Μια συνομιλία με την Ελληνίδα χορογράφο και performer για το «Dive into you» που θα δούμε στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
32°

Διονύσης Σαββόπουλος: Βάζοντας τους δίσκους στη σειρά
Διονύσης Σαββόπουλος: Συζητώντας με τον Δημήτρη Καράμπελα και τον Γιάννη Παλαβό, δύο «ειδικούς» της γενιάς μου για τον μεγάλο μας τραγουδοποιό
Το δεύτερο μέρος μιας μεγάλης συζήτησης σε τρεις συνέχειες για τη ζωή και το έργο του Διονύση Σαββόπουλου – διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Πριν συνεχίζουμε, από εκεί που το αφήσαμε…
Ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος, μεσολάβησε η προβολή του ντοκιμαντέρ «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος» στο Μουσείο Μπενάκη. Τι συγκίνηση να βλέπεις 50 χρόνια πίσω τον Διονύση Σαββόπουλο, τριαντάρη, στην Αθήνα των παιδικών μας χρόνων. Να τον βλέπεις ζωντανά στην κάμερα τού επίσης τόσο μοντέρνου για την εποχή του Λάκη Παπαστάθη: να μιλάει, να ηχογραφεί, να δημιουργεί, σαν ένας Έλληνας Μπιτλ που σπάει τις συμβάσεις, να εκφράζεται με αυτό το υποδόριο χιούμορ, περιπαικτικά, αλλά ήδη με μια σοφία – είπαμε, μερικοί άνθρωποι έρχονται έτοιμοι.
Φαντάζομαι τη συγκίνηση για τους μεγαλύτερους, που έζησαν αυτά τα χρόνια. Όσοι δεν ήταν στο Μπενάκη, είδαν την ταινία μετά στο Ertflx. Σ’ αυτό το απόσπασμα ο Κ.Α. το περιγράφει πολύ ωραία:
«Έβαλα και είδα κι εγώ, στο Ertflix, το Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος, και πέρασα μια ώρα με την πιο μεγάλη συγκίνηση που μπορούσα να φανταστώ. Ψέματα: δεν το μπορούσα. Είχα ακούσει ένα σωρό καλά λόγια από ανθρώπους που εμπιστεύομαι, αλλά η εμπειρία αυτή ήταν άλλου μεγέθους. Με συγκλόνισε. Και κυρίως, ξαναλέω: με συγκίνησε. Κάτι τόσο δυνατό, τόσο καλλιτεχνικό, τόσο σαββοπουλικό, τόσο ελληνικό, δεν μπορούσε παρά να με ρημάξει, να με ρίξει στα πατώματα.
Είμαστε όλοι μέσα στο σύμπαν των τραγουδιών του
Και πάλι όμως, ξανά πάλι, κάθομαι και σκέφτομαι τι έκανε αυτός ο άνθρωπος, που δεν είχε ξαναγίνει ούτε πριν, ούτε ξανάγινε μετά. Ο Σαββόπουλος επινόησε τον εαυτό του, τον έπλασε, πήρε πηλό από την παράδοση (όχι μόνο τη μουσική παράδοση) και τη διαχρονία της, και κάπου εκεί έπλασε το καλούπι του. Είμαστε όλοι μέσα στο σύμπαν των τραγουδιών του, με τις ευτυχίες και τις δυστυχίες μας, τα τραύματά μας και τα θαύματά μας, τα αδιανόητα λάθη και τις ωραίες παραξενιές μας, ή και τις καθόλου ωραίες, είναι το κατς και οι παπάδες και ο Καραγκιόζης, η ποπ, η ροκ και οι λαϊκοί και οι δημοτικοί, οι μάγκες και τα σοκολατόπαιδα, η βαθιά/υψηλή παιδεία, η πολιτική ανωμαλία, η εξέγερση των αυτονόητων, η πολλή δουλειά και τα ξενύχτια, η τεμπελιά και οι εύφορες κοιλάδες της, οι έρωτες, η άνοιξη, το σκληρό καλοκαίρι, το κεκέδισμα μιας γενιάς που κρατάει μισόν αιώνα τώρα και παραπάνω.
Ευχαριστούμε, τι να πω δηλαδή».
Η σχέση του Σαββόπουλου με την Αριστερά (μια παρένθεση)
→ Ήταν άνοιξη του ’65. Καλό ήταν όσο κράτησε. Μετά ήρθε η δικτατορία. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν καιρός να εγκαταλείψει κάνεις την Αριστερά. Παραμείναμε πλάι της και αναλάβαμε τις ευθύνες μας. Ό,τι μπορούσε ο καθένας μας το ‘κανε. Αλλά στη Μεταπολίτευση, πολλοί πήγαιναν και γράφονταν στα κόμματα, σαν μόδα, η δική μας φουρνιά, τριαντάρηδες πια και τριανταπεντάρηδες, απουσιάσει. Οι μικροί ινστρούκτορες, βέβαια, επανήλθαν στα μέσα και στα έξω. Εμάς δε μας έπαιρνε πια. Πολύ κομματίλα, το βλέπαμε.
Όσο για την Αριστερά, είχε γίνει πια κυρίαρχη στα πανεπιστήμια, στις μπουάτ, στα ΜΜΕ, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στο θέατρο, στις δισκογραφικές εταιρείες, σε αυτό που λέμε «χώρο των ιδεών», στα διαφημιστικά γραφεία. Πριν, αν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε άδεια αυτοκινήτου. Τώρα, αν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα. Λάβαμε αποστάσεις οι φίλοι και εγώ. Και σιγά-σιγά υποχωρήσαμε στους τελευταίους προμαχώνες της ζωής, που είναι η δουλειά και το σπίτι. Αλλά ποτέ δεν εφησυχάσαμε. (Το ρεφραίν σ’ αγαπώ, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»)
Τα συντάγματα άλλαξαν, αλλά ό,τι αγαπήσαμε και ό,τι ονειρευτήκαμε εξακολουθεί να επαφίεται στον πατριωτισμό μας
Ανοίγουμε μια παρένθεση για τη σχέση του με την Αριστερά, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα όταν φτάσουμε στο “Κούρεμα” και στη δημόσια σχεδόν διαπόμπευσή του από τον αριστερό κόσμο. Ένα στερεότυπο, που πολλοί το πιστεύουν και σε διάφορες χρονικές στιγμές γέννησε εχθροπάθεια εναντίον του, ένας από τους πιο μεγάλους μύθους, είναι ότι ο Σαββόπουλος πρόδωσε την Αριστερά για να γίνει «δεξιός».
Ο Δημήτρης Καράμπελας στο βιβλίο δείχνει ότι σε σχέση με την Αριστερά ο Σαββόπουλος τοποθετείται κριτικά από πολύ νωρίς, μέσα από τα πρώτα ακόμα τραγούδια: «Είναι μια σχέση έντονη και παρεξηγημένη. Βεβαίως υπάρχει απεύθυνση και η αίσθηση του ανήκειν –η οποία επιτείνεται με την επιβολή της δικτατορίας– μέχρι και τον τελευταίο του δίσκο. Στον “Χειμώνα ετούτο” γράφει για την Αριστερά: “σ’ αγαπάω ακόμα, αλλά εσύ είσαι κακιά”» (από τα Τραπεζάκια έξω του 1983, αλλά το τραγούδι είναι γραμμένο νωρίτερα).
Μπορούμε να το σκεφτούμε ως εξής, συνεχίζει: «Ο Σαββόπουλος ζει τις πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις της δεκαετίας του ’60, και ως νέος που έχει επαναστατήσει και έχει φύγει από το σπίτι του, ερχόμενος στην Αθήνα, ζει τα τραγικά γεγονότα, τη δικτατορία, έχει βγάλει το “Φορτηγό”, έχει γράψει τα τραγούδια που δεν μπήκαν στον πρώτο δίσκο επειδή θα λογοκρίνονταν, όπως η “Αμνηστία ’64”, η “Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ”, η “Παράγκα”, αλλά επίσης έχει γράψει και τη “Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη” που είναι γραμμένη το 1966, στην οποία τι λέει; “και το κόμμα με τραβάει από το μανίκι”. Δηλαδή εκφράζει μια κριτική στην Αριστερά ακόμα και πριν τη δικτατορία».
Αυτή θεωρεί ότι είναι η πρώτη του περίοδος και ότι σταματάει πνευματικά να ενδιαφέρεται για την Αριστερά κάπου τότε.
«Μετά το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται κυρίως στη σχέση του με την Παράδοση και στη σχέση του με αυτήν εδραιώνει την ταυτότητά του ως τραγουδοποιού. Και από κει και πέρα προσπαθεί να καταλάβει σε ποια τέχνη ανήκει, “ποιος αλήθεια είμαι εγώ” και “πού πάω” με τα τραγούδια μου, παράλληλα βέβαια με μια υπαινικτική αντίσταση στη δικτατορία. Αλλά το βασικό της δεύτερης φάσης του, της περιόδου 1970-1975 είναι ότι συνδέεται με μια αμφιθυμία, με μια σχέση αγάπης και μίσους με το σώμα της παράδοσης στον “Μπάλλο” και στο “Βρώμικο ψωμί”, όπου απευθύνεται στην Παράδοση με πολύ σκληρά λόγια: “σάβανα και χώματα στη μούρη της την ψόφια”».

Η σχέση του ως δημιουργού με την Παράδοση και η δεύτερη αυτή περίοδος, όπως τη διακρίνει ο Δημήτρης Καράμπελας, προοικονομείται ήδη στο τελευταίο κομμάτι του δεύτερου δίσκου του Το περιβόλι του τρελού, στην «Ωδή στον Γιώργο Καραϊσκάκη» [σου δημιουργείται μια εντύπωση ότι τα τελευταία τραγούδια των δίσκων συχνά έχουν μια σημασία για ό,τι θα ακολουθήσει] που αρχικά ήταν Ωδή στον Τσε Γκεβάρα –τον είχαν όλοι οι φοιτητές αφίσα στα δωμάτιά τους– και μεταμφιέστηκε για να περάσει από τη λογοκρισία.
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Μα τι είναι η ζωή τελικά; Σαράντα φορολογικές δηλώσεις και τέλος; What’s the meaning?
Τι λέει ο ίδιος στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»;
→ Τραγουδούσαμε: Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω / με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό; Αναρωτιόμασταν: Μα τι είναι η ζωή τελικά; Σαράντα φορολογικές δηλώσεις και τέλος; What’s the meaning?
Αυτά τα ερωτήματα η γενιά μου προσπάθησε να τα διαβάσει πολιτικά και μάλλον συγκρουσιακά, παρόλο που το ζήτημα ήταν ριζικά βαθύτερο. Ήταν ζήτημα νοηματοδότησης του βίου, αλλά εμείς ως νέοι –και δικαιολογημένα άλλωστε– το είδαμε σε στιλ “απάνω τους”. Γι’ αυτό η γενιά μου –δικαιολογημένα επίσης– απέτυχε πολιτικά. (κεφ. Η Δίψα)
Διονύσης Σαββόπουλος, βάζοντας στη σειρά τους δίσκους
Αν προσπαθείς να βάλεις σε σειρά τους δίσκους του Διονύση Σαββόπουλου αναζητάς τις τομές. Τη δεκαετία του ’60 βγάζει το «Φορτηγό» (1966) και «Το Περιβόλι του Τρελού» (1969), αλλά το «Περιβόλι», μαζί με τον «Μπάλλο» (1971) και το «Βρώμικο ψωμί» (1972) θεωρείται η άτυπη Ροκ τριλογία του – και οι τρεις αυτοί δίσκοι βγήκαν μέσα στη δικτατορία.
Έχουν μεσολαβήσει η σύλληψή του το καλοκαίρι του 1967, τα βασανιστήρια στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, με τον Μίκη Θεοδωράκη στο διπλανό κελί, βιώματα που θα έγραφαν τον πιο άδοξο επίλογο στη νεανική ευφορία του «Φορτηγού». Το τέλος της σύντομης άνοιξης της ελληνικής δεκαετίας του ’60 τον βρίσκει φυγά στο Παρίσι, μαζί με όλη την ελληνική διανόηση: Αλέκος Κυριτσόπουλος, Στέλιος Ράμφος, Βασίλης Βασιλικός, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αλέκος Φασιανός... Και μετά στο Μιλάνο.
Είναι συναρπαστικό να διαβάζεις πώς αφηγείται ο ίδιος την περιπλάνηση αυτή στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», ανάμεσα σε άλλα ιστορικές στιγμές όπως τα γεγονότα της εξέγερσης του Μάη του ’68 στο Παρίσι.
→ Όλοι ήταν εναντίον του κατεστημένου. Ήταν μια παραφορά, δεν βρίσκω άλλη λέξη. Ήταν σαν όλοι να φώναζαν “ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ! ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ!”. Ήταν τρομακτικά συναρπαστικό. Αυτή η απόκοσμη εξέγερση ενάντια σε μια ζωή άνευ νοήματος απλώθηκε παντού. Τα πάντα παρέλυσαν, οι αστυνομικές δυνάμεις αποσύρθηκαν, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην εξέγερση. Τα μαγαζιά κλείσανε για να γλιτώσουν τα σπασίματα, το φοιτητικό συσσίτιο έκλεισε, δεν είχαμε να φάμε. Φοιτητές με περιβραχιόνια ρύθμιζαν την κυκλοφορία. Μα πού οδηγούσαν όλα αυτά; Στον παράδεισο ή στην κόλαση; Εγώ δεν έχω λέξεις. Στην αρχή ήταν ενθουσιαστικό, μετά άρχισαν να έρχονται τα κόμματα. Αυτά, βλέπετε, πάντα έχουν τις λέξεις. (κεφ. Καφέ Σαιν Κλωντ)
Αλλά και μετά, όταν έφυγαν με την Άσπα από το χάος του Παρισιού για να πάνε στην Ιταλία περνώντας τις γαλλικές Άλπεις με ένα φορτηγό, «πάλι το φορτηγό στη ζωή μου», προχωρώντας στη συνέχεια με τα πόδια ως τα σύνορα.
→ Είναι όνειρο να περνάς τα σύνορα με τα πόδια. Τριγύρω βουνά, και δυο παιδιά χωρίς αποσκευές, με άδεια χέρια, προχωρούν μοναχά τους σε μια έρημη δημοσιά μέσα από τα δάση, Μάη μήνα, φυγάδες θεόθεν και αλήτες. Ζήτω η αλητεία.
Τα τραγούδια από το «Περιβόλι του τρελού», αφηγείται ο ίδιος, τα έγραφε στο Μιλάνο, κάνοντας όνειρα για μια μεγάλη ευρωπαΐκή καριέρα, αλλά η εγκυμοσύνη της Άσπας τους οδήγησε τελικά μετά από 10 μήνες και πολλές περιπέτειες πίσω στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του ’69, λίγους μήνες αφού έχει γυρίσει φρεσκοπαντρεμένος και νεαρός πατέρας, με τις εμπειρίες και τα ακούσματα που φέρνει απέξω, φτιάχνει ένα συγκρότημα, τα Μπουρμπούλια, και ηχογραφεί τον πιο δυτικοτραφή δίσκο του. «Στο “Περιβόλι του τρελού” ο Σαββόπουλος είναι τραυματισμένος από τις περιπλανήσεις και την ανεστιότητα» σημειώνει ο Δημήτρης Καράμπελας. Παράλληλα, έχοντας γίνει μάρτυρας των εξεγέρσεων του Μάη του ’68 και εμποτισμένος με το πνεύμα του χιπισμού και την ψυχεδέλεια, τους Μπιτλς, τους Στόουνς και την παρέα του με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου των Afrodite’s Child, φέρνει σε πραγματικό χρόνο στην Ελλάδα τα σύγχρονα μουσικά δυτικά ρεύματα, και έναν «ξένο» για την εποχή ήχο.
Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ κάτι μυστικό
κάτι πλούσιο και παράξενο σαν τοπίο του βυθού
Ανθισμένες κερασιές και απόγευμα ζεστό
και πολύχρωμο χορτάρι για να αποκοιμηθώ
Στο γαλάζιο θρόνο σου χρυσό μανδύα φοράς
και σε δυο λιοντάρια ήρεμα τα πόδια σου ακουμπάς.
Τόσα χρόνια πάλευα μόνος στα τυφλά
και ταξίδεψα και αρρώστησα και πέρασα πολλά
τώρα όμως πλάι σου και πάλι περπατώ
μες στα χρώματα του κήπου σου και δίπλα στο νερό
(«Το περιβόλι», από τον ομώνυμο δίσκο)

Διονύσης Σαββόπουλος: Η σχέση με την Παράδοση
Στα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, ο σύγχρονος δυτικός ήχος συνομιλεί με τον ελληνικό. «Αν και στο “Περιβόλι του τρελού” η Παράδοση είναι παρούσα, αλλά με έναν πιο συμβατικό τρόπο, με τον “Μπάλλο” (σ.σ. με εξώφυλλο του Αλέξη Ακριθάκη) στρέφεται πλέον στο ίδιο το σώμα της παράδοσης, στο οποίο απευθύνει όλα τα ερωτήματα που αφορούν το σώμα και της δικής του τέχνης», λέει ο Δημήτρης. Θυμάμαι την έκπληξή μου, όταν άκουσα το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου πρώτη φορά σε μια συναυλία του, αρχές του 2000, από αυτές που περιόδευε σε διάφορες πόλεις σ’ όλη την Ελλάδα: ήταν μια εμβληματική σύνθεση, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, ένα πραγματικό έπος.
Πώς το περιγράφει ο ίδιος;
→ Είχα γράψει τον ”Μπάλλο” Ιούλιο και Αύγουστο του ’70. Είχα στείλει την Άσπα με το παιδί και τους παππούδες στον Πόρο, και εγώ κυκλοφορούσα σπίτι με τα σώβρακα, απλωνόμουν σε όλο το πλάτος του κρεβατιού, έβλεπα τηλεόραση χωρίς να μου αλλάζουν ξαφνικά το κανάλι και κάθε βράδυ παράγγελνα μια ωραία πίτσα. Όλη την υπόλοιπη ημέρα βημάτιζα και μιλούσα μόνος μου ως συνήθως, και έγραφα και τραγουδούσα κάτω από την τέντα στη βεράντα εκείνου του σπιτιού απέναντι από το Ναυτικό Νοσοκομείο. Δούλευα με μια όρεξη που μου την πυροδοτούσαν δύο πράγματα: Ένα παραδοσιακό μοτίβο από την Ουγγαρία που μου το ’μαθε ο κιθαριστής μου Γιάννπς Λαμπίτσι ή Johnny. Μου είχε κολλήσει και δεν ξεκόλλαγε. Και επίσης ο στίχος “Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε” από τον Νίκο Εγγονόπουλο [...] Υποθέτω ότι για τον Εγγονόπουλο τα Βαλκάνια είναι μια γη πόνου και αίματος. Μια γη με πολλή πραγματικότητα. Έτσι το καταλαβαίνω.
Έγγραφα λοιπόν και προχωρούσα με το ένστικτο. Ως συνήθως, δεν ήξερα τι φτιάχνω, και όμως το ήξερα πολύ καλά. Και μόνο όταν το τελείωσα και το ’παιξα στον κόσμο και το ηχογραφήσαμε, μόνο τότε κατάφερα να το ”διαβάσω”: Ένας πλανόδιος μουσικός πέφτει πάνω σε μια κοινότητα που ετοιμάζεται για τη μεγάλη της γιορτή, που προϋποθέτει βέβαια μια θυσία. Ο μουσικός ηγείται της γιορτής σκηνοθετώντας τη δική του θυσία. Περνάει ο καιρός, και ο πλανόδιός μας συναντά σε κάτι βράχια εκείνη την κοινότητα, μισοδιαλυμένη τώρα και ξεριζωμένη πια από το χωριό της. Αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν κοροϊδεμένοι. Τον είχαν για θυσιασμένο και νόμιζαν στην αρχή πως αναστήθηκε, και σιγά-σιγά καταλαβαίνουν ότι είναι ένας σκέτος φαρσέρ. Εκείνος, κοιτάζοντάς τους στα μάτια, τους λέει σιβυλλικά πως παίρνει την ευθύνη. Μα για ποιο πράγμα; Επειδή στήνει κοινοτικά πανηγύρια της αποκλειστικής του εμπνεύσεως; Επειδή δεν χύνει αληθινό αίμα και θυσιάζεται στα ψέματα;
Ακολουθεί σιωπή, ακούς το αυλάκι του βινυλίου, πας να βγάλεις τον δίσκο απ' το πικάπ και ακούς ξαφνικά ηχογραφημένα χειροκροτήματα. Τέλος. (κεφ. Η Δίψα, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»)

Σε τούτα τα Βαλκάνια, σε τούτο τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα
Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν να ‘ρχομαι, γουρλώσανε τα μάτια
Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ’ είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί, ψωμάκι σιταρένιο
Κι αφού με καλωσόρισαν, κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν τη φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν
Άσε τα θαύματα, τη μάσκα πέταξε
«Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε»
Τι είναι, όμως, Παράδοση;
Σε μια συνέντευξή του το 1976 λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Ο κόσμος μπερδεύει την παράδοση με την παλιά μουσική. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Παράδοση είναι να δημιουργείς εσύ ο ίδιος και μάλιστα εκ του μηδενός. Δεν υπάρχει συντακτικό πάνω στο οποίο θα στηριχτείς για να επιτύχεις αυτό το πράγμα. Οι παλιοί δημιουργεί βοηθάνε με την έννοια του κουράγιο και της παρηγοριάς. Να! Λέμε! Άνθρωποι στο ίδιο σκοτάδι πέτυχαν αυτό! Άρα γίνεται».
Η αναμέτρηση με την παράδοση ενός πρωτοπόρου τραγουδοποιού που παρακολουθεί και επηρεάζεται από τη ροκ μουσική και τα σύγχρονα ρεύματα, έχει να κάνει με το ότι ο ίδιος έχει ρίζες στη βαλκανική μουσική, μέσα από τα παιδικά του βιώματα και τις καταβολές του. Αλλά πρέπει να σκεφτούμε και το πλαίσιο: είμαστε σε μια εποχή που την παράδοση έχει ιδιοποιηθεί η Χούντα μετατρέποντάς τη σε καρικατούρα, με τους συνταγματάρχες να χορεύουν τσάμικο παρέα με τους τσολιάδες σουβλίζοντας αρνιά.
Και είναι κάτι εντελώς επαναστατικό για τους ανήσυχους νέους της εποχής του, να πηγαίνουν να τον ακούνε τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας στο Ροντέο, το ημιυπόγειο κλαμπ στην οδό Χέυδεν (μέχρι το Πάσχα του 1971), ή το 1972 στο Κύτταρο, Ηπείρου & Αχαρνών, να παίζει τον «Μπάλλο» ή τη «Μαύρη θάλασσα», ή να βλέπουν τη Δόμνα Σαμίου να τραγουδάει δημοτικά και να ακούνε τον δεξιοτέχνη του κλαρίνου Τάσο Χαλκιά.
Πολλοί νεαροί Έλληνες της εποχής εκείνης μέσω της ροκ του Διονύση Σαββόπουλου συνάντησαν την ελληνική μουσική και ήρθαν σε επαφή με μια διαφορετική εκδοχή της παράδοσης, που τους ξανασυστήθηκε με έναν τρόπο που είχε νόημα.
Στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» περιγράφει τις ιστορικές για όσους τις έζησαν, ευφάνταστες και πολύ πρωτοποριακές αυτές παραστάσεις, εντελώς ξεχωριστές από οτιδήποτε άλλο, στο Κύτταρο.
→ O Βαγγέλης Γερμανός παρουσιάζε τα τραγούδια του, και ύστερα βγαίναμε όλοι να παίξουμε. Δεξιά μας είχαμε τον μπερντέ του Ευγενίου Σπαθάρη, αριστερά μια οθόνη όπου προβαλλόταν φιλμ 35 χιλιοστών του αξέχαστου Λάκη Παπαστάθη, που το γύρισε πάνω στις ιδέες και τα τραγούδια του προγράμματος. Το γκρουπ, εγώ, ο Καραγκιόζ μπερντέ και η οθόνη παίζαμε ταυτοχρόνως. Ήμασταν μια παράσταση πολύ καλοκουρδισμένη. Τίτλος της: Θίασος Σκιών.
Τις Δευτέρες είχαμε τις βραδιές της Δόμνα Σαμίου. Τους καλύτερους μουσικούς και τις καλύτερες παλιές μουσικές μας έφερνε. Δώσαμε στα νεαρά ακροατήρια να καταλάβουν ότι είναι άλλο πράγμα η δημοτική μας μουσική και άλλο το εθνικό κιτς. Απενοχοποιήσαμε τα κλαρίνα και τους ταμπουράδες. Ανοίξαμε την όρεξη για συζήτηση στους μουσικούς κύκλους, σε λαογράφος και παιδαγωγούς. Και σιγά-σιγά νεαροί μουσικοί άρχισαν να ξεθάβουν, σαν συλλέκτες, να μελετούν, να παίζουν και να ηχογραφούν σπάνια μισοθαμμένα αριστουργήματα της παλιάς μας μουσικής…
O «Θίασος Σκιών» ξεκίνησε το 1974, με τη Δόμνα Σαμίου να ανοίγει το πρόγραμμα, ενώ ο ίδιος έπαιζε με το συγκρότημά του Λαιστρυγόνα και εκτός από τους δύο τελευταίος δίσκους («Το βρώμικο ψωμί» και «Μπάλλος»), κλείνοντας έπαιζαν ένα καινούργιο τότε τραγούδι, που σήμερα το ξέρουμε όλοι:
«Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει, είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη...»
Ποιο είναι το κοινό του στις αρχές της δεκαετίας του 1970; ρωτάω τους συνομιλητές μου. Ποιοι τον ακούνε;
«Η απήχηση των δύο πρώτων δίσκων του, παράλληλα με τη σταδιακή διαμόρφωση της εικόνας του εκφραστή μιας ιδιόμορφης αριστερής συνείδησης, του είχε χαρίσει την εμπιστοσύνη ή τη συνενοχή ενός μέρους του νεανικού κοινού και του καλλιτεχνικού μικρόκοσμου, που με τα χρόνια, και σχεδόν αθόρυβα, θα διευρυνόταν ολοένα και περισσότερο», απαντάει ο Δημήτρης.
«Στην αρχή υπήρχε ένα κοινό αριστερό ή νεοκυματικό που τον ακολουθούσε. Με το Περιβόλι του τρελού προστέθηκαν και οι νέοι που άκουγαν αγγλοσαξονικό ροκ», συμπληρώνει ο Γιάννης.
Ροκ και παράδοση πάντα συνυπάρχουν σε κάθε δίσκο, όπως και η κριτική στην Αριστερά. Στη συζήτηση έρχεται ένα κομμάτι από το «Βρώμικο ψωμί» με τίτλο «Τραγούδι», όπου τι λέει; «Σ’ το ’πα και το ’66 με τραγούδια βραχνιασμένα, είσαι σχήμα του θανάτου, δεν μπορείς χωρίς εμένα».
Δηλαδή, χωρίς την προσωπική φωνή και την προσωπική ανοχή στην ελευθερία, δεν μπορεί να προχωρήσει η Αριστερά.
«Αυτό είναι το αίτημα που έχει από τη στιγμή που φεύγει από το σπίτι του, η επιθυμία της χειραφέτησης και η διεκδίκηση της προσωπικής φωνής. Με τους “Αχαρνής” το ’77, πριν από τη “Ρεζέρβα”», σημειώνει ο Δημήτρης, «τελειώνει η αναμέτρηση με το σώμα της παράδοσης και με τα θανάσιμα ερωτήματα: είναι ζωντανή ή νεκρή; Τι σημαίνει συνεχίζω μια παράδοση; Μιμούμαι, όπως το έντεχνο ελληνικό τραγούδι τους ρεμπέτικους ρυθμούς ή τους λαϊκούς και κάνω ένα σύγχρονο τραγούδι;»
Ο Σαββόπουλος λέει όχι, δεν είναι αυτό! Και τι απάντηση δίνει; «Ότι πίσω από τους παραδοσιακούς δημιουργούς υπήρχε μια πνευματική κινητήριος δύναμη η οποία τους έκανε να δημιουργήσουν. Δηλαδή ότι δεν είναι ζήτημα μορφής ή φόρμας. Στην παράδοση ανήκει όποιος εμπιστεύεται τον εαυτό του και τα τραγούδια του στην ίδια αυτή άγνωστη δύναμη, σε αυτήν την “απρόσιτη Μητέρα” όπως τραγουδάει στο “Ζεϊμπέκικο”. Αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται με τους “Αχαρνής”».
Είναι ένας δίσκος που προέκυψε από μια πρόταση που δεν ευοδώθηκε. Το 1976 ο Κάρολος Κουν τηλεφώνησε στον Σαββόπουλο για να του αναθέσει τη μουσική για τους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, που θα ανέβαζε το Θέατρο Τέχνης. Εκείνος έγραψε τα χορικά και τη μουσική, αλλά η συνεργασία δεν έγινε ποτέ. Τον χειμώνα του ’76-77 παρουσίασε αυτή τη μετάφραση και τη μουσική στην μπουάτ «Ρήγας» στην Πλάκα, με αλλαγμένη την αρμονία και τα όργανα, έχοντας προσθέσει αφηγηματικά μέρη και σχόλια, με σκηνικά τα σκίτσα του Κυριτσόπουλου, σαν μια σάτιρα της μεταπολιτευτικής μεγαλοστομίας», όπως λέει ο ίδιος.
Διονύσης Σαββόπουλος | Αχαρνής - Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια, εξώφυλλο Αλέξη Κυριτσόπουλου
Ο ομώνυμος δίσκος κυκλοφόρησε το 1977. Στους Αχαρνής, όπως κι αλλού, ανέδειξε μια πλειάδα νέων τραγουδοποιών, όπως ο Νίκος Παπάζογλου, η Μελίνα Τανάγρη, ο Πάνος Κατσιμίχας, κι άλλους, ενώ υπήρξε παραγωγός σε ιστορικούς δίσκους τους, όπως στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» του Μανώλη Ρασούλη (1978) ή στα εμβληματικά «Μπαράκια», που ακούγαμε όλοι, του Βαγγέλη Γερμανού (1981).
Κυρίως, όμως, τους γέννησε την επιθυμία για το πρότυπο που ενσάρκωνε ο ίδιος, όπου η μουσική, οι στίχοι και η ερμηνεία συνυπάρχουν, χωρίς να λογοδοτούν σε καμία παράδοση και καμιά ιδεολογία.

Επόμενη στάση «Ρεζέρβα» (1979): μια ωραία ιστορία από το Βελβεντό
Μ’ ενδιαφέρει πολύ το πώς κάποιοι άνθρωποι της γενιάς μου συνδέθηκαν τόσο στενά με τον Σαββόπουλο. Κι αν στα αστικά κέντρα ήταν πιο λογικό, συχνότερα μέσα από τους γονείς, ανθρώπους δηλαδή της δικής του γενιάς που άκουγαν κι αυτοί Σαββόπουλο –αν και όχι μόνο, τη δεκαετία του ’80 ακούγαμε ΟΛΟΙ–, έχω την απορία πώς κόλλησε τόσο πολύ ένα νέο παιδί από το Βελβεντό Κοζάνης.
Ο Γιάννης Παλαβός ήταν δεκαπέντε χρονών όταν συνάντησε τον Σαββόπουλο στα μέσα του ’90, αγοράζοντας το περιοδικό Δίφωνο, το οποίο είχε κυκλοφορήσει με το «Είκοσι χρόνια δρόμος» σε cd, το live που έχει ηχογραφήσει ο Σαββόπουλος μετά τις θρυλικές συναυλίες στο Ολυμπιακό και το Πάλαι ντε Σπορ. «Το άκουσα και έπαθα πλάκα, κυρίως με τον στίχο “Σ’ αγαπάω ακόμα, αλλά εσύ είσαι κακιά”. Εκείνος μιλούσε για την Αριστερά, αλλά εγώ τότε είχα τα θέματά μου τότε μ’ ένα κορίτσι στο χωριό».
Ψάχνει, λοιπόν, και ανακαλύπτει στην παιδική και εφηβική βιβλιοθήκη του Βελβεντού (!) σε βινύλιο το «Περιβόλι του τρελού» (επί Σημίτη είχε δημιουργηθεί ένα πρωτοποριακό δίκτυο βιβλιοθηκών σε απομακρυσμένα μέρη σε όλη την Ελλάδα), πηγαίνει εκεί συνέχεια και ακούει. Κι όταν κατεβαίνουν με τη μητέρα του σε μια «πολιτιστική εξόρμηση», όπως λεγόταν, στην Αθήνα με τον Μορφωτικό Όμιλο Βελβεντού, από το ξενοδοχείο Στάνλεϊ στην πλατεία Καραϊσκάκη, όπου μένουν, πηγαίνει λίγο πιο πάνω, στο Metropolis της Ομόνοιας, και με το χαρτζιλίκι του αγοράζει τη «Ρεζέρβα», και την ερωτεύεται.
Με τράβηξαν η μοναξιά και το αίσθημα εκκρεμότητας που αποπνέει ο δίσκος, καθώς και το βλέμμα του Σαββόπουλου στο εξώφυλλο
Γιατί; τον ρωτάω, προσπαθώντας να καταλάβω τι συγκλόνισε ένα παιδί από την επαρχία.
«Με τράβηξαν η μοναξιά και το αίσθημα εκκρεμότητας που αποπνέει ο δίσκος, καθώς και το βλέμμα του Σαββόπουλου στο εξώφυλλο. Είναι ο τελευταίος δίσκος όπου το φρικιό αναπνέει ακόμα, ενώ παράλληλα μπαίνει στην ώριμη φάση του – περνάει μόλις το κατώφλι της μέσης ηλικίας. Ο άνθρωπος αυτός σε κοιτά από το ημίφωτο μπαρ του εξωφύλλου με ένα βλέμμα συνοφρυωμένο, σαν να σου λέει δεν πάνε πολύ καλά τα πράγματα – κοίτα, παλεύω να καταλάβω τι μου γίνεται, να βρω τον εαυτό μου. Αυτή για μένα είναι η σημειολογία της Ρεζέρβας: μια αίσθηση πραγματικού και εκκρεμότητας, αλλά και ό,τι ο ποιητής Εζέν Γιλβίκ αποκαλεί η “εποποιία του πραγματικού”. Εδώ είναι τραυματισμένη η σχέση του δημιουργού με το συλλογικό και τη Γιορτή. Εδώ πασχίζει να βρει μια νέα μυθολογία, κάτι μεγάλο μέσα από το μικρό.
Παλεύω να καταλάβω τι μου γίνεται, να βρω τον εαυτό μου
»Τα παιδιά, η Άσπα, η δυσκολία του συζυγικού βίου, η δυσκολία του να συμφιλιωθείς με το γεγονός πως όλες οι γραμμές μας στραβωθήκαν κι αποτύχαν – είναι ένας στίχος από την “Πρωτομαγιά”, ένα κομμάτι αρχικά γραμμένο για τη Ρεζέρβα που μπήκε στα Τραπεζάκια έξω. Αυτό με άγγιζε ήδη από τότε, γιατί κι εγώ μ’ αυτό το πραγματικό και το μικρό πάλευα, με τη στρυφνότητα του μικρού τόπου, της οικογένειας και της ζωής μου, καθώς πάσχιζα να φτιάξω την ιδιωτική μου μυθολογία προς κάτι μεγαλύτερο. Εκεί υπήρξε μια υποδόρια σύνδεση».

Υπάρχει όμως και μια ωραία ιστορία που μου αφηγείται.
Η οικογένειά του ήταν αγρότες, κι από Ιούνιο μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβρη ήταν όλοι στο χωράφι. «Η σειρά των εργασιών ήταν η εξής: ο μπαμπάς ανέβαινε με τη σκάλα στη ροδακινιά, εγώ κι οι αδερφές μου παίρναμε τους κουβάδες που γέμιζε για να τους πάμε στο τραπέζι του αραδιάσματος όπου αδειάζαμε τα ροδάκινα, η μαμά τα έβαζε στα τελάρα και μετά τα φορτώναμε στο φορτηγό. Κι εγώ στη διαδρομή από τη ροδακινιά μέχρι τον πάγκο έκανα φανταστικούς διαλόγους με τον Σαββόπουλο:
“Κύριε Σαββόπουλε, σ’ αυτόν τον στίχο τι εννοείτε; Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα ποια είναι; Για ποιο πρόσωπο γράφτηκε αυτό; Πώς συνδυάζεται σε κείνο το σημείο το μεγάλο με το μικρό, η συλλογική απεύθυνση με μια ερωτική ιστορία (όπως π.χ. στη ‘Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ’); Γιατί αναφέρεστε συγκεκριμένα σ’ αυτές τις πόλεις, στη Βάρνα και στην Οδησσό;” κ.λπ. Τραγουδούσα μόνος μου και πιάναμε κουβέντες και, επειδή το χωράφι μας είναι 600 μέτρα από τη μία άκρη ως την άλλη, έκανα πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα κουβεντιάζοντας με τον Σαββόπουλο στο κεφάλι μου. Από τη μια για να περάσει η ώρα κι από την άλλη για να πλησιάσω ένα έργο που με γοήτευε».
Κύριε Σαββόπουλε, σ’ αυτόν τον στίχο τι εννοείτε;
Ήταν ίσως η απορία μέσα από την οποία μπορούσε ένα ανήσυχο πνεύμα να προσεγγίσει το έργο του Σαββόπουλου, του λέω. «Κάθε έργο τέχνης, και άρα και το έργο του Σαββόπουλου, λειτουργεί απορηματικά, σε αφήνει δηλαδή με περισσότερα ερωτήματα από αυτά με τα οποία μπήκες στο έργο. Αυτή είναι η αξία του», συμπληρώνει.
Τα τραγούδια της Ρεζέρβας τα έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο παλιό διώροφο σπίτι που είχε αγοράσει εκείνα τα χρόνια στο Πήλιο, μετά την επιτυχία των «Αχαρνών και ένα ακόμα συμβόλαιο με τη Lyra.
→ Ζήσαμε χρόνια ευλογημένα σ’ αυτό το σπίτι. Τα Χριστούγεννα ανέβαινα με τα δύο αγόρια μας στην πλαγιά και κόβαμε ένα μεγάλο πουρνάρι για χριστουγεννιάτικο δέντρο. Χιόνιζε, και τα παιδιά ήταν ξετρελαμένα. Την άνοιξη, πάλι, Μεγάλη Παρασκευή ανέβαινα με τους άλλους ψάλτες στο ψαλτήρι και λέγαμε τα εγκώμια, με το εκκλησίασμα λουσμένο και καλοντυμένο, ενώ στην Ανάσταση διασχίζαμε οικογενειακά το δάσος με τις λαμπάδες στο χέρι και φτάναμε στην πλατεία που ήταν μαζεμένο όλο το χωριό. Μ’ άφηναν να χτυπάω τις καμπάνες το Χριστός Ανέστη. Μόλις κλείνανε τα σχολεία, ανεβαίναμε στο Πήλιο, και τον Σεπτέμβρη πια που ανοίγανε, η Άσπα έπαιρνε τα παιδιά και κατέβαιναν στην Αθήνα. Εγώ έμενα μόνος και δούλευα, και ήμουν μια χαρά. […] Έγραψα πολλά τραγούδια σε εκείνο το σπίτι, τα περισσότερα τραγούδια από τη “Ρεζέρβα” εκεί τα έγραψα και δύο χρόνια αργότερα, τα Τραπεζάκια έξω. Χρειάστηκε να καθίσω όλο τον χειμώνα. Το χωριό με βοήθησε. Μου έφεραν φαγητό, με φροντίζανε […]
Η “Ρεζέρβα” κυκλοφόρησε σαν διπλός δίσκος με εξώφυλλο και φωτογραφίες του Κώστα Γουδή. Γύρισα στην Αθήνα τον Νοέμβρη του ’79. Είχα ξεμάθει στο βουνό, και ο κόσμος στην Αθήνα μού φάνηκε νευρικός, βιαστικός, φλύαρος. Πολλή κομματίλα τριγύρω, πολλή έξαψη, σαν να μην είχε ακόμα τελειώσει Μεταπολίτευση. Μα πότε τελείωσε; Το ’81 ίσως; (κεφ. Οι Δάσκαλοι, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»)

Τα προμεταπολιτευτικά αιτήματα δεν ικανοποιούνται
Οι δύο συνομιλητές μου, ο Δημήτρης Καράμπελας και ο Γιάννης Παλαβός, ξέρουν τους στίχους όλων των τραγουδιών απέξω και συχνά τους ενσωματώνουν στα λόγια τους. Κάποιες φορές τους ακούω να μιλούν οι δυο τους σαν ειδικοί για πιο λεπτά θέματα, που αφορούν στα βαθύτερα στρώματα του θαυμαστού, όσο το γνωρίζεις, σαββοπουλικού έργου:
Γιάννης: «Η Ρεζέρβα, Δημήτρη, μου δίνει την αίσθηση ενός άλματος στο κενό. Εδώ ο δημιουργός δεν έχει πια πού την κεφαλήν κλίναι. Η κλισέ φράση “πρόκειται για τον πιο προσωπικό του δίσκο” ισχύει, εν προκειμένω, για τη Ρεζέρβα. Όπως έχει δηλώσει κι ο ίδιος, ως “ρεζέρβα” νοείται το προσωπικό βίωμα, κι όλα τα μεγάλα σχήματα δεν έχουν σημασία, δεν “αληθεύουν” αν δεν περάσουν από την κρησάρα του βιώματος. Ο δίσκος περιλαμβάνει ένα πολύ ωραίο τραγούδι με τίτλο “Μικρή Ελλάδα”, που μιλά για τη μικρή καθημερινή Ελλάδα του καθενός, την πραγματικότητα στην οποία ζούμε, τον τόπο όπου γεννηθήκαμε εμείς, οι δικοί μας άνθρωποι, οι φίλοι μας, η οικογένειά μας – όλα αυτά σε αντίθεση με τις “μεγάλες” Ελλάδας των μεγάλων ιδεών, τις εθνικιστικές».
Δεν μιλάει για οράματα, αλλά για τη ζωή του, τον γάμο του, την ιστορία της Ελλάδας ως ένα ανοιχτό τραύμα
Δημήτρης: «Ναι, φτιάχνει τη Ρεζέρβα, που είναι εσωτερικός δίσκος, αυτοβιογραφικός, και μιλάει για την πραγματικότητα πια, δεν μιλάει για οράματα, αλλά για τη ζωή του, τον γάμο του, την ιστορία της Ελλάδας ως ένα ανοιχτό τραύμα. Και στις «Εκλογές μαντινάδα» λέει με φρόνημα αναρχικού, δεν θα ψηφίσω στις εκλογές του ’77, δεν ψηφίζω κανέναν, παίρνω τη βαλίτσα μου εγώ και η γυναίκα μου και πηγαίνουμε για εκεί που ζει ακόμα –και το λέει με δεκαπεντασύλλαβο–, εκεί που ανάβει την φουφού η Ψαρο-Κωσταινίτσα / Σαλονίκη, Γιάννενα, Κέρκυρα και Ιόνιο».
Όντως στη Ρεζέρβα υπάρχει μια απογοήτευση και μια περιχαράκωση στο εσωτερικό, ένα αποτράβηγμα. Γιατί; Νομίζω ότι βλέπει πως τα προ-μεταπολιτευτικά αιτήματα δεν ικανοποιούνται, την ελευθερία την οποία θεωρούσε ότι του στερούσαν οι κομματικές επιταγές πριν και στη διάρκεια της δικτατορίας αισθάνεται τελικά ότι του τη στερούν και στη Μεταπολίτευση».
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ο Σαββόπουλος δεν μπορεί να διακρίνει τι σημαίνει δικτατορία, όμως απογοητεύεται γιατί δεν προχωρούν τα πράγματα όπως ίσως ονειρεύονταν. Θα ακολουθούσε η πιο αισιόδοξη περίοδος που αντικατροπτίζεται στον επόμενο, τον πιο χαρούμενο δίσκο του. Μια περίοδος που θα έληγε άδοξα, και σκληρά, στο τέλος της δεαετίας του ’80 με το «Κούρεμα».
Συνεχίζεται...
→ Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος: «Ανακαλύπτοντας τον Διονύση Σαββόπουλο»
→ Διαβάστε εδώ το Τρίτο μέρος μέρος: «Δύο εμβληματικοί δίσκοι, οι επιθέσεις»
Δειτε περισσοτερα
Απόφαση να δοκιμάσουμε το αδοκίμαστο
Από τα πρώτα ξενοδοχεία «Ξενία» στα rooms to let, τις παρθένες Κυκλάδες και τα Μάταλα, µέσα από την ψηφιακή έκθεση Imagining Greece
Το Σαββατόβραδο που η Αθήνα δεν είπε ποτέ «καληνύχτα»
3 νέοι μοιράζονται την εμπειρία τους
“Dal Cuore alle Mani: Dolce & Gabbana”, μια ολόκληρη κοσμοθεωρία με χρυσό νήμα, βαρύ βελούδο και χιούμορ σε μαύρη δαντέλα.