο έρωτας παίρνει άλλη μορφή, αλλά κι εσύ εξαντλείς την ικανότητά σου να επανεπινοείσαι και να ψάχνεις καινούρια πράγματα».

Έγνεψα καταφατικά, αν και όλο αυτό μου φαινόταν πολύ αφηρημένο.

«Ο άντρας μου είναι άθεος, αλλά αναζητά ένα είδος υπερβατικότητας μέσω της μουσικής. Παρακολούθησες τη συναυλία. Πήρες έτσι κι εσύ μια γεύση από την αναζήτηση του απολύτου, ενός φευγαλέου και άπιαστου “άλλου τόπου”».

Ξανάκανε νόημα στον σερβιτόρο να μας φέρει κι άλλο κρασί. Ήμουν ελαφρώς χαμένη, κουρασμένη, σε υπερδιέγερση. Ένιωθα τα βλέφαρά μου να καίνε κάτω από τις θερμάστρες του μαγαζιού.

«Όταν γράφεις μουσική, οφείλεις να βρεις μέσα σου το υλικό από το οποίο θα αναβλύσει συγκίνηση. Τα αποθέματα όμως δημιουργικότητας δεν είναι ανεξάντλητα. Έρχεται κάποια στιγμή που ξεμένεις. Κι αυτό συνέβη στον Αντριάν. Πάνε χρόνια που δεν έχει βγάλει ένα πραγματικά καινούριο άλμπουμ. Τα τελευταία του είναι όλα επαναλήψεις παλιών κομματιών, συναυλιών ή αυτοσχεδιασμοί. Κατά βάθος πιστεύει ότι το ρεζερβουάρ του έχει ξεμείνει από καύσιμα. Και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να σου φέρει έμπνευση από έναν καινούριο έρωτα».

«Θέλετε να πείτε ότι ο Αντριάν είναι έτοιμος να ερωτευτεί ξανά;»

«Το κατάλαβες... Μα αυτό δεν είναι αρκετό. Για να σε ερωτευτεί ο Αντριάν, χρειάζονται κι άλλα πράγματα».

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Κυανή Ακτή – άνοιξη 2023. Στα ανοιχτά των Καννών ένα γιοτ πλέει ακυβέρνητο κοντά στις ακτές των νησιών Λερέν. Στο σκάφος βρίσκεται η Οριάνα ντι Πιέτρο, Ιταλίδα εκδότρια, γόνος διάσημης οικογένειας από το Μιλάνο. Κάποιος της επιτίθεται με πρωτοφανή αγριότητα, κι η γυναίκα, βαριά τραυματισμένη, πέφτει σε κώμα και μετά από δέκα μέρες πεθαίνει. Ποιος είναι ο δολοφόνος της Οριάνα; Ένας άντρας και τρεις γυναίκες δίνουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας: ο Αντριάν, ο σύζυγος του θύματος, ένας γοητευτικός και μυστηριώδης πιανίστας της τζαζ· η νεαρή του ερωμένη, η Αντέλ· η Ζιστίν, η αστυνομικός των τοπικών αστυνομικών αρχών που έχει αναλάβει να εξιχνιάσει την υπόθεση· και, τέλος, η ίδια η Οριάνα, μέσα από την ανατρεπτική εξιστόρηση των τελευταίων εβδομάδων της ζωής της. Κανείς τους δεν λέει ψέματα. Όμως δεν συμφωνούν για το ποια είναι η αλήθεια.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Γκιγιόμ Μισό γεννήθηκε το 1974 στην Αντίμπ και θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς και ευπώλητους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 47 γλώσσες και έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Σύμφωνα με το Livres Hebdo, το «Ένα διαμέρισμα στο Παρίσι», που αποτελεί τη μεγαλύτερή του επιτυχία παγκοσμίως, έχει πουλήσει περισσότερα από 1.000.000 αντίτυπα μόνο στη Γαλλία.

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Αμάτους Λουζιτάνους
Αμάτους Λουζιτάνους: Ένας Εβραίος σταρ της ιατρικής, στη Θεσσαλονίκη της πανώλης του 1568

«Ο νεκρός Αμάτους αγκαλιάζει αυτή τη γη. Η Λουζιτανία είναι η πατρίδα του, αλλά ο μοναχικός του τάφος είναι η Μακεδονική γη μακριά από την πατρίδα του»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.