Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικανός συγγραφέας, ηγετική μορφή της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
31°

Ανακαλύπτοντας τον Διονύση Σαββόπουλο
∆ιονύσης Σαββόπουλος: Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα - Μια συζήτηση σε τρεις συνέχειες
Σε έναν κόσµο που γίνεται όλο και πιο ανησυχητικός και που µοιάζει όλο και λιγότερο µε αυτό που ξέραµε, το να επιστρέφεις στις ρίζες σου είναι ανακουφιστικό – γιατί τι άλλο µένει από τo να διατηρούµε ζωντανό το νήµα των χρόνων που µας έφερε ως εδώ; Το αισθάνθηκα διαβάζοντας τα επεισόδια από τη ζωή του ∆ιονύση Σαββόπουλου όπως την αφηγείται ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα» (εκδ. Πατάκη), σε συνδυασµό µε το βιβλίο του ∆ηµήτρη Καράµπελα «∆ιονύσης Σαββόπουλος» (εκδ. Μεταίχµιο), που γράφτηκε το 2003 αλλά επανεκδόθηκε πριν από λίγους µήνες αναθεωρηµένο. Μέσα από τα δύο αυτά βιβλία γνωρίζεις τον άνθρωπο, τον δηµιουργό και το έργο του: τις πνευµατικές µεταµορφώσεις και τις περιπέτειες του βίου. Παρότι απευθύνονται σε διαφορετικά κοινά.
Tο ένα κυλάει σαν νερό, το ρουφάς, το χαίρεσαι, είναι το µύχιο απόσταγµα µιας ολόκληρης ζωής και µαζί η ιστορία µιας εποχής, σε συντροφεύει παρηγορητικά, σαν να ακούς τη φωνή του Νιόνιου µε αυτό το χαρακτηριστικό ηχόχρωµα να απευθύνεται σ’ εσένα προσωπικά, εξιστορώντας τρυφερά, εξοµολογητικά και µε χιούµορ τη ζωή του µέχρι σήµερα. Το άλλο, δοκιµιακό, απαιτεί χρόνο και αναλυτική σκέψη, σε πετάει στα βαθιά, στην ερµηνεία των τραγουδιών και της ποιητικής του.
Το πρώτο απευθύνεται σε όλους, σαν ένας τελευταίος δίσκος, µε εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου, ένα αναπάντεχο δώρο που µας έκανε ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος τη στιγµή της µεγάλης του ωριµότητας. Το δεύτερο είναι για πολύ λιγότερους και έχει υποχρεωτικά σάουντρακ, τους 14 κύκλους τραγουδιών του από το 1966 µέχρι το 1999. Για κάποιον σαν κι εµένα, που δεν είχε εντρυφήσει στο σαββοπουλικό σύμπαν, οι περισσότεροι στίχοι τους οποίους αναλύει το δοκίµιο ήταν ξεχασµένοι ή και άγνωστοι, αποχωρισµένοι από το άλλο τους µισό, το τραγούδι. Κι αν δεν έχεις τη µουσική στο µυαλό σου, τους διαβάζεις σαν ποιήµατα: είναι κρυπτικοί, µε εικόνες απρόσµενες, ευρηµατικές, ενίοτε υποβλητικές, που αφηγούνται ιστορίες φτιαγµένες βέβαια για να τραγουδηθούν. Συχνά δεν είναι εύκολο να καταλάβεις πού αναφέρονται, τι σηµαίνουν – µου έκανε εντύπωση αυτό, τα στρώµατα των σηµασιών, με εντυπωσίασε. Όταν τραγουδιούνται µπαίνει σε λειτουργία η διαίσθηση και αποκτούν άλλο σώµα και άλλη δύναµη. Η συγκίνηση έρχεται αργότερα, όταν σχετίζεσαι ο ίδιος προσωπικά.
Είναι ο πιο σηµαντικός εν ζωή Έλληνας δηµιουργός, κοµµάτι της ιστορίας µας. Κι αν πάρεις από την αρχή όλη αυτή τη διαδροµή, διαβάζοντας παράλληλα αποσπάσµατα από συνεντεύξεις του εκείνων των χρόνων και άλλα τεκµήρια της εποχής, από το δοκίµιο του ∆ηµήτρη Καράµπελα αλλά και από τη «Σούµα» (έναν πολυσέλιδο τόµο που δηµοσιεύθηκε το 2003 και ανθολογεί τους δίσκους και τους στίχους όλων των τραγουδιών του, δισκογραφηµένων και ανέκδοτων, µαζί µε κριτικά σηµειώµατα, δηµοσιεύµατα, συνεντεύξεις και επιστολές), νιώθεις έκπληξη παρατηρώντας µε πόση διαύγεια έβλεπε πίσω από τις µάσκες και τα προσωπεία, πίσω από τις µόδες και τις κοµµατικές ταµπέλες· χωρίς ποτέ να κρυφτεί ή να φοβηθεί, µιλώντας πολλές φορές ενάντια στο ρεύµα. ∆εν ήταν µόνο δηµιουργός, αλλά και διανοούµενος – ή µήπως αυτή ήταν η στόφα των δηµιουργών τα χρόνια εκείνα;
Κάπως έτσι πέρασε ο καιρός, διαβάζοντας, βάζοντας τα τραγούδια σε σειρά, συζητώντας µε φίλους –«εσύ, άκουγες Σαββόπουλο;» (οι περισσότεροι έχουν ωραίες ιστορίες να σου πουν, όπως αυτή που θα μας πει στο τέλος η ποιήτρια και μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά)–, ακούγοντας τους δίσκους στο Spotify, εξερευνώντας τα βιώµατα και την εποχή, το «τι θέλει να πει ο ποιητής». Μέχρι που οι τυπωµένοι στίχοι στις σελίδες άρχισαν στο µυαλό µου να αποκτούν µελωδίες και βάθος.
Συνοµιλητές µου ήταν δύο «ειδικοί»: ο συγγραφέας του δοκιµίου ∆ηµήτρης Καράµπελας, ιστορικός του ∆ικαίου και δοκιµιογράφος, ένας από τους πιο σοβαρούς µελετητές του έργου του Σαββόπουλου, και ο Γιάννης Παλαβός, ένας από τους καλύτερους διηγηµατογράφους της γενιάς του. Και οι τρεις ανήκουµε στην ίδια γενιά, που µπορεί να µην τον ακολούθησε µαζικά, αρκετοί όµως, όπως οι συνομιλητές μου, ενηλικιώθηκαν µαζί του, τους καθόρισε: τον συνάντησαν στην πρώιµη νιότη τους και τον αγάπησαν βαθιά ως δηµιουργό, παρακολουθώντας στενά την περσόνα και τον ρόλο που έπλασε µέσα στα χρόνια, βλέποντας πίσω απ’ αυτήν.
Αυτό που λέµε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά µε τα χρόνια. Ο τύπος µε τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται. Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση. Δ.Σ.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα»
Το σάλπισµα της γιορτής: Τραγούδια που λένε ιστορίες
Πώς σου φάνηκε το βιβλίο του Σαββόπουλου; ρωτάω στο τηλέφωνο ένα βράδυ τον Γιάννη Παλαβό.
«Το διάβασα µονορούφι! Θα µπορούσαµε να πούµε πως η αυτοβιογραφία του είναι όχι ένα, αλλά τέσσερα βιβλία. Το πρώτο είναι οι ιστορίες που, αν τον παρακολουθείς, τις έχεις διαβάσει σε συνεντεύξεις και τις έχεις ακούσει σε συναυλίες, και ξέρεις ακριβώς πώς ξεδιπλώνονται, σχεδόν λέξη προς λέξη. Ένα δεύτερο βιβλίο συνθέτουν οι κρίσεις και οι αποτιµήσεις ενός δηµιουργού που µοιράζει αδιακρίτως καλά λόγια, που έχει έναν καλό λόγο για όλους, καθώς θέλει στη δύση του ζωής του να κλείσει τους λογαριασµούς του. Υπάρχουν, όµως, και άλλα δύο µέρη, δύο µέρη εξαιρετικά. Το ένα είναι η περιπλάνησή του την περίοδο που, νέος, ήταν ένα φρικιό της εποχής: είναι συναρπαστικά όσα έζησε και ο τρόπος που τα αφηγείται, και ταυτόχρονα φωτίζουν το έργο του. Αναφέροµαι στα χρόνια από το ’66-67 έως το ’71, στα χρόνια στο Παρίσι, στην Ιταλία, καθώς και στα βασανιστήρια που υπέστη – µια ζωή µυθική. Και, τέλος, το τέταρτο βιβλίο είναι τα κεφάλαια που µιλούν για τη γυναίκα και τα παιδιά του, που είναι, νοµίζω, από τα πιο τρυφερά πράγµατα που έχω διαβάσει γύρω από την έννοια της οικογένειας και που φωτίζουν το έργο του µε αναπάντεχο τρόπο».
Και το δοκίµιο για τον Σαββόπουλο που επανακυκλοφόρησε; Αν το διαβάσεις, καταλαβαίνεις γιατί θεωρείται το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί για τον Σαββόπουλο: κατέγραψε τον δηµιουργό και το έργο, και τις πνευµατικές του µεταµορφώσεις, συµφωνείς; «Σίγουρα! Πλέον βλέπω τον Σαββόπουλο σε µεγάλο βαθµό µέσα από τον φακό του Καράµπελα», απαντά και συνεχίζει: «Πέρα από ορισµένα πραγµατολογικά στοιχεία γύρω από το έργο του που δεν γνώριζα –ο ∆ηµήτρης τα ξεψάχνισε όλα–, η αξία του έγκειται στο αφήγηµα που χτίζει, το οποίο στρέφεται γύρω από το “Πνεύµα” ή τη “Γιορτή” και τη µορφή που παίρνουν οι έννοιες αυτές στον πρώιµο και ύστερο Σαββόπουλο, δίνοντας προοπτική και βάθος στο έργο του.
Όσοι αγαπάµε τον Σαββόπουλο γνωρίζουµε ορισµένα πράγµατα διαισθητικά. Μέσα από το βιβλίο του ∆ηµήτρη, αυτά γίνονται στέρεος λόγος. Ο ∆ηµήτρης επινοεί ένα σχήµα που εντάσσει τις διαφορετικές εκδοχές του έργου του –αγγλοσαξονικό ροκ, Αριστερά, παράδοση, θρησκεία, πατρίδα– σε ένα συνεκτικό συνεχές, αναδεικνύοντας τις ποικίλες εκφάνσεις και τις καταβολές του. Τελικά, αυτό είναι που µας έλκει στον Σαββόπουλο: η πρωτεϊκή του φύση, καρπός µιας πνευµατικής αγωνίας που φτάνει ως το σήµερα».
∆εν είναι εύκολο να καταλάβεις και να βάλεις σε λέξεις όλη αυτή την πνευµατικότητα που υπάρχει στο έργο του ∆ιονύση Σαββόπουλου. Τη λέξη «Γιορτή», πάντως, τη χρησιµοποιεί ο ίδιος στα τραγούδια του, όπως και στις συνεντεύξεις του. «Αν το καλοσκεφτείς, στο έργο του υπάρχει συχνά µια αίσθηση ή µάλλον ένα αίτηµα πανηγυριού», συνεχίζει ο Γιάννης. «Σκέψου, για παράδειγµα, τον “Μπάλλο”, τη “Μαύρη θάλασσα”, το “Ας κρατήσουν οι χοροί”… Αυτή η ανάγκη για έκσταση συνυπάρχει µε ένα αίτηµα συµµετοχής, µια νοσταλγία για ένα απραγµατοποίητο ανήκειν. “Θέλω να κατέβω, θέλω να ενωθώ”, λέει στο “Σου µιλώ και κοκκινίζεις”, ένα τραγούδι από τον “Χρονοποιό”, τον τελευταίο του δίσκο. Θέλει να ενωθεί αλλά δεν µπορεί. Αυτές οι δύο αντίρροπες δυνάµεις γεννούν µεγάλο µέρος της έντασης στα ύφαλα της τραγουδοποιίας του Σαββόπουλου, σε όλη του τη διαδροµή».

∆εν είναι τυχαίο ότι µε το νοσταλγικό όνειρο µιας Γιορτής τελειώνει και το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα», µε µια ιστορία που σκαρφίστηκε για τις παραστάσεις του στον Πυρήνα το 2006 στο Gazarte µε τον Σταύρο Λάντσια και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου. Και μσς αφήνει με αυτά τα λόγια...
«Κάθοµαι τώρα και σκέφτοµαι: µερικές φορές ο κόσµος µε έχει πικράνει τόσο πολύ, που λέω να τα παρατήσω όλα, να πάω να τον βρω. Να µε βγάλει εκεί πάνω, να κοιµάµαι όλο τον χρόνο, να σηκώνοµαι µόνο όταν είναι γιορτές, που είναι και στην ιδιοσυγκρασία µου. Μετά πάλι σκέφτοµαι: αυτό το επάγγελµα που διάλεξες µόνος σου το διάλεξες, ουδείς σε υποχρέωσε. Εσύ αποφάσισες να ζεις µε τον κόσµο. Μαζί σας θα είµαι και φέτος. ∆εν χανόµαστε εµείς. Άσε που, και να χαθούµε, θα ανταµώσουµε εκεί πάνω, να κοιµόµαστε και να κοιµόµαστε, και ένα εγερτήριο να έχουµε µονάχα: το σάλπισµα της Γιορτής».
***
Έχοντας αρχίσει να (ανα)γνωρίζω κι εγώ το σαββοπουλικό έργο µ’ ένα πιο βαθύ βλέµµα, ένα απόγευµα συναντιέµαι µε τους δύο συνοµιλητές µου, τον ∆ηµήτρη Καράµπελα και τον Γιάννη Παλαβό.
Κάτι που ίσως δεν έχει σκεφτεί κάποιος µη µυηµένος είναι ότι οι δίσκοι του Σαββόπουλου δεν είναι απλώς «δίσκοι», αλλά πνευµατικές µεταµορφώσεις που περνούν µέσα από το πένθος: «Ο Σαββόπουλος πένθησε όταν έπρεπε την παιδική του ηλικία, τις αυταπάτες της ενηλικίωσης, την ταυτότητα του χαρισµατικού τραγουδοποιού και του επαναστατηµένου οδηγού των συνοµηλίκων του, το ροκ, την Αριστερά, την παράδοση, τις εθνικές αυταπάτες». Αισθάνεσαι πως είναι µάθηµα για όλους µας αυτή η κεντρική ιδέα που αναπτύσσει στο βιβλίο του ο ∆ηµήτρης: ότι «η Γιορτή µπορεί να ξαναγεννηθεί µέσα από το πένθος του παλιού µας εαυτού». Παρακολουθώντας χρονικά και θεµατικά την εξέλιξη των τραγουδιών του ∆.Σ., δείχνει πώς κάθε φορά ο τραγουδοποιός Σαββόπουλος δηµιουργεί έναν νέο δίσκο για να υπάρξει ξανά.
Η Γιορτή µπορεί να ξαναγεννηθεί µέσα από το πένθος του παλιού µας εαυτού
Κάπως έτσι βάζουμε στη σειρά τους δίσκους, στοιχειοθετώντας την εσωτερική αναγκαιότητα που τον οδηγεί από τη µία δηµιουργία στην άλλη – σκέφτοµαι πόσο σπάνιο είναι αυτό, και αυτό είναι, τελικά, που κάνει τη διαφορά.
«Νέο κύµα και ροκ, δηµοτικό και ρεµπέτικο, ραπ και βαλκανική µουσική, πολιτιστικά ρεύµατα, πρόοδος και συντήρηση, αριστερά και δεξιά είναι οι µορφές από τις οποίες πέρασε ο Σαββόπουλος όσα πίστευε ότι µπορούσαν να στεγάσουν την εσωτερική του ζωή. Τη στιγµή όµως που άδειαζαν από το νόηµά τους τις εγκατέλειπε. Ανάµεσα στους δίσκους µεσολαβούν συναυλίες, παραστάσεις, ραδιοφωνικές ή και τηλεοπτικές εκποµπές, όπως το “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι”, συνεντεύξεις, η περσόνα του ∆.Σ. και οι δηµόσιες παρεµβάσεις του. Και όταν εξαντλείται αυτό το περίσσευµα ενέργειας, καταλήγει σε µια περίοδο κενού, απόσυρσης, ενδοσκόπησης, µέχρι που σιγά σιγά το έλλειµµα αρχίζει να θησαυρίζει από ζωή».
Για όλα αυτά µιλάει, περισσότερο ή λιγότερο κρυπτικά, στα τραγούδια του, µε υλικό άλλοτε από το προσωπικό κι άλλοτε από το συλλογικό βίωµα. Αλλά µας τα χαρίζει απλόχερα, µέσα από τα γεγονότα της ζωής του και µε τον λόγο του παραµυθά που έχει το χάρισµα να αφηγείται ιστορίες στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα», εξηγώντας μας ανάμεσα σε άλλα τι σημαίνει να φτιάχνεις τραγούδια.
«Κάνω λοιπόν τραγουδάκια από τότε σ’ εκείνο το µπλε κρεβατάκι. Και ο ασήκωτος χρόνος γινόταν ξαφνικά ελαφρύς. Εξαερωνόταν. Και από εκεί που δεν περνούσε η ώρα, µετά ούτε που καταλάβαινα πώς περνάει. Ώσπου σηκώνονταν οι µεγάλοι και µε αναλάµβαναν. (…) Αυτό γινόταν σε κάθε ξύπνηµα. Το αστείο είναι ότι κάπως έτσι γινόταν και όταν µεγάλωσα πια και µπήκα στη δουλειά· έφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις µου, ώσπου έρχονταν οι µεγάλοι να µε αναλάβουν: η δισκογραφική εταιρεία, ο διευθυντής του στούντιο, οι µουσικοί, ο ιδιοκτήτης του κλαµπ και όλος ο κόσµος που περίµενε να παρακολουθήσει τα live µου. Μαζί πηγαίναµε έτσι για κάνα δυο χρόνια. Μετά, έπεφτα πάλι σε χειµερία νάρκη, κάποια στιγµή ξυπνούσα, έφτιαχνα τραγούδια, ώσπου έρχονταν πάλι οι µεγάλοι κ.λπ. Μόνο που, όσο περνούσε ο καιρός, αυτά τα διαστήµατα της χειµερίας νάρκης µεγαλώνανε. Έκανα δύο και τρία και τέσσερα χρόνια να ξυπνήσω να γράψω κάτι καινούργιο».
Διονύσης Σαββόπουλος: Κατεβαίνοντας από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, µ’ ένα φορτηγό
«Όλες τις µεγάλες αποφάσεις της ζωής µας, νοµίζω, σε µια νύχτα τις παίρνουµε» (Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα)
Η ιστορία του φορτηγού, που είναι και ο τίτλος του πρώτου δίσκου, είναι γνωστή. Με αυτήν ξεκινάει το δοκίµιό του ο ∆. Καράµπελας:
Τη νύχτα εκείνη που ο 19χρονος ∆ιονύσης Σαββόπουλος εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη, την πατρική εστία και τη φοιτητική του ιδιότητα –ποιος ξέρει µετά από ποιες οδυνηρές αµφιταλαντεύσεις και οικογενειακές συγκρούσεις– ο θρύλος λέει ότι διέσχισε µε ένα περαστικό φορτηγό τον θεσσαλικό κάµπο, προσπαθώντας από το διπλανό κάθισµα να κρατήσει ξύπνιο τον οδηγό µε µικρές µισοπραγµατικές-µισοφανταστικές ιστορίες για τους κοµµατικούς καθοδηγητές του και το φοιτητικό κίνηµα, το τρίγωνο Μίκη Θεοδωράκη-Αριστεράς-ελληνικού τραγουδιού, τα βρετανικά ροκ συγκροτήµατα, την αποτυχηµένη του προσπάθεια να µάθει µουσική σ' ένα συνοικιακό ωδείο και τις παρέες των συµµαθητών του που τον κορόιδευαν όταν επέστρεφε από το µάθηµα, διοπτροφόρος και µε τη θήκη του βιολιού του υπό µάλης. Μέσα σ' ένα πηχτό και αδιαπέραστο σκοτάδι που το διέκοπταν µονάχα οι προβολείς των αυτοκινήτων από το αντίθετο ρεύµα και οι πινακίδες της εθνικής (…) το φορτηγό έφτασε σώο και αβλαβές στον προορισµό του, και ο νεαρός Σαββόπουλος βρέθηκε άστεγος και πένης, χωρίς να γνωρίζει κανέναν, στην Οµόνοια (…) κι αµέσως µετά κατέφυγε στο κέντρο που τραγουδούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης και ξόδεψε όλα του τα χρήµατα για να ακούσει την κοµπανία του να του παίζει την «Αρχόντισσα».
Τις περιπλανήσεις εκείνων των χρόνων στην Αθήνα, την εποχή της «χρυσής» µποεµίας και της ενηλικίωσης, τις διαβάζουµε σε πρώτο πρόσωπο στην αυτοβιογραφία του, για µια Αθήνα και για τους ήρωές της που δεν υπάρχουν πια – τεκµήριο µιας ολόκληρης εποχής που όλα άλλαζαν βάζοντας τη χώρα µας σε έναν καινούργιο κόσµο. Τα τραγούδια του «Φορτηγού», που κυκλοφόρησαν στη Lyra το 1966, έχουν µια επαναστατική διάθεση. Όπως έχει πει ο ίδιος: «Ήµουν άλλος ένας έφηβος εναντίον της πραγµατικότητας». Τραγούδια µιας άλλης εποχής και αισθητικής, που ωστόσο µερικά τα τραγουδάµε ακόµα με μελωδίες αγκιστρωμένες στο μυαλό μας (Συννεφούλα, συννεφούλα, να γυρίσεις σου ζητώ, και τριγύρνα µ’ όσους θέλεις κάθε βράδυ…).
Πρωτόλεια, ορµητικά, µε φοβερή ένταση και αδηµονία, αλλά και τρυφερά. Κάποια νεο-κυµατικά όπως το «Μη µιλάς άλλο για αγάπη», κάποια που θυµίζουν οργισµένο Ντίλαν όπως «Οι παλιοί µας φίλοι», άλλα θυµίζουν Μπρασένς, µε µια µελαγχολία για εκείνους που χάνονται, όπως «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο δυο», κι αλλού έχουµε µια ελληνική εκδοχή των protest songs όπως στο «Βιετνάµ γιε γιε». Κι όταν διακωµωδεί την εξουσία λογοκρίνονται, και από τα δεκαεπτά τραγούδια στο σύνολό τους τα πέντε θα βγουν µόνο έναν χρόνο µετά την πτώση της δικτατορίας στο «∆έκα χρόνια κοµµάτια» το 1975, σε εκείνον τον δίσκο που κάνει μια πρώτη αναδρομή των 10 πρώτων χρόνων της δημιουργίας του στη δικογραφία, ξεκινώντας από το πρώτο σινγκλάκι το 1965.

Όταν τα γράφει είναι πολύ νέος, όµως η ποίηση είναι ήδη παρούσα· αλλά και µουσικά τραβάει µια γραµµή. Είναι 22 χρόνων και κάνει κάτι που δεν υπήρχε µέχρι τότε στην Ελλάδα: γράφει τους στίχους και τη µουσική και τραγουδάει ο ίδιος συνοδεύοντας τα τραγούδια µε την κιθάρα του. Όπως ο Μπρελ και ο Μπρασένς παλιότερα, ο Μποµπ Ντίλαν και ο Λέοναρντ Κοέν την ίδια εποχή, εκτός συνόρων πάντα. Η φωνή του είναι βαθιά και βραχνή και έρχεται µε την ορµή από την οποία ξεπήδησε το ροκ της δεκαετίας του ’60.
Με το «Φορτηγό», όπως το περιγράφει ωραία ο ∆.Κ. στο βιβλίο του, ξεκινάει η τρίτη µεγάλη τοµή του ελληνικού τραγουδιού και ο Σαββόπουλος παίρνει τη σκυτάλη στη σειρά των προηγούµενων δηµιουργών, από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, επινοώντας έναν δικό του δρόµο και µια νέα, δική του γλώσσα. Ο πρώτος τραγουδοποιός, γενάρχης της επόµενης γενιάς Ελλήνων τραγουδοποιών. Τι είναι το σηµαντικό που κληροδοτεί;
«Βλέπουµε ότι οι “συνεχιστές” του τελικά πήραν το µάθηµα ακριβώς του προσωπικού δρόµου: ο Βαγγέλης Γερµανός, ο Βασίλης Νικολαΐδης, οι αδερφοί Κατσιµίχα, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Φοίβος ∆εληβοριάς, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Τους ενέπνευσε το είδος του τραγουδοποιού που συνδέει µε αυτόν τον τρόπο το πριν και το τώρα, αλλά δεν τον µιµήθηκαν, βρήκαν ο καθένας τον δικό του δρόµο µέσα από αυτό το πρότυπο», σχολιάζει ο ∆. Καράµπελας. «∆εν υπάρχουν σαββοπουλικά κακέκτυπα, όπως υπήρξαν π.χ. χατζιδακικά».
«Το µεγάλο µάθηµα είναι ακριβώς η προσωπική διακινδύνευση –διότι στον Σαββόπουλο το τραγούδι νοείται ως προσωπική διακινδύνευση–, και σωστά λέει ο ∆ηµήτρης πως καθένας από τους επιγόνους του είναι µια αυτόνοµη προσωπικότητα», συµπληρώνει ο Γιάννης Παλαβός. «Είναι ορισµένοι δηµιουργοί –το λέει κι ο Χατζιδάκις σε µια ωραία συνέντευξη– που φέρουν εξαρχής ένα σύµπαν κι έναν κόσµο δικό τους. Ο Σαββόπουλος είναι ένας από τους µείζονες τραγουδοποιούς του δυτικού κόσµου, που δεν έχει να ζηλέψει κάτι από τον Κοέν ή τον Ντίλαν: είναι τέτοιου µεγέθους. ∆ηµιουργοί όπως αυτοί γεννιούνται έτοιµοι».
***
Ο Δημήτρης προτείνει μια διάκριση, όχι τόσο ανάμεσα στον Σαββόπουλο και το έργο του, αλλά ανάμεσα σε τρεις διαφορετικούς Σαββόπουλους.
«Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ο Σαββόπουλος που είναι μέρος του ελληνικού τραγουδιού, που συνθέτει τραγούδια, παίζει σε συναυλίες και κάνει εκπομπές. Μετά, υπάρχει ο Σαββόπουλος περσόνα “με τιράντες και γυαλιά”, εν μέρει δημιούργημα κοινό με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο – ο οποίος ενδύει τον τραγουδοποιό Σαββόπουλο ιδεολογικά και κάνει πολιτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις και έξω από το χώρο της τέχνης του, στην αγορά, και κρίνεται γι’ αυτές με τα ανάλογα κριτήρια. Και υπάρχει και ένας τρίτος Σαββόπουλος, που έρχεται στην επιφάνεια τη στιγμή που είναι μόνος του και κάθεται και γράφει. Λέει ο ίδιος σ’ ένα ανέκδοτο τραγούδι του ότι “αυτή η τέχνη του τραγουδιού σου δίνει μια βαθιά μάτια χωρίς καθόλου να την έχεις”. Αυτός, λοιπόν, ο τρίτος Σαββόπουλος, επειδή ακριβώς έχει αυτή τη βαθιά ματιά, αποκτά ένα απόκοσμο περίσσευμα το οποίο δεν μπορεί να εξαντληθεί ούτε στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού (σαν άλλος ένας ακόμα δημιουργός του έντεχνου), αλλά είναι και κάτι πολύ διαφορετικό ή και αντίθετο από τον Σαββόπουλο περσόνα».
Με αυτόν τον τρίτο Σαββόπουλο ασχολείται και στο βιβλίο του, κι όταν αναφέρεται στη σχέση του με την Αριστερά ή στα «βιογραφικά» στοιχεία, ή όταν παραθέτει αποσπάσματα παλιών συνεντεύξεων στις οποίες τοποθετείται ως διανοούμενος της εποχής του, μιλάει για αυτόν που δημιουργεί και που είναι και το ποιητικό υποκείμενο των τραγουδιών του. «Και αισθάνομαι», διευκρινίζει, «ότι αυτός θα είναι και κτήμα των επόμενων γενεών. Γιατί τα συγκείμενα τα άλλα θα περάσουν, αλλά εδώ έχεις ένα έργο του οποίου το πνευματικό κεφάλαιο δεν έχει εξαντληθεί».
Θα έλεγα είν’ η πιο τρελή δουλειά
σε βάζει σε μπελά
για μυστικά που δεν κατέχεις
σ’ αφήνει να οδηγάς σωστά τα σκοτεινά
σου δίνει μια βαθιά μάτια
χωρίς καθόλου να την έχεις
Και όλα αυτά μαζί
και ο χρόνος που περνάει
δίνουν την έλξη
σε κάποιο κύκλο αδιάβατο
Και τότε είσαι πια ο δεξιοτέχνης,
περαστικά σου,
που πάει να παίξει με τον θάνατο.
(«Το ποίημα θέλω να ’ναι πρόγραμμα», από την παράσταση Γιγανταιώρημα από τον Σκορπιό, στην Πλάκα, χειμώνας 1979).
Όλον αυτόν τον καιρό, ανακαλύπτοντας τον Διονύση Σαββόπουλο, μου γεννιέται αυτή η απορία και ρωτάω τους δύο συνομιλητές μου: ποιοι γνωρίζουν πραγματικά και σε βάθος το έργο του;
«Τον ξέρει πάρα πολύ καλά η δική του γενιά, τον αναγνώρισε κι η προηγούμενη, και μέχρι ένα σημείο τον έμαθε κι η επόμενη. Τα 10-15 πολύ διάσημα τραγούδια του τα ξέρουν οι πάντες, τον ίδιο ως περσόνα επίσης –και μέσω της τηλεόρασης– και υπάρχει βεβαίως και το κυρίως έργο του που νομίζω ότι το ξέρουν μέχρι το Κούρεμα πολλοί της δικής του γενιάς, από εκεί κι έπειτα λιγότεροι. Τον παρακολουθούσαν και κάποιοι νεότεροι οι οποίοι δεν είχαν προσωπική εμπλοκή στα πάθη και τις αλλαγές του Σαββόπουλου – αν αυτές είναι αλλαγές, είναι κάτι που θέλει συζήτηση», απαντάει πολύ λογικά και αυτονόητα ο Δημήτρης.
Ο Γιάννης το θέτει διαφορετικά: «Σε κάθε γενιά υπάρχει μια κρίσιμη μειοψηφία ανθρώπων που συλλαμβάνουν την εποχή τους με τρυφερότητα και ευαισθησία, με πνεύμα ειρωνικό και απορηματικό, και θέτουν εαυτούς νηφάλια εκτός συρμού – πράξη γενναία, που συνοδεύεται από σοβαρό τίμημα. Ο Σαββόπουλος πάντα –οπωσδήποτε έως το 1989– καλλιέργησε αυτή την απορηματική σχέση με το περιβάλλον του. Δεν έμενε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις που του προσφέρονταν και προσπάθησε να σκάψει παρακάτω. Όπως σε κάθε γενιά, έτσι και στη δική του υπήρξαν εκείνοι που πήραν τον δύσκολο αλλά χειραφετητικό δρόμο της απορίας, καθώς κι εκείνοι που βολεύτηκαν στα ρηχά του τρέχοντος πολιτιστικού προϊόντος».
Σαββόπουλος, 10 Χρόνια Κομμάτια | Εξώφυλλο Αλέξης Κυριτσόπουλος, Lyra, 1975
Στον τελευταίο σας δίσκο, που έχει τίτλο 10 χρόνια κομμάτια, ασχοληθήκατε αποκλειστικά με παλιά σας κομμάτια, γιατί;
Τα χρόνια που πέρασαν τα ένιωσα νύχτα, και όχι μόνο από πολιτικής απόψεως. Ό,τι ζήσαμε μέσα σ’ αυτή τη νύχτα πρέπει να θεμελιωθεί στη μέρα που ξημερώνει, γιατί αλλιώς θα χαθεί. Και αν ό,τι ζούμε χάνεται, τότε είμαστε χαμένοι εμείς οι ίδιοι. Γι’ αυτό λοιπόν και εγώ καταπιάστηκα με το παλιό, χαμένο μου υλικό, όχι για να μελαγχολήσω, αλλά για να βρω σ’ αυτό μια δυνατότητα που θα μου επιτρέψει να συνεχίσω.
(Από το ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη, Χαίρω πολύ Σαββόπουλος).
Διονύσης Σαββόπουλος: Η σχέση του με την Αριστερά (μια παρένθεση)
«Ήταν άνοιξη του ’65. Καλό ήταν όσο κράτησε. Μετά ήρθε η δικτατορία. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν καιρός να εγκαταλείψει κάνεις την Αριστερά. Παραμείναμε πλάι της και αναλάβαμε τις ευθύνες μας. Ό,τι μπορούσε ο καθένας μας το ‘κανε. Αλλά στη Μεταπολίτευση, πολλοί πήγαιναν και γράφονταν στα κόμματα, σαν μόδα, η δική μας φουρνιά, τριαντάρηδες πια και τριανταπεντάρηδες, απουσιάσει. Οι μικροί ινστρούκτορες, βέβαια, επανήλθαν στα μέσα και στα έξω. Εμάς δε μας έπαιρνε πια. Πολύ κομματίλα, το βλέπαμε.
Όσο για την Αριστερά, είχε γίνει πια κυρίαρχη στα πανεπιστήμια, στις μπουάτ, στα ΜΜΕ, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στο θέατρο, στις δισκογραφικές εταιρείες, σε αυτό που λέμε “χώρο των ιδεών”, στα διαφημιστικά γραφεία. Πριν, αν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε άδεια αυτοκινήτου. Τώρα, αν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα. Λάβαμε αποστάσεις οι φίλοι και εγώ. Και σιγά-σιγά υποχωρήσαμε στους τελευταίους προμαχώνες της ζωής, που είναι η δουλειά και το σπίτι. Αλλά ποτέ δεν εφησυχάσαμε. (…) Τα συντάγματα άλλαξαν, αλλά ό,τι αγαπήσαμε και ό,τι ονειρευτήκαμε εξακολουθεί να επαφίεται στον πατριωτισμό μας».
(Aπό το κεφ. «Το ρεφραίν σ’ αγαπώ» - «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»).
Ανοίγουμε μια παρένθεση για τη σχέση του με την Αριστερά, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα όταν φτάσουμε στο «Κούρεμα» και στη δημόσια σχεδόν διαπόμπευσή του από τον αριστερό κόσμο. Ένα στερεότυπο, που πολλοί το πιστεύουν και σε διάφορες χρονικές στιγμές γέννησε εχθροπάθεια εναντίον του, ένας από τους πιο μεγάλους μύθους, είναι ότι ο Σαββόπουλος πρόδωσε την Αριστερά για να γίνει «δεξιός».
Ο Δημήτρης στο βιβλίο δείχνει ότι σε σχέση με την Αριστερά ο Σαββόπουλος τοποθετείται κριτικά από πολύ νωρίς, μέσα από τα πρώτα ακόμα τραγούδια: «Είναι μια σχέση έντονη και παρεξηγημένη. Βεβαίως υπάρχει απεύθυνση και η αίσθηση του ανήκειν –η οποία επιτείνεται με την επιβολή της δικτατορίας– μέχρι και τον τελευταίο του δίσκο. Στον “Χειμώνα ετούτο” γράφει για την Αριστερά: “σ’ αγαπάω ακόμα, αλλά εσύ είσαι κακιά”» (από τα «Τραπεζάκια έξω» του 1983, αλλά το τραγούδι είναι γραμμένο νωρίτερα).
Μπορούμε να το σκεφτούμε ως εξής, συνεχίζει: «Ο Σαββόπουλος ζει τις πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις της δεκαετίας του ’60, και ως νέος που έχει επαναστατήσει και έχει φύγει από το σπίτι του, ερχόμενος στην Αθήνα, ζει τα τραγικά γεγονότα, τη δικτατορία, έχει βγάλει το “Φορτηγό”, έχει γράψει τα τραγούδια που δεν μπήκαν στον πρώτο δίσκο επειδή θα λογοκρίνονταν, όπως η “Αμνηστία ’64”, η “Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ”, η “Παράγκα”, αλλά επίσης έχει γράψει και τη “Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη” που είναι γραμμένη το 1966, στην οποία τι λέει; “και το κόμμα με τραβάει από το μανίκι”. Δηλαδή εκφράζει μια κριτική στην Αριστερά ακόμα και πριν τη δικτατορία.
»Αυτή είναι η πρώτη του περίοδος, κι εγώ νομίζω ότι σταματάει πνευματικά να ενδιαφέρεται για την Αριστερά κάπου τότε. Μετά το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται κυρίως στη σχέση του με την Παράδοση και στη σχέση του με αυτήν εδραιώνει την ταυτότητά του ως τραγουδοποιού. Και από κει και πέρα προσπαθεί να καταλάβει σε ποια τέχνη ανήκει, “ποιος αλήθεια είμαι εγώ” και “πού πάω” με τα τραγούδια μου, παράλληλα βέβαια με μια υπαινικτική αντίσταση στη δικτατορία. Αλλά το βασικό της δεύτερης φάσης του, της περιόδου 1970-1975 είναι ότι συνδέεται με μια αμφιθυμία, με μια σχέση αγάπης και μίσους με το σώμα της παράδοσης στον “Μπάλλο” και στο “Βρώμικο ψωμί” όπου απευθύνεται στην Παράδοση με πολύ σκληρά λόγια: “σάβανα και χώματα στη μούρη της την ψόφια”».

Η σχέση με την Παράδοση και η δεύτερη αυτή περίοδος, όπως τη διακρίνει ο Δημήτρης Καράμπελας, προοικονομείται ήδη στο τελευταίο κομμάτι του δεύτερου δίσκου του Το περιβόλι του τρελού, στην «Ωδή στον Γιώργο Καραϊσκάκη», που αρχικά ήταν μια Ωδή στον Τσε Γκεβάρα και μεταμφιέστηκε για να περάσει από τη λογοκρισία. Τον είχαν όλοι οι φοιτητές στα δωμάτιά τους, συμβόλιζε τη διαρκή επανάσταση. Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω / με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό / προβολείς με στραβώνουν και πάω / και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ.
Σου δημιουργείται μια εντύπωση ότι τα τελευταία τραγούδια των δίσκων έχουν μια σημασία για ό,τι θα ακολουθήσει. Σαν να κυοφορείται ήδη το επόμενο έργο.
«Τραγουδούσαμε: Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω / με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό; Αναρωτιόμασταν: Μα τι είναι η ζωή τελικά; Σαράντα φορολογικές δηλώσεις και τέλος; What’s the meaning? Αυτά τα ερωτήματα η γενιά μου προσπάθησε να τα διαβάσει πολιτικά και μάλλον συγκρουσιακά, παρόλο που το ζήτημα ήταν ριζικά βαθύτερο. Ήταν ζήτημα νοηματοδότησης του βίου, αλλά εμείς ως νέοι –και δικαιολογημένα άλλωστε– το είδαμε σε στιλ “απάνω τους”. Γι’ αυτό η γενιά μου –δικαιολογημένα επίσης– απέτυχε πολιτικά». («Η Δίψα», «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»)
* Το πρώτο µέρος µιας µακράς συζήτησης που θα ολοκληρωθεί σε τρία µέρη στο athensvoice.gr και παρακολουθεί την πνευµατική διαδροµή του Διονύση Σαββόπουλου βάζοντας τους δίσκους στη σειρά. Συνεχίζεται...
Ο Σαββόπουλος στη ΛΥΡΑ, 2003. 9 άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου από το 1966 ως το 1983. Μια πολυτελής έκδοση που σχεδιάστηκε από τον Αλέξη Κυριτσόπουλο, συνοδεύεται από 180 σελίδες με πλούσιο φωτογραφικό και πληροφοριακό υλικό
→ Το θρυλικό ντοκιµαντέρ «Χαίρω πολύ Σαββόπουλος» προβάλλεται στο πλαίσιο της έκθεσης «Λάκης Παπαστάθης - Αναζητώντας τη χαµένη εικόνα» που διοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη, το Athens Open Air Film Festival, που επιµελήθηκε τη µοναδική προβολή, και τη ∆ιεύθυνση Αρχείου της ΕΡΤ, που ψηφιοποίησε την ταινία από το φιλµ. Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138, Τετάρτη 14 Μαΐου, στις 20:30, είσοδος ελεύθερη (θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας).
***
Διαβάστε τη συνέχεια:
Μέρος 2ο: Βάζοντας τους δίσκους στη σειρά
Μέρος 3ο: Η δεκαετία του ’80 - Δύο εμβληματικοί δίσκοι, οι επιθέσεις
Δειτε περισσοτερα
Καλλισθενική γυμναστική, street workοut, κάτι νέο για να ξεκινήσεις το φετινό καλοκαίρι στην πόλη
Για όσους «καίγονται» να προλάβουν να βουτήξουν πριν δύσει ο ήλιος
Αρωματικές γλάστρες, καλοδεχούμενες εντυπώσεις
Έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, βίντεο, installations που θα δούμε το καλοκαίρι στην Αθήνα
Τα θεατρικά έργα που παίζονται σε ταράτσες, πλατείες και υπαίθρια θέατρα