Διονύσης Σαββόπουλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσικη

Διονύσης Σαββόπουλος: Η μουσική, οι συναυλίες, το Rockwave και μια ωραία ιστορία για το τέλος

Ανακαλύπτοντας τον Διονύση Σαββόπουλο - 4ο μέρος
34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διονύσης Σαββόπουλος: Η σκυτάλη συνεχίζει - Επίλογος με άνω τελεία και μια ωραία ιστορία της Μυρσίνης

Όταν ξεκινήσαμε με τον Δημήτρη Καράμπελα και τον Γιάννη Παλαβό να κάνουμε μια συζήτηση για τον Διονύση Σαββόπουλο, άρχισα να φτιάχνω ένα θέμα που συνεχώς μεγάλωνε. Κάπως έτσι φτάσαμε –αισίως– στο 4ο και τελευταίο μέρος. Όχι ότι φτάνουν. Είναι ένα θέμα ανεξάντλητο, κι αν θες να γνωρίσεις τον Διονύση Σαββόπουλο σε μεγαλύτερο βάθος, χρειάζεται να σκάψεις.

Όλους αυτούς τους μήνες, μ’ αυτή την αναβίωση που ξεκίνησε ήδη με την έκδοση της Αυτοβιογραφίας του τον Δεκέμβριο, πόσες φορές δεν έχω ρωτήσει τους ανθρώπους γύρω μου: «εσύ, άκουγες Σαββόπουλο;» σαν ένα άτυπο γκάλοπ – να διαπιστώσω σε ποιο βαθμό αυτή η κοινή εμπειρία είναι όντως ένας κρίκος που τους Έλληνες ενώνει. Ανάμεσα σε άλλους, ρώτησα και τους συνομιλητές μου. Ο Γιάννης Παλαβός μας είπε αυτή την πολύ ωραία ιστορία από το Βελβεντό στο 3ο μέρος. Άφησα για το τέλος την ιστορία του Δημήτρη που μας πηγαίνει πίσω, στα παιδικά και εφηβικά χρόνια της γενιάς μας.

«Τη δεκαετία του ’80, ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν πράγματι παντού. Ωστόσο η πρώτη φορά που εγώ τον άκουσα πραγματικά ήταν λίγο αργότερα, Δευτέρα Λυκείου, σε μια διαδρομή Κηφισιά-Ομόνοια που κράτησε ακριβώς όσο το Βρώμικο ψωμί στο γουόκμαν. Βγήκα στον κρύο αέρα της Σταδίου κι ένιωθα ξαφνικά άλλος άνθρωπος, σαν να είχα αγγίξει ένα μυστήριο που δεν φανταζόμουν καν ότι υπήρχε – πολύ τυχερός και πολύ πιο μόνος.

»Το φθινόπωρο του 1992 ο Διονύσης Σαββόπουλος παρουσίαζε στο ραδιόφωνο τα καινούργια του τραγούδια σε μια πρώτη, ακατέργαστη μορφή, και ζητούσε από τους ακροατές να του προτείνουν πιθανούς τίτλους. Άδραξα την ευκαιρία και του έγραψα ένα πολυσέλιδο γράμμα, στο οποίο εξέθετα με θράσος και άγνοια κινδύνου όλες τις θεωρίες μου για τη νεότερη ελληνική ποίηση και το τραγούδι, το νόημα της μουσικής του, τις ευθύνες και τις παραλείψεις του. Και ως εκ θαύματος, μια-δυο εκπομπές μετά, τον άκουσα εμβρόντητος να λέει στον αέρα το όνομά μου, να διαβάζει φράσεις από το γράμμα μου και να συνομιλεί μαζί μου, διερωτώμενος συγχρόνως πώς έγινε ξαφνικά συνομιλητής του κάποιος τριάντα χρόνια νεότερος».

Τον Μάρτιο του 1993 ο Δημήτρης σημειώνει σε μια λίστα τη σειρά των τραγουδιών από την εμφάνισή του στα «9/8», στη Λ. Αλεξάνδρας. Δέκα χρόνια μετά, έχοντάς τον δει 4-5 φορές να παίζει ζωντανά, υποψιάζεται ήδη ότι τα προγράμματά του έχουν μια εσωτερική λογική. Κάπως έτσι η λίστα αυτή θα ήταν το πρώτο από μια σειρά τεκμηρίων που θα αποτελούσαν κομμάτι της βιβλιογραφίας για το δοκίμιο που σχεδίαζε να γράψει, μαζί με παρτιτούρες, στίχους, συνεντεύξεις, αρθρογραφία και δημόσιες παρεμβάσεις δικές του και σημαντικών άλλων που είχε μαζέψει. Το δοκίμιό του «Διονύσης Σαββόπουλος», το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2003 και επανακυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες, ήταν μία από τις βασικές πηγές αυτού του αφιερώματος στην ATHENS VOICE και ένα από τα πιο ολοκληρωμένα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Διονύση Σαββόπουλο.

Στο μεταξύ, το 1999 ο Σαββόπουλος έβγαλε τον τελευταίο του δίσκο, τον Χρονοποιό. Πάντα ο χρόνος, ο «Τραγουδισμένος χρόνος», όπως είναι κι ο τίτλος στο κεφάλαιο της Αυτοβιογραφίας του που μιλάει για τα παιδικά του χρόνια:

«Σκάρωνα τραγουδάκια από τότε σε εκείνο το μπλε κρεβατάκι. Και ο ασήκωτος χρόνος ξαφνικά γινόταν ελαφρύς. Εξαερωνόταν. Και από εκεί που δεν περνούσε η ώρα, ούτε καταλάβαινα πώς περνάει». («Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»)

Διονύσης Σαββόπουλος: Όταν σταμάτησε να φτιάχνει καινούργια τραγούδια

Ήταν επειδή δεν μπορούσε πια; Το ερώτημα αυτό το έχουμε απαντήσει ήδη στην κουβέντα μας.

«Ο Σαββόπουλος αρνήθηκε να φτιάχνει συνεχώς ομοιώματα του εαυτού του για να παραμείνει ενεργός – και φάνηκε ότι είχε δίκιο, γιατί το έργο του δεν έχασε τίποτα από τη δύναμή του. Σταμάτησε να κυκλοφορεί δίσκους, αλλά συνέχισε να δίνει συναυλίες σε στάδια και ανοιχτά αμφιθέατρα, πότε με άλλους και πότε μόνος. Έκανε μια σειρά από πάρα πολύ ωραίες παραστάσεις, ανέβασε ξανά τον “Πλούτο”, τον μετέφρασε στην Επίδαυρο, έκανε πολλά καλλιτεχνικά πρότζεκτ γιατί αφέθηκε, δεν είχε το άγχος των καινούργιων τραγουδιών. Τελευταία εμφάνιση το καλοκαίρι του 2018 με το Φοίβο Δεληβοριά στην Ταράτσα και το 2019 στο Άλσος» λέει ο Δημήτρης.

Η συζήτησή μας έγινε πριν από τις δύο συναυλίες του στο Rock Wave, τον φετινό Ιούνιο.

Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος περιγράφοντας στο βιβλίο του πώς στήνει τις συναυλίες του στο κεφάλαιο «Δεν γράφω πια».

«Μετά τον Χρονοποιό, τον τελευταίο μου δίσκο στο έμπα του καινούργιου αιώνα, άρχισε να μ’ αρέσει ιδιαιτέρως να φτιάχνω προγράμματα και να τα παρουσιάζω μόνος μου ή με φίλους ομοτέχνους. Και μάλιστα, απ’ τη στιγμή που σώπασε μέσα μου ο συνθέτης, άρχισα να τραγουδάω καλύτερα, γιατί πριν με ζάλιζε· μια όχι έτσι, μια όχι αλλιώς. Με ψάρωνε.

»Κάνω ένα είδος “θεάτρου τραγουδιών”. Αυτό κάνω. Διαλέγω κάθε φορά τραγούδια ανάλογα με την εποχή και το κλίμα της. Τα βάζω σε μία σειρά, ώστε να δημιουργείται ένας κοινός τόπος του αισθήματος. Σαν έργο. Διακόπτω τη ροή με μια ξαφνική αφήγηση. Αρχίζει απότομα συνήθως, αλλά τελειώνει στην ίδια τονικότητα με το τραγούδι που ακολουθεί. Ομαλά. Και η ροή τραγουδιών ξαναρχίζει. Έτσι περίπου προχωράμε. Το πρόγραμμα τελειώνει υποχρεωτικά με τραγούδια κοινής συγκινήσεως. Ο κόσμος τραγουδάει μαζί μας και είμαστε όλοι σαν να κάναμε ένα ωραίο μπάνιο και να φύγαν από πάνω μας μικροκακίες, γκρίνιες, μικροπολιτικές και τσιγκουνιές, για να γυρίσουμε ανάλαφροι πια στα σπίτια μας». («Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»).

Και τώρα ακόμα, έτσι γίνονται τα πράγματα. Αλλά πριν πούμε για το Rock Wave...

Tι θα έλεγες για κλείσιμο; ρωτάω τον Δημήτρη: «Θα έλεγα ότι έχουμε λίγους τόσο σημαντικούς δημιουργούς και καλό είναι να γνωρίσουμε το έργο τους σε όλες του τις διαστάσεις και να μην περιοριζόμαστε στην εύκολη λύση μιας πολιτικής και ιδεολογικής ανάγνωσης, που απλώς επιβεβαιώνει τις δικές μας προαποφασισμένες ιδεολογικές θέσεις. Από κει και πέρα, για όποια και όποιον θέλει, έργα όπως τα τραγούδια του Σαββόπουλου είναι γεμάτα εκπλήξεις και μικρά θαύματα, ενώ μας φέρνουν διαρκώς ενώπιον των μεγάλων πνευματικών διλημμάτων που επανέρχονται σε κάθε εποχή».

Κι εσύ, Γιάννη; «Ο Σαββόπουλος δυσκόλεψε πολύ το ακροατήριό του, γιατί έδωσε ένα έργο που στέκεται πέρα από το άσπρο και το μαύρο: το έργο του είναι μια ρωγμή και ο δημιουργός του ένας άνθρωπος που ούτε σπάει ούτε στέκεται καλά, αλλά είναι ραγισμένος, κι αυτό το ράγισμα αποτυπώνουν τα τραγούδια του. Όμως γι’ αυτό μας αρέσει ο Σαββόπουλος: επειδή ενσωματώνει και αρθρώνει –ακόμα και με το μούγκρισμα του μουγκού στον Μπάλλο– ένα ράγισμα βαθιά αληθινό. Δεν είμαστε ούτε σπασμένοι ούτε στεκόμαστε καλά, είμαστε ραγισμένοι: να τι μας συνδέει μαζί του».

Κάπου εδώ αποχαιρετώ τους συνομιλητές μου και τους ευχαριστώ.

Η μουσική και οι μουσικοί

Είναι κάτι για το οποίο δεν έχουμε μιλήσει στα προηγούμενα μέρη, και το νιώθω σαν εκκρεμότητα. Έχει να κάνει με τη σχέση του με τη μουσική – κι αυτό δεν χρειάζεται να σου το πει κανείς ή να το διαβάσεις κάπου: το ακούς. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, παρότι ξεκίνησε με μια κιθάρα και έναν ήχο σχεδόν «άτεχνο», όπως κι ο ίδιος έχει παραδεχτεί, είχε εξ αρχής επίγνωση της σημασίας της μουσικής που συνόδευε τους στίχους στα τραγούδια του. Το Φορτηγό ηχογραφήθηκε το 1966 σχεδόν «χειροποίητα», με ελάχιστα μέσα και πολύ γρήγορα. Ήδη όμως από τον δεύτερο δίσκο του (Το Περιβόλι του τρελού) αρχίζει να αναζητά έναν πιο προσεγμένο ήχο, με μεγαλύτερη φροντίδα στην ενορχήστρωση και στους μουσικούς. Χωρίς επίσημη μουσική παιδεία, αλλά με ένστικτο και ανοιχτά αυτιά: άκουγε, εμπιστευόταν, και κυρίως μάθαινε από τους συνεργάτες του.

Είναι κι αυτό μια ικανότητα, να περιβάλλεσαι από μουσικούς με προσωπικότητα – και να τους αφήνεις χώρο. Από τα Μπουρμπούλια τέλη των 60s και τους Λαιστρυγόνα αρχές 70s, τα δύο γκρουπ που έφτιαξε, άρχισε γρήγορα να συνδέεται με σημαντικούς μουσικούς και ενορχηστρωτές, όπως ο Γιώργος Κοντογιώργος στο Περιβόλι του Τρελού, ή αργότερα ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στις πιο 80s ενορχηστρώσεις σε εμβληματικούς δίσκους όπως τα Τραπεζάκια Έξω και το Κούρεμα, ή ο Κώστας Θεοδώρου στον Χρονοποιό.

Να μια ακόμα μεγάλη τομή και πρωτοπορία! Ως τραγουδοποιός που ήταν, δεν παραμέλησε ποτέ τη σημασία της μουσικής και της ερμηνείας.

Ναι, ουσιαστικά δεν έβγαλε καινούργια τραγούδια από το 2000 κι έπειτα, αλλά τα ίδια αυτά τραγούδια στις συναυλίες του ακούγονται διαφορετικά, με άλλη φρεσκάδα κάθε φορά και ποικιλομορφία στον ήχο. Κι όσο περνούν τα χρόνια, διαλέγει μουσικούς που εμπλουτίζουν τον σαββοπουλικό πυρήνα, μπολιάζοντάς τον με στοιχεία από τη λόγια μουσική, το ροκ, τη δημοτική. Αλλά βεβαίως και από την εγχώρια τζαζ, διαλέγοντας κάποιους από τους πιο δεξιοτέχνες μουσικούς αυτής της σκηνής.

Χωρίς να χάνει τη «χειροποίητη» αμεσότητα, με τον ίδιο παραμυθά και τραγουδοποιό στη σκηνή, μουσικοί όπως ο Γιώτης Κιουρτσόγλου (από το 1997 μπασίστας και ενορχηστρωτής των λάιβ του, «δύναμη της φύσης» στο πάλκο, όπως τον αποκαλεί ο ίδιος, και ο μακροβιότερος συνεργάτης του), οι Mode Plagal, ο David Lynch, ο Βαγγέλης Καρύπης, ο Τάκης Φαραζής, ο Σταύρος Λάντσιας και πολλοί άλλοι, κατέθεσαν στο stage το προσωπικό τους ύφος, τη δεξιοτεχνία τους, την ψυχή τους – κι αυτό έκανε τεράστια διαφορά.

Για του λόγου το αληθές, κάποιες παραστάσεις, όπως το «Σαββόραμα» στο Μέγαρο Μουσικής το 2001 από την Cobalt Music και «Ο Πυρήνας» με τον Κιουρτσόγλου και τον Λάντσια (τρίο) το 2006 στο Gazarte, κυκλοφόρησαν σε CD+DVD από τη Lyra/Legend.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Rock Wave, Μαλακάσα

Και κάπως, όσοι τον αγαπάμε συναντηθήκαμε στο Rock Wave στη Μαλακάσα, και στη συναυλία έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν ωραία και συγκινητικά, για πολλούς λόγους. Πίσω μας, μια παρέα 20χρονων ξέρουν τα λόγια, τραγουδούν και χορεύουν σαν τρελοί. Τόση εντύπωση μας έκανε, που γυρνούσαμε όλη την ώρα και τους χαζεύαμε. Στους τρελούς καιρούς που ζούμε, υπάρχουν ακόμα παιδιά που αγαπούν και παθιάζονται με τον Σαββόπουλο;! Να, κι έτσι συνεχίζει η σκυτάλη, σκεφτόμασταν με ένα συναίσθημα σχεδόν καθησυχαστικό.

Για τη «σκυτάλη» μίλησε (και) στη σύντομη ομιλία του στο Μουσείο Μπενάκη, όταν ανέβηκε να πει δυο λόγια μετά την προβολή του ακυκλοφόρητου για 50 χρόνια ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη «Χαίρω πολύ Σαββόπουλος» – όταν και οι δύο ήταν νέοι, ωραίοι και τόσο μπροστά από την εποχή τους. «Κι εμείς μοντέρνοι ήμασταν, με τον Λάκη, αλλά δεν στραμπουλίξουμε την ψυχή μας», είπε συνεχίζοντας ως εξής:

«Ξέρετε, αυτά τα παλιά πράγματα, ο τόπος καταγωγής, η γραμματεία, το έθνος, η πατρίδα, η πίστη… αυτά τα πράγματα μπορεί να είναι και νεκροί όγκοι μιας παθολογίας που υπάρχει μέσα μας. Εκτός κι αν μπορέσουμε να τα δούμε εξατομικευμένα, όπως λένε τώρα, αν μπορούμε να τα δούμε με έναν προσωπικό τρόπο και να τα παρουσιάσουμε με έναν προσωπικό τρόπο. Είναι ο μόνος τρόπος για να παραμείνουν αυτά τα πράγματα στη ζωή. Και έτσι, γίνονται το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι έρωτές μας, οι αγώνες μας, τα όνειρά μας, οι ελπίδες μας. Αν μιλήσεις προσωπικά… η ουσία είναι να συνεχίσει η σκυτάλη».

Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν είναι στη σκηνή, έχει πάντα κάτι να μας πει. Στις συναυλίες κρέμεσαι από τα χείλη του, όχι μόνο όταν τραγουδά, αλλά και για όσα λέει ανάμεσα στα τραγούδια. Πέρα από τη θεατρικότητα στις κινήσεις και αυτή τη χαρακτηριστική φωνή που γεμίζει τα λόγια, είναι όσα λέει που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι σε αφορούν και σου δείχνουν τον δρόμο.

Έτσι και στο τέλος αυτής της συναυλίας μάς μίλησε με αυτή τη γνώριμη απλότητα, λέγοντάς μας ανάμεσα σε άλλα ότι ήταν το τραγούδι αυτό που τον κράτησε στις πολύ δύσκολες στιγμές. Και αμέσως μετά, στέλνοντας χαιρετισμούς στον Sir Paul McCartney, η συναυλία έκλεισε με το «Hey Jude». Πάρτε ένα λυπημένο τραγούδι και κάντε το καλύτερο – κι αυτό το na-na-na, που τραγουδούσαμε όλοι μαζί, απλώθηκε στη νύχτα σαν υπόσχεση και παρηγοριά.

Τραγούδια που θέλεις να τα τραγουδάς, και μια ωραία ιστορία της Μυρσίνης

Όλον αυτό τον καιρό, μια εποχή που όλα γύρω μας μοιάζουν δύσκολα και αβέβαια, γεμίσαμε τραγούδια κι ιστορίες πιάνοντας το νήμα των χρόνων. Κι εγώ κατάλαβα, επιτέλους, πώς συνέβη και κάποιοι άνθρωποι της γενιάς μου ξέρουν απ’ έξω όλα τα τραγούδια του Σαββόπουλου. Σ αυτή την κατηγορία ανήκει και η (αγαπημένη φίλη) Μυρσίνη Γκανά. Όταν τη ρώτησα μια μέρα για τη δική της σχέση με τον Δ.Σ. μου απάντησε: «Η σχέση μου με τον Σαββόπουλο περνάει μέσα από τα κύτταρά μου. Νομίζω ότι τον ακούω από τότε που γεννήθηκα μέχρι σήμερα. Υπάρχουν περίοδοι που μπορεί να ακούω για μέρες ολόκληρες, τα άπαντα. Το να τραγουδάω τους στίχους είναι για μένα κάτι αντανακλαστικό, όταν ξεκινάει το τραγούδι απλά μου έρχονται – αν μου ζητήσεις να στους πω τώρα, μπορεί να μη τους θυμηθώ».

Κάπως έτσι, ένα βράδυ της περασμένης άνοιξης που ακούγαμε Σαββόπουλο στο Spotify τραγουδώντας γύρω από το τραπέζι, μας είπε και μια ωραία ιστορία από τον καιρό που έμενε στο εξωτερικό.

«Ήμουν στο Λουξεμβούργο αρκετά χρόνια πια θέλοντας πολύ να γυρίσω στην Ελλάδα, κι άκουγα πολύ συχνά Σαββόπουλο, ήταν η παρηγοριά μου. Στο αυτοκίνητο έπαιζε συνέχεια ο Οδυσσεβάχ (1996), η μουσική που είχε γράψει για την παράσταση της Ξένιας Καλογεροπούλου στο Θέατρο Πόρτα, την οποία είχα δει ως παιδί, και έβαζα να ακούει και το δικό μου το παιδί – και σχεδόν έκλαιγα, όταν άκουγα:

Δεν περνούν οι μέρες δεν περνούν οι ώρες
Πόσα χρόνια πόσες πίκρες πόσους δρόμους
Θα διαβώ ώσπου ν’ αντικρίσω πάλι
Του σπιτιού μου το καπνό

Δεν περνούν οι μέρες, δεν περνούν οι ώρες
Τόσους κόπους, τόσες πείνες, τόσους πόνους
Τους ξεχνώ, αν στο τέλος
Της πηγής μας το νεράκι ξαναπιώ

Μια μέρα, ακούγαμε στο αυτοκίνητο, το «Τραγούδι των σειρήνων».

Ταξιδιώτη, αν ζητάς τη μικρή σου χώρα
Φέγγει εδώ λαμπρότερη απ’ ό,τι
Στων ονείρων σου την ώρα

Άκου άκου άκου άκου... έλα έλα έλα έλα
Οι γοργόνες σε καλωσορίζουν
Κόψε τους δεσμούς που σε γυρίζουν

Ψέμα είν’ η πατρίδα
Ψέμα είν’ η πατρίδα
Και μια τρέλα, έλα...

Κι η κόρη μου η Κάλλη, που ήταν πέντε χρόνων τότε, ακούγοντας κι αυτή το τραγούδι, με ρώτησε από το πίσω κάθισμα: “Μαμά, τι είναι η πατρίδα;” Και να τα δάκρυα εγώ...!»

Διονύσης Σαββόπουλος - Δεν Περνούν Οι Μέρες, Δεν Περνούν Οι 'Ωρες - Official Audio Release

Μας λέει πόσο τη γέμιζαν νοσταλγία για την Ελλάδα τα τραγούδια του, κάτι σαν τον Καζαντζίδη της δικής μας γενιάς. «Είχε να κάνει και με τη σχέση του Σαββόπουλου με τη γλώσσα, ότι σε κάνει να συνδέεσαι με τους στίχους – γιατί ένας βασικός λόγος που ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα ήταν η γλώσσα. Αλλά είναι και μια σχέση που έχει φτιαχτεί μες στα χρόνια, σαν παλίμψηστο. Όταν ακούς κάτι από παιδί, φτιάχνεις ενστικτωδώς εικόνες μέσα από τους στίχους των τραγουδιών. Κι όσο μεγαλώνεις καταλαβαίνεις τα νοήματα διαφορετικά, αλλά παραμένουν και τα πρώτα, σαν βίωμα, που φτιάχνουν μέσα σου κάτι πολύ οικείο και παρηγορητικό».

Μεγαλώνοντας, βέβαια, μπορούσες πια να θαυμάσεις πραγματικά αυτό που έχει φτιάξει. Που είναι τι;

«Τραγούδια που θέλεις να τα τραγουδάς. Μέσα από αυτά έχει περιγράψει, καλύτερα νομίζω από τον καθένα, την ιστορία της Ελλάδας –το βρίσκω συγκλονιστικό αυτό–, αλλά και την υπαρξιακή αγωνία στην οποία καθρεφτίζεσαι. Εμένα ο Σαββόπουλος με συνδέει με την Ελλάδα, αυτός είναι ο πατριωτισμός μου, με κάνει να βλέπω την Ελλάδα τρυφερά, συμπαθητικά. Ακόμα κι όταν μιλάει για την κακή μας πλευρά, κι αυτό με βοηθάει να συνδέομαι – γιατί κι εκείνος το κάνει συνεχίζοντας να την αγαπάει. Και επίσης μου δημιουργεί την αίσθηση της σύνδεσης με ένα ευρύτερο πράγμα και της συνέχειας. Αυτό που τον “έτρωγε” το έκανε έργο, και το μεταφέρει, σαν βαθύτερη εμπειρία, και σε εμάς».

Ακριβώς αυτό. Η αίσθηση της σύνδεσης, μια παρηγοριά – και μια δεύτερη ευκαιρία. Να αισθανθούμε και να γιορτάσουμε, να ενωθούμε. Έστω μέσα από το όνειρο αυτής της Γιορτής, εκεί ψηλά.

Τέσσερα μέρη, δεκάδες τραγούδια, μια διαδρομή μέσα από τις ζωές μας με οδηγό κάποιον που μας έχει αγγίξει, ένας ζωντανός κρίκος – με όλη τη ρωγμή και τη δύναμη που κουβαλάει. Κάπως έτσι κλείνουμε, με άνω τελεία. Αυτό το ταξίδι μπορείς πάντα να το ξαναρχίσεις από την αρχή. Από τον «Μπάλλο», από το «Ας κρατήσουν οι χοροί», από το «Πρωινό» ή τον «Οδυσσεβάχ», κάθε φορά κάτι διαφορετικό θα ακούσεις. Κάθε φορά θα είσαι κι εσύ κάπως αλλιώς. Πάντα, όμως, με μια παρόμοια αίσθηση σαν να επιστρέφεις.

Δειτε περισσοτερα